Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Ευχές για το 2016.

 
George Ezra -  Da Vinci Riot Police

Ο καλός George Ezra και η αφεντιά μου ευχόμαστε μια κανονική κάπως χρονιά, ένα καλύτερο απ' το περσινό καλοκαίρι.

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Ὁ θάνατος τοῦ μισθοφόρου∙ ὁ τελευταῖος ἔλεγχος.


Σήμερα τέλειωσα τὸν πολυτονισμὸ παράλληλα μὲ τὸν τελευταῖο (ἐξονυχιστικὸ) ἔλεγχο τοῦ κειμένου. Ἑτοίμασα καὶ τρία ἀποσπάσματα γιὰ προδημοσιεύσεις.
Νομίζω ὅτι διακρίνω πιὰ τὸ τί καὶ πῶς ἀπὸ τὸν Δανιὴλ στὴ Διονυσία ὣς καὶ τὸ μισθοφόρο.

Συγκίνηση: χαρὰ καὶ ἤπια μελαγχολία μαζί.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Μακάρι.




Σήμερα, νομίζω, ζούμε μία από τις τελευταίες πράξεις του δράματος. Μακάρι να έλαβαν το μυστικό μήνυμα όλοι όσοι φώναζαν το Μένουμε Ευρώπη. Έκανα το χρέος μου στην Κυψέλη, Θήρας 31. Πάρα πολύς κόσμος. Μακάρι.

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Η λυδία λίθος.

Η λυδία λίθος

image















Athens Voice, 19/12/2015.
 
Η λυδία λίθος, ένα είδος βασάλτη από τη Λυδία της Μικράς Ασίας, χρησίμευε για να πιστοποιείται η καθαρότητα, η αξία του χρυσού. Ένα κομμάτι χρυσού για να εκτιμηθεί πόσων καρατίων ή ένα χρυσό νόμισμα προκειμένου να διαπιστωθεί η γνησιότητά του συρόταν πάνω σε επιφάνεια λυδίας λίθου και αναλόγως άφηνε διαφορετικής απόχρωσης ίχνη. Συνεκδοχικά λυδία λίθο ονομάζουμε ό,τι μπορεί να ελέγξει και να εξακριβώσει μια επιζητούμενη ποιότητα.
Πριν από ακριβώς τρία χρόνια, στα μέσα Δεκεμβρίου του 2012, σε συνέντευξή μου στον Δημήτρη Μαστρογιαννίτη εδώ στην Athens Voice (που έδωσε την ώθηση και για την αρθρογραφία μου έκτοτε), είχα διατυπώσει την άποψη ότι η «λυδία λίθος στις σημερινές δημοκρατίες είναι η στάση τους απέναντι στους ομοφυλόφιλους». Εστίαζα ίσως με υποκειμενική ματιά και με ορισμένη υπερβολή στη σκέψη αυτή, αλλά ήμουν σίγουρος για την ισχύ της, παρόλο που δε θα πρόβλεπα την πλήρη επαλήθευσή της νωρίτερα από περίπου μια δεκαετία.
Τα πράγματα έτρεξαν τόσο, που ήδη, αν στον παγκόσμιο χάρτη χρωματίσουμε τις χώρες με κριτήριο την ισότιμη ή όχι αποδοχή των ομοφυλοφίλων, ευρύτερα των λόατ ατόμων (ιεραρχικά και με πυκνότητα χρώματος μειούμενη κατά την κλίμακα: υποβοηθούμενη αναπαραγωγή / υιοθεσία, πολιτικός γάμος, ζητήματα ταυτότητας φύλου, ενισχυμένο, απλό σύμφωνο συμβίωσης, καμία θέσπιση, ποινική δίωξη της δημόσιας έκφρασης, ποινική δίωξη συνολικά της ομοφυλοφιλίας), νομίζω θα έχουμε τον ίδιο χάρτη που θα έδειχνε την ωρίμανση ή απουσία δημοκρατικών θεσμών, ή και την πιστότερη απεικόνιση αυτού που ονομάζουμε δυτικό πολιτισμό στον πλανήτη.

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Ιλιάδα∙ λίγες αράδες για το μοναδικό ταξίδι.


Τι κρίμα να διαβάζουμε τη μεγάλη λογοτεχνία μικροί. Αρκετές από τις ραψωδίες Ιλιάδας και Οδύσσειας τις είχα εξεταστική ύλη, -και δη στα πρώτα έτη της σχολής! Τα έπη, στο σύνολό τους, μία ανάγνωση τα είχα κάνει βέβαια τότε. Δε θυμάμαι, μα δε νομίζω να είχα νιώσει και πολλά πράγματα. Αν κάπου καταλήγω τα τελευταία χρόνια είναι πως η μεγάλη αφηγηματική λογοτεχνία προϋποθέτει εμπειρία ζωής.
Τώρα η πρόθεση ήταν πολύ λίγο φιλολογική. Διάβασμα στο πρωτότυπο, όμως αποβλέποντας -για τις ανάγκες του ιστορικού μυθιστορήματος που ετοιμάζω- σε μια εποπτεία αυτού που θα συνιστούσε το υπόβαθρο της αισθηματικής αγωγής ενός αφηγητή ακόμα και κατά τους όψιμους αυτοκρατορικούς χρόνους. Τα έπη για τον αρχαίο είναι ό,τι το σινεμά, οι λοιπές λαϊκές τέχνες, η τηλεόραση για ένα σημερινό. Άλλη παρότρυνση ήτανε και η εκφρασμένη επιθυμία του Φλομπέρ (Σαλαμπώ) να είχε διαβάσει την Ιλιάδα από το πρωτότυπο.
Μελέτησα την Ιλιάδα στο εργαστήρι μου, θέλω να πω, όπως είχα κάνει νωρίτερα και με τα έξι ιστορικά μυθιστορήματα, με τρόπο κατά βάση ιδιοσυγκρασιακό, δηλαδή προσήκοντα στη δική μου τέχνη. Εξιχνίαζα τους αφηγηματικούς συνειρμούς του Ομήρου, τους αναπάντεχους και αιφνιδιαστικούς και ιδιοφυείς, παράλληλα αφηνόμουν στην οικονομία του, στην καθαρή, την ατόφια λογοτεχνία, συγκινούμουν με τις εντελείς μορφές, με την απόλυτη ένταση της τέχνης.  
Άκουσα τις καυχησιές των ηρώων, τράνταξα όρθιος σε δίφρους αμαξιών, είδα άντρες και ηίθεους να ζυγιάζουν το κοντάρι με τη χάλκινη λόγχη, έφτυσα τη σκόνη που σήκωναν οι οπλές των αλόγων και οι τροχοί των αρμάτων στην ανοιχτή πεδιάδα, μύρισα τις σάρκες στις πυρές.
Ένα μικρό διάλειμμα να πολυτονίσω το Θάνατο του μισθοφόρου, και φεύγω για Οδύσσεια. Θ’ αναρτώ εδώ στο blog μεταφραστικές δοκιμές μικρών αποσπασμάτων, σχετικώς αυτοτελών, δίκην ενσταντανέ, αναμνηστικών φωτογραφιών, όπως έκανα και με την Ιλιάδα.
Περιέγραφα σε φίλο στο skype -ποιος ξέρει σε τι έξαψη- πόσο συναρπαστικό ήτανε το ταξίδι στην Ιλιάδα, ότι ήμουνα ωσεί παρών στα κλέα Αχιλλέα, Έκτορα, Πάτροκλου, κι άλλων πολλών, ποιον να πρωτοθυμηθώ, ότι κουβαλάω ακόμα και μνήμες αισθήσεων. «Κοίτα», μου λέει κάποια στιγμή, «για όσους ξέρουμε πίσω από την επίφαση του συντηρητικού σοβαρού ανδρός ποιον μισότρελο κρύβεις, κανένας μας δε θα εκπλαγεί αν πεις πως φέτος για ταξίδι κανόνισες στην Τροία του Πρίαμου».


Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Ο δρόμος θα 'ναι μακρύς, μα δεν έχουμε άλλον.

Hozier / Take me to churche

Οι Τρώες συρρέουν στη σορό του Έκτορα (Ιλ. Ω. 692 – 722).


Αλλά μόλις έφτασαν στο διαβατό σημείο του ποταμού με την όμορφη ροή, του Ξάνθου με τις πολλές δίνες, του ποταμού που τον γέννησε ο αθάνατος Δίας, ο Ερμής αναχώρησε για τον ψηλό Όλυμπο, τότε που η Αυγή με το πέπλο στο χρώμα του κρόκου εκτεινόταν πάνω σ’ ολόκληρη τη γη και οι δυο τους οδηγούσαν τα άλογα προς την πόλη με οδυρμούς και στεναγμούς, καθώς τα μουλάρια σέρνανε την άμαξα με το νεκρό. Και δεν τους αναγνώρισε πρωτύτερα κανένας άλλος ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες με τις ωραία ζωσμένες μέσες, παρά μόνο η Κασσάνδρα, η όμοια με την Αφροδίτη, που είχε ανεβεί στην Πέργαμο, την ακρόπολη του Ίλιου∙ εκείνη αντιλήφθηκε τον αγαπημένο πατέρα να στέκεται όρθιος στο αμάξωμα μαζί με τον κήρυκα, τον ντελάλη σ’ όλη στην πόλη, είδε και το νεκρό να κείτεται στο νεκροκρέβατο πάνω στην άμαξα με τα μουλάρια. Κι έβγαλε κραυγή από πόνο και φώναξε δυνατά να την ακούσει όλη η πόλη: «Τρώες και Τρωαδίτισσες, ελάτε να δείτε τον Έκτορα, αν κάποτε όσο ζούσε χαιρόσασταν όποτε επέστρεφε απ’ τη μάχη, γιατί ήτανε πηγή χαράς μεγάλη και για την πόλη και για όλο το λαό.»
Έτσι είπε και δεν έλειψε κανένας άντρας ούτε γυναίκα από κείνο το σημείο της πόλης, γιατί τους κατέλαβε όλους ακατάσχετο πένθος, κι έφταναν κοντά στις πύλες και συνέρρεαν στον Πρίαμο που ’φερνε το νεκρό. Πρώτες ρίχτηκαν στην άμαξα με τους όμορφους τροχούς και τράβαγαν τα μαλλιά τους η αγαπημένη γυναίκα του και η σεβαστή μάνα του, πιάνοντας στα χέρια τους το κεφάλι του∙ κι ολόγυρα παράστεκε με κλάματα το συγκεντρωμένο πλήθος. Και θα οδύρονταν χύνοντας δάκρυα τη μέρα όλη ως τη δύση του ήλιου, μπροστά στις πύλες, αν δε μιλούσε στον κόσμο πάνω απ’ την άμαξα ο γέροντας: «Κάντε μου τη χάρη, ανοίξτε χώρο στα μουλάρια να περάσουμε, κι έπειτα, σαν θα τον μεταφέρω σπίτι, ελάτε κλάψτε τον με την ψυχή σας.»
Αυτά είπε και οι συγκεντρωμένοι άνοιξαν διάδρομο και πισωδρομούσαν να περάσει η άμαξα. Κι αφού τον έμπασαν στο ονομαστό ανάκτορο κι ύστερα τον τοποθέτησαν πάνω σε ξυλόγλυπτη νεκρική κλίνη, δίπλα του κάθισαν οι τραγουδιστές, οι θρηνωδοί, αυτοί που θα κινούσαν τους θρήνους και το λυπητερό μοιρολόι∙ αυτοί, λοιπόν, μοιρολογούσαν κι από κοντά οι γυναίκες κλαίγανε κι οδύρονταν.

(Φωτογραφία του Μεξικανού Manuel Moncayo (1989 - ).)

[Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία Ω, στίχοι 692 – 722]

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Θεών… αβρότητες (Ιλ. Φ. 394, 410, 481 και Ω. 33, 63).



Η παρουσία και οι παρεμβάσεις των θεών στο έπος είναι συχνά στα όρια της παρωδίας, και οπωσδήποτε με αρκετή θυμηδία δοσμένες. Δεν ξέρω πόσο αυθαιρετώ, αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές που είχα την εντύπωση της ειρωνείας, άκουγα τα γελάκια των ακροατών στις αίθουσες και στις πλατείες με τους ραψωδούς.

Στις συνελεύσεις τους οι θεοί συν τοις άλλοις βρίζονται, ενίοτε και χειροδικούν. Μερικά στιγμιότυπα:

(Φ. 394 / ο θεός Άρης στη θεά Αθηνά, εδώ το: κυνόμυια, σκυλόμυγα)
Για ποιο λόγο, πάλι, σκυλόμυγα, ρίχνεις τους θεούς σε καυγάδες;

(Φ. 410 / του απαντά η Αθηνά με το: νηπύτιε, υποκοριστικό του νήπιος, παιδάριο, με παιδαριώδη συμεριφορά, αποδιδόμενο σε ενήλικο εννοείται μειωτικό)
Ανόητο νήπιο, ούτε που φαντάζεσαι πόσο πιο δυνατή είμαι εγώ από σένα…

(Φ. 481 / η Ήρα στην Άρτεμη, εδώ, πάλι σε κλητική προσφώνηση, το κύον ἀδεές, σκύλα ξεδιάντροπη)
Πώς σου πέρασε απ’ το μυαλό, σκύλα ξεδιάντροπη, να σταθείς απέναντί μου!
(Και παρακάτω τής δένει με το αριστερό τα δυο χέρια, με το δεξί αρπάζει τα τόξα της και μ' αυτά τη βαράει στ’ αυτιά, χαμογελώντας, και τη γυρνάει μια απ’ τη μια και μια απ’ την άλλη, τα βέλη πέφτουν χάμω και η Άρτεμη βάζει τα κλάματα.)

