Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Τα φτερωτά σανδάλια.

Τα φτερωτά σανδάλια

Athens Voice, 31/05/2014 - 11:28
image

















Το καλοκαίρι του 2004, μία εβδομάδα μετά τη λήξη των Ολυμπιακών της Αθήνας, βρέθηκα στη Λισαβόνα. Οι ελληνικές τηλεοράσεις επαίρονταν ότι πια η Αθήνα ήταν η ομορφότερη πόλη της Ευρώπης. Είχαν όντως αναβαθμιστεί αισθητικά ορισμένοι δρόμοι κυρίως γύρω από την Ακρόπολη, αλλά στη Λισαβόνα για το πολύ ταπεινότερο Πανευρωπαϊκό Ποδοσφαίρου είχε φρεσκαριστεί μία από τις πολλές διατηρητέες συνοικίες της πόλης, η Αλφάμα, σε κάθε πρόσοψη και σ’ όλα τα λιθόστρωτά της, σε έκταση όση περίπου η αθηναϊκή Κυψέλη.
Κουβαλούσα τη μελαγχολία από τις τελετές των αγώνων, ενοχλημένος από εκείνον τον υφέρποντα πλην γνώριμο στόμφο της Αθηναϊκής Σχολής. Τον ίδιο που ονόμαζε τον Κωστή Παλαμά νέο Όμηρο του ελληνισμού και που λίγο ρομαντικότερος έντυνε τον Άγγελο και την Εύα Σικελιανού με δωρικούς χιτώνες. Μελαγχολία ιδίως γιατί εκλείπει ένας κάποιος είρων και Αλεξανδρινός να κατεβάσει στο στάδιο και να προσαγορεύσει βασιλείς τα καημένα τα παιδιά της Κλεοπάτρας, να τρέξουν οι φιλοθεάμονες και φιλοπαίγμονες συντοπίτες του να κάνουν χάζι «τ’ ωραίο θέαμα», και οι οποίοι θα ήξεραν, βέβαια, «τι άξιζαν αυτά, τι κούφια λόγια ήτανε αυτές οι βασιλείες».
Ταξίδεψα πολλές φορές στη Λισαβόνα, ξανάβρισκα εκεί αυτό που ανεπιστρεπτί χάθηκε εδώ: την αυθεντικότητα των δεκαετιών του ’60 και του ’70, συγχρονισμένη ωστόσο με το παρόν, πώς είναι να ζεις το καινούριο αρμονικά συνδιαλεγόμενο με το παλιό. Λάτρης επίσης της πορτογαλόφωνης μουσικής, στα στέκια με τη βραζιλιάνικη σάμπα, τη μπόσα νόβα, το τροπικαλίσμο και άλλα, τα μόρνας και τα φουνανά από το Πράσινο Ακρωτήρι, τις μουσικές της Αγκόλα, και την κυρίως πορτογαλική στις λαϊκές γειτονιές της πόλης (στην Αλφάμα, στη Μοραρία και στο Μπάιρου Άλτου), το φάντο και στα πανηγύρια τους τα πολύ ζωντανά συγκροτήματα χορού και τραγουδιού φολκλόρ.
Ένα απόγευμα εκείνου του ταξιδιού του 2004, λοιπόν, μαζί με τον φίλο συνταξιδιώτη περπατώντας στα στενά της Αλφάμα, αίφνης σ’ ένα αδιέξοδο πέσαμε σε τυπική λαϊκή συντροφιά, περίοικοι που εκεί έξω στο δρόμο ψήνανε σαρδέλες σε μικρές μεταλλικές ή πήλινες φουφούδες δίπλα στα κατώφλια τους, κάθονταν σε άσπρες πλαστικές καρέκλες, κι ο ένας μετά τον άλλο σηκώνονταν, τραγουδούσαν fado corido, που είναι το πιο χαρούμενο, το φάντο της παρέας. Δε χάναμε τέτοιες ευκαιρίες, καθίσαμε χάμω στο κράσπεδο, τους ακούγαμε.
Οι Πορτογάλοι είναι συνεσταλμένοι, μπορεί να τους παρεξηγήσεις, να σου φανούν αφιλόξενοι. Κάθε άλλο. Σε λίγο μάς πρόσφεραν πάνω στο ψωμί πρεζούντο, το πορτογαλικό χαμόν, και πάλι πάνω σε φέτες ψωμί σαρδέλες, και φυσικά κρασί. Ήμαστε σε έξαρση και σε βαθιά συγκίνηση όταν από την άλλη πλευρά, της πλατειούλας μπροστά από το αδιέξοδο, αντιληφθήκαμε περπατήματα και κινήσεις σωμάτων, επιπλέον συλλαβές στην οικεία συχνότητα, ένα γκρουπ Ελλήνων. Μικροαστοί, κάποιας ηλικίας, μάλλον συνταξιούχοι. Τρεις γυναίκες κοντά στην ουρά του γκρουπ στράφηκαν προς το αδιέξοδο, προς τη συντροφιά μας, οι δύο κουνούσαν το κεφάλι, η τρίτη φώναζε: «Πω, πω, φτώχεια, βρε παιδάκι μου, πω, πω φτώχεια!»
Φτώχεια δεν έβλεπαν, την αποστροφή τούς την προξενούσε η εικόνα του αυθεντικού.
