Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Οιωνός και μάλιστα αίσιος.




Από το δωμάτιο νοσηλείας του πατέρα μου στον τέταρτο όροφο του Ευγενίδειου Θεραπευτηρίου επί της Παπαδιαμαντοπούλου, από το πλατύ παράθυρο – οθόνη που κοίταζε στο πλάι το Αιγινήτειο, αλλά και το Μέγαρο Μουσικής και πέρα ως το Λυκαβηττό, αφηρημένος όπως ήμουνα, οι ώρες κυλούσαν, ο μπαμπάς ανέρρωνε, κάνω μια, ανεβάζω το βλέμμα, τι να δω. Κάτι σκούρα πράσινα πουλιά με το σουλούπι του παπαγάλου, σ’ ένα σχηματισμό περίπου είκοσι, να φτερουγίζουν στο βάθος –δεν μπορούσα να διακρίνω με σιγουριά. «Είναι δυνατόν, παπαγάλοι ελεύθεροι στην Αθήνα;» Ο πατέρας μου μειδίασε. Δεν είχε ώρα ξύπνιος από τη νάρκωση για την αφαίρεση της χολής (χολοκυστεκτομή, η ωραία σύνθετη λέξη των γιατρών), ούτε ήξερε για την υποψία κακοήθειας που εκκρεμούσε να διερευνηθεί -βιοψία που έκρινε παραπάνω από αναγκαία ο πολύ καλός χειρουργός του και φίλος Γιώργος Πέρος.

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Καὶ ἡ ἔτι φαιδροτέρα…


Μέχρι στιγμής οι μόνες εφημερίδες που συμπεριέλαβαν το Μισθοφόρο στις λίστες / προτάσεις τους για τα βιβλία της χρονιάς ήτανε η Εφημερίδα των Συντακτών (11-12-2016) και η χτεσινή Αυγή. Μ' άλλα λόγια ζω το τι μπορεί να προσδοκά ένας συγγραφέας, διαπρύσιος φιλελεύθερος, στη χώρα της φαιδρᾶς πορτοκαλέας (καὶ τῆς ἔτι φαιδροτέρας δεξιᾶς της), από τους… ομοϊδεάτες του, πλην ομοφοβικούς και Βαλκάνιους και θλιβερούς επαρχιώτες του κόσμου τούτου.    

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Βιβλία που ξεχώρισαν τη χρονιά που φεύγει / Αυγή, 25-12-2016.




Στη χτεσινή Αυγή, ο Δημήτρης Χριστόπουλος (και πάλι) συναριθμεί το Μισθοφόρο στα «Βιβλία που ξεχώρισαν τη χρονιά που φεύγει». Σημειώνει:   
«Ο Αντώνης Νικολής ολοκληρώνει την τριλογία του (“Διονυσία, Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα”) με το καινούργιο μυθιστόρημά του “Ο θάνατος του μισθοφόρου” (εκδ. Το Ροδακιό), ένα βιβλίο απαιτητικής πεζογραφίας όχι μόνο λόγω της τεχνικής της γραφής του αλλά και για τον προβληματισμό που εγείρει. Ένα βιβλίο-ύμνος στο σώμα, με το σώμα της γραφής· για το σώμα που ανήκει μόνο σε μας, που (απ)ελευθερώνεται, που ερωτεύεται με ή χωρίς σεξουαλική επιθυμία, που συνουσιάζεται, που πεθαίνει.»

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

«Ο μισθοφόρος» του Αντώνη Νικολή είναι ανάμεσά μας.




«Ο μισθοφόρος» του Αντώνη Νικολή είναι ανάμεσά μας

Ο πολυγραφότατος κι όμως άκρως λεπτολόγος συγγραφέας μας έδωσε το καινούργιο αξιοδιάβαστο μυθιστόρημα «Ο θάνατος του μισθοφόρου», από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό»


O Αντώνης Νικολής μού έδωσε τη συνέντευξη που ακολουθεί στο «συνήθη τόπο του εγκλήματος», το καφενείο «Πανελλήνιο».