Στην Ω είναι λίγο πιο κόσμιο το βρισίδι. Στο στίχο 33, ο Απόλλωνας, για τη συμπεριφορά του Αχιλλέα προς το νεκρό του Έκτορα, γιατί οι θεοί παραμένουν απαθείς, τους λέει ότι είναι άπονοι και καταστροφικοί / σχέτλιοί ἐστε, θεοί, δηλήμονες, για να του απαντήσει η Ήρα εκνευρισμένη λίγο αργότερα ότι εκείνος είναι ο σύντροφος των κακών και ο πάντοτε άπιστος / κακῶν ἕταρ’, αἰὲν ἄπιστε.  
   
(Το χρυσό μήλο της Έριδος, 1633, του Φλαμανδού Γιάκομπ Γιόρντανς / Jacob Jordaens (1593 – 1678).)

[Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδίες Φ στίχοι 394, 410, 481 και Ω στίχοι 33, 63]


Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Μη μου θυμώσεις, Πάτροκλε (Ιλ. Ω. 580 – 595).


(Ο Αυτομέδοντας και ο Άλκιμος, οι στενότεροι εταίροι του μετά το θάνατο του Πάτροκλου, μαζί τους και ο ίδιος ο Αχιλλέας, ξεφορτώνουν τα λύτρα.)

Άφησαν όμως δυο πανωφόρια κι ένα χιτώνα καλής ύφανσης, για να σκεπάσει το νεκρό πριν τον δώσει για να τον μεταφέρουν σπίτι του. Φώναξε έπειτα τις δούλες να τον λούσουν και να τον αλείψουν σ’ όλο το κορμί, αφού τον σήκωσε και τον μετέφερε μακριά, μην τύχει και δει ο Πρίαμος το γιο του, μήπως βλέποντάς τον η πικραμένη του καρδιά δε συγκρατούσε την οργή της, αλλά κι ο Αχιλλέας ερεθισμένος τον σκοτώσει, και τότε παραβεί τις εντολές του Δία. Κι όταν, λοιπόν, οι δούλες έλουσαν κι άλειψαν με λάδι το κορμί του Έκτορα και το περιέβαλαν με το χιτώνα και το όμορφο πανωφόρι, ο ίδιος ο Αχιλλέας το πήρε στα χέρια και το πλάγιασε στη νεκρική κλίνη, κι από κοινού οι σύντροφοι σήκωσαν το νεκρικό φορείο και το μετέφεραν στην άμαξα την όμορφα καμωμένη. Κι έπειτα έμπηξε τα κλάματα και φώναξε με τ’ όνομά του τον αγαπημένο σύντροφο: «Μη μου θυμώσεις, Πάτροκλε, αν ακούσεις στον Άδη που βρίσκεσαι ότι απολύτρωσα τον θεϊκό Έκτορα στον αγαπημένο πατέρα του∙ γιατί δε μου έδωσε κι ευτελή λύτρα. Κι εγώ, πάλι, απ’ αυτά θα χωρίσω στο μερίδιό σου όσα σού αξίζουν.»

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Η ικεσία του Πρίαμου (Ιλ. Ω. 477 – 512).


(Ο Πρίαμος με τον κήρυκα – ακόλουθό του και το αμάξι με τα λύτρα, με την αποφασιστική βοήθεια του Ερμή, έφτασαν ως τη σκηνή του Αχιλλέα.)

Κι ο μέγας Πρίαμος μπήκε στη σκηνή δίχως να γίνει αντιληπτός, κι αφού στάθηκε κοντά άγγιξε με τα χέρια του τα γόνατα του Αχιλλέα και του φίλησε τα φοβερά ανδροκτόνα χέρια, αυτά που του σκότωσαν πολλούς γιους. Όπως όταν βρει η υπέρμετρη συμφορά έναν άντρα, γιατί σκότωσε στην πατρίδα του άνθρωπο, και φτάσει ικέτης στην πόλη άλλων, σε πλούσιου το σπίτι, όσοι τον βλέπουν σαστίζουν, έτσι κι ο Αχιλλέας ένιωσε έκπληξη σαν είδε τον Πρίαμο που είχε τη μορφή θεού. Ένιωσαν έκπληξη κι οι υπόλοιποι και αλληλοκοιτάχτηκαν. Και ο Πρίαμος με ύφος παρακλητικό τού είπε τα παρακάτω: «Φέρε στη μνήμη τον πατέρα σου, όμοιε με τους θεούς Αχιλλέα, που είναι στην ίδια ηλικία μ' εμένα, στο ολέθριο κατώφλι των γηρατειών, κι ίσως κι εκείνον τον ταλαιπωρούν ένα γύρο οι περίοικοί του, και δεν υπάρχει κανείς να τον υπερασπιστεί από τις καταστροφές και το κακό τους. Αλλά τουλάχιστον εκείνος όσο μαθαίνει ότι εσύ ζεις, χαίρεται η ψυχή του κι ελπίζει πως κάποια μέρα αργά ή γρήγορα θα δει το γιο του να ’ρχεται από την Τροία. Όμως εγώ είμαι ο πιο άτυχος άνθρωπος, γιατί γέννησα γιους πολύ γενναίους μες στην ευρύχωρη Τροία, απ’ τους οποίους λέω δε μου έχει μείνει ούτε ένας. Είχα πενήντα, όταν ήρθαν οι γιοι των Αχαιών∙ οι δεκαεννιά ήτανε από την ίδια κοιλιά, τους υπόλοιπους μου τους γέννησαν στο ανάκτορό μου άλλες γυναίκες. Των περισσότερων απ’ αυτούς παράλυσε τα γόνατα ο πολεμικός Άρης∙ κι αυτόν, που μου ήταν ξεχωριστός και που φύλαγε την πόλη κι εμάς τους ίδιους, εσύ τον σκότωσες πάνε λίγες μέρες ενώ αγωνιζόταν υπερασπιζόμενος την πατρίδα του, τον Έκτορα. Γι’ αυτόν έχω φτάσει τώρα στα καράβια των Αχαιών, για να τον απολυτρώσω από σένα, και κουβαλάω ένα σωρό λύτρα. Αλλά σεβάσου τους θεούς, Αχιλλέα, φέρε στη μνήμη τον πατέρα σου και δείξε τον οίκτο σου σε μένα, γιατί είμαι ο πιο αξιολύπητος. Υπέμεινα αυτό που ποτέ θνητός πάνω στη γη: ν’ ακουμπήσω με το στόμα μου το χέρι του άντρα που σκότωσε τα παιδιά μου.»