Οκτώ χρόνια αργότερα, καλοκαίρι του 2012, πάλι στη Λισαβόνα και με τον ίδιο φίλο και συνταξιδιώτη, αλλά και χρονιά τη χρονιά να συνειδητοποιούμε πως εδώ τα μικρά μαγαζιά ευημερούν, ότι δε βλέπουμε σχεδόν πουθενά το aluga-se, το ενοικιάζεται, αντίθετα, η πόλη μοιάζει να επουλώνει παλιότερες πληγές: οι ζητιάνοι λιγόστεψαν, τις νύχτες ειδικά βανάκια φροντίζουν άστεγους και τοξικομανείς. Πληροφορούμαστε μία εκδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στην ανεργία, τη διοργάνωναν αριστεροί φοιτητές στο πάρκο Εδουάρδου Ζ’, καθοδόν κιόλας προς τα κει αναλογίστηκα τι χαρά θα κάνανε οι δικοί μας μπαχαλάκηδες με τους μικρούς κυβόλιθους που σχηματίζουν τα ψηφιδωτά δάπεδα στα πεζοδρόμια, για την πληθώρα θέλω να πω των πολεμοφοδίων στον αγώνα τους ενάντια σε μνημόνια, φιλελευθερισμό και λοιπά δαιμόνια της καπιταλιστικής αβύσσου.
Συναντήσαμε νεαρόκοσμο με αναρτημένα πανό καθισμένους στο γρασίδι. Είχα από καιρό δύο ερωτήσεις για ένα νεαρό αριστερό Πορτογάλο. Αυτός με τον οποίο τελικά θα έπιανα κουβέντα, ίσως ούτε είκοσι πέντε, ένας συμπαθής αλλά φαφούτης, νωδός –να χρησιμοποιήσω τη λέξη του Παπαδιαμάντη-, προφανώς όχι από μόδα, από στενότητα οικονομική. Το πρώτο που τον ρώτησα, ποια ήταν η άποψή του για τον δικτάτορα Σαλαζάρ. Απαρίθμησε όχι λίγα ως θετική προσφορά, και εμφατικά ότι επί των ημερών του η Πορτογαλία δε χρώσταγε ούτε ένα δολάριο, βέβαια, και ύστερα από ένα «αλλά, όμως», τα πολύ περισσότερα αρνητικά. Αναρωτήθηκα ποιος δικός μας νεαρός αριστερός θα είχε να πει ένα θετικό, όχι για τον Μεταξά που είναι ο αντίστοιχος του Σαλαζάρ, έστω για τον κοινοβουλευτικό Καραμανλή.
Το δεύτερο, αν και τι γίνεται με τους διορισμούς στο δημόσιο. Προσπαθούσα να του εξηγήσω την έννοια πελατειοκρατία. Με κοίταζε με απορία. Δεν καταλάβαινε, χρειάστηκε να του δώσω πολλές περαιτέρω επεξηγήσεις. «Μα είναι δημόσιο χρήμα, δεν ανήκει στους πολιτικούς, δεν είναι δικό τους! Για τις καριέρες τους, να μετατρέπουν το δημόσιο χρήμα σε… μαύρο πολιτικό;» συνέχιζε να απορεί.
Αφήσαμε την πολιτική εκδήλωση διαμαρτυρίας αυτής της αριστεράς, κατηφορίζαμε με τον συνταξιδιώτη προς την πλατεία Μαρκές ντε Πομπάλ. Είναι πολύ δύσκολο να θυμάσαι την πατρίδα σε χώρες όπου οι κοινωνίες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θέσπισαν τον ορθό λόγο κύριο μπούσουλα στη ζωή τους. Συγχυσμένος, εκτονωνόμουν με σχήματα,– με το συμπάθιο κιόλας. «Οι δικοί μας θαρρούν πως άμα πάρεις φόρα και τα δώσεις από την ταράτσα του σπιτιού σου, στο τέλος θα πετάξεις. Ποιος νόμος της βαρύτητας, αν αφεθείς στο… όνειρο, λίγο πριν σκάσεις φαρδύς πλατύς στο οδόστρωμα, θα βρεθείς με φτερωτά σανδάλια στα πόδια.» Εκνευρισμένος, μονολογούσα και μυκτήριζα τα… φτερωτά σανδάλια.
Εντούτοις, –υπάρχει αντίλογος, τον ξέρω–, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι φτεροκοπάνε καθημερινά από τον έναν στον άλλο τόπο. Μόνο που το καταφέρνουν γιατί άλλοι δούλεψαν και δουλεύουν με πραγματισμό και άκρα λογική, όσοι έφτιαξαν, φτιάχνουν και συντηρούν αεροπλάνα, αεροδρόμια και τα συναφή.
Είμαι ως το μεδούλι φιλελεύθερος, καθόλου αριστερός, – έχω συστηθεί. Ωστόσο, μ’ αρέσει να πιάνω κουβέντες με αριστερούς, το χαίρομαι για πολλούς λόγους. Αρκεί να μην είναι πονηροί σαλτιμπάγκοι. Αυτοί –αν ο μη γένοιτο– θ’ αφήσουν τους πολλούς να πέσουν στο κενό, οι ίδιοι ένα βήμα πριν από το στηθαίο της ταράτσας θα πατήσουν φρένο. Και από τότε κι ύστερα, ίσως καλύτερα στο κενό, παρά στο τι θα επακολουθήσει αφότου παγιωθεί εκείνος ο παγερός κυνισμός στο μούτρο τους.