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Η Ρούλα Γεωργακοπούλου στο fb για το Μισθοφόρο.

Η δημοσιογράφος και θεατρική συγγραφέας σημείωσε στο χρονολόγιο / fb για το Ο θάνατος του Μισθοφόρου, σήμερα: "Σε μια εποχή που η λογοτεχνία, ακόμη και το θέατρο, "αποδομούν" τη γλώσσα ενώ στην πραγματικότητα την αποστρέφονται, που καμώνονται τον αισθησιασμό ενώ στην πραγματικότητα τους είναι άγνωστος, το μυθιστόρημα "Ο θάνατος του μισθοφόρου" του Αντώνη Νικολή με έφερε στα ίσα μου. Οι τολμηροί να το τολμήσετε."
Είχε γράψει και για τη Διονυσία: 1, 2.

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Ο θάνατος του μισθοφόρου – τρεις αναφορές.



The Greek Report, 1-12-2016, Slow read: στο κίνημα των αναγνωστών, πάλι από την Κατερίνα Σχινά:
«Ένας μοναχικός μεσήλικας, καθηγητής στο γυμνάσιο, συναντάει τυχαία ένα νεαρό επαγγελματία οπλίτη. Η σχέση τους εξελίσσεται σε εμμονή∙ η συνάντησή τους σε ένα μοιραίο ατύχημα. Με αυτήν την ιστορία ως βάση, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει μια κατάδυση στα ερέβη της ενοχής και της οδύνης. Με γλώσσα ασπαίρουσα από την ένταση, αλλά χωρίς κανένα μελοδραματισμό ή αισθηματολογία, αποτυπώνει την αλήθεια του ευάλωτου εαυτού, που παραπαίοντας χάνει τα όρια ανάμεσα στο αληθινό και το υπερβατικό, για να αυτοεκμηδενιστεί στο τέλος.»

Εστία, Σάββατο – Κυριακή 3 – 4 Δεκεμβρίου 2016, κριτική από τη Χαρίκλεια Γ. Δημακοπούλου:

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

Λουκιανού: Πλοῖον ἢ εὐχαί.

Έργο διαλογικού χαρακτήρα -διάλογο φιλοσοφικού περιεχομένου είχε την πρόθεση να γράψει ο Λουκιανός-, όμως η τελική του αξία έγκειται και πάλι στην κομψότητα του ύφους και στο βαθμό που χρονογραφεί με τη δική του σκωπτική ειρωνεία ανθρώπους και αντιλήψεις του καιρού του. Μία παρέα τεσσάρων ανδρών, ο Λυκίνος (το φιλοσοφικό ψευδώνυμο και η εξελληνισμένη εκδοχή του ονόματος του Λουκιανού), ο Αδείμαντος ο με τὴν κουρὰν ἐν χρῷ / με το ξυρισμένο κεφάλι, ο Σάμιππος και ο Τιμόλαος.

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Λουκιανού: Ἀληθῶν διηγημάτων Α καὶ Β.




Μοιάζει με παρωδία τερατολογικών αφηγήσεων, απίθανων φαντασιοκοπημάτων που ενίοτε στα χρόνια του Λουκιανού παρουσιάζονταν ως ιστορικά κείμενα, ιδίως τα αναφερόμενα στα άκρα του τότε γνωστού κόσμου, όπως στην Ινδία των ελληνιστικών - αυτοκρατορικών χρόνων. Θα μπορούσε ίσως η διήγηση αυτή να συμπεριληφθεί, όπως εισηγούνται κάποιοι, στο αρχαίο μυθιστόρημα: είναι παρόντα τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά του, η δεύτερη σοφιστική, βέβαια, από τον Όμηρο ως τον Σωκράτη, αμφότερους να εμφανίζονται αυτοπροσώπως μάλιστα, και όχι οι μόνοι από τους αρχαίους, επίσης η περιδίνηση του ατόμου σ’ έναν κόσμο οριστικά αβέβαιο και επισφαλή κ.ά. Νομίζω, όμως, ότι και πάλι βρισκόμαστε μπροστά στη δυσκολία του αν μπορεί να καταχωριστεί στη λογοτεχνία και ποιο από τα έργα του Λουκιανού. Παρωδεί, διακωμωδεί, σαρκάζει, όμως τη λογοτεχνία τόσο στα διαλογικά κείμενα όσο και στα αφηγηματικά -τη εξαιρέσει, και εφόσον του αποδοθεί, του «Λούκιος ἢ ὄνος»-, μοιάζει να τη χρησιμοποιεί προσχηματικά, να μην τη φιλοδοξεί καν πραγματικά. Είναι ο φλεγματικός και με χιούμορ διανοούμενος του καιρού του, ο καλλιεργημένος και πνευματώδης σοφιστής, που περιδιαβάζει και που με το δικό του σκωπτικό ύφος γελάει με το στόμφο, τη φλυαρία, την ανοησία των συγχρόνων του.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Οι μαρτυρίες.



