Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διονυσία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διονυσία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023

Τα λιθαράκια του σπιτιού μας.

Κείμενό μου δημοσιευμένο στις "Στάχτες" (4/3/2015) -πάνω στη θεμελιώδη ρήση του μεγάλου εκλιπόντα για την αφήγηση του μυθιστοριογράφου. Ο Μίλαν Κούντερα (1/4/1929-11/7/2023) για όσους αγαπούμε ή και υπηρετούμε την τέχνη του μυθιστορήματος θα παραμείνει σταθερή και σεβαστή αξία και αναφορά.

Αντώνης Νικολής, Τα λιθαράκια του σπιτιού μας [2015]

Αρχείο 4.3.2015

Στη Βουλιαγμένη, την άνοιξη του 1963. Με τη μητέρα μου Καλλιόπη (Πόπη), το γένος Χατζημάρκου. Μας φωτογραφίζει ο πατέρας μου Χαράλαμπος. Έως και το φθινόπωρο του 1963 ζούσαμε στα Ιλίσια, στην οδό Γουναροπούλου, ο πατέρας μου ειδικευόταν στην ακτινολογία, στο Νοσοκομείο του Ευαγγελισμού. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, εγκαταστημένοι πια στον τόπο της καταγωγής μας, στην Κω, θα γεννιόντουσαν και οι αδελφοί μου, ο Θανάσης (1964) και ο Λάμπρος (1967), για να συμπληρωθεί η πενταμελής πατρική οικογένεια.

fav-3

“Πασίγνωστο σχήμα μεταφοράς: ο μυθιστοριογράφος γκρεμίζει το σπίτι της ζωής του για να χτίσει, με τις πέτρες του, το σπίτι του μυθιστορήματός του.” (Μίλαν Κούντερα, Η τέχνη του μυθιστορήματος[*])

Είχα και άλλες ευκαιρίες να αναλογιστώ την παραπάνω ρήση, αλλά συχνότερα παρακολουθώντας αναρτήσεις είτε σε ιστολόγια (blogs) είτε σε χρονολόγια (τοίχους) στο facebook, από τη θέση αυτού που παρατηρεί μία σχεδόν ασύγγνωστη σπατάλη: «μα τι το δημοσιοποιεί τώρα αυτό, τόσο ωραίο κομμάτι», είναι η σκέψη μου συνήθως, «γιατί δεν το κρατάει για τον εαυτό του;». Για ένα συγγραφέα, ιδίως μυθιστοριογράφο, τα βιώματα, μικρά – μεγάλα, καθετί που αποθησαυρίζει η μνήμη, είναι το πολύτιμο υλικό της δουλειάς του. Μερικοί, κιόλας, αυτά τα λογής στιγμιότυπα τα καταγράφουν σε μπλοκάκια, τα καταχωρίζουν ή τα αποδελτιώνουν περίπου όπως οι ερευνητές επιστήμονες. Προσωπικά, κι όχι από φυγοπονία ή από έλλειψη οργάνωσης, τα ρίχνω ατάκτως, το προτιμώ να μεταβολίζονται μόνα τους, ν’ αφομοιώνονται εν αγνοία μου, εκεί κάτω στις γαλαρίες του ασυνειδήτου –ας μου επιτραπεί το σχήμα.

Το καλοκαίρι που μας πέρασε (2014), στη βεράντα του σπιτιού μου στην Κω. Με φωτογραφίζει ο Δημήτρης Μποσνάκης.

Το καλοκαίρι που μας πέρασε (2014), στη βεράντα του σπιτιού μου στην Κω. Με φωτογραφίζει ο Δημήτρης Μποσνάκης.

Οι ιστορίες που αφηγούμαστε, τα λογοτεχνικά κείμενα καθαυτά, νομίζω είναι όντα φυσικά, όντα πέρα από μας, και τόσα όσες και οι πιθανές δυνατότητες της ύπαρξης. Ανάμεσα στα πολλάκις εκατομμύρια σπερματοζωάρια και τα εκατοντάδες ωάρια των γονιών μας, η ύπαρξή μας ήταν ήδη μία απειροστή πιθανότητα, όμως και μία φυσική δυνατότητα. Το ίδιο ισχύει για κάθε λογοτεχνικό έργο. Η συμβολή των συγγραφέων, αυτό που λέμε και ταλέντο, δεν είναι παρά η ικανότητα να φέρουμε από κείνους τους αφανείς τόπους τις σκιώδεις αυτές οντότητες, να τους δώσουμε ύλη από τη δική μας υπόσταση, (από το νου τα απαυγάσματα, από τα κιβώτια της μνήμης ανασύροντας συνειρμικά τις ακολουθίες και τις εκλάμψεις, από τη γλωσσική δεξαμενή την ιδιόλεκτο, από την αισθητική αγωγή τους ρυθμούς, τις μορφές του λόγου), και όλ’ αυτά σε ακέραια οικονομία, στη δική τους οικονομία. Έτσι, όντας απέριττα, -άρα, τι άλλο από αυθεντικά-, πάντως ποτέ με λογική επεξεργασία κατασκευασμένα, είναι αληθινά, και πια δεν είναι δικά μας. Όπως δεν ανήκουν σε κανένα γονιό τα παιδιά του, κι ας πήραν από τις σάρκες του για να γεννηθούν.

