Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Φοίνικες έμποροι παιχνιδιών (Οδ. Ο. 403 – 484).


(Ο Οδυσσέας -μεταμορφωμένος από την Αθηνά σε ζητιάνο γέρο, για να μην πληροφορηθούν την άφιξή του στο νησί οι μνηστήρες- ζητάει να μάθει από το χοιροβοσκό του, στον οποίο δεν έχει συστηθεί, πώς εκείνος βρέθηκε στην Ιθάκη. Η απάντηση του Εύμαιου έχει τη χάρη εγκιβωτισμένης αυτοτελούς διήγησης.)

«Υπάρχει ένα νησί, Συρία το λένε, αν το ’χεις ακουστά, ψηλά πάνω από την Ορτυγία, εκεί όπου γυρνάει ο ήλιος, όχι ιδιαίτερα πολυάνθρωπο, όμως εύφορο, τρέφει βόδια και πρόβατα, παράγει κρασί και σιτηρά. Πείνα δεν έπεσε ποτέ στον πληθυσμό του, μήτε καμιά άλλη τρομερή αρρώστια που βασανίζει τους άμοιρους θνητούς. Και μόνο σαν γεράσουν οι άνθρωποι σ’ εκείνον τον τόπο, πάει ο Απόλλωνας με το ασημένιο τόξο, μαζί του και η Άρτεμη, τους σημαδεύουν με τα βέλη τους, τους δίνουν τον ήσυχο θάνατο. Δυο πόλεις υπάρχουν εκειπέρα, κι όλα είναι στα δυο μοιρασμένα, αλλά και στις δυο βασίλευε ο δικός μου ο πατέρας, ο Κτήσιος, ο γιος του Ορμένου, ίδιος στην όψη με τους αθάνατους. Τότε, λοιπόν, μας ήρθανε Φοίνικες ξακουστοί στα πέλαγα πανούργοι κερδοσκόποι, με το μαύρο πισσωμένο καράβι τους γεμάτο χιλιάδες παιχνίδια. Κι είχε στο σπίτι του ο πατέρας μου γυναίκα Φοίνισσα, που ήτανε όμορφη και μεγαλόσωμη κι επιτήδεια τεχνίτρα. Κι αυτήνε την ξεμυάλισαν οι παμπόνηροι Φοίνικες. Ενώ έπλενε κοντά στο πλοίο, πρώτον, κάποιος απ’ αυτούς την πήρε σ’ ερωτικό κρεβάτι, πράγμα που πλανεύει το μυαλό γυναίκας ακόμα και συνετής, κι ύστερα, τη ρώτησε πώς τη λέγανε και ποια ήτανε η πατρίδα της, κι εκείνη δίχως περιστροφές τού αποκάλυψε την υψηλή καταγωγή, το πατρικό της σπίτι. «Καυχιέμαι πως κατάγομαι απ’ τη Σιδώνα με τον πολύ χαλκό, και είμαι κόρη του Αρύβαντα που είχε πολύ μεγάλα πλούτη. Όμως μ’ αρπάξανε Τάφιοι πειρατές καθώς γύρναγα από το χωράφι και μ’ έφεραν εδώ στο σπίτι αυτού του ανθρώπου, που τους έδωσε καλή τιμή για μένα.»
Και της είπε ο άντρας που είχε πλαγιάσει κρυφά μαζί της: «Γιατί δεν μας ακολουθείς πίσω στην πατρίδα, το ψηλοτάβανο αρχοντικό σας να δεις, τον ίδιο τον πατέρα και τη μάνα σου; Γιατί ζουν ακόμα και συζητιέται πως είναι πολύ πλούσιοι.»
Και η γυναίκα τού απάντησε: «Θα γίνει κι αυτό, αν θέλετε να μου ορκιστείτε ότι πίσω στην πατρίδα με ασφάλεια θα με οδηγήσετε.» Είπε, κι όλοι ορκίζονταν όπως τους το ζήτησε. Κι αφού έκαμαν κι ολοκλήρωσαν τον όρκο, πάλι μίλησε η γυναίκα και συμπλήρωσε: «Σιωπάτε τώρα. Και κανείς απ’ τους συντρόφους σας να μη μου απευθύνει λόγο αν τυχόν με συναντήσει σε δρόμο ή πουθενά σε βρύση, μην έρθει κάποιος στο σπίτι και καρφώσει στο γέρο τίποτε, κι αυτός μάς ψυλλιαστεί, δέσει εμένα με βαριές αλυσίδες, και βάλει με το νου του να εξοντώσει εσάς. Μόνο κρατήστε μυστική την κουβέντα, και βιαστείτε να δώσετε και να πάρετε ανταλλάγματα για τα εμπορεύματα. Κι όταν πια το πλοίο σας θα ’ναι γεμάτο από πραμάτειες, έπειτα γρήγορα να μου στείλετε το μήνυμα στο σπίτι. Θα κουβαλήσω και χρυσάφι, όσο πέσει στα χέρια μου. Κι άλλον ακόμα ναύλο θα ’θελα να σας δώσω, γιατί το παιδί του άρχοντα ανατρέφω στο μέγαρό του, που είναι πολύ ξύπνιο και τρέχει πίσω μου κάθε που βγαίνω απ’ το σπίτι. Θα σας το φέρω στο καράβι, και θα βγάλετε πολύ μεγάλο κέρδος πουλώντας το σ’ όποιο λιμάνι ξενόγλωσσων ανθρώπων αράξετε.»
Η γυναίκα σαν είπε αυτά πήρε το δρόμο για το όμορφο παλάτι, κι εκείνοι για έναν ολόκληρο χρόνο μείνανε στον τόπο μας και φορτώσανε πολύ βιος στο κοίλο καράβι. Κι όταν πια γέμισαν για τα καλά το ευρύχωρο αμπάρι του πλοίου, κι ετοιμάζονταν να φύγουν, έστειλαν μαντατοφόρο να ανακοινώσει την αναχώρησή τους στη γυναίκα. Κι ένας άντρας πολύ καπάτσος έφτασε τότε στο πατρικό μας, κρατώντας ένα χρυσό περιδέραιο, μια αρμαθιά από κεχριμπάρια. Οι δούλες του σπιτιού κι η σεβαστή μου μάνα το έψαυαν με τα χέρια και το περιεργάζονταν με τα μάτια και παζάρευαν την τιμή του. Ο άντρας έγνεψε στη Φοίνισσα σιωπηλά κι αφού συνεννοήθηκε μαζί της με νεύματα πήρε το δρόμο πίσω για το βαθύ καράβι. Κι εκείνη μού άρπαξε το χέρι και βγήκαμε έξω απ’ το παλάτι. Και βρήκε στο προστώο του μεγάρου ποτήρια σε τραπέζια που ήτανε στρωμένα για τους συνδαιτυμόνες που απασχολούσε ο πατέρας μου είχανε πάει να μιλήσουν στη συνέλευση της γερουσίας. Άρπαξε γρήγορα τρία χρυσά ποτήρια και τα 'χωσε στον κόρφο της, από κοντά της κι εγώ, ο ανόητος, την ακολουθούσα.
Κι έδυσε ο ήλιος και σκοτείνιασαν όλοι οι δρόμοι κι εμείς ήρθαμε τρέχοντας στο ονομαστό λιμάνι, εκεί όπου βρισκόταν το γοργοτάξιδο καράβι των Φοινίκων. Ανεβήκανε μαζί μας κι αυτοί στο πλοίο, κι ύστερα αρμενίζανε στους θαλάσσιους δρόμους με πρίμο αέρα σταλμένο απ’ τον Δία. Για έξι μέρες αδιάλειπτα πλέαμε, νύχτα μέρα, όταν όμως ο γιος του Κρόνου, ο Δίας, θα ξημέρωνε την έβδομη, η Άρτεμη με το τόξο της θα ’ριχνε βέλος και θα σκότωνε τη γυναίκα, που σαν το γλάρο έπεσε και βρόντηξε με βαρύ κρότο κάτω στα βρόμικα νερά του αμπαριού. Την πέταξαν έξω απ’ το πλοίο, τροφή για τα ψάρια και τις φώκιες, κι έμεινα μονάχος μου κι απαρηγόρητος. Ύστερα τους έριξε στην Ιθάκη ο αέρας και η θάλασσα, όπου ο Λαέρτης μ’ αγόρασε πληρώνοντας από τα πλούτη του. 
Έτσι, που λες, είδα κι εγώ με τα μάτια μου ετούτον εδώ τον τόπο.   