Αν ξέραμε τι σημαίνουν ανθρώπινα δικαιώματα, τι διάκριση εξουσιών, τι συνταγματικό πολίτευμα, δε θα χρειαζόμαστε τις μαρτυρίες από τα κολαστήρια της μιας ή της άλλης ιδεοληψίας. Βέβαια, οι Έλληνες, ας μη μας διαφεύγει και αυτό, περισσότερο από ιδεοληπτικοί είμαστε πονηροί. Προτιμούμε να υπάρχει ένα κάποιο αντίπαλο δέος στην πραγματικότητά μας, οι ποικίλοι κομμουνισμοί ας πούμε, προκειμένου να εκβιάζουμε το γκουβέρνο για αργομισθίες, για λογής παροχές, κυρίως για να μας χρησιμεύει ως όπλο στον υπέρ πάντων αγώνα μας, στο πώς θα διατηρήσουμε δηλαδή το παράσιτο τεράστιο κράτος κατά το δυνατόν αλώβητο. Τάχα αγνοούμε ότι ο Ραούλ Κάστρο, ακριβώς ελλείψει συντάγματος, ελευθεριών, δικαιωμάτων, απέλυσε μισό εκατομμύριο δημόσιους υπαλλήλους με αποζημίωση το… σοσιαλιστικό μισθό ενός μήνα μόνο, ήτοι περί τα δεκαπέντε δολάρια (με τις τιμές των αγαθών, όταν υπάρχουν, περίπου ίδιες με απέναντι στο Μαϊάμι), και δεν άνοιξε ρουθούνι, δεν ακούστηκε κιχ –επιτρέψτε μου τις δύο στερεότυπες φράσεις.

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

Απέχθεια.

Απέχθεια

...κι ανάθεμα στη μνήμη του νεκρού δικτάτορα






Αν τυραννία σημαίνει κατάργηση της όποιας διάκρισης των τριών εξουσιών, το μη συνταγματικό καθεστώς δηλαδή, (οι ίδιοι νομοθετούν – κυβερνούν – δικάζουν), στην απεχθέστερη μορφή της, στα κουμμουνιστικά καθεστώτα, δεν είναι μόνο οι τρεις εξουσίες που ασκούνται από τους ίδιους, αλλά τους ανήκει επιπρόσθετα και ο ολοκληρωτικός έλεγχος στην οικονομία. Η ασφυξία, η απόλυτη απουσία της ελευθερίας μ’ άλλα λόγια. Αν, φέρ’ ειπείν, στις δυτικού τύπου δικτατορίες είτε ως ελεύθερος επαγγελματίας είτε ως υπάλληλος σε ιδιωτική επιχείρηση μπορεί κάποτε να επιβιώσει λάθρα ένας αντιφρονών, στα κομμουνιστικά ακόμα και αυτό είναι αδύνατον. Δεν είναι για άλλο λόγο τόσο ανθεκτικά στο χρόνο, τόσο φονικά, αλλά και τόσο διαβρωτικά στις δομές και τις αξίες των κοινωνιών τους.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

Λουκιανού: Ἰκαρομένιππος ἢ Ὑπερνέφελος.


