Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Η Άλκηστις Σουλογιάννη* για τον Περεγρίνο, στο περιοδικό Θευθ, τεύχος 21.

 
 
[Με εμβρίθεια και προπαντός επάρκεια κριτική η Α. Σ. σημειώνει για τον Περεγρίνο:]  

Άλκηστις  Σουλογιάννη

(Αντώνης Νικολής, Περεγρίνος, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2023) 

Όσοι ακολουθούμε συστηματικά ή έστω περιστασιακά τον Αντώνη Νικολή στη δημιουργική διαδρομή του μέσα στο ευρύ πεδίο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, έχουμε εξοικειωθεί με μια ενδιαφέρουσα εκδοχή αφηγηματικής τέχνης που συνδυάζει δημιουργική αξιοποίηση της γλώσσας ως διαύλου όχι μόνον πληροφοριών αλλά κυρίως συναισθημάτων, με την αμεσότητα προφορικής επικοινωνίας και με την ευρηματική χρήση του φαινομένου της μεταφοράς κατά την οργάνωση γραμματικών εικόνων σε συνθέσεις ιδιαίτερης σημασιολογικής ισχύος με ομόλογο εικαστικό ισοδύναμο.

Τα στοιχεία αυτά εντοπίσαμε σε δείγματα λογοτεχνικής παραγωγής του Νικολή, όπως είναι μυθιστορήματα υπό τους τίτλους Διονυσία (2012) και Ο θάνατος του μισθοφόρου (2016), κυρίως δε στην εμβληματική νουβέλα Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα (2014).

Τώρα στο νέο, εκτενέστατο μυθιστόρημά του ο Νικολής έχει οργανώσει έναν σύνθετο κειμενικό κόσμο σε επτά ενότητες (Επτά Λόγοι), κατά παραβίαση χωροχρονικών δεδομένων, μέσα στον οποίον με μυθοπλαστική σύμφωνα με την αντίληψη του σύγχρονου συγγραφέα άνεση αναπτύσσεται ο βίος και η πολιτεία του κυνικού φιλοσόφου Περεγρίνου (2ος αιώνας μ. Χ., εποχή της Β’ Σοφιστικής).

Εδώ ο Νικολής αξιοποιεί τον λίβελο του Λουκιανού Περί της Περεγρίνου τελευτής, τον οποίον στη συνέχεια υπονομεύει για να σχεδιάσει την εικόνα και τον χαρακτήρα του Περεγρίνου ως σύνθετου κειμενικού προσώπου σύμφωνα με μια ευρηματική όσο και παραστατική, σύγχρονη οπτική.

Προς τον σκοπό αυτόν, ο Νικολής συναντά τον Περεγρίνο στην πόλη Πάριον της βορείου Μυσίας (κοντά στον Ελλήσποντο), γενέτειρα του φιλοσόφου και πεδίο ποικίλων περιστατικών της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του μέσα σε τοπία θανάτου, αλλά και με μαθήματα από τον ρήτορα και σοφιστή Σκοπελιανό, που τον οδηγούν στη Σμύρνη, σημαντικό πνευματικό κέντρο της εποχής με χριστιανική κοινότητα στο πλαίσιο του ευρύτερου ρωμαϊκού περιβάλλοντος, και στον κύκλο μαθητών του σοφιστή Πολέμωνα, από τον οποίον ο Περεγρίνος εκδιώκεται εξ αιτίας του ματαιόδοξου χαρακτήρα του παρά την επιμέλεια, τις γνώσεις και τη ρητορική δεινότητά του.

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

Στη Μάλτα των Ιπποτών και της Μεσογείου.

Συγκατέλεγα στα ταξιδιωτικά μου σχέδια ανέκαθεν τη Μάλτα. Χώρα της Μεσογείου και μάλιστα χώρα-νησί, –για την ακρίβεια χώρα-νησάκι! Μόνο 21 τετραγωνικά χιλιόμετρα μεγαλύτερη απ’ την Κω (295 η Κως, 316 η Μάλτα), και όμως με 553 χιλιάδες μόνιμους κατοίκους (η Κως, μόλις 37 χιλιάδες). Επιπλέον, γιατί εκεί κατέληξαν οι Ιωαννίτες Ιππότες αφότου στις αρχές του 16ου αιώνα οι Οθωμανοί τούς έδιωξαν από τα Δωδεκάνησα. Το τάγμα κι ας μη διδάσκεται στην επίσημη Ιστορία, αποτελεί συνειδητό ή ασύνειδο μέρος της πολιτιστικής ταυτότητας των Δωδεκανησίων, ιδιαίτερα των Ροδίων και Κώων. Τα κάστρα, οι πύλες, οι θυρεοί, τα παλάτια, οι τάφροι, η μοναδική Οδός των Ιπποτών στη Ρόδο, διάφορα κτιριακά κατάλοιπα, επίσης το ότι οι Ιταλοί στο αρχιτεκτονικό ύφος που έδωσαν στις πόλεις μας, κατά το σύντομο πέρασμά τους από τα Δωδεκάνησα στο πρώτο μισό του 20ού  αιώνα, τόνισαν αυτή την παράδοση. Οι Ιωαννίτες Ιππότες, μετά την Ιερουσαλήμ και την Κύπρο, έμειναν εγκαταστημένοι στα νησιά μας λίγο περισσότερο από δύο αιώνες. Ο ήρωάς μου στο Ο θάνατος του μισθοφόρου μελετάει την περίοδο της Ιπποτοκρατίας στα Δωδεκάνησα, και στο φινάλε του κειμένου –οιονεί αφηγηματική μου δοκιμασία στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος αμέσως πριν τον Περεγρίνο– νοερά ως Ιππότες, αυτός και συνοδευόμενος από τον νεαρό μισθοφόρο, καταφθάνουν έφιπποι στο Κάστρο (των Ιπποτών) στην Αντιμάχεια. Για τις σελίδες αυτές δεν έκανα μόνο μαθήματα ιππασίας σ’ έναν από τους τοπικούς ιππικούς ομίλους, έψαξα και τη σχετική βιβλιογραφία, τη μελετούσα στη Βιβλιοθήκη της Βουλής στην Αθήνα, αναγκαστικά σκόνταφτα και στα πεπραγμένα του τάγματος στη Μάλτα. Η Μάλτα, να προσθέσω τέλος –ακόμα ένα στοιχείο οικειότητας με τον τόπο–, απέχει μια ανάσα απ’ τη Σικελία, με πάμπολλες κάθε είδους επιρροές από τη μεγαλόνησο του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα