Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Πελαγία Κυριαζή, Το όνειρο και το οικείο / The dream and the familiar.



Για τη σημαδιακή συνάντηση με την Πελαγία πριν από δύο περίπου εβδομάδες έκανα ήδη λόγο. Έκτοτε όλο και βαθαίνουν τα αισθήματα ανάμεσά μας. Την προπερασμένη Κυριακή πήγαμε για καφέ στη Φωκίωνος, ψηλά, στου Στράτου. Την περασμένη, χτες, κατηφορίσαμε πεζοί, διασχίσαμε το Πεδίο του Άρεως, τα Εξάρχεια, καταλήξαμε στο Black Duck της Κλαυθμώνος. Μείναμε εκεί για κάνα δίωρο, ύστερα πάλι πεζοπορώντας επιστρέψαμε Κυψέλη. Μου έλεγε για τα χρόνια της στη Νέα Υόρκη, τις εκθέσεις ζωγραφικής, ιδίως για την τελευταία Το όνειρο και το οικείο στο ΜΙΕΤ, της έλεγα για τον Σαχτούρη, τα ραντεβού τα απογεύματα στις επτά στο σπίτι του στη Μηθύμνης, μιλάγαμε (πιασμένοι από την ίδια ησυχία, αντικριστά καθισμένοι στην αυλή με τους τοίχους στο χρώμα της ώχρας) για το ασυνείδητο, για την καταπακτή του, για τα ανέβα – κατέβα αποκεί κάτω. Και άλλα πολλά είπαμε, και πιο προσωπικά, πιο ιδιωτικά. Ένα φθινοπωρινό μεσημέρι Κυριακής.

Η Πελαγία, σε αρμονία και με τ’ όνομά της, όταν βγαίνει στον κόσμο, κοιτάζει με μάτια μισόκλειστα, είναι στην παραλία, κάθεται στα βότσαλα, ντυμένη, αγναντεύει το νερό.
  
  

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Στο Φωταγωγό.

Ο Αντώνης Νικολής στο «Φωταγωγό»

Με την ευκαιρία της έκδοσης του νέου βιβλίου του

image


















Ο συγγραφέας Αντώνης Νικολής, με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου του «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα» και με σκοπό συναντήσεις και διαλόγους με τους αναγνώστες, θα βρίσκεται την Παρασκευή και το Σάββατο 24 και 25 Οκτωβρίου, όπως και το Σάββατο 1 Νοεμβρίου, από τις 12.00 έως τις 15.00, στο «Φωταγωγό», το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων «Το Ροδακιό», Κολοκοτρώνη 59Β, εντός της στοάς Κουρτάκη.

Στην Athens Voice, 23-10-2014.

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα - το δελτίο τύπου.


ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΙΚΟΛΗΣ

Ο ΔΑΝΙΗΛ ΠΑΕΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Ψηφιακή ζωγραφική στο εξώφυλλο: ΠΕΛΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΖΗ
Σχήμα 15 Χ 23,  σελ 136,  τιμή: 12 €,  ISBN  978–960–8372–69–6
Εκδόσεις Το Ροδακιό, Οκτώβριος 2014 – νουβέλα –

 «Το πλοίο έριχνε άγκυρα, ξημέρωνε, το νησί αχνόφεγγε. Δε διέκρινα καλά τις γραμμές του τοπίου, μάλλον δεν τις αναγνώριζα, σαν πιο χτισμένη μου φαινόταν η πόλη, πιο εκτεταμένος ο ιστός της. Ακόμα και το φόντο πίσω και πάνω από τα όριά της, τις μαλακές πλαγιές του Δίκαιου, περισσότερο τις μάντευα παρά τις έβλεπα. Οι μόνες πραγματικά γνώριμες ήταν οι επάλξεις του κάστρου των Ιπποτών κατά μήκος του βραχίονα του παλιού λιμανιού και που καταλήγουν στη σύγχρονη αποβάθρα, εδώ που αγκυροβολούσαμε. Άλλωστε εντυπωμένη σαφή εικόνα του νησιού απὸ καράβι δεν είχα, μου άρκεσε μια γρήγορη ματιά κι έσκυψα να κατέβω τα σκαλιά για το αμπάρι, πίεζαν οι υπόλοιποι οδηγοί, έπρεπε να βιαστούμε να φέρουμε μπροστά τα αυτοκίνητά μας, — ο χρόνος που συνήθως μένει ανοιχτή η μπουκαπόρτα σε κάθε λιμάνι για την αποβίβαση επιβατών και οχημάτων είναι περιορισμένος.»