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Τα δώρα για τον Αχιλλέα∙ ο Πρίαμος έξαλλος με τους παρατρεχάμενους, μα και με τους γιους του (Ιλ. Ω. 228 – 267).


(Ο Πρίαμος πείθει τη γυναίκα του, την Εκάβη, να κατεβεί ο ίδιος ικέτης στα καράβια των Αχαιών και στον Αχιλλέα, να ανταλλάξει με λύτρα το κουφάρι του Έκτορα, κάτι που άλλωστε του υπέδειξε ο Δίας μέσω της αγγελιοφόρου του, της Ίριδας.)

Άνοιξε τα ωραία επικαλύμματα των κιβωτίων, κι από μέσα τους διάλεξε δώδεκα πολύ όμορφα σκεπάσματα, δώδεκα μονές χλαίνες, άλλα τόσα χαλιά, κι άλλα τόσα άσπρα πανωφόρια, κι επιπλέον άλλους τόσους χιτώνες. Επίσης ζύγισε κι έφερε συνολικά δέκα τάλαντα χρυσού και δύο αστραφτερούς τρίποδες, τέσσερα καζάνια, κι ένα πολύ όμορφο ποτήρι, που του το ’χαν δώσει οι Θρακιώτες όταν πήγε εκεί σε αποστολή πρεσβείας, που ήτανε μεγάλο δώρο -και δεν το λυπήθηκε να μείνει στο μέγαρό του ο γέροντας, απ’ την επιθυμία της ψυχής του ν’ απολυτρώσει τον αγαπημένο γιο.

Παρεμπιπτόντως, ήτανε και σεξουαλική η σχέση του Αχιλλέα με τον Πάτροκλο; (Ιλ. Ι. 663 – 668 και Ω. 675 – 676).


Παρ’ όλη την αισθηματική διαχυτικότητα ανάμεσά τους, ως προς το χαρακτηρισμό της σχέσης, ο Όμηρος δεν επιτρέπει προβολές στις σημερινές κατηγοριοποιήσεις ή και ήθη. Να πω -με ό,τι μπορεί να σημαίνει η λέξη εταίρος / σύντροφος- επρόκειτο για πολύ στενή σχέση δύο εταίρων. Ονόμασε τον Πάτροκλο σύντροφο του γιου του (κατά λέξη όπως το διατυπώνει ο ίδιος ο Πάτροκλος: θεράποντα, Ιλ. Ψ. 90 / ακόλουθο, σύντροφο ενδεχομένως κατώτερο κατά την τάξη ή το όνομα) ο πατέρας του Αχιλλέα, ο Πηλέας, από τα παιδικά τους χρόνια κιόλας.
Η σχέση τους ήτανε και σεξουαλική; Με τόση θέρμη μπορούσε να μην είναι; Υπήρχε λόγος κάτι τέτοιο να μη διατυπωθεί ρητά; Ερωτήματα που νομίζω δεν μπορούν να απαντηθούν και που επιπλέον, για όσο περιδιάβαζα τις σκηνές και τα καράβια των Αχαιών ή την πεδιάδα κάτω απ’ τις Σκαιές Πύλες ή και το Ίλιο, μου φαίνονταν στην υφή τους κατά βάση (μικροαστικής) σύγχρονης αδιακρισίας σκέψεις. Τι παραπάνω, δηλαδή; Η Ιλιάδα είναι η δοσμένη από τον ιδιοφυέστερο ποτέ δημιουργό, η άγρια, η ωμή ομορφιά της παιδικής ηλικίας του κόσμου μας. Και εκεί δε γίνεται παρά να υπήρχαν δίχως εξαίρεση όλα, όλες οι εκδοχές των αισθημάτων και των βιωμάτων.
Πάντως, απ' όσο γνωρίζουμε, οι αρχαίοι ακροατές του έπους τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο τους λογάριαζαν ερωτικούς συντρόφους.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Παιδί μου, είναι καλό να βρίσκεται κανείς ερωτικά με γυναίκα (Ιλ. Ω. 122 – 137).


Η Θέτις βρήκε το γιο της βυθισμένο να βαριαναστενάζει∙ γύρω του οι αγαπημένοι σύντροφοι με επιμέλεια προετοίμαζαν και του σέρβιραν το πρωινό∙ είχαν σφάξει μέσ’ στη σκηνή για θυσία μεγάλο πυκνόμαλλο κριάρι. Η σεβαστή μητέρα κάθισε πολύ κοντά του, τον χάιδεψε με το χέρι της και φωναχτά τού είπε: «Παιδί μου, μέχρι πότε θα θρηνείς κι η στεναχώρια θα σου τρώει τα σωθικά, δίχως να θυμάσαι να φας ή να κοιμηθείς; Είναι καλό, βέβαια, να βρίσκεται κανείς ερωτικά με γυναίκα∙ γιατί δε θα μου ζήσεις για πολύ, το αντίθετο, ο θάνατος κι η σκληρή μοίρα είναι πολύ κοντά σου ήδη. Αλλά άκουσέ με γρήγορα, γιατί είμαι εδώ σε σένα αγγελιοφόρος του Δία. Λέει ότι οι θεοί είναι θυμωμένοι μαζί σου, και πως εκείνος περισσότερο απ’ όλους τους αθάνατους έχει οργιστεί, γιατί απ’ τη μανία του μυαλού σου κρατάς τον Έκτορα στα πλοία με τις καμπύλες πρύμνες κι ίσαμε τώρα δεν τον απολύτρωσες. Εμπρός, λοιπόν, παράδωσέ τον και δέξου τα λύτρα για το κουφάρι του.»  
  
[Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία Ω, στίχοι 122 – 137]

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Τλητὸν Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν / Οι Μοίρες δώσανε στους ανθρώπους πνεύμα καρτερίας (Ιλ. Ω. 44 – 55).


(Οι θεοί παρακολουθούν ενοχλημένοι τη συμπεριφορά του Αχιλλέα προς το νεκρό Έκτορα. Η Ήρα, η Αθηνά, ο Ποσειδώνας τον δικαιολογούν. Ο Απόλλωνας, αντίθετα, τον κατακρίνει∙ εδώ ένα απόσπασμα απ’ όσα τού καταλογίζει.)

