Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Mercendes Sosa: todo cambia, όλα αλλάζουν.


H Μερσέντες Σόσα, ένα αστρικό αεράκι.


Αλλάζουν, όλα αλλάζουν



Αλλάζει ό,τι βρίσκεται στην επιφάνεια

αλλάζει κι αυτό που ’ναι στο βάθος

Αλλάζει ο τρόπος της σκέψης

Αλλάζει το καθετί στον κόσμο αυτό

Αλλάζει ο καιρός με τα χρόνια

Αλλάζει ο βοσκός το κοπάδι του

Κι έτσι που όλα αλλάζουν

Που κι εγώ αλλάζω δεν είναι παράξενο

Αλλάζει στο πιο φίνο διαμάντι

Από χέρι σε χέρι η λάμψη του

Αλλάζει το πουλί τη φωλιά του

Αλλάζει το αίσθημα του ερωτευμένου

Αλλάζει ο ταξιδιώτης το μονοπάτι του

Ακόμα κι αν αυτό είν’ επικίνδυνο

Κι έτσι που όλα αλλάζουν

Που κι εγώ αλλάζω δεν είναι παράξενο



Αλλάζουν, όλα αλλάζουν (Χ4)



Αλλάζει ο ήλιος την τροχιά του

Όταν η νύχτα πλησιάζει

Αλλάζει το φυτό, πετάει φύλλα

Πράσινα την άνοιξη

Αλλάζει τρίχωμα το ζώο

Αλλάζει το μαλλί του γέρου

Κι έτσι που όλα αλλάζουν

Που κι εγώ αλλάζω δεν είναι παράξενο

Γιατί δεν αλλάζει η αγάπη μου

Όσο μακριά κι αν βρίσκομαι

Ούτε η θύμηση ούτε ο πόνος

Για τη χώρα μου και το λαό μου

Ό,τι άλλαξε χτες

Πρέπει ν’ αλλάξει κι αύριο

Έτσι που κι εγώ αλλάζω

Σ’ αυτή την ξένη χώρα



Αλλάζουν, όλα αλλάζουν (Χ4)



[Todo cambia: σύνθεση – στίχοι του Χιλιανού μουσικού, πρωτοπόρου του Nueva Cancin (Νέου Τραγουδιού), Julio Mumhauser, (1940 -).]



Η Μερσέντες Σόσα (9 Ιουλίου 1935 – 4 Οκτωβρίου 2009) είναι η μεγάλη φωνή της Αργεντινής. Πρωτοστάτησε κατά τη δεκαετία του ’60, και αυτή αλλά στη χώρα της, στο μουσικό κίνημα του Νέου Τραγουδιού. 

Την άκουσα για πρώτη φορά το 1979 σε εκπομπή που παρουσίαζε ο ίδιος ο Χατζιδάκις στο Γ’ Πρόγραμμά του.



Ψυχή, λαρύγγι και ηχεία που μέσα τους φύσηξε αστρικό αεράκι.

Ο Θεός είναι σπάταλος: να πώς πετάει στο χάος τ’ αριστουργήματά του.




Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Η Pina Bausch πειράζει τις εικόνες.

 (εορταστικό*)
Πίνα Μπάους, Kontakthof.

[Kontakthof: χορογραφία του 1978. Επαναλήφθηκε το 2000 με ερασιτέχνες ηλικίας γύρω στα εξήντα πέντε (το πρώτο μέρος του αποσπάσματος), επίσης το 2008 με εφήβους που δεν είχαν ανεβεί σε σκηνή και δεν είχαν χορέψει ποτέ ως τότε (μετά το 1.50).
Άντρες και γυναίκες συναντιούνται και βιώνουν όσα συνεπάγεται η επικοινωνία (έλξη, σεξουαλικότητα, χειραγώγηση, αποπλάνηση, βία κ.λπ.).]

Το χρήσιμο συμπέρασμα: με την ειρωνεία, λίγο πειράζοντας τις εικόνες, διαλύουμε την επιτήδευση, την πόζα και τις ρητορείες.  

