Συγκατέλεγα στα ταξιδιωτικά μου σχέδια ανέκαθεν τη Μάλτα. Χώρα της Μεσογείου και μάλιστα χώρα-νησί, –για την ακρίβεια χώρα-νησάκι! Μόνο 21 τετραγωνικά χιλιόμετρα μεγαλύτερη απ’ την Κω (295 η Κως, 316 η Μάλτα), και όμως με 553 χιλιάδες μόνιμους κατοίκους (η Κως, μόλις 37 χιλιάδες). Επιπλέον, γιατί εκεί κατέληξαν οι Ιωαννίτες Ιππότες αφότου στις αρχές του 16ου αιώνα οι Οθωμανοί τούς έδιωξαν από τα Δωδεκάνησα. Το τάγμα κι ας μη διδάσκεται στην επίσημη Ιστορία, αποτελεί συνειδητό ή ασύνειδο μέρος της πολιτιστικής ταυτότητας των Δωδεκανησίων, ιδιαίτερα των Ροδίων και Κώων. Τα κάστρα, οι πύλες, οι θυρεοί, τα παλάτια, οι τάφροι, η μοναδική Οδός των Ιπποτών στη Ρόδο, διάφορα κτιριακά κατάλοιπα, επίσης το ότι οι Ιταλοί στο αρχιτεκτονικό ύφος που έδωσαν στις πόλεις μας, κατά το σύντομο πέρασμά τους από τα Δωδεκάνησα στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, τόνισαν αυτή την παράδοση. Οι Ιωαννίτες Ιππότες, μετά την Ιερουσαλήμ και την Κύπρο, έμειναν εγκαταστημένοι στα νησιά μας λίγο περισσότερο από δύο αιώνες. Ο ήρωάς μου στο Ο θάνατος του μισθοφόρου μελετάει την περίοδο της Ιπποτοκρατίας στα Δωδεκάνησα, και στο φινάλε του κειμένου –οιονεί αφηγηματική μου δοκιμασία στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος αμέσως πριν τον Περεγρίνο– νοερά ως Ιππότες, αυτός και συνοδευόμενος από τον νεαρό μισθοφόρο, καταφθάνουν έφιπποι στο Κάστρο (των Ιπποτών) στην Αντιμάχεια. Για τις σελίδες αυτές δεν έκανα μόνο μαθήματα ιππασίας σ’ έναν από τους τοπικούς ιππικούς ομίλους, έψαξα και τη σχετική βιβλιογραφία, τη μελετούσα στη Βιβλιοθήκη της Βουλής στην Αθήνα, αναγκαστικά σκόνταφτα και στα πεπραγμένα του τάγματος στη Μάλτα. Η Μάλτα, να προσθέσω τέλος –ακόμα ένα στοιχείο οικειότητας με τον τόπο–, απέχει μια ανάσα απ’ τη Σικελία, με πάμπολλες κάθε είδους επιρροές από τη μεγαλόνησο του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα.
Η Βαλέτα, η Μπίργκου ή Βιτοριόζα, η Μντίνα, το Γκότζο, τα σαχνισιά / τα κλειστά μπαλκόνια παντού σε πόλεις και σε χωριά, το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, ο Καραβάτζο στον καθεδρικό του Αγίου Ιωάννη στη Βαλέτα, το Αρχαιολογικό Μουσείο, τα Μεγαλιθικά, τα θυμάρια –3ο δεκαήμερο του Μαΐου– και ήδη ανθισμένα, οι άγριες αγκινάρες, σαν και τις δικές μας, αλλά με διπλάσια σε μέγεθος αγκιναροκέφαλα, είδα ως και λυγαριά στους λόφους, τα σοφά για την εξοικονόμηση του νερού δημόσια παρτέρια και πρασιές, κυρίως με γεράνια, δάφνες, πικροδάφνες (άλλοτε δέντρα, άλλοτε θάμνους-ανθοστοιχίες/μπορντούρες), μαβιά αμάραντα, σε δυο-τρεις μόνο απ’ τους πολλούς κυκλικούς κόμβους γρασίδι και σε άλλα τόσα, ελάχιστα, παρτέρια πετούνιες.
Έχω σημειώσει κι αλλού πως δεν ανήκω στους φιλαπόδημους. Νομίζω πως από πολλά χρόνια ταξιδεύω σαν για να επεκτείνω, με κάποιο τρόπο να μεγαλώσω μέσα μου την Κω, και ιδανικά ποιο φυσικότερο άπλωμα γι’ αυτή την οικειότητα από τη Μεσόγειο και δη τα νησιά της.