Ἰκαρομένιππος, δηλαδή ο Μένιππος που έγινε Ίκαρος, και Ὑπερνέφελος, γιατί βρέθηκε πάνω από τις νεφέλες, τα σύννεφα.
Ο Μένιππος είναι ο Κυνικός φιλόσοφος από τα Γάδαρα της Κοίλης Συρίας, που έζησε τον 3ο αι. π.Χ., 300 με 400 χρόνια πριν από τον Λουκιανό, και που ο τελευταίος τον χρησιμοποιεί ως ιδεώδη κατά κάποιο τρόπο εκπρόσωπο της λαϊκής κυνικής φιλοσοφίας, την οποία περισσότερο συμμερίζεται, τον είδαμε, άλλωστε, τον Μένιππο, να πρωταγωνιστεί και στους Νεκρικοὺς Διαλόγους (1, 2).
Διαλογικό έργο και ο Ἰκαρομένιππος. Ο Μένιππος συζητά με φίλο του και του εξιστορεί το ταξίδι του στο διάστημα. Μένιππος ἡμῖν διοπετὴς πάρεστιν ἐξ οὐρανοῦ; / Ο Μένιππος μάς έρχεται από τον Δία κι απ’ τον ουρανό; θες να μου πεις, του λέει με απορία ο φίλος. Κι ο Μένιππος τού απαντά, Εἰ δὲ ἀπιστεῖς, καὶ τοῦτο ὑπερευφραίνομαι τὸ πέρα πίστεως εὐτυχεῖν / Το να μη με πιστεύεις, αυτό κι αν μ’ ευφραίνει, να ευτυχώ δηλαδή τόσο, που οι άλλοι να μη με πιστεύουνε. 
Το πράγμα διανθίζεται με κομψή λεπτή ειρωνεία.

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

Λουκιανού: «Θεῶν Διάλογοι» και «Ἐνάλιοι Διάλογοι».



Στο πρώτο έργο, το Θεῶν Διάλογοι, ήτοι σε 25 σύντομους διαλόγους, ο Λουκιανός με ύφος σκωπτικό, ευτράπελο, φωτίζει στιγμιότυπα από τη δραστηριότητα, κυρίως την ερωτική, των Ολυμπίων θεών, αντλώντας από τη μυθολογική παράδοση Ομήρου και Ησιόδου. Δεν ειρωνεύεται κάποιο θρησκευτικό συναίσθημα των σύγχρονών του, όπως ίσως το αντιλαμβανόμαστε εμείς σήμερα, πολλώ μάλλον δε γίνεται βλάσφημος. Άλλωστε, ακόμα και ο Όμηρος δεν παρουσίαζε πολύ διαφορετικά τους θεούς του Ολύμπου.

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Έγκλημα και (αυτο)τιμωρία / κριτική / Ο θάνατος του μισθοφόρου.





ΒΙΒΛΙΟ

Έγκλημα και (αυτο)τιμωρία

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ

ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΙΚΟΛΗΣ
Ο θάνατος του μισθοφόρου
εκδ. Το ροδακιό