Στο προσεχές τεύχος 104 του Εντευκτηρίου προδημοσιεύεται (με τον αυτοτελή τίτλο "Το θάρρος των αισθημάτων") απόσπασμα από την υπό έκδοση νουβέλα μου «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα».

Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Πίνα Μπάους, Kontakthof, ατόφιο ασυνείδητο.




Pina Bausch, απόσπασμα από το Kontakthof. Και (1,2).

Η τέχνη που δεν είναι διακοσμητική ούτε ρητορική ∙ που είναι ατόφιο μάγμα, καθαρή αφήγηση.

Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

Γιατί αγαπώ τους Εβραίους, γιατί υπερασπίζομαι το Ισραήλ.

Γιάννης Οικονόμου (1964-). Σπούδασε γλωσσολογία σε Ελλάδα και ΗΠΑ, μιλάει 34 γλώσσες, μεταφραστής στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Ρώτησα χτες με μήνυμα στο facebook τον θαυμάσιο φίλο Γιάννη Οικονόμου για ποιους λόγους εκείνος αγαπάει και υπερασπίζεται τόσο το Ισραήλ και τους Εβραίους (που και εγώ συμπαθώ πολύ). Μου υποσχέθηκε θα απαντήσει δημόσια, κάτι που έκανε σχεδόν αμέσως και με τον τρόπο που ταιριάζει σ' έναν Έλληνα πολίτη του κόσμου.

"(...) One thing that really impressed me as a student thirsting for knowledge was that all the stupid, narrow-minded people I came across all over the planet, were very different from each other, they were Russians and Turks, Americans and Arabs, Greeks or Poles, Mexicans or Pakistanis, but they all had ONE thing in common:
They all hated/distrusted/ had a phobic attitude toward Jews and toward the State of Israel.
This one realization is what brought upside down my hitherto worldview. (...)"
 