(*δείτε το απόσπασμα μέχρι τέλους, και μετά το 1.50)

Παρασκευή 18 Απριλίου 2014

Στη σάλα με τα βαμπίρ.

Στη σάλα με τα βαμπίρ

Athens Voice, 18/04/2014 - 08:00


Στην αρχή έμοιαζε με τη γωνιά ενός γραφείου. Και ως προς το περιεχόμενο του ντοκουμέντου έκανα μία πρώτη σκέψη ότι επρόκειτο για τη νεοελληνική πραγματικότητα σε πολύ υψηλή συμπύκνωση: σε τόσο μικρό χώρο, σε τόσο λίγο χρόνο να συμπεριληφθούν τόσα πολλά. Αναφέρομαι στη βιντεοσκοπημένη συνάντηση Μπαλτάκου – Κασιδιάρη στο γραφείο του πρώτου, στη στιχομυθία τους, σε όσα ευθέως διατυπώνονται μα και σε όσα υπονοούνται. Στη δραματουργία το φαινόμενο ονομάζεται δραματική, δηλαδή θεατρική, πύκνωση.
Αναλυτικά: ένα υψηλόβαθμο στέλεχος, γενικός γραμματέας της κυβέρνησης, συναντιέται με τον πιο προβεβλημένο από τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής. Το τι συζητάνε και το πώς ας το καταχωρίσουμε στην κατηγορία μικροπολιτική, εννοείται στον πολύ γκρίζο σχεδόν μαύρο φάκελο. Ακροδεξιοί λίγο ή περισσότερο αμφότεροι, μιλούν για ίντριγκες, συνωμοσίες και συναφή. Ο όλος διάλογος σε ύφος και ήθος λούμπεν. Εμβληματικό στοιχείο στη σκηνογραφία, τα εικονίσματα – εικονοστάσι στον τοίχο πίσω από την πλάτη του γενικού γραμματέα.
Και πέρα από το φιλμ, ο ένας, μαθαίνουμε, προσηλωμένος σε ιδεοληψίες εξαίρει πολιτικά τη σχέση της δεξιάς με τους ένστολους και το ορθόδοξο ιερατείο, ο άλλος –το ξέραμε– μέλος του κατεξοχήν ρατσιστικού και ομοφοβικού κόμματος, του ντόπιου νεοναζιστικού μορφώματος σωστότερα. Αξίζει να προσεχθεί η διατύπωση του Μπαλτάκου για τον πρωθυπουργό πως είναι μεγαλοαστός και γι’ αυτό δεν καταλαβαίνει την κοινωνία. Πρόσφατα ένας άλλος χρυσαυγίτης, ο Παναγιώταρος, δήλωσε για τους ομοίους του πως είναι αυτοί που κάνουν τη βρόμικη αλλά χρήσιμη δουλειά, όπως κάποτε ο ηγέτης Χίτλερ (αλλά κι ο έτερος μεγάλος, ο Στάλιν, συμπλήρωσε ο χρυσαυγίτης, με διακριτή ιδεολογική αβρότητα προς το άλλο άκρο). Ετούτοι εδώ δεν είναι μεγαλοαστοί, είναι κωλοπετσωμένοι μικροαστοί, αυτοί που ξέρουν την πιάτσα, και που τα καλόπαιδα ανάμεσά τους πότε -πότε την καθαρίζουν από τις βρομιές (ομοφυλόφιλους, Εβραίους, Ρομά, μετανάστες, και άλλους).
Εντωμεταξύ, για τον στενότατο συνεργάτη δύο πρωθυπουργών της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας, πληροφορηθήκαμε και άλλα, ανάμεσα στα οποία δύο περίπου απίστευτα: πρώτον ότι επιδίδεται στη συγγραφή «παραϊστορικών» συγγραμμάτων με εμμονή στην αρχαία Σπάρτη (Sparta πήγα να γράψω), και δεύτερον ότι το μοναχογιό του, απόφοιτο του Πολιτικού της Νομικής και με μεταπτυχιακές σπουδές στις ΗΠΑ, έφτασε μέχρι τα δικαστήρια προκειμένου να τον διορίσει στο Λιμενικό Σώμα (τάχα αγνοούσαμε ότι μακροπρόθεσμα καμία επένδυση και τίποτε δεν είναι περισσότερο ασφαλές από μία θέση στο ελληνικό δημόσιο)!