Τ​​ο σώμα που απολαμβάνει, το σώμα που υποφέρει, το σώμα που φθίνει, πεθαίνει, αποσυντίθεται· η ερωτική επιθυμία και η σεξουαλική αναμέτρηση – στον ένα πόλο της οποίας ακτινοβολεί ο θρίαμβός της και στον άλλο καραδοκεί η μοναξιά της· το απρόοπτο, που καταλύει τη γραμμικότητα του βίου, ανατρέπει κανονικότητες, μεταμορφώνει την καθημερινότητα σε μια ηθική και πνευματική κόλαση· η αγωνία και η βαθύτατη θλίψη της ενοχής· η ανάγκη για τιμωρία· ο πόθος για αυτοεκμηδένιση: θέματα που αλληλοδιαπλέκονται στο μυθιστόρημα του Αντώνη Νικολή, άλλοτε λανθάνουν στην επιφάνεια της αφήγησης και άλλοτε κυριαρχούν καταλυτικά, σε μια γραφή ελαστικής υφής που αγγίζει τα άκρα, αναδιπλώνεται, αυτοαναφλέγεται, εκρήγνυται.
Κεντρικός ήρωας ο Ηλίας. Φιλόλογος σε επαρχιακό Γυμνάσιο (παρ’ ότι η επαρχία εδώ είναι η κοσμοπολίτικη Κως), σαράντα πέντε ετών, σχετικά μοναχικός, εργένης εκ πεποιθήσεως, αμφισεξουαλικός, αρκετά δεμένος με την οικογένειά του και δη με τους γέροντες γονείς του, θα γνωρίσει στο γυμναστήριο τον Γιούρι, έναν πολύ νεότερό του επαγγελματία οπλίτη. Το αρρενωπό κάλλος του νεαρού συγκινεί τον Ηλία – ωστόσο το ενδιαφέρον του μεγαλύτερου άνδρα δεν έχει, στην αρχή τουλάχιστον, σεξουαλική χροιά. Η σχέση τους δεν χωράει σε γνωστά καλούπια. «Ο Γιούρι μπορούσε να είναι ο γιος που δεν είχε, ο ιδανικός μαθητής που δεν είχε, ήτανε η εικόνα της ομορφιάς στην όψη και στον εσωτερικό του κόσμο, τα νιάτα, συνεκδοχικά η ζωή». Συνδέονται πρόσκαιρα (ο Ηλίας αναλαμβάνει να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα στον Γιούρι, ο οποίος έχει αποφασίσει να επιστρέψει, έστω και καθυστερημένα, στο σχολείο), αλλά μόλις τελειώσει η σύντομη περίοδος της διδασκαλίας, ο νεαρός εξαφανίζεται. Ο Ηλίας τον αναζητά παντού, παγιδευμένος στην εμμονή, τον ξανασυναντά, περνούν μερικές ώρες μαζί και κατά λάθος τον σκοτώνει. Γύρω όμως από αυτήν τη φαινομενικά απλή ιστορία, ο συγγραφέας υφαίνει έναν λεπτοδουλεμένο ιστό από αδιάκοπες συναισθηματικές μεταπτώσεις, από τη στιγμιαία ευδαιμονία ώς την πνευματική και σωματική κατάρρευση, εισάγει στοιχεία αστυνομικής πλοκής στην εξιστόρηση όσων θα επακολουθήσουν το μοιραίο ατύχημα, και κορυφώνει το σασπένς με δεξιότητα σχεδόν δαιμονική. Και είναι έξοχος ο τρόπος με τον οποίο ο Νικολής περικυκλώνει το θέμα του, έξοχος ο τρόπος με τον οποίο δημιουργεί κλιμακωτά, με ιδιαίτερη αίσθηση του μέτρου και της αναλογίας, μιαν ατμόσφαιρα απόλυτου ζόφου.

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Αδράνεια προνεωτερική.


(Ρητορικό το ερώτημα, βέβαια.) Αυτός ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δύο θέσεις δίπλα στον πιο προβεβλημένο σύγχρονο ηγέτη της φιλελεύθερης δύσης, ποιο θεσμό της πολιτείας εκπροσωπεί;

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Λουκιανού: Εταιρικοί Διάλογοι / Διάλογος Κρωβύλης και Κόριννας.



ΚΡΩΒΥΛΗ: Κόριννα, κόρη μου, δεν ήτανε και τόσο φοβερό όσο το νόμιζες, να γίνεις δηλαδή γυναίκα από παρθένο κορίτσι. Το ’μαθες πια, κι όχι μόνο το ’ζησες μ’ ένα ωραίο παιδί, ένα παλικαράκι, αλλά κέρδισες και το πρώτο σου χαρτζιλίκι, μία μνα, με την οποία αμέσως κιόλας θα σου αγοράσω κολιέ.

ΚΟΡΙΝΝΑ: Ναι, μανούλα μου, όμως να ’χει και μερικές χάντρες να λαμπυρίζουνε, όπως το κολιέ της Φιλαινίδας.