Έτσι ξεκινάει η νουβέλα του Αντώνη Νικολή Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα. Ένα ονειρόδραμα φτιαγμένο από φθορά, σωματικά υλικά, λόγια του τόπου, ξερόχορτα, λεπτομέρειες, μυρωδιά, οσμές, και ηδονή στο ξετύλιγμα των λέξεων. Θα μπορούσες να το πεις ξερολιθιά για τη σοφία της συναρμογής αν δεν ήταν βουτηγμένο στην υγρασία της εφηβείας και στην υπόκωφη σήψη της ωριμότητας.

Ένα παιχνίδι με το χρόνο όπως μας τον δίδαξαν τα μεγάλα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα και οι ποιητές του αλλά ιλιγγιωδώς μεταφερμένο σε μικρή κλίμακα, και συγκεκριμένα με ενέσεις εντοπιότητας —και ποιος δεν οσφραίνεται το νησί στις περιγραφές, όποιο νησί, κι ας είναι η Κως— και αρθρώσεις πανθεϊσμού ή πανηδονισμού. Ένα πεζό με ένταση χωρίς έκταση, που συνιστά κανόνα για τα ελληνικά γράμματα του 21ου αιώνα.

Ο Αντώνης Νικολής (1960-) είναι συγγραφέας, μυθιστοριογράφος. Σπούδασε κλασική φιλολογία. Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα είναι το τρίτο βιβλίο του (προηγήθηκαν Το Σκοτεινό Νησί, 2008, νουβέλα επίσης, και το μυθιστόρημα Διονυσία, 2012). Από τις αρχές του 2013 δημοσιεύει άρθρα του στην ηλεκτρονική Φωνή της Αθήνας (Athens Voice).






             Τὸ Ροδακιὸ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ 59Β & ΛΙΜΠΟΝΑ (ΣΤΟΑ ΚΟΥΡΤΑΚΗ) 105 60 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. 210 3839355

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα / το ελάχιστο δείγμα.



Είναι η πομπή, προπορεύονται οι νεαροί, με μπροστάρηδες τ’ αγόρια με τους θύρσους, τα ραβδιά με τα κλαδιά του κισσού και τις κουκουνάρες στην κορφή, άλλοι με κοντάρια ν’ ανεμίζουν ψηλά κίτρινες και κόκκινες ταινίες, κι άλλοι να σείουν τρυφερά χλωρά βάγια πλεγμένα σε ωραία θριαμβικά σχέδια.

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Συγγραφέας με εκδότρια σε τυπογραφείο.


Χτες το πρωί, για το εξώφυλλο του Δανιήλ, με την Τζούλια (Τσιακίρη), στο τυπογραφείο (της Ζωής Κάρδαρη και του Κώστα Πλέτσα, Μαυρομιχάλη 92, στα Εξάρχεια). Μας φωτογράφισε η Πελαγία Κυριαζή.

Ένας αντικατοπτρισμός;

Ένας αντικατοπτρισμός;

image














Athens Voice, 18-10-2014.
 