Μ’ άλλα λόγια, η δημιουργικότητά μας οικονομεί από τα βιώματα, από τα λιθαράκια του σπιτιού μας, γκρεμίζοντάς το, τα δομικά υλικά των αφηγήσεών μας. Να εικάσω, επιπλέον, ότι όλα τούτα εξατομικεύονται στον καθένα μας κατά τον τρόπο του, κατά το ύφος της δικής του τέχνης.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2022

157ο ή 1ο χειμερινό*;

Άλλη κουβέντα, βέβαια, αν μετράει για χειμώνας ηλιόλουστη μέρα με 21οC. Είναι όμως το ψυχολογικό, είμαστε 18 Δεκέμβρη σήμερα, μία ακριβώς εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα. Μετά τις 11 Νοεμβρίου έλειψα από το νησί για περίπου ένα μήνα, τις τελευταίες μέρες πριν από το ταξίδι απομέναμε στις παραλίες οι όλο και πιο σεσημασμένοι, ο κλοιός των χειμερινών στένευε γύρω μου, φέτος ειδικά το παρατράβαγα όχι μόνο γιατί ο καιρός ένα γλυκό παρατεταμένο αποκαλόκαιρο το επέτρεπε, αλλά και γιατί πρώτη χρονιά μετέτρεπα τα μπάνια σε κολύμπι, θέλω να πω σε συστηματική άθληση: σε γαλήνια νερά, πενήντα λεπτά ελεύθερο ημερησίως, πρέπει λοιπόν εκεί γύρω στις 10 Νοεμβρίου, έρημος ο κόλπος του Αγίου Φωκά, κολυμπούσα μετρώντας τις απλωτές, ελέγχοντας εισπνοές – εκπνοές, όταν ακούω από περίπου δέκα μέτρα, «Αντώνη, εσύ;», «Ναι, ποιος;» γιατί δεν καλοβλέπω δίχως τα πολυεστιακά, «Α, Αντρέα, εσύ;» αφού με καθυστέρηση αντιλαμβανόμουν τη χροιά. Επρόκειτο για έναν από τους δίδυμους Μαυρολέοντες, γειτονόπουλα στο πατρικό, απέναντι εμείς, εκείνοι δίπλα στη Συναγωγή. «Κοίτα, αρκεί να μην τα σταματήσεις. Μια ιδέα είναι, τελικά», τα μπάνια τον χειμώνα –το κλασικό πρώτο επιχείρημα στο ψηστήρι των χειμερινών. «Ρε συ, Αντρέα», κολυμπούσαμε εντωμεταξύ, «έχω μαζεμένες πολλές -λωλάγρες», όπως λέμε τις λωλάδες στο νησί, κάπως σαν τις κρητικές κουζουλάδες, αλλά στο λιγότερο εφετζίδικο. «Μη σκας», μου λέει, «αυτές, κάθε καινούργια που έρχεται, διώχνει μια παλιά. Μένουνε πάντα ίδιες», στον αριθμό. Γέλασα, το έλεγα δεξιά-αριστερά δίκην ανεκδότου, αλλά έλα που πες πες, εντέλει μου φαίνεται και βαθυστόχαστο…

Η αλήθεια, δεν χειμώνιασε ακόμη. Παρακολουθώ τον καιρό με επιφύλαξη. Δεν καταχώνιασα τα μπανιερά στην ντουλάπα με τα καλοκαιρινά, αλλά και για χειμερινός πρέπει να εφοδιαστώ με επιπλέον σύνεργα –με έχουν κατατοπίσει…  Γιατί, άλλο ένα μπανάκι σαν σήμερα, έστω 18 Δεκεμβρίου, στους 21 βαθμούς, άλλο να φυσάει, να είναι ανάμεσα 5 με 10ο C η θερμοκρασία, να κατεβώ στην αγριεμένη παραλία, με σκούφο θαλάσσης για το κεφάλι οπωσδήποτε, με την μακριά πυκνή στην πλέξη πετσέτα, το ανάλογο μπουρνούζι, κατά το δυνατόν ποδήρες, το αυτοκίνητο σε απόσταση δέκα μέτρων από το νερό, να τρέξω να χωθώ, κάπως να ζεσταθεί το κοκαλάκι μου, -ε και τότε, εκείνες τις βουτιές εύλογα ας τις απαριθμώ 1ο, 2ο κ.ο.κ χειμερινά μπάνια…  