(Εμπορικό φοινικικό πλοίο, ανάγλυφο. Από ανασκαφές στη Σιδώνα.)

[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ο, στίχοι 403 – 484]

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Ο αετός και η ήμερη χήνα (Οδ. Ο. 160 – 183).


(Ο Τηλέμαχος μαζί με τον Πεισίστρατο, το γιο του βασιλιά της Πύλου γερο - Νέστορα, αποχαιρετούν τον Μενέλαο και την Ελένη, λίγο προτού ανεβούν στο αμάξι να πάρουν το δρόμο από τη Σπάρτη πίσω για την Πύλο.)

Κι όπως τους μίλαγε ο Τηλέμαχος, ένας αετός πέταξε από δεξιά τους με γραπωμένη στα νύχια του μια ασημόχρωμη πελώρια χήνα, ήμερη, αρπαγμένη από αυλή∙ κι ακολουθούσανε τον αετό με πολλές κραυγές άντρες και γυναίκες. Μα σαν ήρθε κοντύτερα στο αμάξι, όρμησε προς τα δεξιά μπροστά απ’ τα άλογα, κι εκείνοι χάρηκαν που τον είδαν, κι ήτανε βάλσαμο για την καρδιά μέσα στα στήθια τους.
Πρώτος πήρε το λόγο ο γιος του Νέστορα, ο Πεισίστρατος: «Ευλογημένε απ' τον Δία Μενέλαε, αρχηγέ του στρατού, τι λες, αυτό το σημάδι που φανέρωσε ο θεός είναι δικό μας ή δικό σου;» 
Κι ο άξιος στον πόλεμο Μενέλαος στοχαζόταν πώς να το ερμηνεύσει για να του αποκριθεί σωστά. Μα τον πρόλαβε η Ελένη, η γυναίκα του με το μακρύ πέπλο, κι έδωσε εκείνη τη δική της ερμηνεία: «Ακούστε με εμένα, εγώ θα σας εξηγήσω τη μαντεία, γιατί είναι οι θεοί που υποβάλλουν στην ψυχή μου ό,τι θαρρώ πως θα συμβεί. Όπως ετούτος ο αετός άρπαξε μια χήνα οικόσιτη κατεβαίνοντας από το βουνό όπου βρίσκονται η φύτρα και η γέννα του, έτσι κι ο Οδυσσέας, αφού έπαθε πολλά κι αφού περιπλανήθηκε σε πολλές χώρες, θα επιστρέψει στο σπίτι του και θα πάρει εκδίκηση. Ο οποίος κιόλας μπορεί να είναι ήδη στην πατρίδα του και να μηχανεύεται τρόπους πώς θα ξεκάνει τους μνηστήρες όλους μαζί.»   
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος της απάντησε: «Μακάρι να επαληθεύσει τα λόγια σου ο Δίας, ο βροντερός άντρας της Ήρας, κι εκεί, στο νησί μου, θα σου αποδίδω τιμές που ταιριάζουν σε θεά.» Είπε, και χτύπησε τα άλογα με το μαστίγιο, κι εκείνα όρμησαν γοργά μέσ' απ' την πολιτεία, και χύθηκαν πέρα στην πεδιάδα.

(JeanJacques Lagrenée (1739-1821), Η Ελένη αναγνωρίζοντας τον Τηλέμαχο, το γιο του Οδυσσέα.)

[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ο, στίχοι 160 – 183]

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

Νύχτα και παγωνιά στην Τροία (Οδ. Ξ. 468 – 502).


(Ο Οδυσσέας, μεταμορφωμένος από την Αθηνά σε γέρο ζητιάνο, συντρώει με τον Εύμαιο και τους υπόλοιπους χοιροβοσκούς, στο τέλος και λίγο πριν πλαγιάσουν για ύπνο, γιατί κρυώνει κι ευελπιστεί κάποιος απ’ αυτούς να του δώσει χλαίνη να σκεπαστεί, αφηγείται το επεισόδιο από την Τροία, τάχα ως ένας σύντροφος του Οδυσσέα, όπως άλλωστε τους έχει συστηθεί.)

Μακάρι έτσι στα καλά μου να ’μουνα, να ’χα του κορμιού μου τη ευρωστία, σαν όταν κάτω από την Τροία παρατασσόμαστε κι ετοιμάζαμε ενέδρα. Ήταν επικεφαλής ο Οδυσσέας και ο γιος του Ατρέα, ο Μενέλαος. Εκείνοι βέβαια έδιναν τα παραγγέλματα, όμως πήραν κι εμένα μαζί τους, στην ιεραρχία τρίτο. Κι όταν φτάσαμε πια στη χώρα και στα ψηλά τείχη, στους πυκνούς θάμνους γύρω από την πόλη, στα καλάμια και στο βάλτο, κουλουριαστήκαμε για να κοιμηθούμε κάτω από τις ασπίδες μας. Όμως η νύχτα, καθώς πήρε βοριάς, πλάκωσε δύσκολη και παγερή. Έπεφτε πάνω μας ψυχρό σαν πάχνη χιόνι, και κρουστάλλιαζαν ολόγυρα οι ασπίδες μας. Κι ενώ όλοι οι άλλοι είχανε και τις χλαίνες τους εκτός από τους χιτώνες τους, και κοιμόντουσαν ήσυχοι με σκεπασμένους τους ώμους απ’ τις ασπίδες, εγώ, από απρονοησία μου, ερχόμενος, τη δική μου τη χλαίνη την είχα παρατήσει στους συντρόφους μου, γιατί δεν έλεγα πως θα ξεπάγιαζα τόσο, αλλά ετούτους τούς είχα πάρει στο κατόπι με την ασπίδα και μόνο με τον άσπρο μου χιτώνα. Μα όταν πια ήμαστε στην τρίτη σκοπιά της νύχτας, τότε που γέρνουν τ’ άστρα, λέω του Οδυσσέα που κοιμότανε δίπλα μου, αφού τον σκούντηξα με τον αγκώνα -αλλά κι εκείνος μ’ άκουσε με τη μία: «Θεϊκέ γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα, δε θα τη βγάλω καθαρή απόψε, το κρύο με πεθαίνει. Δεν έφερα μαζί μου τη χλαίνη∙ κανένας θεός θα με παράσυρε να μείνω με το χιτώνα μόνο, και τώρα πώς θα γλυτώσω τον ψόφο;» Του είπα, και τι πράγμα σκαρφίστηκε αμέσως, έτσι που μόνο εκείνος ήξερε και να βάζει το μυαλό του να δουλεύει, όσο καλά και να πολεμάει στη μάχη∙ με σιγανή φωνή μιλώντας μου μού λέει: «Σώπα τώρα, μη σ’ ακούσει κανένας άλλος εδωπέρα.» Έπειτα ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι με λυγισμένο τον αγκώνα και είπε: «Ακούστε, φίλοι. Είδα όνειρο στον ύπνο μου θεόσταλτο. Γιατί απομακρυνθήκαμε πολύ από τα πλοία, κάποιος να πάει να πει στο γιο του Ατρέα, τον Αγαμέμνονα, τον αρχηγό του στρατού, να στείλει περισσότερους άντρες να ’ρθουν κατά δω.» Δεν πρόλαβε να το πει κι αμέσως σηκώθηκε ο Θόας, ο γιος του Ανδραίμονα, πέταξε από πάνω του την κόκκινη χλαίνη του κι άρχισε να τρέχει προς τα καράβια. Παίρνω τότε κι εγώ το ρούχο εκείνου, το τυλίγομαι με χαρά και πέφτω να πλαγιάσω. Πέρα στο χρυσό της θρόνο έφεγγε εντωμεταξύ η αυγή.

[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ξ, στίχοι 468 – 502]

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Η Κως και οι Κώοι.