Αν δεν έχω τα οράματα του διψασμένου στην έρημο, δεν μπερδεύω πέρα εκεί στον αχνιστό ορίζοντα τον αντικατοπτρισμένο ουρανό με τα νερά μιας λίμνης, αν επίσης κατά τη γενίκευση δεν κάνω κάποια λάθος αναγωγή, νομίζω ότι γύρω μας τριανταρίζει μία γενιά από κοινωνική άποψη ωριμότερη από τις προηγούμενες δικές μας.
Το είχα σκεφτεί κι άλλες φορές. Το μεσημέρι της προηγούμενης Παρασκευής, κάτω στο νησί της Κω, από ορισμένα στιγμιότυπα σε αντρικό κουρείο, θα αναλογιζόμουν τον παραπάνω συλλογισμό εναργέστερα. Ο κουρέας είναι νεαρός στα είκοσι εννέα, περίπου συνομήλικοί του και οι περισσότεροι από τους πελάτες του, και ειδικά εκείνη τη μέρα, οι τέσσερις εκτός από μένα στους δύο αντικριστούς καναπέδες και στην πολυθρόνα, και επιπλέον ο ένας στην καρέκλα εργασίας, όλοι τους, εκεί γύρω στα είκοσι πέντε. Ο ακριβώς διπλανός μου, μάλιστα, γιατί είχε δεμένη τη σκυλίτσα του έξω στο πεζοδρόμιο κι εκείνη τού γκρίνιαζε, κάθε τόσο σηκωνόταν να την κανακέψει, άφηνε τη θέση του κενή.
Όσο, λοιπόν, περίμενα τη σειρά μου, αυτήν την περιοδικά ελεύθερη θέση την κατέλαβαν δύο σίγουρα ασυνήθιστοι τύποι. Ο ένας, Άγγλος, μάλλον σαραντάρης, με έκφραση και όψη ακαθόριστη ως προς την ταυτότητα φύλου, ξεφύλλισε ένα περιοδικό από το τραπεζάκι ανάμεσα στους καναπέδες, ύστερα ρώτησε σε πόση ώρα περίπου θα τον αναλάμβανε ο κουρέας, του φάνηκε πολύς ο χρόνος, έκανε μία γκριμάτσα, σηκώθηκε κάπως αμήχανα, μας αποχαιρέτησε, θα ξαναπερνούσε, είπε, το απόγευμα.
Ο δεύτερος, νεότερος ετούτος, εισέβαλε στο στενόχωρο σαλονάκι με βαρύ ανοιχτό διασκελισμό, κάθισε, κουνούσε σπαστικά άρρυθμα το αριστερό χέρι και πόδι, επίσης ψέλλιζε διάφορα δίχως νόημα. Άτομο φανερά διαταραγμένης ψυχικής υγείας. Ντυμένος με χειμερινά ρούχα, σε μέρα με θερμοκρασία γύρω στους 28ο C, χοντρής ύφανσης παντελόνι, πουκάμισο, μάλλινη μπλούζα, μπουφάν, και παρόλο που η όσφρησή μου δεν είναι πολύ δυνατή, σε λίγο ανάδιδε δυσοσμία τόση, που απέκλεια να μην την οσμίζονταν και οι άλλοι. Με ματιές και μορφασμούς φοβισμένου ζώου, δεν κάθισε για πολύ, σηκώθηκε απότομα και πάλι με μεγάλες άτσαλες δρασκελιές, τώρα εξαφανιζόταν.