[*Τα μπάνια αριθμούνται ένα την ημέρα, ασχέτως πόσες φορές ή και σε πόσες θάλασσες βούτηξε κάποιος την ίδια μέρα –ιδανικά δεν μπορούν να υπερβούν τα 365 ετησίως, αλλά και 365 είναι δυνάμει ο μέγιστος αριθμός μόνο για τα μπάνια ενός χειμερινού. Συνήθως, ένας συνεπής, όχι χειμερινός, συμπληρώνει νούμερα όπως 100, 120, 150, και που ήδη θεωρούνται πάρα πολλά. Μέσα στο 2022 –η ερώτηση του τίτλου- μετά τα 156 κανονικά μπάνια μου, το σημερινό, της 18ης Δεκεμβρίου, άραγε θα καταχωριστεί ως το 157ο, ως το 1ο  χειμερινό (Τὸ πρῶτο τῆς ζωῆς μου χειμερινόν), ή δίχως συνέχεια θα ξεμείνει ένα ανάμεσο, ένα ανάριθμο μπανάκι;] 

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

Μία... μίνι φωτογραφική αυτοβιογραφία - 24) Στην Πάτμο.


(Με τον αδελφό μου Λάμπρο, στη Χώρα της Πάτμου, αρχές δεκαετίας του '90.)

Πρωτοπήγα το φθινόπωρο του 1987. Μαζί με τα Ιεροσόλυμα ο αγαπημένος τόπος ταξιδιών της νονάς μου της Φροσύνης, ίσως γι’ αυτό θεωρούσα την Πάτμο, τόσο άδικα, προορισμό θρησκευτικού τουρισμού. Πήγα για ένα Σαββατοκύριακο και μάλιστα στο σπίτι της Γεωργίας Οικονόμου στη Χώρα, εκεί όπου συστηματικά κατέλυε και η νονά. Για τούτο το σημείωμα έχω μεγάλη δυσκολία να είναι ευσύνοπτο. Όποια μου εικόνα ή σκέψη παρασέρνει μεγάλη αρμαθιά από κοντινές της. Τα επόμενα δώδεκα χρόνια σχεδόν δεν θα ταξίδευα πουθενά αλλού. Ελάχιστα στην Αθήνα, καν στη Ρόδο. Μα και ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο ελεύθερο να είχα πεταγόμουν εκεί. Ή στην Κω χωμένος στο φροντιστήριο ή στην Πάτμο. Διήμερα αργιών, Χριστούγεννα – Πάσχα, για ένα μήνα τον Αύγουστο. Σε περίπτερα ή μαγαζιά, όσοι δεν με γνώριζαν, η πρώτη τους ερώτηση, «Πού εργάζεστε, κύριε;» έδινα την εντύπωση μόνιμου κατοίκου. Οι φίλοι, η παρέα, ταξίδευαν εκτός Ελλάδος, από δω - από κει, εμένα δεν με δελέαζε τίποτε. Και εντάξει ο χαρακτήρας μου, όμως το θυμάμαι κάθε φορά, είτε με τη μηχανή βγαίνοντας απ’ το πλοίο είτε με το αυτοκίνητο, κοίταζα ψηλά προς τη Χώρα και γέμιζαν τα μάτια μου δάκρυα. Κι αφού ακόμα κυλούσαν οι μέρες εκεί, το ρίγος που με συνέπαιρνε συχνά: μα κάποιος να με τσίμπαγε, δεν ήτανε πραγματικότητα∙ ήταν όνειρο ο τόπος αυτός.

Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

16 Ιουνίου 2019: δέκα χρόνια μπλογκ Αντώνης Νικολής.

Ήτανε κάποια μέρα τον Ιανουάριο του 2009, ανέβαινα Αθήνα, κι ενώ είχα πολύ λίγες ώρες πριν από την πτήση, μου τηλεφωνεί η Ιωάννα Μπλάτσου, η δημοσιογράφος, θα κάναμε μία συνέντευξη τότε, μου ζήτησε ορισμένες πληροφορίες-φωτοτυπίες απ' το αρχείο μου. Έτρεχα με πολύ άγχος να προλάβω αλλά και να μη χαθεί τίποτε απ' τους φακέλους, με βλέπει ο αδελφός μου ο Θανάσης -ήτανε στο φόρτε τους τα blogs εκείνα τα χρόνια, τα ιστολόγια ή online ημερολόγια-, μου λέει, λοιπόν, γιατί δεν μεταφέρεις όλα τα ντοσιέ (συνεντεύξεις, κριτικές, κείμενα παράλληλα ή επεξηγηματικά) σ' ένα μπλογκ, να είναι άμεσα προσιτά σε όποιον για τον έναν ή τον άλλο λόγο ενδιαφέρεται για τα έργα σου. Στην ουσία θα χρησιμοποιούσα τον χώρο του blog (ιστολόγιου) ως site (ιστοσελίδα ή ιστότοπο), και για άλλους λόγους και γιατί ήταν πολύ ευκολότερος στη χρήση του.
Η πρώτη ανάρτηση έγινε την Τρίτη 16 Ιουνίου του 2009. Έκτοτε, προστέθηκαν άλλες περίπου 760 (καμαρώνω ιδιαίτερα τις κατηγορίες / ετικέτες: Όμηρος - ο πρώτος μυθιστοριογράφος, Αρχαίο μυθιστόρημα, Δεύτερη Σοφιστική, Λουκιανός - ο Σύρος αττικιστής), ενώ οι επισκέψεις των αναγνωστών πλησιάζουν τις 76.000.