"Why are you such a fervent supporter of Israel, Yannis?"
is a question I often get by friend and foe alike, so I felt I should make clear where I stand on that.
First of all, I am not a Jew (I think...) -- I did not have that luck and honor.
Not only that, I was not always concerned about Jewish people and Middle East politics. In fact I was a typical Greek anti-Semite 'light' of the Left up until my undergraduate days in Salonica, you know that stuff: Jews are doing to Palestinians what Hitler did to them, Zionism is fascism, Israel is a stooge of the US (or was it the other way around?), in short the usual shit.
I may have been an anti-Semite 'light', but hell I was not stupid.
I spent all my life travelling. And looking, and observing and taking in what I saw. I travelled, inter alia, in Iran of the Ayatollahs, and in Pakistan and in China and in North Africa. And also all over Europe, from Russia to Portugal and from Norway to Turkey and Cyprus, and in the Americas from Canada to Argentina and from Cuba to Peru.
During those travels I met lots of people, πολλών δ' ανθρώπων ίδον άστεα και νόον έγνων to paraphrase Homer (the poet, not the other, the famous one), and I learned a lot from them.
I came across interesting people and boring people, good people and bad people, stupid and intelligent people from all walks of life. Different people from quite different backgrounds, rich and poor, educated or illiterate, liberal or conservative, religious or atheists...
One thing that really impressed me as a student thirsting for knowledge was that all the stupid, narrow-minded people I came across all over the planet, were very different from each other, they were Russians and Turks, Americans and Arabs, Greeks or Poles, Mexicans or Pakistanis, but they all had ONE thing in common:
They all hated/distrusted/ had a phobic attitude toward Jews and toward the State of Israel.
This one realization is what brought upside down my hitherto worldview.
Many, many things changed in me as a consequence of my travels among countries and among cultures.
But my anti-semitism was one of the first things to be blasted away by that realization.
And what's more: by travelling I became a better person, more open-minded, much more liberal in my worldview and much more accepting of Otherness.
I also became much more sensitive to the suffering of other people, of poor immigrants, of the favelados (slum dwellers) of Rio, of Gypsies, of all kinds of economic, ethnic, religious or sexual minorities.
I cannot pinpoint when, and especially where, I became a liberal.
It must have been some years after I graduated from Salonica University and I left that city for ever, when I started getting terrible pangs of conscience for having been completely indifferent to the rich Jewish past of Salonica (once called 'the Jerusalem of the Balkans') during the four intensive years I spent there.
This is when I came to realize that the Jewish people were the one single group that had suffered the most throughout history: more than the Gypsies, more than the Armenians, more than the Greeks.
I saw clearly that there is no way I become a better person if I do not do my utmost to atone for the accumulated crimes committed against Jews by 'my' people, non-Jewish Europeans that is -- atoning for those crimes would be for now on my way of washing away the collective guilt that I felt weighing on my shoulders.
And of becoming a better person, a person proud of myself.

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Κυριακάτικος ιμπρεσιονισμός.