Οι δύο, ο Άγγλος και ο ψυχικά ασθενής, ελάχιστα με απασχόλησαν, τους παρακολουθούσα με την άκρη του ματιού μου, εκείνο που μου κέντρισε την προσοχή ήταν που τα υπόλοιπα αγόρια, μαζί τους και ο κουρέας, και στις δύο περιπτώσεις δεν άφησαν να φανεί καμιά αντίδρασή τους, ούτε ένα πλάγιο βλέμμα, πολύ περισσότερο κάποιο σχόλιο, συνέχισαν απερίσπαστοι, μιλούσαν για το ίνσταγκραμ ή το φέισμπουκ, για το ένα ή το άλλο της καθημερινότητάς τους. Ήταν από απάθεια, από διακριτικότητα, ήταν από καλή αγωγή, από την εμπεδωμένη σε τουριστικούς τόπους όπως η Κως ανοχή, ακόμα πιο απίθανο, από ό,τι ονομάζουμε παιδεία ή συγκρότηση; Νομίζω τίποτε απ’ αυτά.
Αλλά, ας διευκρινίσω καλύτερα αυτό που με εντυπωσιάζει. Αν φανταστώ τις παραπάνω σκηνές τριάντα ή είκοσι, ακόμα και πριν από δέκα – δεκαπέντε χρόνια, και όσο παλιότερα τόσο εντονότερα, βλέπω να πληθαίνουν οι λοξές ματιές, τα μειδιάματα, κάποια σχόλια σίγουρα, και αν όχι μπροστά τους, οπωσδήποτε αφότου θα απομακρύνονταν από το κουρείο, να οριοθετούν σαφώς, δηλαδή, τα μέλη της ομήγυρης τη δικιά τους κανονικότητα από τη μη κανονική ή αποκλίνουσα παρουσία ή συμπεριφορά των «αλλόκοτων».
Η πόλη, το άστυ, όπως πρώτος απόδειξε ο Αριστοτέλης (Πολιτικά Α 2, 5-6), ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση, είναι πληρέστερη συνθήκη από όσο το χωριό ή ο οικισμός. Και συμβαίνει εδώ το παράδοξο, εκεί που πλεονάζει ο ζωτικός φυσικός χώρος, στις αγροτικές ή ημιαστικές περιοχές, να περιορίζεται έως αφανίζεται η ατομικότητα στη συνείδηση των υποκειμένων, αντίθετα στη στενόχωρη πόλη να χαλαρώνουν οι συλλογικοί δεσμοί και εξισορροπητικά να απελευθερώνεται η ατομική δημιουργικότητα. Όμως ο πρώτης γενιάς αστός, κάτοικος πόλης, δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με την πολιτιστική αυτή διαφορά, να βιώσει ομαλά τη μετάβαση από το χωριό στην πόλη, έχει ανάγκη την κοινωνία ως διατεταγμένο συλλογικό θεσμό, οτιδήποτε διαφέρει ή αποκλίνει από τον κυρίαρχο κανόνα αισθάνεται να τον απειλεί, να απειλεί την ευστάθεια του συνόλου.
Είναι τα τμήματα του πληθυσμού τα κυρίως επιρρεπή στην ιδεοληπτική πρόσληψη των πολιτικών θεωριών, ό,τι ονομάζουν ιδεολογίες, που όμως δεν είναι παρά η αδυναμία να συλλάβουν την ποικιλία, κυρίως την αταξία, ως συστατικό στοιχείο της φύσης αλλά και της κοινωνίας, (που και αυτή δεν είναι παρά μέρος της φύσης). Ας θυμηθούμε εδώ τις στολές και τις παρελάσεις των εθνικοσοσιαλιστικών ή των κομμουνιστικών καθεστώτων, την καθησυχαστική προπαγανδιστική εικόνα της ομοιογένειας και της τάξης. Είναι γνωστή, άλλωστε, η από κοινού απέχθεια αυτών των καθεστώτων προς τους αστούς.