Σε γενικές γραμμές η σούμα: υποτυπώδης έως ανύπαρκτος πολιτικός φιλελευθερισμός, χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο, μεγάλο κράτος. Συστατικά ως ένα βαθμό αλληλένδετα. Και από την εν λόγω σούμα, (τον κουβά με τα ωραία της ανελευθερίας μας), στο ελληνικό κοινοβούλιο δεν υπάρχει κανένα κόμμα που να μην υπερασπίζεται, προγραμματικά κιόλας, κάποιο, έστω ένα, από τα συστατικά της (το υπερασπίζονται, βέβαια, με πολλούς ευφημισμούς κι άλλες τόσες ρητορείες).
Τώρα το πλάνο άνοιξε πάρα πολύ, και ποιος δεν εικονίζεται πια εντός του. Όχι μόνο τα ιδεοληπτικά με τον αντρισμό τους λεβεντόπαιδα, μα και οι πολιτικάντηδες όλου του φάσματος, οι αντιδραστικοί του ιερατείου, οι δημοκόποι των καναλιών, οι τηλεοπτικοί διασκεδαστές που καμώνονται τους καλλιτέχνες, κόσμος πολύς, η σάλα τεράστια, και η σπατάλη του ατελείωτου γκαλά παρ’ όλη τη χρεοκοπία υπερβολική. Και μια που το ’φερε ο λόγος, μετά το κράτος –να μην ξεχνούμε– ο δεύτερος μεγάλος εργοδότης στην Ελλάδα είναι ο λαϊκισμός. Φανταστείτε δίχως αυτόν πόσα κανάλια και παρεμφερείς επιχειρήσεις μάνι-μάνι θα ’κλειναν, πόσος κόσμος θα ’μενε στο δρόμο.
Όμως το πράγμα έφτασε όσο ποτέ στο μη παρέκει. Η παράλογη αδράνεια κατατρώει κι αποσαθρώνει στο εσωτερικό της τη μεσαία τάξη. Δεν υπάρχουν κοινωνίες δίχως μεσαία τάξη ούτε γίνεται (όπως με το προλεταριάτο) να την εισαγάγουμε από αλλού. Αν δεν υπάρξει πραγματικά ορθολογική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσουν όλα.
Στη σάλα με τα βαμπίρ να πέσει άπλετο πρωινό φως. Σύγχρονος, ρηξικέλευθος πολιτικός φιλελευθερισμός. Δεν το πατάς το θηρίο στο νυχάκι του, δεν του δίνεις το χρόνο να ανασκουμπωθεί και να αντιδράσει, (π.χ. υπόθεση ταυτοτήτων επί Χριστόδουλου), το λαβώνεις καίρια και κατάστηθα (πλήρης διαχωρισμός κράτους εκκλησίας). Το έχω ξαναγράψει σ’ αυτήν εδώ την εφημερίδα, και ας θεωρηθεί υποκειμενική η ιεράρχησή μου: ένας αυστηρός αντιρατσιστικός νόμος και ο ισότιμος πολιτικός γάμος ομοφύλων –δείτε τι γίνεται στον κόσμο– αυτό είναι το άπλετο πρωινό φως. Η προτεραιότητα στα ατομικά δικαιώματα, στην ακεραιότητα και στην ελευθερία του ατόμου.
Οι υστερικές αντιδράσεις δε θα κρατήσουν για πολύ, οι καμπάνες στις ελληνόψυχες μητροπόλεις θα χτυπάνε κάθε τέταρτο για πόσο, τα τέρατα θα γρυλίζουν μέχρι πότε, στο τέλος θέλοντας και μη, όπως συμβαίνει και στα θρίλερ, θα διαλυθούν σε σωρούς σκόνης.
Ύστερα, σιγά –σιγά θα βάλουμε μπρος και για τα υπόλοιπα. Όλα σχεδόν από την αρχή.