Κυριακάτικος ιμπρεσιονισμός

Athens Voice, 10/05/2014 - 11:03   
Την περασμένη Κυριακή 4 Μαΐου είχαμε δώσει ραντεβού με τον καλό φίλο Γιώργο Μουσούρη, πέρασα από το σπίτι του κοντά στο σταθμό Λαρίσης και κατηφορίσαμε μαζί ως το πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνα, προσκεκλημένοι από τις Οικογένειες Ουράνιο Τόξο στη Δεύτερη Γιορτή τους. Περπατάγαμε στον Κολωνό με το φως του μεσημεριού και της εποχής ελαφρύ και ζεστό όσο να μην ξέρεις αν ντύθηκες σωστά με κοντομάνικο μόνο ή χρειαζόταν κι ένα λεπτό ζιλέ. Οι δρόμοι ήταν έρημοι σαν κυριακάτικοι σε επαρχιακή πόλη, -βοηθάει και η σχετικά χαμηλή δόμηση. Ρωτώντας κι αφού διασχίσαμε κάθετα τη Λένορμαν, λίγο παρακάτω βρήκαμε και το πάρκο.
Οι περισσότεροι ήταν ήδη εκεί. Στις σκιές των ψευτοπιπεριών, σε πτυσσόμενα καρεκλάκια κάμπινγκ ή στην επί τούτω ραμμένη μεγάλη κουβέρτα με τα χρώματα του ουράνιου τόξου, γύρω στα ογδόντα άτομα, κι ένα σμάρι περί τα είκοσι παιδιά στις λιλιπούτειες σκηνές και τρέχοντας πέρα δώθε στα παιχνίδια τους. Η πρόεδρος της ομάδας Στέλλα Μπελιά, η αντιπρόεδρος Ειρήνη Πετροπούλου, ο Ζακ Κωστόπουλος της ΟΛΚΕ, ο Πέτρος Σαπουντζάκης της «Ομοφοβίας και τρανσφοβίας στην εκπαίδευση», ο Νίκος Μυλωνάς, ο Αντώνης Σιγάλας που βοήθησε να αποδοθούν σωστά δύο διασκευές τραγουδιών της «Λιλιπούπολης» με στίχους που απηχούν τις αξίες των Οικογενειών Ουράνιο Τόξο, ανάμεσα στους γονείς και δύο νεαρές έγκυοι.
Κυριαρχούσε η ησυχία του μεσημεριού στην ύπαιθρο. Συζητούσαμε χαμηλόφωνα διάφορα με χαλαρό ειρμό από το ένα στο άλλο. Για τον καρπό της ψευτοπιπεριάς (του αμερικάνικου σχίνου), το ροζ πιπέρι, που είναι και πανάκριβος αλλά κανείς δεν τον μαζεύει από τα καλλωπιστικά της πόλης, ο Νίκος επαυξάνοντας μας έλεγε ότι στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας του σε δυο λεμονιές οι ένοικοι αφήνουν τα λεμόνια να σαπίζουν, κάποτε τα ’κοψε και τους τα μοίρασε πόρτα – πόρτα, μήπως και φιλοτιμηθούν να προσέξουν τα δέντρα, μάταια όμως. Ύστερα το αργόσυρτο κουβεντολόι γλίστρησε στα κινητά, στους υπολογιστές ταμπλέτες, ο Πέτρος αναφέρθηκε σε μελέτες που αποδεικνύουν ότι η πρόσληψη από τις οθόνες των καινούριων μέσων δεν έχει την ισχύ της παραδοσιακής από το τυπωμένο χαρτί, αλλά και κάθε τόσο ξεχνιόμασταν στο βόμβο από το παιδομάνι. «Κοίτα πειθαρχημένα που είναι», παρατήρησε κάποια στιγμή ο Γιώργος. Πράγματι, ήμαστε εντός του… πεδίου αναφοράς, και ήταν δύσκολο να σκεφτούμε το πιο ενδιαφέρον που μας αφορούσε όλους, ενήλικες και παιδιά: παρόλο που ολότελα… ορατοί, ήμαστε τόσο… κανονικοί, που κανείς περαστικός δε θα σήκωνε δεύτερη φορά το βλέμμα, δε θα αναρωτιόταν ποιοι άραγε και τι θέλαμε εκεί.
Νωρίς το απόγευμα οι δυο μας τους αποχαιρετήσαμε, εκείνοι θα συνέχιζαν ίσαμε να σκοτεινιάσει, πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Ο Γιώργος κατέγραφε στις όψεις των κτηρίων τα σημάδια της κρίσης, ταξιδεύει για επαγγελματικούς λόγους συχνά εκτός Ελλάδος και η προϊούσα εικόνα εγκατάλειψης σε περιουσίες, σπίτια και μαγαζιά, του χτυπάει περισσότερο στο μάτι, η δική μου σκέψη είχε μείνει πίσω στην καλή ομήγυρη. Είμαστε περίπου συνομήλικοι, εκείνος δύο χρόνια μικρότερός μου, έφηβοι αμφότεροι κατεβήκαμε στο υπόγειο της Ζαλόγγου, στα γραφεία του ΑΚΟΕ, θέλω να πω θυμόμαστε καλά και μπορούμε να συγκρίνουμε την τωρινή με την κοινωνία στο τέλος του εβδομήντα. «Γιώργο», αναφωνώ στην άκρη των σκέψεών μου, «θα φανταζόμασταν τότε, το ’79, τη σημερινή βόλτα μας; Μη σου πω, δηλαδή, και πριν από δέκα – δεκαπέντε χρόνια… Ότι θα ξεκινούσαμε –εδώ, στην Ελλάδα!- να συναντήσουμε σ’ ένα πάρκο οικογένειες ομόφυλων ζευγαριών (ΛΟΑΔ ατόμων, όπως προσδιορίζουν οι ίδιοι την ομάδα τους), τα παιδιά τους, να περάσουμε το μεσημέρι μας μαζί τους;»
Συμφωνούσαμε, βέβαια. Αδιόρατα σχεδόν, υπόγεια (υπό την έννοια: μακριά από τον κυρίαρχο δημόσιο λόγο) συντελούνται αλλαγές, δεν αποκλείεται και ραγδαίες. Και όχι μόνο σε ζητήματα που σχετίζονται με τους τρόπους της ζωής.
Το ευχάριστο, ότι όλη η δυσκίνητη μάζα αδράνειας που συσσωρεύτηκε ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες φαίνεται επιτέλους να φτάνει στο οριακό σημείο της συνοχής της. Ότι τελειώνουν οι μικρές εξισορροπητικές κινήσεις. Ότι εξαντλούνται και οι τελευταίες αναβολές για τις αναγκαίες ριζικές μεταρρυθμίσεις.
Το δυσάρεστο, από την άλλη, ότι δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε για το δέον γενέσθαι ούτε δύο φίλοι (γιατί κάπου εκεί θ’ αλλάζαμε κουβέντα). Το ακόμα πιο δυσάρεστο, ότι προσωρινά δείχνουν να επικρατούν όσοι αρνούνται πεισματικά τόσο να αντιληφθούν όσο και να συμβαδίσουν με τα δεδομένα του καιρού μας (που αποτελεί και τον ορισμό της παρακμής).
Τα καθαρά πρόσωπα αυτών των γονιών, οι φωνές και η ενέργεια των παιδιών τους στο πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνα μακάρι να μη μείνουν μόνο ζωντανές πινελιές στη μνήμη, μακάρι να συγκαταλέγονται και στους καλούς οιωνούς για το μέλλον μας.