Να αναφέρω απλώς την πρωτοφανή στη διάρκεια του εικοστού αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο μετακίνηση πληθυσμών προς τα αστικά κέντρα, την καταλυτική ισχύ που απόκτησαν οι ιδεολογίες, αλλά και την έκταση της βαρβαρότητας που η ιδεοληπτική προσήλωση σ’ αυτές προξένησε.
Η νεοελληνική κοινωνία χαρακτηρίζεται κυρίως από ρευστότητα, δεν υπήρξαν σ’ αυτήν αυστηροί ταξικοί διαχωρισμοί, κάτι βέβαια όχι αρνητικό, όπως όμως δεν υπήρξε ούτε σοβαρή αστική τάξη, με όσες υστερήσεις αυτό σημαίνει. Επίσης, να συνυπολογίσουμε τα βίαια από πολλές αιτίες κύματα προς τα αστικά κέντρα κατά τον εικοστό αιώνα, την κακή αστικοποίηση, φανερή ιδίως στην εικόνα των πόλεών μας, -από τις ασχημότερες στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αυτή τη ρευστότητα την ανιχνεύει κανείς και σε επίπεδο οικογένειας, συνήθως τα αντρικά μέλη είναι «νέοι άνθρωποι», επαγγελματίες πτυχιούχοι ή επιχειρηματίες, πρώτης γενιάς αστοί, αντίθετα οι μανάδες, οι γιαγιάδες, οι προγιαγιάδες δεύτερης ή τρίτης γενιάς αστές. Σπάνια κάποιος, περασμένα σαράντα σήμερα, είναι και από τις δύο πλευρές τρίτης ή τέταρτης γενιάς αστός, κάτοικος μικρής ή μεγάλης πόλης να διευκρινίσω ξανά.
Βεβαίως, στο πολιτιστικό άλμα από τη συλλογικότητα στην ατομικότητα μπορεί να συμβάλει και η ιδιοσυγκρασία ή η καλλιέργεια ενός ατόμου, αδιαμφισβήτητα τις τελευταίες δεκαετίες τα μέσα, ιδιαίτερα το διαδίκτυο, όμως τίποτε όσο η ίδια η εμπειρία της πόλης, η βιωματική από την παιδική ηλικία κατανόηση της ισορροπίας, από τη μια, των συλλογικών θεσμών ή συμβάσεων που καθιστούν λειτουργική τη ζωή της, από την άλλη, της άτυπης νομιμοποίησης της ποικιλίας, ιδίως της αταξίας στην έκφραση της ατομικότητας.
Έχω, λοιπόν, την εντύπωση πως ετούτη η γενιά που ακόμα δεν τριαντάρισε είναι απ’ αυτή την άποψη ωριμότερη από τις δικές μας. Παιδιά που δε γυρνάνε να δουν, δεν παραξενεύονται από τον άλλον, που εκτιμώ ότι ακόμα και δίχως μόρφωση ή καλλιέργεια δεν έχουν τις υποδοχές στη βάση της αντίληψής τους για ιδεοληψίες. Δε μου διαφεύγει ότι, αν άνοιγα πολιτική κουβέντα σ’ εκείνο το νεανικό κουρείο, θα εισέπραττα ολίγη από αντιμνημονιακή συνωμοσιολογία, ότι το πιθανότερο τριανταρίζοντας κι ετούτα τα αγόρια, με λυτούς και δεμένους, κάπου να «χωθούν» θα προσπαθήσουν, όμως, -και με το συμπάθιο, πάντοτε, τα σχήματα-, αν δε γέμισε αχνιστή υγρασία ο ορίζοντας του μυαλού μου, αν όντως υπάρχει αυτή η γενιά, μία γενιά με ασύνειδες έστω, όμως βιωμένες νοοτροπίες και αντιλήψεις νεαρών αστών, μπορεί να μας συμβούν και όμορφα πράγματα στο μέλλον.