Η Κως και οι Κώοι

image















Athens Voice, 20/2/2016.
Όσοι διαβάζετε τα άρθρα μου θα έχετε προσέξει πως μάλλον δε σκάζω και πολύ μην παρεξηγηθώ. Είμαι Κώος, επέλεξα από τα 27 μου μόνιμος κάτοικος της Κω, από την εφηβεία μου –τότε που ταίριαζε και ηλικιακά η φράση– δήλωνα «υπερήφανο παιδί του τουρισμού» (χρειάζομαι πολύ χώρο για να εξηγήσω πως τη μισή τουλάχιστον από την αξία της δουλειάς μου την οφείλω σ’ αυτή την ξεχωριστή κοινωνική συνθήκη), επίσης δεν έκρυψα, πέρα από την εκτίμηση, και τα αισθήματα φιλίας προς το σημερινό δήμαρχο του νησιού, Γιώργο Κυρίτση.
Εντούτοις, δε θα έγραφα αυτό το άρθρο, αν δεν έβλεπα ολοκάθαρα δύο πράγματα: πρώτον ότι η περίπτωση της Κω σε σχέση με το προσφυγικό είναι η εναργέστερη απόδειξη του πόσο λίγο σε εθνικό επίπεδο αντιλαμβανόμαστε τη συγκυρία της άτυπης χρεωκοπίας που ζούμε, και δεύτερον, όχι άσχετο με το πρώτο, ότι αρνούμαστε να δούμε το μόνο που μας απόμεινε, αν θέλουμε να συμπεριφερόμαστε με λογική και με πραγματισμό, και που είναι ακριβώς η πολιτική αντίληψη και δράση του δημάρχου και της συντριπτικής πλειονότητας των Κώων. Δώστε μου το χρόνο να διατυπώσω το ένα μετά το άλλο.
Η Κως είναι ένα μάλλον μεσαίου μεγέθους νησί με μόνιμο πληθυσμό 35 χιλιάδες κατοίκους (παρεμπιπτόντως, με εποχιακούς εργαζόμενους από την υπόλοιπη Ελλάδα γύρω στα 700 άτομα), με αφίξεις τουριστών περί το ενάμισι εκατομμύριο ετησίως (οι 1.300.000 από αυτούς φτάνουν αεροπορικώς), με συνολικό τζίρο που εκτιμάται συντηρητικά γύρω στο ένα δισεκατομμύριο ευρώ, -τα στοιχεία από το προπέρσινο καλοκαίρι. (Για την τάξη μεγέθους να θυμίσω, ασφαλώς δεν είναι το ίδιο πράγμα: το τέρας που κατασπαράζει και δε θα πάψει να κατασπαράζει την πολιτική τάξη, ο ΕΝΦΙΑ, ανέρχεται μόλις στα δυόμισι δις.) Το νησί της Κω είναι ο τρίτος μεγαλύτερος τουριστικός προορισμός της χώρας.
Από την περασμένη άνοιξη, λοιπόν, αφότου με τη νέα πολιτική των ανοικτών συνόρων ουσιαστικά ενθαρρύναμε τις προσφυγικές - μεταναστευτικές ροές μέσω του Αιγαίου, ίσως υπήρξανε κάποιες φωνές, υπαινιγμοί περισσότερο, για την οφειλόμενη ευαισθησία σχετικά με τη συνοριακή γραμμή και τις γκρίζες ζώνες, αλλά κανένας με τη δέουσα δραματικότητα να πει, σε τούτη την άθλια χειμαζόμενη οικονομία ποιος χαλαλίζει μία Κω σε πέντε ακτιβιστές (η νέα μάστιγα – θα αποδειχτούν, να μου το θυμάστε, εφάμιλλοι των συνδικαλιστών του ’80) και δεκαπέντε ΜΚΟ! Φανταστείτε χώρες με πολύ περισσότερο ανεπτυγμένες οικονομίες, φέρ’ ειπείν την Ισπανία, και όμως να χαλαλίζει την Ίμπιζα, ή την Ιταλία, το Κάπρι ή το Αμάλφι.

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Ἄνδρες ἀλῆται ψεύδονται / λογής περιπλανώμενοι που αραδιάζουν ψέματα (Οδ. Ξ. 122 – 136).


(Μιλάει στο γέρο ζητιάνο – Οδυσσέα, δίχως να τον αναγνωρίζει βέβαια, ο πιστός χοιροβοσκός του Εύμαιος.)

«Γέρο, κανένας από τους περιφερόμενους ζητιάνους που μας έρχονται δε φέρνει πια πληροφορία για τον Οδυσσέα πιστευτή από τη γυναίκα του είτε απ’ τον αγαπημένο γιο του, αλλά είναι μόνο λογής περιπλανώμενοι που αραδιάζουν ψέματα και, καθώς ψωμοζήτουλες, δε θέλουνε να πούνε την αλήθεια. Όμως κάθε τέτοιος διακονιάρης που φτάνει στην πόλη της Ιθάκης, πηγαίνει στην αφεντικίνα μου, λόγια απατηλά τής λέει, κι εκείνη τον δέχεται καλά, με αγάπη, ρωτάει να μάθει το καθετί για τον Οδυσσέα, οδύρεται και δάκρυα τρέχουν απ’ τα βλέφαρά της, όπως αρμόζει στη γυναίκα που ο άντρας της χάθηκε στα ξένα. Γέρο, κι εσύ θα σκάρωνες μια ψεύτικη ιστορία στο άψε - σβήσε, αν κάποιος σού ’δινε ρούχα, χιτώνα και χλαίνη. Μα του Οδυσσέα, τα σκυλιά και τ' ανυπόμονα όρνια ήδη θα του ’συραν και θα του κατασπάραξαν το δέρμα και τις σάρκες απ’ τα κόκκαλα, και η ψυχή του θα 'χει βγει. Ή ίσως στη θάλασσα τον φάγανε τα ψάρια, και τα οστά του θα 'χουνε θαφτεί σε κάποιο ακρογιάλι κάτω από πολλή άμμο. (…)»
  
(Thomas Seddon (1821-1856), Πηνελόπη.)

[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ν, στίχοι 122 – 136]

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Μαύρες σακούλες στα μάτια του (Οδ. Ν. 429 – 438).


(Η θεά Αθηνά, προκειμένου να διευκολύνει τον Οδυσσέα στον αγώνα του εναντίον των μνηστήρων, τον μεταμορφώνει σε γέρο ζητιάνο.)