Τρίτη 30 Απριλίου 2019

Ένα σημείωμα για τη Διονυσία.

Πριν από δύο χρόνια (01.04.2017) στη στήλη ΟΛΑ POPA του site POPAGANDA η δημοσιογράφος-συγγραφέας Γεωργία Δρακάκη είχε σημειώσει λίγα λόγια για τη Διονυσία, που έπρεπε να έχουν τη θέση τους και εδώ, στο αρχείο / blog μου.
Να θυμίσω για το μυθιστόρημα Διονυσία, όπως και για τις νουβέλες Το Σκοτεινό Νησί και Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα, εκκρεμούν αναθεωρημένες διορθωμένες επανεκδόσεις.


 «Το βιβλίο της εβδομάδας, του μήνα, του χρόνου, από τα καλύτερα, γενικώς, που έχουν χαρεί τα μάτια μου και τα μυαλά μου λέγεται Διονυσία, το έγραψε ο Αντώνης Νικολής πριν πέντε χρόνια και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Ροδακιό. Πρωταγωνιστεί μια γυναίκα άγια και άγρια μαζί, που από την φροντισμένη κουζίνα του βίαιου νοικοκυριού της, καταλήγει στην αφρόντιστη, σκονισμένη πόλη των ανθρώπων που αγαπούν άτσαλα και καταστροφικά. Μια πορεία μέχρι το θάνατο, λουσμένη, όμως, με το παράξενο φως της ζωής. Όποιος διαβάσει αυτό το μυθιστόρημα, θαρρώ βγαίνει καλύτερος σε κάτι, δεν ξέρω σε τι.»


Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018

Μία... μίνι φωτογραφική αυτοβιογραφία - 9) Όταν γίναμε τρεις.


[Οι τρεις μας, ο Λάμπρος, εγώ, ο Θανάσης, το πιθανότερο το 1973 ή 1974. Στο φωτογραφείο του Ζαχαρία Παπαζαχαρίου.]

Στις 14 Μαΐου του 1964, μας πήρε ο παππούς Θανάσης, εμένα, ούτε τεσσάρων, απ' το ένα χέρι, και την κόρη του μικρού του αδελφού Γιώργου, τη Νίτσα, απ' το άλλο, εκείνη τριών και κάτι, να πάμε στον Πέρο, την κλινική του αείμνηστου Θεόφιλου Πέρου, όπου γεννούσε η μαμά. Είχε γεννηθεί ήδη; το είχε πληροφορηθεί ότι ήταν αγόρι, άρα θα έπαιρνε κατά το έθιμο το όνομά του; (γεννούσε, βέβαια, η κόρη του, δεν χρειαζόταν κάτι επιπλέον για να ζει δυνατά συναισθήματα) –αλλά και πώς να θυμάμαι τέτοια πράγματα. Το λαμπερό πρωινό θυμάμαι, τη χαρά και την έξαψή μου, να κατηφορίζουμε το φαρδύ πεζοδρόμιο της Βασιλέως Παύλου από το εμπορικό του παππού και θείου Γιώργου, το σημερινό φαρμακείο της Νίτσας, και λίγα βήματα παρακάτω τους πολλούς θαμώνες και την πυκνή αγράμπελη που σκίαζε το τότε καφενείο του Κενενούνη, στα μαγαζιά του Χρήστου Κουλούρα αυτό, και στο πέταλο του λιμανιού συνεχίζοντας, χεράκι με τον παππού οι τρεις μας, ακόμα μία στιγμή, να κοιτάζω από χαμηλά τον εύσωμο και ψηλό παππού, βρισκόμαστε στη γωνία με το σουβλατζίδικο του Μωρέ. Ύστερα, το κρεβάτι στο νοσοκομείο, η μαμά ήσυχη χαμογελαστή, από παντού εκτυφλωτικός ήλιος –η εικόνα στη μνήμη μου-, θυμάμαι τη γιαγιά Καλλιόπη, ποιος ξέρει πώς συμφύροντας εικόνες, λογικά θα έπρεπε να είναι η μητρική γιαγιά Σεβαστούλα δίπλα στη λεχώνα, ή μήπως έλειπε προσωρινά, τον Θανασάκη βέβαια, να κοιμάται, ένα όμορφο βρέφος, και μεταγενέστερη κουβέντα σίγουρα ότι τι ωραίο μωρό, σε αντίθεση με μένα που γεννήθηκα με εμβρυουλκό, με πρωτοείδε η μαμά με πρησμένο κεφάλι, και τρόμαξε. Είναι επίσης πολλές οι εικόνες, από τις εβδομάδες που είχαν προηγηθεί, με τη γιαγιά Σεβαστούλα στο σπίτι να βοηθάει την κόρη της στις δουλειές, μνήμες που καταγράφουν το αίσθημα της προσμονής, παρακολουθώ τις δυο γυναίκες που προετοιμάζουν κάτι πολύ σημαντικό, τον ερχομό του αδελφού μου.
Στη γέννηση του Λάμπρου, 26 Ιουνίου του 1967, στα επτά πια, ο Θανάσης τριών, δεν ξέρω γιατί είμαστε στο σπίτι της γιαγιάς Σεβαστούλας –νοίκιαζαν ακόμα οι παππούδες στην Πλατεία του Πλατάνου- και μάλιστα στις έξι το πρωί, η μαμά καθιστή στο κρεβάτι, ετοιμάζονται να φύγουν για το νοσοκομείο. Αργότερα, στο νοσοκομειακό δωμάτιο της λεχώνας πια -και εδώ οι εκδοχές είναι δύο, είτε γιατί ήτανε τόση η κοιλιά της μαμάς που πολλοί έλεγαν θα κάνει δίδυμα, είτε γιατί στους δρόμους και τις αλάνες (στον κήπο της Χάβρας ή στα Αρχαία του Φόρου ή στο δασάκι του Ηρώου, μπορεί και πενήντα στρέμματα… παιδότοπος) που μεγαλώναμε λυτοί εκείνα τα χρόνια, παρατηρούσαμε τα γεννητούρια γατιών ας πούμε, και εν τινι τρόπω αφομοιώναμε… εμπειρική βιολογία-, ο Θανασάκης έκανε την ερώτηση: «Μαμά, μόνο ένα;»
Γίναμε, λοιπόν, τρεις. Και μα την Αδράστεια, την κούφια ώρα, και όλα τα συναφή, δεμένοι και αγαπημένοι αληθινά.