Την επομένη Παρασκευή 24 και το Σάββατο 25 Οκτωβρίου, όπως και το μεθεπόμενο Σάββατο 1 Νοεμβρίου, από τις 12.00 έως τις 15.00, θα βρίσκομαι στο «Φωταγωγό», το βιβλιοπωλείο – στέκι των εκδόσεων «Το Ροδακιό», Κολοκοτρώνη 59Β, στη στοά Κουρτάκη. Ελάτε να γνωριστούμε.
Το τελευταίο βιβλίο του Αντώνη Νικολή, «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό».

image

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Ο Δανηλάκος πήγε τυπογραφείο.














Έτοιμο ήδη το σώμα του Δανιήλ, στον βιβλιοδέτη, σήμερα το πρωί τυπώνεται και το εξώφυλλο. Δε βλέπω την ώρα, σε δυο - τρεις μέρες, να τον πιάσω -βιβλιαράκι ζεστό- στα χέρια μου. 

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Εις οιωνός άριστος, η Πελαγία Κυριαζή!


Έφτασα Αθήνα χτες, Τετάρτη, με την πολύ πρωινή πτήση, το εισιτήριο αγορασμένο προ πολλού, λόγω των μικροκαθυστερήσεων, καλύτερα εντέλει, θα παραβρίσκομαι στην εκτύπωση του εξωφύλλου αύριο το πρωί, κι ακόμα ευτυχέστερος που θα είμαι εδώ στον πρώτο Δανιήλ. Είχα ξυπνήσει, λοιπόν, τέσσερις το χαράματα, ο κοχλίας μου δεν είναι και υπόδειγμα, ταλαιπωρούμαι στα ταξίδια, ήμουν στην Κυψέλη κάπου στις εννιά. Άνοιξα παράθυρα, μπαλκονόρτα, και ζαλισμένος ακόμα κατηφόρισα προς τον Βασιλόπουλο της Αγίου Μελετίου για τα στοιχειώδη του ψυγείου. Άλλη σύγχυση εκεί, άλλαξαν όλη τη διαρρύθμιση, σαστίζω προς στιγμήν, και πάνω σ' όλο αυτό, πρώτα ακούω, ύστερα βλέπω μία κυρία, κι εκείνη κάπως χαμένη από τις αλλαγές του σουπερμάρκετ, μου απευθύνεται, "Μάλλον σας γνωρίζω, είστε ο Αντώνης Νικολής;", δεν προλαβαίνω να την αναγνωρίσω καλά - καλά, "Πελαγία Κυριαζή", είχαμε συναντηθεί στο χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν της Τζούλιας Τσιακίρη, της εκδότριάς μου, πριν από δύο χρόνια, "εμείς, οι εικαστικοί, είμαστε οπτικοί τύποι, μας εντυπώνονται τα πρόσωπα", με απαλλάσσει ευγενικά από το να απολογηθώ για το σάστισμά μου. Μιλήσαμε το καλοκαίρι στο τηλέφωνο δυο - τρεις φορές, και στον ενικό στην τελευταία συνδιάλεξη, δε γνώριζε, βέβαια, πως μόλις είχα πατήσει το πόδι μου στην πόλη, την κούραση και τη ζαλάδα που κουβαλούσα. Μεμιάς ξυπνάω, σ' έκρηξη ενθουσιασμού την αγκαλιάζω, τη φιλώ, "Πελαγία μου, μόλις έφτασα! Δεν έχω τίποτε άλλο στο μυαλό μου, την καλή τύχη που θα είμαι εδώ στην εκτύπωση του εξωφύλλου, και δες τι απίθανη σύμπτωση, ο πρώτος άνθρωπος που πέφτω πάνω του σ' ολόκληρη Αθήνα είσαι εσύ!", -να θυμίσω, η ψηφιακή ζωγραφική στο εξώφυλλο του Δανιήλ είναι της Πελαγίας-, "Θα πάρω την Τζούλια να της το πω: απίστευτος οιωνός!".
Και τι ψυχούλα η Πελαγία. Μεταρσιωμένη, τρυφερή, με τα μάτια πρωινά, μαλακά. Λάμπει. 
Μου λέει συχνά η Τζούλια πόσο εκτιμούσε τη ζωγραφική της ο Βασίλης Διοσκουρίδης. 
Τη φιλάω ξανά, της χαϊδεύω τα μαλλιά. 
Τι τυχερός ο Δανηλάκος μου...


Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Και άλλη αναγγελία της έκδοσης του Δανιήλ.


Στις 16 Σεπτεμβρίου 2014 σε άρθρο της στην Ελευθεροτυπία η κα Σταυρούλα Παπασπύρου είχε προαναγγείλει και εκείνη την έκδοση του Δανιήλ.

Η κα Παπασπύρου δεν τον συναρίθμησε μόνο στα προς έκδοση του φθινοπώρου, είχε να πει και μία κουβέντα: "το «Ροδακιό» κυοφορεί τη νουβέλα «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα» του Αντώνη Νικολή, ο οποίος μας είχε εντυπωσιάσει πριν από δύο χρόνια με το μυθιστόρημα «Διονυσία»".

Ευγνώμων.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Amália Rodrigues - δεκαπέντε χρόνια.

Amália Rodrigues, 23 Ιουλίου 1920 - 6 Οκτωβρίου 1999.
[Προηγούμενες αναρτήσεις: 1, 2, 3.]

Grito / Κραυγή, στίχοι της Αμάλια Ροντρίγκες, μουσική του Κάρλος Γκονσάλβες. Το τραγούδι που η ίδια ζήτησε να τη συνοδέψει στο ξόδι της.

Στο λαρύγγι αυτής της ύπαρξης αντηχούσε ο Ατλαντικός και ο Τάγος, το αεράκι τους στα στενά της Λισαβόνας. Τραγούδησε την πόλη με τις λυπημένες γειτονιές. Αρμονία από πολύ βαθιά. Η μοίρα των αληθινών. Με ματιές σαν από απόσταση κοίταζε μέσα της να δει τι της συνέβαινε. Της έμενε η απορία, όμοια με στοχαστική λύπη. Ποιος κατάλαβε και πότε όλη αυτή την κατοχή.

Τα χρόνια που ταξίδευα στη Λισαβόνα τής αφιέρωνα το πρωινό της τελευταίας μέρας. Ν' αφήσω ένα λουλούδι στο μνημείο της, στο Πάνθεον. Μέσα μου κάπως ταυτιζόταν με τη Σαπφώ. Ακουμπούσα για μερικά λεπτά την παλάμη στη σαρκοφάγο. Ο φίλος με περίμενε απ' έξω. Κατηφορίζαμε έπειτα την Αλφάμα ως την Κάτω Πόλη. Δε μιλάγαμε, ήξερε ότι συγκρατούσα με δυσκολία πολλούς λυγμούς.