Η Αθηνά άγγιξε πάνω του ένα ραβδί, έκανε ξηρό το ωραίο δέρμα στα ευλύγιστα μέλη του, εξαφάνισε τις ξανθές τρίχες από το κεφάλι του, περιέβαλε με γέρικο δέρμα όλο του το κορμί, κύκλωσε με μαύρες σακούλες τα μάτια του που πριν ήτανε όμορφα και λαμπερά, τον έντυσε με ευτελές κουρέλι, ένα σχισμένο, βρόμικο και μαύρο καπνισμένο χιτώνα, και του ’ριξε στην πλάτη μακριά προβιά από γοργό ελάφι, μαδημένη. Του ’δωσε κι ένα μπαστούνι, μαζί κι ένα δερμάτινο φτηνό σάκο κατατρυπημένο, που ο ιμάντας του ήτανε από σχοινί.

(Guiseppe Bottani (1717-1784), Η Αθηνά μεταμορφώνει τον Οδυσσέα σε ζητιάνο (1775).)

 [Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ν, στίχοι 429 – 438]

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Ούτε ένας.




Κάθε μέρα όλο και πιο χαμηλά. Όλο και πιο λούμπεν μαχαλάς. Κι ούτε ένας να σκύψει το κεφάλι, να πει μετάνιωσα, ντρέπομαι.

Φιλούσε την καρπερή γη της πατρίδας του (Οδ. Ν. 344 – 355).


(Οι Φαίακες αποβιβάζουν τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, στο λιμάνι του Φόρκυνα, κοιμισμένο, μαζί με όλα τα δώρα φιλοξενίας από τον Αλκίνοο και τους άλλους προύχοντες της Σχερίας. Ο ήρωας σαν ξυπνάει δεν ξέρει πού βρίσκεται, θα του το αποκαλύψει η θεά Αθηνά.
Η αφήγηση έχει επιστρέψει στο γ' πρόσωπο.)


«Έλα, λοιπόν, να σου δείξω την Ιθάκη, να πειστείς. Ιδού μπροστά μας το λιμάνι του Φόρκυνα, του θαλασσινού γέροντα, να την στην άκρη του λιμανιού κι εκείνη η ελιά με τα μακριά φύλλα∙ και κοντά της η σκοτεινή σπηλιά, ο χώρος αναψυχής, ο ιερός τόπος των νυμφών που ονομάζονται Ναϊάδες. Είναι το θολωτό άντρο, αν θυμάσαι, όπου πολλές πλούσιες θυσίες πρόσφερες στις νύμφες. Και τούτο εκεί είναι το όρος Νήριτο, το κατάφυτο από δάση.»
Είπε και σκόρπισε την ομίχλη η θεά, και το τοπίο ξάνοιξε σε όλη του την έκταση, και τόσο χάρηκε ο πολύπαθος, ο ευγενικός Οδυσσέας, που απ' τη χαρά για την πατρίδα του έσκυψε και φίλησε την καρπερή της γη.
  
(Guiseppe Bottani (1717-1784), Η Αθηνά αποκαλύπτει στον Οδυσσέα την Ιθάκη.)

[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ν, στίχοι 344 – 355]

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Παραισθήσεις (Οδ. Μ. 391 – 396).


(Μετά κι απ’ τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, φτάνουν στο νησί του Ήλιου. Δεν πρέπει να σκοτώσουν τα βόδια ή τα αρνιά του ουράνιου θεού που τα βόσκουν οι κόρες του, η Φαέθουσα και η Λαμπετίη, -οι Φωτεινούλες, αν μεταφράζαμε τα ονόματά τους. Μα όταν οι θεοί θα κοιμίσουν με γλυκό ύπνο τον απομακρυσμένο στο εσωτερικό του νησιού Οδυσσέα, ο Ευρύλοχος θα ξεσηκώσει τους υπόλοιπους και πεινασμένοι θα σκοτώσουν τα καλύτερα από τα βόδια. Σύμφωνα με τις μαντείες του Τειρεσία και τις συμβουλές της Κίρκης, αυτό θα σημάνει το θάνατο των συντρόφων κι ότι ο Οδυσσέας, όποτε επιστρέψει, θα επιστρέψει μόνος και όχι με το δικό του πλοίο στην ιθάκη.
Η αφήγηση συνεχίζει στο α' πρόσωπο, μιλάει ο Οδυσσέας.)

Κι όταν κατέβηκα στη θάλασσα και στο πλοίο, τσακώθηκα με τον καθένα τους χώρια, μα πώς να βρούμε τρόπο να ξεγίνει το κακό -τα βόδια ήταν ήδη σκοτωμένα. Κι αμέσως ύστερα οι θεοί μάς φανέρωναν φοβερά σημάδια: τομάρια σερνόντουσαν, κρέατα στις σούβλες μούγκριζαν, ψημένα είτε ωμά μουγκάνιζαν σαν βόδια ζωντανά.
   
(Dame Elisabeth Frink (1930-1993), Η σφαγή των βοδιών του Ήλιου (1973), Tate Gallery.)

[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία μ, στίχοι 391 – 396]

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

Ωτοασπίδες από κερί (Οδ. Μ. 166 – 200).


(Κι απ’ την Αιαία, το νησί της Κίρκης, και με τις δικές της συμβουλές να συμφωνούν με τις μαντείες του Τειρεσία, ξεκινούν ο Οδυσσέας και οι άντρες του για τα επόμενα πελάγη της δύσκολης τύχης τους.
Η αφήγηση συνεχίζει στο α' πρόσωπο.)