ΚΡΩΒΥΛΗ: Ναι, το ίδιο θα ’ναι. Άκου με όμως και για όσα πρέπει να κάνεις και για το πώς θα συμπεριφέρεσαι στους άντρες∙ γιατί άλλη δυνατότητα να ζήσουμε, κόρη μου, δε μας απόμεινε, και δύο χρόνια τώρα, αφότου πέθανε ο μακαρίτης ο πατέρας σου, ξέρεις πώς τα βγάζουμε πέρα. Όσο εκείνος ζούσε, δε στερούμασταν τίποτε∙ γιατί ήτανε χαλκιάς, ξακουστός στον Πειραιά, κι όλοι παίρνουνε όρκο πως δε θα υπάρξει χαλκιάς σαν τον Φιλίνο άλλος ποτέ. Μετά το θάνατό του, πρώτα πούλησα τις τσιμπίδες, το αμόνι και τη σφύρα για δυο μνες, κι απ’ αυτές περάσαμε επτά μήνες, έπειτα άλλοτε υφαίνοντας, άλλοτε κλώθοντας νήμα για το υφάδι ή για το στημόνι εξασφάλιζα μόλις και μετά βίας το φαΐ μας. Όμως μεγάλωνα εσένα, τη θυγατέρα μου, και στήριζα πάνω σου τις προσδοκίες μου.

ΚΟΡΙΝΝΑ: Για τη μνα το λες αυτό;

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

Λουκιανού: Ἑταιρικοὶ Διάλογοι.



Στους Ἑταιρικούς, περισσότερο από όσο στους άλλους διαλόγους του, διαφαίνεται η επίδραση που δέχτηκε ο Λουκιανός από τη Νέα Κωμωδία. Εδώ το ύφος δεν είναι σατιρικό, δε γελάει με ξιπασμένους σοφιστές ή ανόητες δοξασίες, αντίθετα παρατηρεί σχεδόν με τρυφερότητα χρονικογράφου, όχι δίχως ελαφριά θυμηδία, τα ήθη και την καθημερινότητα των κοριτσιών που εκδίδονται, σπρωγμένα τα περισσότερα από την ανέχεια (από την ίδια τη μάνα τους συχνά, -οικογενειακή κατάσταση: δύο γυναίκες, μάνα-κόρη, μόνες και άπορες), πιο κοντά στη νεοελληνική ηθογραφική εικόνα της λαϊκής πόρνης, παρά της εταίρας, της καλλιεργημένης συνοδού και παλλακίδας, όπως την ξέρουμε από τις διάσημες εταίρες της κλασικής αρχαιότητας. Αλλά το όλο κείμενο διαβάζεται με πολύ ενδιαφέρον, μοιάζει με νωπογραφίες από τις γειτονιές μιας εποχής και μιας πόλης, της Αθήνας του 2ου μ.Χ. αιώνα, τοιχογραφίες ποικιλμένες με μικρές σπαρταριστές λεπτομέρειες.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Λουκιανού: Νεκρικοί Διάλογοι / Χάροντα και Ερμή.

(Κύρια πρόσωπα του διαλόγου, ο Ερμής, ο Χάροντας και ο κυνικός φιλόσοφος Μένιππος.)

ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Ακούστε πώς έχουν τα πράγματα για σας. Είναι πολύ μικρή για όλους η βάρκα, όπως βλέπετε, με ξύλα σαθρά, και μπάζει από πολλές μεριές, κι αν γείρει από τη μια ή από την άλλη πλευρά, γρήγορα θα μπατάρει. Εσείς, πάλι, μου ’ρθατε τόσοι πολλοί μαζί, και πολλά κουβαλώντας ο καθένας. Αν λοιπόν μαζί με τούτα επιβιβαστείτε, φοβάμαι πως ύστερα θα το μετανιώσετε, ιδίως όσοι δεν ξέρετε καλό κολύμπι.

ΕΡΜΗΣ: Τι να κάνουμε, λοιπόν, για να ’χουμε καλό ταξίδι;

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Λουκιανού: Νεκρικοὶ Διάλογοι.