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Το οριστικό τέλος μιας συνεργασίας.

Δε θέλω να καταγράψω εδώ τα συναισθήματά μου. Είναι πια -το λιγότερο να πω- αρνητικά, και οι αιτίες που τα προξένησαν αρκετές και πολύ σοβαρότερες απ' αυτήν που σε σχετικά πρόσφατη συνέντευξή μου (ραδιόφωνο Amagi, εκπομπή Αντιφάσεις, 21-5-2017) ανέφερα.
Βάσει ιδιωτικού τροποποιητικού συμφωνητικού που μόλις υπογράφηκε (από εμένα και τους υπευθύνους της εκδοτικής εταιρείας Τὸ Ροδακιὸ), τα δικαιώματα της Διονυσίας έχουν ήδη αποδεσμευτεί, και με τη λήξη των πενταετών συμβολαίων τους το ίδιο θα συμβεί και για τον Δανιήλ, το 2018, και για τον Μισθοφόρο, το 2020.

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

Ο Δανιήλ, η Διονυσία, ο Μισθοφόρος τούς κρίνουν.

Αναφέρομαι σ' όσους καμώνονται τους κριτικούς ή τους... παράγοντες περί τη λογοτεχνία.

Νομίζουν, λοιπόν, οι αδαείς ετούτοι ότι αυτοί θα κρίνουν τον Δανιήλ, τη Διονυσία, τον Μισθοφόρο.
Τουναντίον. Και μάλιστα τους ανταποδίδεται το ίσον. Το όποιο ίσον.
Ζητήστε τους να τα εκτιμήσουν, κι απολαύστε τους να αποτιμούν (φιλολογικά) τους εαυτούς τους.

Να θυμάστε, είχα πάντοτε συναίσθηση των παραπάνω, και ούτω πως αξιολογούσα (από άποψη φιλολογική) ανθρώπους, περιοδικά ή άλλα μέσα, τα διάφορα μίζερα παρεάκια, το σινάφι τέλος πάντων.

Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

Η συνέντευξη στις «Αντιφάσεις».

Ολόκληρη η συνέντευξη της περασμένης Κυριακής 21 Μαΐου, όπως την ανάρτησε ο Άντης Ζέρβας
στη σελίδα (fb) των Αντιφάσεων. Να τον ευχαριστήσω ακόμα μια φορά. Ευγενής και ανεπιτήδευτος, μου επέτρεψε να εκφραστώ με πολλή εσωτερικότητα.


Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Απόψε οκτώ με δέκα στον Amagi, στις "Αντιφάσεις" του Άντη Ζέρβα.


Ο Άντης Ζέρβας (και εδώ) σημείωσε το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης στη σελίδα (fb) της ραδιοφωνικής εκπομπής του "Αντιφάσεις": "Πριν λίγες μέρες τελείωσα συνεπαρμένος το δεύτερο βιβλίο του, την "Διονυσία". Έχοντας διαβάσει και τον "Θάνατο του Μισθοφόρου" και το "Ο Δανιήλ Πηγαίνει Στην Θάλασσα", νομίζω ότι ο Αντώνης Νικολής (Antonis Nikolis) είναι ένας συγγραφέας για τον οποίο και με τον οποίο θα έπρεπε να μιλάμε περισσότερο. Ξεκινώντας από αυτή την Κυριακή, στις 8, στις Αντιφάσεις."