Κι ωστόσο το πλοίο μας με το γερό σκαρί έφτασε γρήγορα στο νησί των Σειρήνων, καθώς μας έσπρωχνε άνεμος ούριος κι επωφελής για το καράβι μας. Αμέσως έπειτα έπεσε, επικρατούσε γαλήνη και νηνεμία, λες και τα κύματα τα κοίμισε κάποιος θεός. Κι οι σύντροφοι σηκωθήκαν, μαζέψαν τα πανιά του πλοίου, τ' αποθέσανε στο κύτος του, καθίσανε στις θέσεις τους κι ασπρίζανε τη θάλασσα χτυπώντας την με τα λεία κουπιά τους. Τότε πήρα μια μεγάλη στρογγυλή κερόπιτα, με κοφτερό μαχαίρι την έκοψα σε μικρά κομμάτια, τη ζύμωσα με στιβαρά χέρια, το κερί έλιωνε γρήγορα όπως το συμπίεζα με δύναμη αλλά κι από τις ζεστές ακτίνες του βασιλιά Ήλιου ψηλά απ’ τον ουρανό, και με το μαλακό κερί βούλωσα τ’ αυτιά του ενός μετά τον άλλον όλων των συντρόφων μου. Ύστερα εκείνοι με δέσανε όρθιο, στα χέρια και στα πόδια, στο κατάρτι, και γύρω απ’ αυτό πρόσδεσαν στερεά τις άκρες των σχοινιών που περισσεύανε. Οι ίδιοι ξανακάθισαν κι άσπριζε πάλι η θάλασσα απ’ τα χτυπήματα των κουπιών τους. Κι όταν κωπηλατώντας με γρηγοράδα απείχαμε πια απόσταση όση να γίνεται ακουστή η φωνή, δε γινόταν να μη δουν οι Σειρήνες το ταχύπλοο καράβι μας καθώς τις πλησιάζαμε, κι αρχίσανε το γλυκό τραγούδι τους, «Έλα, παινεμένε Οδυσσέα, μεγάλη δόξα των Αχαιών, κάνε το πλοίο σου να σταθεί, ν’ ακούσεις τη φωνή μας. Γιατί κανένας ίσαμε τώρα δεν πέρασε από δω με μαύρο πισσωμένο πλοίο δίχως ν’ ακούσει τη μελωδική φωνή απ’ τα στόματά μας, μα σαν χαρεί και μάθει ακόμα περισσότερα τότε μόνο φεύγει, γιατί ξέρουμε τα πάντα εμείς, όσα υπέφεραν μες στην ευρύχωρη Τροία οι Αργείοι και οι Τρώες κατά πως το θέλησαν οι θεοί, και ξέρουμε όσα γίνονται πάνω στη γη που σφύζει από ζωή.»
Τέτοια έλεγαν τραγουδώντας με γλυκιά φωνή, κι εμένα η καρδιά μου ήθελε να τις ακούσει, και πρόσταζα τους συντρόφους να με λύσουν κουνώντας το κεφάλι και κάνοντας νεύματα με τα φρύδια, όμως εκείνοι πέφταν με τα μούτρα στα κουπιά. Κι αμέσως σηκωθήκανε ο Περιμήδης με τον Ευρύλοχο και με περισσότερα σχοινιά με δέσαν πιο σφιχτά. Κι αφού τις προσπεράσαμε, κι έπειτα πια δεν ακούγαμε τη φωνή τους μήτε το τραγούδι τους, γρήγορα βγάλανε το κερί από τ’ αυτιά που μ’ αυτό τούς τα ’χα βουλώσει, κι εμένα οι αγαπημένοι σύντροφοι με λύσανε απ’ τα σχοινιά. 

(Πάνω: Οδυσσέας και Σειρήνες, στάμνος, περίπου 480-470 π.Χ., Βρετανικό Μουσείο.
Κάτω: John William Waterhouse (1849-1917), Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες (1891).)

[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία μ, στίχοι 166 – 200]


Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Εἴδωλα βροτῶν καμόντων / Σκιές θνητών που πέθαναν (Οδ. Λ. 467 – 491).


(Η αφήγηση συνεχίζεται στο α' πρόσωπο, μιλάει ο Οδυσσέας.)

Ήρθε τότε και η ψυχή του Αχιλλέα, του γιου του Πηλέα, μαζί με του Πάτροκλου την ψυχή, και με του διαλεκτού Αντίλοχου και με του Αίαντα, αυτού που ήταν μετά τον έξοχο γιο του Πηλέα ο ομορφότερος στην όψη και στο παράστημα Δαναός. Και η ψυχή του γρήγορου στα πόδια Αχιλλέα αμέσως με αναγνώρισε και με δάκρυα και κλάματα μου μίλησε: «Γιε του Λαέρτη, θεϊκέ και πολυμήχανε Οδυσσέα, άνθρωπε παράτολμε, τι φοβερότερο άλλο θα σκαρφιστείς με το μυαλό σου; Πώς τόλμησες και κατέβηκες στον Άδη, εδώ που φωλιάζουνε δίχως αισθήσεις νεκροί, σκιές θνητών που πέθαναν;»
Είπε, κι εγώ με τη σειρά μου του απάντησα: «Καλέ μου Αχιλλέα, γιε του Πηλέα και καμάρι των Αχαιών, ήρθα να πάρω από τον Τειρεσία αν έχει να μου δώσει συμβουλή πώς να φτάσω στη βραχώδη Ιθάκη∙ κοντά σε γη των Αχαιών δεν ήρθα ίσαμε τώρα μήτε στο χώμα της πατρίδας μου πάτησα ακόμα, κι όλο μού τυχαίνουνε βάσανα. Από εσένα, όμως, Αχιλλέα, κανένας άνθρωπος δεν ευτύχησε περισσότερο μα ούτε και πρόκειται: γιατί όσο ζούσες οι Αργείοι σε τιμούσαμε σαν θεό, και τώρα πάλι εδώ κάτω στους νεκρούς έχεις μεγάλη δύναμη. Γι’ αυτό το λόγο μη δυσανασχετείς που είσαι πεθαμένος, Αχιλλέα.»
Είπα, κι εκείνος με τη σειρά του μου απάντησε: «Μη με παρηγορείς για το θάνατο, ένδοξε Οδυσσέα. Θα προτιμούσα εργάτης σε χωράφι, να ξενοδούλευα σε άλλον, σε αφεντικό φτωχό και που το βιος του να μην ήτανε πολύ, παρά να ήμουν κι ο βασιλιάς όλων των πεθαμένων εδωπέρα.»  