Υ.Γ. Η θεμελιώδης αδυναμία όσων πολιτεύονται αντιδραστικά είναι η έλλειψη τόλμης. Για να φτιάξεις πλειοψηφίες σε καιρούς κρίσης δεν προσθέτεις· αντίθετα, αφαιρείς, ξεσκαρτάρεις, αποσαφηνίζεις. Ρισκάρεις να χάσεις. Το ρίσκο είναι δύναμη και χαρακτήρας, στρέφει πάνω σου την προσοχή των άλλων. Σε καιρούς κρίσης στην αγορά κυριαρχούν η φασαρία και ο φόβος. Το κομμάτι του κόσμου που φωνασκεί, του οποίου λογαριάζονται οι αντιδράσεις και κοστολογείται η διάθεση, είναι προ πολλού όχλος. Φωνάζει ότι δε θέλει καμία αλλαγή, αλλά κι αυτόν που βρέθηκε να κυβερνά και δίστασε να προχωρήσει σε αλλαγές, τον ξεγράφει. Το ΠΑΣΟΚ κυκλοφορεί ήδη συρρικνωμένο, ελάχιστο και με ψευδώνυμο, ο ΛΑΟΣ χάθηκε, ετοιμάζεται η ΔΗΜΑΡ, –να πω ποιος πρέπει να παίρνει σειρά; Ο όχλος, όπως το συμπλεγματικό και φοβικό άτομο, είναι φύσει αχάριστος.

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Γιώργου Κουμεντάκη: typewriter για δώδεκα πιανίστες.

Μελωδίες γραφομηχανής για δώδεκα πιανίστες. 
Από το σχήμα "Piandaimonium", Φεστιβάλ Πιάνου Θεσσαλονίκης 2013, Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, 29-11-2013.

Ο Γιώργος Κουμεντάκης (1959-) είναι πρίγκιπας.

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Το βιβλίο του γιου μου!