« (…) Ο Αχιλλέας έχασε τον οίκτο του και δε νιώθει το αίσθημα της ντροπής που προξενεί μεγάλες βλάβες ή και ωφέλειες στους ανθρώπους. Συμβαίνει ίσως να χάσει κανείς και άλλον πιο προσφιλή του ακόμα, ή αδελφό από την ίδια μάνα ή και γιο, αλλ’ αφού κλάψει βέβαια και θρηνήσει, κάποτε κοπάζει. Γιατί οι Μοίρες δώσανε στους ανθρώπους πνεύμα καρτερίας. Ετούτος όμως τον θεϊκό Έκτορα, αφού του αφαίρεσε τη ζωή, τον έδεσε πίσω απ’ τ’ άλογα και τον σέρνει γύρω απ’ τον τάφο του συντρόφου του∙ που δεν είναι και το ωραιότερο, ασφαλώς, ούτε το καλύτερο κάμωμά του. Μην ίσως οργιστούμε εναντίον του εμείς οι θεοί κι ας είναι και γενναίος, καθώς μεταχειρίζεται με απρέπεια και με μανία κάτι που είναι μόνο χώμα άλαλο...» 

[Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία Ω, στίχοι 44 – 54]

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Πατρόκλου ποθέων ἀνδροτῆτα / Ποθώντας την ανδροσύνη του Πάτροκλου (Ιλ. Ω. 1 - 18).


Διαλύονταν όσοι παρακολουθούσαν τα αγωνίσματα, και οι στρατιώτες σκορπίζονταν να πάνε ο καθένας στα καράβια τους. Αυτοί φρόντιζαν να χορτάσουν δείπνο και γλυκό ύπνο, ο Αχιλλέας, αντίθετα, έφερνε στη μνήμη τον αγαπημένο σύντροφο, έκλαιγε κι ούτε στον ύπνο που όλα τα δαμάζει παραδινόταν, αλλά στριφογύρναγε από τη μια κι από την άλλη πλευρά, ποθώντας την ανδροσύνη του Πάτροκλου και την καλή ορμή του, κι όσα κατόρθωσε μαζί του κι όσες ταλαιπωρίες υπέφερε περνώντας μέσ’ από πολέμους και δύσκολα κύματα. Αυτά θυμόταν κι έχυνε ποτάμι τα δάκρυα, άλλοτε πλαγιασμένος στο πλευρό, άλλοτε ανάσκελα κι άλλοτε μπρούμυτα∙ και καμιά φορά τιναζόταν όρθιος και με το μυαλό σε σύγχυση περιφερόταν στην παραλία. Τον προλάβαινε και η αυγή ενόσω εκείνη απλωνόταν πάνω από θάλασσα και ακτές. Έζευε τότε κάτω απ’ το άρμα τα γρήγορα άλογά του, έδενε και τον Έκτορα για να τραβιέται πίσω απ’ το αμάξωμα, κι αφού τον έσερνε τρεις φορές γύρω απ’ τον τάφο του πεθαμένου γιου του Μενοίτιου, σταμάταγε πάλι στη σκηνή του, κι εκείνον, όπως τον είχε απλώσει μπρούμυτα μέσα στα χώματα, έτσι και τον παράταγε.  
  
(Φωτογραφία του Μεξικανού Manuel Moncayo (1989 - ).)

[Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία Ω, στίχοι 1 – 18]

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Ισοτιμίες (Ιλ. Ψ. 700 - 705 και 886).


(Ρώτησα γνωστό μου για τις σημερινές τιμές: ένα ευνουχισμένο αρσενικό (βόδι) ή μια αγελάδα κοστολογείται περίπου 500 ευρώ, ένα μοσχάρι 1500. Όμως, τόσο τα ζώα που δεν ήταν μόνο για το κρέας τους αλλά και η αγορά τροφίμων τότε που ήταν άλλη φυσικά, όσο και η αξία ενός χρηστικού μεταλλικού δοχείου μεγάλων διαστάσεων, όπως ο τρίποδας ή ο λέβητας, δεν μπορούν εύκολα να αποτιμηθούν σε σημερινές αξίες. Ας αρκεστούμε εδώ στη μαρτυρία των ισοτιμιών σε σχετικές μόνο αξίες.)
  
(700 – 705) Κι ο Αχιλλέας, ο γιος του Πηλέα, αμέσως αθλοθέτησε το τρίτο αγώνισμα, τη δύσκολη πάλη, δείχνοντας τα έπαθλα στους Δαναούς, για το νικητή ένα μεγάλο τρίποδα πυρίμαχο, που οι Αχαιοί ο ένας με τον άλλον τον αποτίμησαν στα δώδεκα βόδια, και για το νικημένο ως έπαθλο παρουσίασε στο μέσον της ομήγυρης μία σκλάβα που γνώριζε πολλές δουλειές, και αυτήν την αποτίμησαν στα τέσσερα βόδια.

(Και παρακάτω, -πρόκειται για έπαθλο στην κονταρομαχία.)

(886) …καζάνι που δεν μπήκε ακόμα στη φωτιά κοσμημένο με λουλούδια και που άξιζε ένα βόδι…

[Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία Ψ, στίχοι 700 – 705 και 886]

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ / απόσπασμα απ' την αρματοδρομία (Ιλ. Ψ. 362 - 372).


(Ο Αχιλλέας προκηρύσσει αγώνες με πλούσια έπαθλα στη μνήμη του αγαπημένου συντρόφου. Στα αγωνίσματα: πυγμαχίας, πάλης, δρόμου, κονταρομαχίας, αρματοδρομίας, δισκοβολίας και τοξοβολίας. Οι αγώνες –αγνοώ τυχόν σχετική βιβλιογραφία- φαίνεται να εντάσσονται στις νεκρικές τελετές και έθιμα της εποχής, καθώς σε χωρίο παρακάτω (στίχοι 630 – 642) ο γερο - Νέστορας θυμάται νοσταλγικά τις λαμπρές επιδόσεις του όταν ακόμα είχε δυνάμεις και νιάτα, στους αγώνες που οργάνωσαν οι Επειοί μετά την κηδεία του βασιλιά τους Αμαρυγκέα στο Βουπράσιο.)

Όλοι ετούτοι ύψωσαν μαζί τα μαστίγια προς τα άλογά τους, χτύπησαν τα ηνία τους και με φωνές τα ενθάρρυναν κατά τρόπο ορμητικό. Κι εκείνα, γρήγορα στα πόδια, διάνυαν το δρόμο μέσ’ από την πεδιάδα μακριά απ’ τα καράβια με ταχύτητα, κι η σκόνη που σηκωνόταν κάτω απ’ τα στέρνα τους ήτανε σαν σύννεφο ή σαν ανεμοστρόβιλος, κι οι χαίτες τους τινάζονταν κατά την πνοή του ανέμου. Τα άρματα, πάλι, άλλοτε άγγιζαν τη γη που τρέφει τους ζωντανούς, κι άλλοτε ορμούσαν στον αέρα. Και οι αρματηλάτες τους στέκονταν ορθοί και η καρδιά τους χτύπαγε γιατί θέλανε σαν τρελοί τη νίκη. Και παρότρυνε ο καθένας με φωνές το άλογό του, κι εκείνα πέταγαν σηκώνοντας νέφος σκόνης στην πεδιάδα. 
  
[Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία Ψ, στίχοι 362 - 372]

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Η ολονύκτια πυρά (Ιλ. Ψ. 217 - 244).


Κι ο Βοριάς με τον Ζέφυρο ολονυχτίς αναρρίπιζαν από κοινού τη φλόγα της πυράς φυσώντας συνέχεια, κι όλη τη νύχτα ο γρήγορος Αχιλλέας μ’ ένα δικύπελλο ποτήρι στο χέρι άδειαζε κρασί από το χρυσό κρατήρα, το ’χυνε χάμω και πότιζε τη γη, φώναζε και γύρευε την ψυχή του δύσμοιρου Πάτροκλου. Κι όπως θρηνεί ένας πατέρας καίγοντας τα οστά του νιόπαντρου γιου του που πεθαίνοντας έριξε στη θλίψη τους γονείς του, έτσι κι ο Αχιλλέας καίγοντας τα οστά του συντρόφου θρηνούσε γοερά και σερνότανε πλάι στη φωτιά με πυκνούς στεναγμούς.
Κι όταν ανάτειλε ο Αυγερινός για ν’ αναγγείλει το φως πάνω στη γη, και πίσω του απλώθηκε στη θάλασσα το πέπλο της αυγής στο χρώμα του κρόκου, τότε άρχισε να μαραίνεται η φωτιά, κι η φλόγα έσβησε. Οι άνεμοι κίνησαν πάλι πίσω για το σπίτι τους κατά το Θρακικό πέλαγος, κι εκείνο βόγκηξε απ’ τα ορμητικά φουσκωμένα κύματά του. Και ο γιος του Πηλέα απομακρύνθηκε απ’ τη φωτιά, έγειρε κουρασμένος κι ο γλυκός ύπνος τον πήρε αμέσως. Όμως οι άλλοι, όλοι μαζί, συγκεντρώνονταν γύρω από το γιο του Ατρέα, και η βουή απ’ τις φωνές κι οι κρότοι απ’ τα ποδοβολητά τους καθώς πλησίαζαν τον ξύπνησαν. Ανακάθισε και καθιστός τούς είπε: «Γιε του Ατρέα και οι άλλοι επικεφαλής των Παναχαιών, πρώτ’ απ’ όλα σβήστε καλά τη φωτιά με αφρώδες κρασί παντού όπου απλώθηκε με την ορμή της η πυρά. Έπειτα, ας συλλέξουμε τα οστά του Πάτροκλου, του γιου του Μενοίτιου, ξεδιαλέγοντάς τα καλά απ’ τα υπόλοιπα, κι είναι εύκολο να τα ξεχωρίσουμε, γιατί εκείνος κειτόταν στο μέσον της πυράς, ενώ οι άλλοι καίγονταν μακριά, στις άκρες της, ανακατεμένοι άντρες και άλογα. Κι εκείνου τα οστά να τ' αποθέσουμε, τυλιγμένα με λίπος, μέσα σε χρυσό σταμνί, να περιμένουν εωσότου κι ο ίδιος εγώ στον Άδη κατεβώ. (…)»  

[Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία Ψ, στίχοι 217 - 244]

Όταν η Δύση ήτανε εδώ.

Όταν η Δύση ήτανε εδώ

image

















Athens Voice, 28/11/2015.
«Έχουμε δηλαδή πολίτευμα που δεν αντιγράφει τους νόμους των άλλων, αντίθετα, περισσότερο εμείς οι ίδιοι είμαστε παράδειγμα σε μερικούς, παρά μιμητές τους. Και ονομάζεται δημοκρατία λόγω του ότι η πολιτική εξουσία ασκείται από τους πολλούς και όχι από τους λίγους. Κι απέναντι στους νόμους είναι όλοι ίσοι ως προς τις ιδιωτικές τους διαφορές, ενώ στα δημόσια αξιώματα επιλέγεται καθένας κατά πώς διακρίνεται σε κάτι, προτιμάται δηλαδή σε κάποια δημόσια θέση με κριτήριο όχι την κοινωνική του καταγωγή αλλά την ατομική του αξία, ούτε πάλι κάποιος φτωχός εμποδίζεται από ένα αξίωμα στο οποίο θα μπορούσε να προσφέρει την καλή του υπηρεσία στην πόλη γιατί δε συγκαταλέγεται στους επιφανείς. Και ζούμε ελεύθεροι σαν πολίτες τόσο στο δημόσιο βίο, όσο και στον ιδιωτικό, στις μεταξύ μας καθημερινές συναλλαγές, κατά τις οποίες δεν κοιτάμε με υποψία ο ένας τον άλλον, και δεν οργιζόμαστε με το γείτονά μας, αν κάνει κάτι που τον ευχαριστεί, ούτε τον αντιμετωπίζουμε με ύφος σκυθρωπό, που δε θα τον ζημίωνε, βέβαια, όμως θα τον δυσαρεστούσε.

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Διονυσία - σύντομη περιγραφή.


Μου ζητήθηκε σύντομη περιγραφή του βιβλίου στη σελίδα του fb Διονυσία:

Μυθιστόρημα. Η Διονυσία, αυτή που παραιτημένη, με τα ένστικτα παραλυμένα, μετεωρίζεται σ’ έναν κόσμο θολό σαν σκέψη.

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Να χαίρεσαι, Πάτροκλέ μου, και στον κάτω κόσμο ακόμα (Ιλ. Ψ. 133 - 183).


Προηγούνταν οι αρματηλάτες και πίσω τους ακολουθούσαν σύννεφο οι πεζοί, μυριάδες, και στο μέσον σήκωναν οι σύντροφοι τον Πάτροκλο. Με τις τρίχες από τα μαλλιά τους είχαν καλύψει ολόκληρο το σώμα του νεκρού, που τις κούρεψαν απ’ τα κεφάλια τους και τις άπλωσαν πάνω του. Πίσω, του κρατούσε το κεφάλι ο θεϊκός Αχιλλέας, λυπημένος, καθώς οδηγούσε στον Άδη τον άψογο σύντροφό του.
Κι όταν έφτασαν εκεί όπου είχε ορίσει ο Αχιλλέας, τον ακούμπησαν χάμω και γρήγορα στοίβαζαν άφθονα ξύλα. Τότε λοιπόν άλλο σκαρφίστηκε ο θεϊκός Αχιλλέας. Στάθηκε μακριά απ’ την πυρά, κούρεψε τα ξανθά μαλλιά του που τα άφηνε να μακρύνουν πολύ για χάρη του Σπερχειού ποταμού, κι είπε θλιμμένος κοιτάζοντας προς το σκοτεινό πέλαγος:

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Μίνυνθά περ ἀμφιβαλόντε ἀλλήλους / Λιγάκι μόνο ν' αγκαλιαστούμε (Ιλ. Ψ. 59 - 107).