(Jan Styka (1858-1925): Ο Οδυσσέας στον Άδη.)

[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία λ, στίχοι 467 – 491] 


Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Γιε μου, πώς ήρθες, ένας ζωντανός εσύ, στο σκοτεινό τον Άδη; (Οδ. Λ. 84 – 87 και 152 – 162).


(Ο Οδυσσέας, ακολουθώντας τις συμβουλές της Κίρκης, σαν φτάνουν στη χώρα των Κιμμερίων, σκάβει λάκκο, κάνει τις τελετουργικές χοές, σφάζει τα ζώα να χυθεί στο σκάμμα το αίμα τους, απ’ αυτό που θα πίνουν οι ψυχές των νεκρών για να του μιλήσουν. Μετά τον Ελπήνορα, βλέπει την ψυχή της μάνας του, κι αφού θ’ ακούσει τον Τειρεσία, να την πάλι, τώρα θα πιει κι εκείνη από το μαύρο αίμα των σφαχταριών.
Η αφήγηση συνεχίζει στο α' πρόσωπο, μιλάει ο Οδυσσέας.)

(84 – 87)
Και τότε ήρθε η ψυχή της νεκρής μάνας μου, η Αντίκλεια, η κόρη του γενναιόκαρδου Αυτόλυκου, που την άφησα ζωντανή όταν κινούσα για το ιερό Ίλιο. Την είδα και δάκρυσα και σφίχτηκε η καρδιά μου, όμως μόλο που πονούσα πολύ δε θα της επέτρεπα να πλησιάσει στο αίμα προτού ακούσω τις πληροφορίες που ζητούσα από τον Τειρεσία.

(152 – 162)
Έμεινα στη θέση μου, ακίνητος, μέχρι που ήρθε και ήπιε αίμα μελανό η μάνα μου. Με γνώρισε αμέσως και με δάκρυα και στεναγμούς μού είπε: «Γιε μου, πώς ήρθες, ένας ζωντανός εσύ, στο σκοτεινό τον Άδη; Είναι δύσκολο στους ζωντανούς να βλέπουνε τα πράγματα εδώ κάτω. Μεσολαβούν μεγάλα ποτάμια και φοβερά ρεύματα, και πρώτος ο Ωκεανός, που με κανένα τρόπο δεν μπορεί να τον περάσει ένας πεζός, εκτός κι αν έχει πλοίο με γερό σκαρί. Ή μήπως από την Τροία έφτασες τώρα ίσαμ' εδώ με το πλοίο και τους συντρόφους σου περιπλανώμενος για πολύ καιρό; Μη δεν πήγες ακόμα στην Ιθάκη; Μη δεν είδες ακόμα στο αρχοντικό σου τη γυναίκα σου;»

(Χρόνης Μπότσογλου (1941-): Μια προσωπική Νέκυια / Είδωλα καμόντων (1993-2000).)

[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία λ, στίχοι 84 – 87 και 152 – 162] 

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Ο Ελπήνορας δεν ήταν ήρωας (Οδ. Κ. 551 – 560).


(Έναν ολόκληρο χρόνο τρώγανε και πίνανε οι άντρες του Οδυσσέα στο κονάκι της Κίρκης, εκείνος ιδιαίτερα μοιραζόταν και την κλίνη της. Έως ότου οι σύντροφοι θα του υπενθύμιζαν την πατρίδα, και πια θα συμφωνούσαν να φύγουν. Μα ούτε από την Αιαία, το νησί της Κίρκης, θα αποχωρούσαν δίχως απώλειες.
Οι κλασικοί φιλόλογοι, και ορθά -δεν είναι εκεί που εστιάζει ο Όμηρος-, θεωρούν ότι τους αντιήρωες τους αναδεικνύει η μεταγενέστερη λυρική ποίηση. Όμως, ξαναδιαβάζοντάς τον τώρα, έχω συχνά την εντύπωση πως δεν έγινε τίποτε στη λογοτεχνία μετά τον Όμηρο, που να μην περιέχεται ήδη, έστω εν σπέρματι, στα δύο έπη -και σ’ αυτό το έκτοτε συμπεριλαμβάνω έως και τη μετανεωτερική σημερινή.
Ή ίσως γιατί η λογοτεχνία, η τέχνη στο σύνολό της, μ’ όλες τις τεράστιες κάποτε αποκλίσεις στις μορφές ή τις αλλαγές στη λειτουργία της, από το θείο Όμηρο ίσαμε τον Μούζιλ και τον Τρανστρέμερ, κι από τον Φειδία και τον Απελλή ίσαμε τον Φράνσις Μπέικον, στο μεδούλι της, καθ’ αυτήν, παραμένει πεισματικά η ίδια.
Να σημειωθεί, επίσης, ότι στον άσημο αυτό Ελπήνορα ο Όμηρος θα αφιερώσει χώρο και στη Νέκυια, την επομένη ραψωδία (Λ. στίχοι 51 - 80), και μάλιστα θα είναι η πρώτη ψυχή από τον Άδη που θα επισκεφτεί τον Οδυσσέα εκλιπαρώντας τον σαν επιστρέψει στην Αιαία να του κάνει ταφή, καθώς τον εγκατέλειψαν άταφο φεύγοντας, όπως και στη μεθεπόμενη ραψωδία (Μ. στίχοι 10 - 15), όταν, ξανά στο νησί της Κίρκης ο Οδυσσέας και οι άντρες του, θα αποτίσουν τα νομιζόμενα στη σορό του απρόσεκτου παιδιού.
Η αφήγηση συνεχίζει στο α' πρόσωπο, μιλάει ο Οδυσσέας.)