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Chavela Vargas: να γυρίσω, να γυρίσω πίσω.

Τσαβέλα Βάργκας: volver, volver.

Να γυρίσω, να γυρίσω πίσω

Ο παθιασμένος έρωτας αυτός με συγκλονίζει, με γυρνάει πίσω
περπατάω το δρόμο της τρέλας, βασανίζομαι, κι όμως μ' αρέσει
χωρίσαμε πάει καιρός, ήρθε η στιγμή να χάσω
είχες τόσο δίκιο, τώρα ακούω την καρδιά μου, θα χαθώ αν δε γυρίσω πίσω
και να γυρίσω, να γυρίσω πίσω στην αγκαλιά σου πάλι, να ρθω εκεί που είσαι,
ξέρω να χάνω, ξέρω να χάνω, θέλω να γυρίσω, να γυρίσω πίσω

Δεν ήρθες, γιατί δε θες!

Χωρίσαμε πάει καιρός, ήρθε η στιγμή να χάσω
είχες τόσο δίκιο, τώρα ακούω την καρδιά μου, θα χαθώ αν δε γυρίσω πίσω
και να γυρίσω, να γυρίσω πίσω στην αγκαλιά σου πάλι, να ρθω εκεί που είσαι,
ξέρω να χάνω, ξέρω να χάνω, θέλω να γυρίσω, να γυρίσω πίσω

[Η Τσαβέλα Βάργκας (17 Απριλιου 1919 - 5 Αυγούστου 2012) γεννήθηκε στο Σαν Χοακίν ντε Φλόρες της Κόστα Ρίκα. Από μικρή βρέθηκε στο Μεξικό όπου έγινε γνωστή για τα rancheras, που παραδοσιακά τραγουδούσαν άντρες μεθυσμένοι, εκείνη τα καθιέρωσε ως σόλο με κιθάρα μόνο. Διέπρεψε και σε άλλα είδη λατινοαμερικάνικου λαϊκού τραγουδιού. Η πρώτη μεγάλη περίοδος της καριέρας της τελειώνει στα μέσα του '70. Για 15 χρόνια δίνει μάχη με τον αλκοολισμό.
Σε ηλικία 81 χρόνων περνάει θαρραλέα στην ορατότητα, δηλώνει στην κολομβιανή τηλεόραση ότι είναι λεσβία. Την ίδια χρονιά, το 2000, στην El Pais: "Κανένας δε μ' έμαθε να είμαι έτσι. Αφότου άνοιξα τα μάτια μου στον κόσμο, ποτέ δεν κοιμήθηκα με άντρα. Ποτέ. Απλά, φανταστείτε πόσο ξεκάθαρο. Δεν ντρέπομαι για τίποτε." Μετά το 1990 έζησε μια δεύτερη καριέρα με αναγνώριση σε Αμερική και Ευρώπη. Σ' αυτή την περίοδο της παραστάθηκε με πολλή αγάπη ο Πέδρο Αλμοδόβαρ.

Εδώ η Chavela Vargas, 87 χρόνων, στο Gay Pride της Μαδρίτης το 2006.


5 Αυγούστου του 2012 ήμουν σε πολυκατάστημα της κεντρικής πλατείας στη Βαρκελώνη και έψαχνα να αγοράσω dvd της, θυμάμαι που με παραξένεψε σ' όλες τις οθόνες η εικόνα της, είχε αναγγελθεί ο θάνατός της, δεν το ήξερα. Ώρες και ώρες μαζί της, άλλοτε συνοδεία στη ρέμβη άλλοτε στο αυτοκίνητο, ιδίως τα καλοκαίρια σε διαδρομές για μακρινές παραλίες, δυνατά συναισθήματα και δρόμοι της ψυχής.]