Απόψε 20.00 με 22.00, λοιπόν, στις "Αντιφάσεις" / (Amagi Radio).

Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Πέταλα και σέπαλα στο ταφάκι. / Οι αμάραντοι, κι αν μύριζαν, θα μύριζαν κάτι ξερό ή υφάλμυρο.


Πέταλα και σέπαλα στο ταφάκι.

(...) Ύστερα έγειρε, πήρε στο πρόσωπο το μαξιλάρι του, το μύρισε, βρήκε μια άσπρη μακριά σκληρή τρίχα του, μάζεψε κι από το μικρό κάδο στην τουαλέτα ένα -υπέθεσε το τελευταίο- προφυλακτικό, συμβολικά ένα, κατέβηκε στον κήπο, μαζί με την τρίχα τα έκλεισε σ' ένα κουτάκι κοσμηματοπωλείου, τα έθαψε στη ρίζα της τριανταφυλλιάς με τα πιο μυρωδάτα, τα σκούρα κόκκινα τριαντάφυλλα. (...) Την επομένη του αποχαιρετισμού τους, περπατούσε βυθισμένη ανάμεσα στα παρτέρια του κήπου, με το κλαδευτήρι κι ένα πανέρι στα χέρια, έπειτα στους φράχτες στα γειτονικά χέρσα οικόπεδα, να κόψει λουλούδια για τα δυο πρωτομαγιάτικα στεφάνια, το ένα για την πόρτα της ρεσεψιόν, το άλλο για το σπίτι, να τα κρεμάσει αποβραδίς, το ίδιο εκείνο βράδυ, να προλάβει το Μάη πριν από το ξημέρωμά του. Κατέληξε να το φτιάξει με πυκνές φουντίτσες αγγελικές και στην κεντρική εσωτερική περίμετρο μια μονή σειρά από κίτρινες αγριομαργαρίτες. Τα έδενε με λεπτό νήμα γύρω από μια στεφάνη πλεγμένες λυγερές κληματόβεργες. Στο τέλος πέταλα και σέπαλα και φυλλαράκια, ό,τι περίσσεψε, τα... απόθεσε στο χτεσινό ταφάκι, στη ρίζα της τριανταφυλλιάς. Άφηνε από καιρού εις καιρόν στη ρίζα εκεί ένα λουλούδι, ένα κλαδάκι οτιδήποτε, περίπου με μια δραματική χειρονομία, χαμογελούσε έπειτα. (...)
[Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα Διονυσία, 2009-2011, έκδ. 2012.]


Οι αμάραντοι, κι αν μύριζαν, θα μύριζαν κάτι ξερό ή υφάλμυρο.

(...) «Επαγγελματίας οπλίτης, το ίδιο αν πούμε…» και τότε θα σχημάτιζε για πρώτη φορά στη σκέψη του τη λέξη, «ένας μισθοφόρος».
Δεν το χώραγε το μυαλό του: ένα τρυφερό παιδί ντυμένο με το τραχύ ρούχο, τη βαριά στολή, τον οπλισμό, ό,τι τέλος πάντων κουβάλαγε μία λέξη σαν το μισθοφόρος.
Του ήρθαν στη μύτη οι μυρωδιές προβιάς και πατημένου χλωρού χορταριού.
Οι αμάραντοι, κι αν μύριζαν, θα μύριζαν κάτι ξερό ή υφάλμυρο. Έφτιαξε το στεφάνι δένοντας με λεπτό σπάγκο μικρά μπουκέτα απ’ τα λουλούδια γύρω από την πλεγμένη σε δακτύλιο κληματόβεργα, ύστερα το κρέμασε στην εξώπορτά του. Νύχτωνε. Η αγράμπελη στην άκρη της αυλής είχε πετάξει δροσερά βλαστάρια. Οι γλάστρες και το μικρό παρτέρι θέλανε βοτάνισμα, αλλά ας βεβαιωνόταν προηγουμένως πως δε θα έκανε άλλα νερά, ακόμα κάποια τελευταία μπόρα πριν από το καλοκαίρι. (...)
[Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Ο θάνατος του μισθοφόρου, 2012-2015, έκδ. 2016.]


Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

«Ο μισθοφόρος» του Αντώνη Νικολή είναι ανάμεσά μας.




«Ο μισθοφόρος» του Αντώνη Νικολή είναι ανάμεσά μας

Ο πολυγραφότατος κι όμως άκρως λεπτολόγος συγγραφέας μας έδωσε το καινούργιο αξιοδιάβαστο μυθιστόρημα «Ο θάνατος του μισθοφόρου», από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό»


O Αντώνης Νικολής μού έδωσε τη συνέντευξη που ακολουθεί στο «συνήθη τόπο του εγκλήματος», το καφενείο «Πανελλήνιο».

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Με τη Σπυριδούλα Αποστολού.