Μα ούτε κι από κει πήρα τους συντρόφους μου δίχως απώλειες. Κάποιος, ονόματι Ελπήνορας, στην ηλικία νεότατος, όχι ιδιαίτερα γενναίος στον πόλεμο μήτε γερός στο μυαλό του, μακριά από τους υπόλοιπους συντρόφους, γιατί ήθελε δροσιά, μεθυσμένος, πλάγιασε ψηλά πάνω απ’ τη μεγάλη αίθουσα της Κίρκης, και το πρωί, με το που ακούει τις φωνές και τους θορύβους από τις πατημασιές των άλλων που φεύγανε, πετιέται πάνω ξαφνικά και δε θυμήθηκε να κατεβεί από την πίσω ψηλή σκάλα, αλλά, όπως πήγαινε ίσια μπροστά του, γκρεμίστηκε απ’ τη στέγη∙ κι έσπασαν οι σπόνδυλοι του αυχένα του κι η ψυχή του κατέβηκε στον Άδη.

[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία κ, στίχοι 551 – 560] 

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Μαδούσαν οι τρίχες από τα κορμιά τους (Οδ. Κ. 375 – 399).


(Ο Οδυσσέας αφηγείται τις περιπέτειες και τα βάσανά του στον Αλκίνοο, -στο έπος έχει εγκατασταθεί η αφήγηση στο α’ πρόσωπο. Από την Τροία στους Κίκονες, από κει στους Λωτοφάγους, στους Κύκλωπες έπειτα και τη σπηλιά του Πολύφημου, στη συνέχεια στην Αιολίη / -α, το νησί του Αιόλου με τους έξι γιους και τις έξι κόρες, που τους πάντρεψε μεταξύ τους, για να τους έχει όλους να τρώνε μαζί του, διορισμένος από τον Δία ταμίας / φύλακας των ανέμων, και που χαρίζει στον Οδυσσέα τον ασκό με φυλακισμένους εντός του τους αντίξοους ανέμους μέχρι να φτάσει στον προορισμό του, στη θέα της Ιθάκης όμως εκείνος κατάκοπος αποκοιμιέται, οι άντρες του στο πλοίο συνωμοτούν, ανοίγουν τον ασκό, ξεσπάει θύελλα και άιντε πάλι πίσω, ύστερα στην Τηλέτυπο, τη γη των Λαιστρυγόνων, ανθρωποφάγοι και αυτοί όπως και οι Κύκλωπες, για να καταλήξει στο νησί της μάγισσας Κίρκης, με το ωραίο ανάκτορο, τους εξημερωμένους λύκους και τα λιοντάρια να τριγυρίζουν ήσυχα στις αυλές του. Την πρώτη αποστολή από άντρες του Οδυσσέα η Κίρκη τούς μεταμορφώνει σε γουρούνια, τον ίδιον όμως έπειτα, δασκαλεμένο και εφοδιασμένο με μαντζούνι – αντίδοτο για τα μαγικά της βότανα και κατάλληλες οδηγίες από τον Ερμή, όχι μόνο δε θα τα καταφέρει να του κάνει τα ίδια, αλλά και μετά από σοβαρό όρκο θα αφεθεί στον έρωτά του. Κάνουν σεξ στο κρεβάτι της, ύστερα οι υπηρέτριές της αναλαμβάνουν να τον λούσουν –ναι, μ’ αυτή τη σειρά-, ετοιμάζουν και το δείπνο. Όμως όρεξη και για φαγητό ο ήρωας δεν έχει.)

Και σαν με είδε η Κίρκη καθισμένο καν να μην απλώνω το χέρι στο φαΐ, να με βαστάει βαριά στενοχώρια, έρχεται κοντά μου και μου πετάει την κουβέντα: «Τι ’ναι, Οδυσσέα μου, τι κάθεσαι αμίλητος και τρως τα σωθικά σου και δεν αγγίζεις μήτε φαγητό μήτε ποτό; Υποψιάζεσαι κάποιο άλλο μαγικό μου κόλπο; Δεν πρέπει να φοβάσαι, γιατί ήδη σου έκαμα φοβερό όρκο.»
Είπε, κι εγώ με τη σειρά μου της απάντησα: «Κίρκη, ποιος άντρας θα ’ταν άξιος να τον τιμούν αν έστω δοκίμαζε στο στόμα του φαΐ ή ποτό προτού δει με τα μάτια του τους συντρόφους του λευτερωμένους; Αν, λοιπόν, με καλή προαίρεση μου ζητάς να πιω και να φάω, λύσ’ τους, να τους δω πρώτα ελεύθερους τους πιστούς συντρόφους μου.»
Της είπα, και η Κίρκη βγήκε απ’ τη μεγάλη αίθουσα και το ανάκτορο κρατώντας στο χέρι το ραβδί της, άνοιξε την πόρτα του χοιροστάσιου και τους άφησε να βγουν έξω, γουρούνια που είχαν την όψη εννιάχρονων ακμαίων ζώων. Στάθηκαν απέναντί της κι εκείνη περνώντας ανάμεσά τους άλειφε τον καθένα αυτή τη φορά με άλλο μαγικό βοτάνι∙ κι απ’ τα κορμιά τους μαδούσαν οι τρίχες που είχανε φυτρώσει από το προηγούμενο ολέθριο βοτάνι της∙ και ξανάγιναν άντρες και σαν να φαίνονταν πιο νέοι απ’ όσο ήτανε πρωτύτερα και πολύ πιο όμορφοι και εύρωστοι. Μ’ αναγνώρισαν και μου ’σφιγγε τα χέρια ο καθένας τους, κι όλους μάς κατέλαβε η επιθυμία να κλαίμε, και παντού στο παλάτι αντηχούσαν -φρικτά να τ’ ακούς- κλάματα.  
    
(Ο Οδυσσέας απειλεί την Κίρκη, κρατήρας 440 π.Χ.)

[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία κ, στίχοι 375 – 399]