Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Η ασχήμια γεννά φασαρία.

Τα παλιότερα χρόνια καθισμένος τα βράδια στην Brasileira στο largo do Chiado έβλεπα το νεαρόκοσμο, εφήβους στην πλειονότητά τους, ν’ ανηφορίζουν την Garrett προς Bairro Alto, έλεγα κάπου έχουν τις φωλιές τους αυτά, ποιος ξέρει, και φανταζόμουν διάφορα. Η αλήθεια, κατευθύνονταν προς τα μπαράκια με την προσφερόμενη φτηνότερη μπύρα, ένα ευρώ το μισό λίτρο, καμιά φορά και ογδόντα λεπτά, στο ευρώ επίσης και η καϊπιρίνια, έπαιρναν το ποτό τους σε πλαστικά κύπελλα, όρθιοι ή κατάχαμα στα πεζοδρόμια, και κουβέντα με τις ώρες. Φέτος μάλιστα όχι μόνο εξιχνίασα ότι οι περισσότεροι κατέληγαν στα miradouro, τα μπαλκόνια – πλατείες με πανοραμική θέα στην πόλη, κυρίως της Santa Catarina και του Sâo Pedro de Alcântara, αλλά και δοκίμασα να περάσω ανάμεσά τους κάποια από τα βράδια μου. Εκατοντάδες παιδιά, σμάρια νεαρόκοσμος, κουβέντα – ψίθυρος και μπίρα σε πλαστικό ή από κάτι τεράστια μπουκάλια. Και στους κάδους των σκουπιδιών με τάξη ο καθένας τα σκουπίδια του. Στα μιραντόρου αυτά υπάρχουν και καντίνες – μερικά τραπέζια (όχι περισσότερα από δέκα-δεκαπέντε), αν καθίσεις το σέρβις ανεβάζει κάπως τις τιμές, παρά τα εκατοντάδες παιδιά, πάντα έβρισκα άδειο τραπέζι. Δε χόρταινα να τα χαζεύω. Καμιά φορά τραγούδαγαν, σπάνια και πολύ απομονωμένα. Διότι το πράγμα είναι εξόχως σύγχρονο εκτός από ενδιαφέρον. Συνυπάρχουν ως άτομα όχι ως συλλογικές οντότητες, τύπου του …παλιού καιρού σε μας, οι παρέες, οι νεολαίες κ.τ.ό.. Ούτε να τα νομίσει κανείς τίποτα σαν τη χαρά των μικροαστών: νοικοκυρεμένα, ήσυχα και οικονομικά / αντικομφορμιστικά παιδιά… Σπάνια καπνίζουν τσιγάρα νικοτίνης, η …σπιρτάδα του χόρτου σε χτυπάει συχνά στη μύτη, αλλά ούτε και σ’ αυτό κάποια ιδιαίτερη δραματικότητα. Όσο για τη σεξουαλικότητά τους, δείχνουν να τη βιώνουν δίχως περιττές ταλαιπωρίες και αναστολές και, αν παρατηρούσα σωστά τις λεπτομέρειες στις μικρές εκφράσεις και κινήσεις τους, δίχως στερεότυπα.

Κάποιο από τα βράδια με την …αποικία των παιδιών γύρω μου, με την όμορφη πόλη στα πόδια μας, θυμήθηκα εικόνες από την πατρίδα. Τις ταινίες του Οικονομίδη (το «Σπιρτόκουτο», την «Ψυχή στο στόμα»), την ασχήμια των θεσμών μας -αν είναι χτισμένοι θεσμοί οι πόλεις-, και που δύσκολα αντέχουμε πια ο ένας τον άλλο πάνω από εικοσάλεπτο, έστω και δύο οι Έλληνες…