Η Σπυριδούλα αγαπάει πολύ τη Διονυσία. Δε θυμάμαι πότε γνωριστήκαμε –στο facebook-, έκτοτε με νοιάζεται.
Η Σπυριδούλα Αποστολού, φιλαναγνώστρια σπάνιας ιδιοσυγκρασίας, μπορεί να συζητάει στο ίμποξ για λογοτεχνία, με διεισδυτικότητα που θα ζήλευαν πανεπιστημιακοί φιλόλογοι, και ήσυχα να διακόπτει τη συζήτηση γιατί έχει να καθαρίσει χόρτα. Καμία επιτήδευση, καμία – μα καμία ιδιοτέλεια. Φιλαναγνώστρια ακραιφνής.
Αν τύχει και δε δώσω σημεία για μέρες, ψάχνει μήπως έπαθα τίποτε. Αξιοπρεπής, διακριτική. Και υπερήφανη. 
Πολύ λίγοι με στήριξαν ως συγγραφέα με την ποιότητα που το κάνει η Σπυριδούλα. Με στενοχωρεί μόνο που συνεχίζει να μου απευθύνεται στον πληθυντικό, παρόλο που βέβαια έχει δίκιο. Ήμουνα παιδί, κι ο Σαχτούρης μού μίλαγε στον πληθυντικό: «Στον πληθυντικό, πάντοτε. Τον πληθυντικό μού τον επέβαλε ο Εγγονόπουλος. Επέμενε να μιλάμε ο ένας στον άλλον στον πληθυντικό».

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Αναζήτηση ατομικότητας στην πόλη.

Αναζήτηση ατομικότητας στην πόλη

ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ











[Καθημερινή, 24-9-2016 / Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Νίκος Βατόπουλος αναφέρεται στη Διονυσία: 1, 2. Οι υπογραμμίσεις δικές μου.]
Οι ιστορίες του άστεως αναδύονται, με πολλαπλές προσεγγίσεις, στη λογοτεχνία μετά το 2010.

To 1978, o Mένης Κουμανταρέας είχε ανανεώσει την ανατομία του άστεως με την «Κυρία Κούλα». Ο ηλεκτρικός ήταν η κινούμενη σκηνή που απομάκρυνε την Αθήνα από την ηθογραφία και μας έδινε ήρωες γεμάτους ρωγμές. Την ίδια εποχή (1977), η ξεχασμένη νουβέλα «Μετακόμιση» (εκδ. Κέδρος) του Τριαντάφυλλου Πίττα όριζε νέο πλαίσιο για την αναδιάταξη της οικογένειας και των σχέσεων, λίγα χρόνια πριν την εμφάνιση της περίφημης γενιάς του ’80 που ανανέωσε τη γλώσσα. Οι νέες προσεγγίσεις πάνω στην αστική ζωή μέσα από τη λογοτεχνία δίνουν διαρκώς νέα έργα από τη μεταπολίτευση και μετά, αλλά αυτό που συμβαίνει μετά το 2010 έχει ιδιαίτερη ένταση.
Δεν προκαλεί, φυσικά, εντύπωση ότι η αλλαγή της αστικής καθημερινότητας τα τελευταία χρόνια έχει προκαλέσει κύμα νέας γραφής, με διαβαθμίσεις και αποχρώσεις ποιότητας, φόρμας, αυτοαναφορικότητας, εμμονών και ευρυχωρίας, αλλά το σύνολο, σχεδόν, της παραγωγής έχει μετακινήσει την Αθήνα σε ένα οξύμωρο και γκροτέσκο τοπίο. Οπως και να το δει κανείς, νέοι ανθρωπότυποι αναδύoνται και η ανατομία στη μοναξιά προτείνει παράλληλα και αναθεωρημένες εκδοχές της αποξένωσης. Μία λογοτεχνική πόλη σιωπής, κραδασμών, οργής, ματαίωσης αλλά και ανάταξης, σταδιακά γεννιέται.
Συγγραφείς από τη νέα και τις παλαιότερες γενιές τροφοδοτούν τη νέα λογοτεχνική Αθήνα. Μου είχε κάνει εντύπωση η νουβέλα του Γιάννη Τσίρμπα «Η Βικτώρια δεν υπάρχει» (εκδ. Νεφέλη, 2013), στην οποία με έναν αρκετά σκοτεινό και συμβολικό τρόπο όριζε τη νέα ανθρωπογεωγραφία. Ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης είχε δώσει με το μυθιστόρημα «Η πόλη και η σιωπή» (εκδ. Καστανιώτη, 2013) μία ακτινογραφία της καθημερινότητας στην προθήκη ενός πλήρους διαγράμματος ηθικών διλημμάτων. Ο Αντώνης Νικολής με τη «Διονυσία» (εκδ. Ροδακιό, 2013) είχε οργανώσει με σάρκα και αίμα έναν ισχυρό γυναικείο ανθρωπότυπο από τη μικρή κοινωνία στην ανωνυμία της Αθήνας. Περιπτώσεις όπως της Μαρίας Μήτσορα ή του Σωτήρη Δημητρίου, με σκέψη πάνω στο νέο άστυ επί πολλά χρόνια, συνέβαλαν και αυτές στο νέο ρεύμα. Από τα πιο πρόσφατα, αξιομνημόνευτο το διήγημα «Νυχτερινό Ρεύμα» από την ομώνυμη συλλογή του Κώστα Κατσουλάρη (εκδ. Πόλις, 2015) αλλά και οι υπερτοπικοί, εν μέρει, αμφίσημοι και απρόβλεπτοι χαρακτήρες του Νικόλα Σεβαστάκη («Αντρας που πέφτει», εκδ. Πόλις, 2015). Η Ερση Σεϊρλή με το «Ρέκβιεμ: η τριλογία της Αθήνας» διεισδύει σταδιακά στην πόλη του νέου αιώνα και εν τέλει την κυκλώνει (εκδ. Απόπειρα, 2016). Ο Αλέξης Πανσέληνος με την «Κρυφή Πόρτα» (εκδ. Μεταίχμιο, 2016) εστιάζει στη μικρογεωγραφία του αστικού διαμερίσματος και αρχιτεκτονεί σχέσεις με βάση την κάτοψη της αθηναϊκής ζωής. Με τη νέα του συλλογή, «Πλατεία Μεσολογγίου» (εκδ. Ολκός, 2016), ο Βαγγέλης Προβιάς προχωράει σε μία θεώρηση ανθρώπινων τύπων, μέσα και έξω από το άστυ, με την Πλατεία Μεσολογγίου ως συμβολική λίμνη αστικής ζωής.
Αναβλύζει η ανάγκη ορισμού μιας νέας ατομικής συνθήκης σε μία κόψη ιστορικού χρόνου.