Ο γιος του Πηλέα κειτόταν στην άμμο της πολυτάραχης θάλασσας στενάζοντας βαριά, μαζί με πολλούς Μυρμιδόνες, σε ανοιχτωσιά κοντά στην άκρη του γιαλού όπου έσκαζε το κύμα. Κι ενώ τον έπαιρνε ο ύπνος που του ’λυνε τις έγνοιες της ψυχής, ύπνος βαθύς και χυμένος ολόγυρά του –γιατί είχαν πολύ αποκάμει τα λαμπερά του μέλη καταδιώκοντας τον Έκτορα προς το εκτεθειμένο στους ανέμους Ίλιο- ήρθε η ψυχή του δύσμοιρου Πάτροκλου σ’ όλα μοιάζοντάς του, και στο παράστημα, και στα όμορφα μάτια, και στη φωνή, και στα ίδια τα ρούχα του που φορούσε στο κορμί. 
Στάθηκε πάνω απ’ το κεφάλι του κι είπε τα παρακάτω λόγια:

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Το όμορφο κεφάλι του Έκτορα σέρνεται στα χώματα (Ιλ. Χ. 396 - 403).


Ο Αχιλλέας τού τρύπησε τους τένοντες στα δυο πόδια πίσω, από τις φτέρνες μέχρι τα σφυρά, πέρασε μέσ’ απ’ τις τρύπες λουριά από πετσί βοδιού, τα έδεσε στο άρμα, κι άφησε το κεφάλι του να σέρνεται χάμω. Κι αφού ανέβηκε στο άρμα, σήκωσε και φόρτωσε επιπλέον τα ξακουστά όπλα, χτύπησε με το μαστίγιο τα άλογά του να καλπάσουν, που και τα δυο τους όχι δίχως τη θέλησή τους πέταξαν. Κι ενώ σερνότανε ο Έκτορας σηκωνόταν σύννεφο σκόνης, τα μαύρα μαλλιά του σκορπούσαν ένα γύρο, και το κεφάλι του, άλλοτε όλο χάρη, τώρα κειτόταν ολόκληρο στα χώματα.

Δήλωση παντοτινής αγάπης (Ιλ. Χ. 386 - 390).


(Ο Αχιλλέας μόλις σκότωσε τον Έκτορα. Μιλάει στους Αχαιούς. Στα λίγα που τους λέει, συνειρμικά ολωσδιόλου, αναφέρεται στον αγαπημένο σύντροφο.)

«…Κείτεται κάτω στα καράβια νεκρός, άκλαυτος, άθαφτος ο Πάτροκλος. Που εγώ δεν πρόκειται να τον ξεχάσω όσο βρίσκομαι ανάμεσα στους ζωντανούς κι όσο κουνιούνται τα γόνατά μου∙ μα κι αν στον Άδη λησμονούν ολότελα τους πεθαμένους, εγώ ακόμα κι εκειπέρα θα θυμάμαι τον αγαπημένο μου σύντροφο…»  

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Ο Αχιλλέας σκοτώνει τον Έκτορα∙ οι Αχαιοί θαυμάζουν το όμορφο κουφάρι (Ιλ. Χ. 306 – 374).


Τράβηξε το αιχμηρό ξίφος που κρεμόταν κάτω απ’ το πλευρό του μακρύ και στιβαρό, και χίμηξε συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του σαν αετός που πετάει ψηλά και μέσ’ απ’ τα σκοτεινά σύννεφα ρίχνεται στην πεδιάδα για ν’ αρπάξει ή τρυφερό αρνί ή φοβισμένο λαγό, έτσι κι ο Έκτορας πετάχτηκε τινάζοντας το αιχμηρό ξίφος. Όρμησε και ο Αχιλλέας με γεμάτη την ψυχή άγριο μένος, όμως κάλυψε μπροστά το στέρνο του με την ασπίδα την όμορφη και στολισμένη, κι έγερνε τη φωτεινή περικεφαλαία με τα τέσσερα λοφία κι απ’ όπου σείονταν ολόγυρα όμορφες χρυσές τρίχες που ο Ήφαιστος τις έκανε να πέφτουν κάτω και γύρω σαν πυκνή φούντα.

Τα ντροπιασμένα απόκρυφα του γέρου (Ιλ. Χ. 66 - 76).


(Ο Πρίαμος εκλιπαρεί τον Έκτορα να μαζευτεί κι αυτός μαζί με τον υπόλοιπο στρατό μέσα στα τείχη της πόλης, προβλέπει συμφορές μετά τον πιθανό σκοτωμό του απ’ τον Αχιλλέα, ελεεινολογεί τη μοίρα όλης της Τροίας, στο τέλος και τη δική του.)

«…Και τελευταίο τον ίδιο εμένα θα σύρουν τα σκυλιά που τρώνε ωμό κρέας ως την εξώθυρα, αφότου κάποιος μού αφαιρέσει τη ζωή απ’ τα μέλη χτυπώντας με ή με το κοντάρι από κοντά ή με το βέλος από μακριά, τα σκυλιά που έτρεφα στα μέγαρά μου κι απ’ τα τραπέζια μου για να ’ναι φύλακες στις πόρτες, αυτά αφού μου πιουν το αίμα ανήσυχα θα κείτονται απλωμένα στο κατώφλι της εισόδου.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Ποιος είν' αυτό το φωτεινό παιδί, ο George Ezra;

George Ezra / Budapest

(Ο George Ezra είναι Άγγλος, γεννήθηκε το 1993, μόλις 22. Ερμηνευτής και τραγουδοποιός. Μεγάλωσε στο Herford του Herdfordshire, μια μικρή πόλη 26.000 κατοίκων. Δασκαλοπαίδι κι από τους δυο γονείς του.)

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Ἔσσεται ἢ ἠὼς ἢ δείλη ἢ μέσον ἦμαρ / Θα ’ναι ή αυγή ή δειλινό ή μεσημέρι (Ιλ. Φ. 99 – 103).


(Ο Λυκάονας, ο γιος του Πρίαμου, ο οποίος στο παρελθόν αιχμαλωτίστηκε και πουλήθηκε δούλος από τον ίδιο τον Αχιλλέα, με ανακτημένη την ελευθερία του εδώ και δώδεκα μέρες, βρίσκεται εντούτοις ξανά στο έλεός του, αυτή τη φορά στο πεδίο της μάχης, πέφτει στα γόνατα και τον εκλιπαρεί να του χαρίσει τη ζωή. Ο Αχιλλέας τού απαντά με τρόπο αμείλικτο.)