Το πιο γνωστό από τα διαλογικά κι ίσως από το σύνολο των έργων του, οι Νεκρικοὶ Διάλογοι, είναι ίσως και το πιο αντιπροσωπευτικό του Λουκιανού. Η κυνική λαϊκή φιλοσοφία, που εκφέρεται από τον Μένιππο, τον Διογένη και άλλους κυνικούς – πρόσωπα των διαλόγων, η σκωπτική σατιρική διάθεση, η γερή ιστορική και φιλολογική κατάρτισή του, και όπως πάντοτε το ισορροπημένο αττικό ύφος του.
Οι Νεκρικοὶ είναι τριάντα διάλογοι που διαδραματίζονται στον κόσμο του Άδη: ο βαρκάρης που απαιτεί να απαλλαγούν οι επιβάτες του από τα περιττά φορτία, πλούτο εξουσίες δόξα ομορφιά, οι σκιές στις ζοφώδεις γαλαρίες, το κουβεντολόι των κρανίων. Ο Πλούτωνας, ο Χάροντας, ο Μίνωας, ο Ερμής, οι κυνικοί φιλόσοφοι, αλλά και πολλοί διάσημοι -άλλοτε ιστορικά, άλλοτε του μύθου πρόσωπα, κυρίως ομηρικοί ήρωες-, και που άλλη κουβέντα δεν έχουν από τη ματαιότητα των γήινων αγαθών. Ο Άδης γίνεται ο τόπος της οριστικής ισότητας, αλλά και το ύστατο μέτρο της ανθρώπινης εμπειρίας. Όμως και εντούτοις, πάλι κατά τον Λουκιανό, απομένει μία εσχάτη αξία: η καλή φήμη που άνθρωποι μετρημένοι και ολιγαρκείς, όπως οι αληθινοί κυνικοί φιλόσοφοι, αφήνουν πίσω τους, στον κόσμο των ζωντανών.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Γραφές και περιγραφές του ερωτικού σώματος / κριτική / Ο θάνατος του μισθοφόρου.

Γραφές και περιγραφές του ερωτικού σώματος

E-mail Εκτύπωση
altΓια το μυθιστόρημα του Αντώνη Νικολή Ο θάνατος του μισθοφόρου (εκδ. Το Ροδακιό).
Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Στο προηγούμενο βιβλίο του, Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα (εκδ. Το Ροδακιό) ο Αντώνης Νικολής –καλύτερα, ο ήρωας και αφηγητής Μιχάλης– διαπιστώνει: «Υπάρχει κάτι στην Εγγύς Ανατολή, σκέφτομαι καμιά φορά, δεν αποκλείεται η κούραση από τις χιλιετίες της κατοίκησης στα ίδια μέρη, τόποι και πόλεις οι ίδιες, άλλοτε σε ακμή, άλλοτε σε μαρασμό, υπάρχει κάτι εδωπέρα που βαριέται αφόρητα το περιττό, που χαρίζει υψηλή αισθητική αξία σ’ ό,τι εξοικονομεί το ελάχιστο αναγκαίο. Φέρε αυτό που φτιάχνεις, να γίνει τόσο όσο ακριβώς το χρειάζεσαι. Μικρό ή μεγάλο όσο η χρεία του. Τότε θα είναι και αδιαφιλονίκητα όμορφο» (σελ. 34). Έχοντας αποκομίσει εξαιρετικά επαινετικές κριτικές για τα δύο πρώτα βιβλία αυτής της «τριλογίας», επανέρχεται έπειτα από δύο ακριβώς χρόνια, με ένα καινούργιο μυθιστόρημα, ουσιαστικά προέκταση του προηγούμενου, λες και έπρεπε να βρει ο ίδιος την κάθαρση για λογαριασμό των ηρώων του.

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Λουκιανός, ο Σύρος αττικιστής.