Πάνε μπορεί και δυο χρόνια που διάβασα το «Κάτι άλλαξε», το μυθιστόρημα του Χρήστου Ιωαννίδη. Δε μου το σύστησε κανείς, με είλκυσε από μόνο του ξεφυλλίζοντάς το σε βιβλιοπωλείο, κι είναι ένα από τα λίγα, τα πολύ λίγα νεοελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων που το διάβαζα δίχως να κοιτάζω κουρασμένα κάθε λίγο πόσες σελίδες μού υπολείπονται . Ένα νεανικό, δεν εννοώ πρωτόλειο ούτε πρωτόπειρης πένας πόνημα, νεανικό, δηλαδή που αναφέρεται και καταγράφει άμεσα τον κόσμο των νέων, κείμενο, και που, ωστόσο, πάνω απ’ όλα είναι ένα άρτιο μυθιστόρημα. Η λογοτεχνική του αξία βρίσκεται στη γλαφυρότητα, που στιγμές σχεδόν συγκροτεί ύφος. Όμως, όπως οφείλει, περισσότερο κι από τη λογοτεχνική -για να θυμηθούμε τον Κούντερα-, η κύρια αρετή του, ως μυθιστορήματος, είναι καθ’ αυτήν η οικονομία του. Παρ’ όλη τη χάρη της αφήγησης εδώ δεν περισσεύουν πράγματα, ο μύθος και η πλοκή εξυφαίνονται με πολύ καλό δέσιμο.
Είναι και μυθιστορήματα φίλων, και άλλα συγγραφέων που δε συνδέομαι μαζί τους, που βεβαίως εκτιμώ πολύ, στο σημείωμα εδώ δεν αξιολογώ το «Κάτι άλλαξε» καν συγκριτικά με ομοειδή του. Και ως προς την οικειότητα με τον Χρήστο Ιωαννίδη, να προσθέσω, δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ. Του έστειλα μηνύματα μέσω facebook όταν σχεδόν τέλειωνα την ανάγνωση και μετά το πέρας της. Ούτε, νομίζω, οφείλεται στην ευαίσθητη ματιά του στα ζητήματα του ομόφυλου προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου, κυκλοφορούν και άλλα και περισσότερο εξειδικευμένα μυθιστορήματα που όμως δε μου προξένησαν κάποιο ενδιαφέρον.  
Καθώς απομακρυνόμουν από την ανάγνωση εξοικειωνόμουν κάπως αλλιώς με το «Κάτι άλλαξε». Ελπίζω να μην παρεξηγηθώ. Δε θεωρώ τον εαυτό μου λογοτεχνικό πατέρα του Ιωαννίδη, με ποιο δικαίωμα άλλωστε -το μυθιστόρημά του κυκλοφόρησε πριν από το δικό μου-, καν δυνάμει τέτοιον. Απλώς, έκανα μία φορά τη σκέψη, κι ύστερα μου άρεσε. Ότι ήμουν, λέει, ο (φυσικός) πατέρας του, ότι κράταγα το βιβλίο του και περιχαρής το επιδείκνυα περήφανα «Αυτό το βιβλίο το ’γραψε ο γιος μου, είναι το βιβλίο του γιου μου!»
Δεν ήξερα την ηλικία του, τον ρώτησα αν μπορούσε να είναι (φυσικός) γιος μου, αν ήταν δηλαδή τουλάχιστον δεκατέσσερα χρόνια μικρότερός μου, διευκρινίζοντας για το δεκατέσσερα ότι όταν υπηρετούσα στο Καρλόβασι είχα συστρατιώτη έναν Ρομά ονόματι Χαράλαμπο, δεκαεννέα (ολογράφως 19) χρόνων, με θητεία εξάμηνη γιατί ήταν ήδη πατέρας τριών παιδιών, το πρώτο το είχε σπείρει στα δεκατέσσερα. Ναι, μου απάντησε, αν ήμαστε Ρομά, θα μπορούσες. Μια χαρά. Τι να μας πειράξει; Μαθημένοι στο ρατσισμό, τη συμπλεγματική λεβεντιά του κάθε οιηματία αγράμματου, (που στο ομόλογο κρατίδιο φτάνει να θάβεται και ως μέγας λόγιος), το Ρομά; Να μας κάνει τι το Ρομά; Ας ήταν κι αυτό για μας (τους σημαδεμένους) ακόμα μία ταυτότητα, ακόμα μία τιμή…
Από την όμορφη ιστορία του Άγγελου, του Έρικ, της Ρόξι, του Μάγκνε, δύο μικρά αποσπάσματα (σελ. 159):
«Μόλις έμεινα μόνη στο δωμάτιο, ανακάθισα στα κολλαριστά σεντόνια του ξενοδοχείου και χάζεψα τα αφιλόξενα μάτια των πορτρέτων στους τοίχους, που έμοιαζαν κι εκείνα να με καταδικάζουν. Ένα μεγάλο κουβάρι από σκέψεις χτυπούσε από τοίχο σε τοίχο, χωρίς να βρίσκει το παράθυρο. Στον κήπο του ξενοδοχείου ένας παγωμένος αέρας πάλευε με τα δέντρα.
(…)
Από το αεροπλάνο η Στοκχόλμη έμοιαζε με ένα μεγάλο κουτί με λουκούμια πασπαλισμένα με άχνη ζάχαρη, με μια απέραντη τούρτα πάβλοβα με αυτοκίνητα.
Λες ο Λούντε μου να είναι Σουηδός, αναρωτήθηκα.
Οι Σουηδοί δεν είναι αισθησιακοί όπως ο Λούντε. Με τα ψαρίσια μάτια τους μοιάζουν βγαλμένοι από κονσέρβα. Κάθε φορά που περνούσα τα σύνορα, λάτρευα τις γενικεύσεις και τα στερεότυπα.
Ίσως γιατί τρώνε πολλούς σολομούς, σκέφτηκα.
[Χρήστος Ιωαννίδης, «Κάτι άλλαξε», μυθιστόρημα, εκδόσεις Τετράγωνο, Αθήνα 2010, σελ. 234.]