«Ανόητε, μη μου μιλάς εμένα για λύτρα και μη μου βγάζεις λόγους. Μέχρι να συναντήσει, βέβαια, ο Πάτροκλος τη μοιραία μέρα της ζωής του, ίσαμε τότε θεωρούσα καλό ακόμα και το να λυπάμαι τους Τρώες, και πολλούς που τους έπιασα ζωντανούς, ύστερα τους πούλησα δούλους∙ αλλά τώρα πια δεν υπάρχει κανείς που θα γλύτωνε το θάνατο -όποιον ο θεός πετάξει στα δικά μου χέρια μπροστά στο Ίλιο-, κανένας δίχως εξαίρεση ανάμεσα στους Τρώες και ιδιαίτερα κανένας από τους γιους του Πρίαμου. Αλλ', αγόρι μου, άιντε πέθανε κι εσύ∙ τι μου κλαις και μου στενάζεις; Εδώ πέθανε κοτζάμ Πάτροκλος, που ήτανε και πολύ καλύτερός σου. Δε βλέπεις ποιος είμαι ’γώ, τι όμορφος και με τι ανάστημα; Και είμαι από γενναίο πατέρα κι η μάνα που με γέννησε είναι θεά∙ και παρ’ όλ’ αυτά με περιμένει και μένα θάνατος και μοίρα σκληρή: θα ’ναι ή αυγή ή δειλινό ή μεσημέρι που κάποιος θα μου αφαιρέσει τη ζωή, ή με δόρυ χτυπώντας με ή με βέλος απ’ τη χορδή τόξου.»

Ο συνειρμός των εικόνων, η δόξα της αφήγησης (Ιλ. Υ. 495 – 503).


(Οι τελευταίοι εννέα στίχοι της Υ.) 

Όπως όταν κάποιος ζέψει αρσενικά πλατυμέτωπα βόδια να τρίψουν σε καλοφτιαγμένο αλώνι άσπρο κριθάρι που γρήγορα ψιλοκόβεται κάτω απ’ τα πόδια των βοδιών που μουγκανίζουν δυνατά, ανάλογα και τα μονώνυχα άλογα του γενναίου Αχιλλέα τσαλαπατούσαν αδιακρίτως νεκρούς κι ασπίδες∙ και ο άξονας ολόκληρος από κάτω, αλλά και το κιγκλίδωμα γύρω από το άρμα ραντίζονταν με αίματα όσo οι πιτσιλιές απ’ τις οπλές των αλόγων κι απ’ τα μεταλλικά στεφάνια των τροχών τινάζονταν πάνω τους. Εκείνος, ωστόσο, ο γιος του Πηλέα, ήθελε ν’ αποκομίσει δόξα, αλλά και τ' αήττητα χέρια του λερώνονταν από αίματα ανακατεμένα με ιδρώτα και με χώματα.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Δεν ήτανε κανένας γλυκός ή πράος άντρας ο Αχιλλέας (Ιλ. Υ. 463 – 473).


Τον Τρώα, πάλι, το γιο του Αλάστορα –αυτόν που έπεσε μπροστά στα γόνατά του μήπως και τον λυπηθεί, τον συλλάβει για σκλάβο και τον αφήσει ζωντανό, μήπως δεν τον σκοτώσει από ευσπλαχνία γιατί ήτανε και συνομήλικοι- ο ανόητος, ούτε που καταλάβαινε πως δεν υπήρχε περίπτωση να πειστεί, δεν ήτανε κανένας γλυκός ή πράος άντρας ο Αχιλλέας, το αντίθετο, ένας βάναυσος πολύ. Κι ενώ ο Τρώας -στη χειρονομία της παράκλησης- του άγγιζε με τα χέρια τα γόνατα, ο Αχιλλέας τον χτύπησε με το ξίφος στο συκώτι∙ το συκώτι χύθηκε έξω απ’ το σώμα του, και το μαύρο αίμα γέμισε την πτυχή στο μέρος εκείνο του χιτώνα του. Κι ίσαμε να ξεψυχήσει, το σκοτάδι πρόλαβε και του σκέπασε τα μάτια.

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Βδελυρός αντιδυτικισμός.


Χτες σε ταξί, κάπου Πατησίων, κι ενώ αφηρημένος αντάλλασσα παιγνιώδη sms με φίλο, κάπως σαν από μακριά αντιλαμβάνομαι ότι ο ταξιτζής, υπερασπιζόμενος τους τζιχαντιστές της προχτεσινής φρίκης στο Παρίσι, εν γένει τους αντιδυτικούς, με είχε αρχίσει στα συνωμοσιολογικά (για τους Αμερικάνους, τους δίδυμους πύργους, τους τραπεζίτες, τους Εβραίους, τους Ευρωπαίους, τα μνημόνια και δε συμμαζεύεται). Το πιθανότερο από τη μερική απώλεια του περιβάλλοντος λόγω των μηνυμάτων στο κινητό, σαν αφυπνισμένος κιόλας, στρέφω το κεφάλι αργά προς τη μεριά του, καταλαβαίνω καλά; τι μου λες, άνθρωπέ μου; θα υπερασπιστείς ακόμα κι αυτούς! και λέξη τη λέξη ανέβαζα τον τόνο, στο τρία αλληλοβριζόμαστε εννοείται, του φωνάζω σταμάτα, τώρα εδώ, του πέταξα τα ψιλά ούτε είδα πόσα, άι σιχτίρ, ξιπασμένη φύτρα της υπανάπτυξης, εθνικοσοσιαλιστικό ψεκασμένο περίτριμμα, άι σιχτίρ κι ακόμα παραπέρα. Κι έβριζα κι από το πεζοδρόμιο.

Δεν το ξανάκανα τέτοιο πράγμα ούτε νομίζω είναι του χαρακτήρα μου.  

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

Φοῖβος ἀκερσεκόμης / ο μακρομάλλης Φοίβος (Ιλ. Υ. 39).



Το λήμμα ἀκερσεκόμης στο Liddell -  Scott:
ἀκερσεκόμης, -ου, ὁ, (κείρω, κόμη) ὁ ἔχων τὴν κόμην μὴ κεκαρμένην, ἀεὶ νέος (ἐπειδὴ οἱ Ἕλληνες νεανίαι ἔτρεφον μακρὰν κόμην μέχρι ἀνδρικῆς ἡλικίας) ἐπίθ. τοῦ Φοίβου.

Ο Απόλλωνας, λοιπόν, με τη μακριά κόμη. Με την ιδιαίτερη, πλούσια κόμμωση. Ο έφηβος θεός που δεν πέρασε ποτέ στην ανδρική ηλικία.

(Ο Απόλλων του Μπελβεντέρε, ρωμαϊκό αντίγραφο της εποχής του Αδριανού, από χάλκινο αντίγραφο του 4ου αιώνα π.Χ., το πιθανότερο του γλύπτη Λεωχάρη.)