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Ὁ θάνατος τοῦ μισθοφόρου∙ ὁ τελευταῖος ἔλεγχος.


Σήμερα τέλειωσα τὸν πολυτονισμὸ παράλληλα μὲ τὸν τελευταῖο (ἐξονυχιστικὸ) ἔλεγχο τοῦ κειμένου. Ἑτοίμασα καὶ τρία ἀποσπάσματα γιὰ προδημοσιεύσεις.
Νομίζω ὅτι διακρίνω πιὰ τὸ τί καὶ πῶς ἀπὸ τὸν Δανιὴλ στὴ Διονυσία ὣς καὶ τὸ μισθοφόρο.

Συγκίνηση: χαρὰ καὶ ἤπια μελαγχολία μαζί.

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Διονυσία - σύντομη περιγραφή.


Μου ζητήθηκε σύντομη περιγραφή του βιβλίου στη σελίδα του fb Διονυσία:

Μυθιστόρημα. Η Διονυσία, αυτή που παραιτημένη, με τα ένστικτα παραλυμένα, μετεωρίζεται σ’ έναν κόσμο θολό σαν σκέψη.

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Διονυσία / Μαζί με τον Νίκο στο κρεβάτι - μικρό απόσπασμα, επετειακό: πάνε κιόλας τρία χρόνια.


(...) Μαζί με τον Νίκο στο κρεβάτι άσχετα από το τι και πώς στη φαντασία της διέσχιζαν το κεντρικό κλίτος μιας ψηλοτάβανης αίθουσας με τρούλο, με βιτρό φεγγίτες και παράθυρα, άδεια και ατέλειωτη, ν’ ακούει τις ανάσες και τα ξυπόλυτα ποδοβολητά τους, έπειτα το ’σκαγαν από πλαϊνή πόρτα σε σκιερό κήπο με εκατοντάφυλλα παλιές ποικιλίες, μ’ εξίσου μυρωδάτα μαγιάτικα, με βυσσινιές, με νεραντζιές, με κίτρα, με περγαμόντα, με δαμασκηνιές, να τρέχει σέρνοντας από το χέρι τον άντρα με το καστανό αραιό χνούδι, σ’ εκείνην να ταλαντεύονται τα βυζιά σωστά μαστάρια, σ’ εκείνον, καμιά φορά συντονισμένες οι ταλαντώσεις στα δύο κορμιά η ροδαλή ευρύχωρη αρχιδοσακούλα, σκαρφάλωναν στο στηθαίο μιας χαβούζας, πήδαγαν μέσα, όρθιοι, με το νερό περισσότερο την εικόνα του υγρού, όχι την αίσθησή του ως τη μέση ή ως το λαιμό, τα μικρά χρυσόψαρα να τσιμπολογούν τη βάλανο σ’ εκείνον ή τις θηλές στα δικά της στήθη, κι είναι στη σκιά μιας καρυδιάς, και τα καρύδια είναι πράσινα χλωρά, ό,τι πρέπει για γλυκό του κουταλιού. (...)
[Απόσπασμα, σελίδα 203, από το μυθιστόρημα Διονυσία, εκδόσεις Το Ροδακιό. Πρώτο δεμένο αντίτυπο, 19 Μαρτίου 2012.]