Πρωτοήρθα σε επαφή με κείμενα του Λουκιανού μαθητής βέβαια, περισσότερο στη σχολή, αργότερα αγαπούσα να τον διδάσκω, πριν από μερικά χρόνια με πολλή απόλαυση διάβασα ως και την τελευταία γραμμή των απάντων του. Εντρυφώντας στη γραμματεία της Δεύτερης Σοφιστικής δε γίνεται να μην κάνω και πάλι μια μεγάλη στάση στο έργο του. Στον Λουκιανό αντανακλώνται κατά τρόπο συχνά απλοϊκό, όμως με χάρη, πολλές από τις αξίες της κλασικής λογοτεχνίας, αποτελεί άλλωστε ένα θαυμάσιο πάτημα όταν κατευθυνόμαστε πίσω προς τους κλασικούς, ένα σταθμό σε πλησιέστερη σ' εμάς εποχή. Επίσης –κι αυτό κι αν είναι θαυμαστό- δεν είναι μόνο ο Σύρος αττικιστής, αλλά κι ο τελευταίος που διακόνησε γόνιμα δημιουργικά και παρά τη μεγάλη χρονική απόσταση την ενδοξότερη συγχρονία της ελληνικής γλώσσας, την κλασική αττική διάλεκτο.
Υπάρχουν δύο συγγραφείς της ελληνικής γλώσσας -δεν ξέρω να πω αν και λογοτέχνες- που εκτιμώ για τη δουλειά τους στη γλώσσα ή για το βλέμμα προς τους σύγχρονούς τους, διαφορετικοί οπωσδήποτε, συγγραφείς που άλλωστε αγαπώ πολύ, ο Λουκιανός αρχαιότερος, και νεότερος ο Εμμανουήλ Ροΐδης (28/6/1836-7/1/1904). Αλλά τον Λουκιανό τον συνδέω συνειρμικά και μ’ έναν άλλον πολυαγαπημένο, κι αυτόν εξόριστο από τη μητρική του, και που εξόχως ευδοκίμησε σε ανάδοχη γλώσσα (ετούτος στην αγγλική), τον Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ (22/4/1899-2/7/1977).
Ο Λουκιανός, σοφιστής και συγγραφέας: οι κύριες ιδιότητές του, γεννήθηκε περί το 120 μ.Χ. στα Σαμόσατα, την πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, στον πάνω Ευφράτη της Συρίας. Ονόμαζε τον εαυτό του Σύρο (γράφω δὲ Ἀσσύριος ἐὼν/ και γράφω όντας Σύρος, αν δεχτούμε ως γνήσιο έργο το «Περὶ τῆς Συρίης θεοῦ», παρ. 1), αλλά και στο διάλογο «Δὶς κατηγορούμενος» (παρ. 27), όπου βάζει την προσωποποιημένη Ρητορική να τον μέμφεται πως την πρόδωσε παρόλο που εκείνη τον μάζεψε και τον περιέθαλψε όταν περιπλανιόταν στην Ιωνία «μειράκιον ὄντα, βάρβαρον ἔτι τὴν φωνὴν καὶ μονονουχὶ κάνδυν ἐνδεδυκότα εἰς τὸν Ἀσσύριον τρόπον», τότε που όχι μόνο μιλούσε τη συριακή γλώσσα αλλά ήτανε ντυμένος και ως Σύρος.

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

Το δελτίο τύπου.



ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΙΚΟΛΗΣ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΙΣΘΟΦΟΡΟΥ


Φωτογραφία στο εξώφυλλο: ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΝΤΖΑΚΟΣ
Σχήμα 15 Χ 23,  σελ 295,  τιμή: 16 €
Εκδόσεις Το Ροδακιό, Σεπτέμβριος 2016 – μυθιστόρημα – ISBN  978–960–8372–97–9

Μια έντονη και ασυνήθιστη εσωτερική περιπέτεια μέσα στις πιο αναμενόμενες ανθρώπινες και κοινωνικές συνθήκες. Αναζητώντας τη λέξη που καιριότερα θα περιγράψει το καινούριο μυθιστόρημα του Αντώνη Νικολή ο νους σταματά στη λέξη περιπέτεια. Και πράγματι η κλίμαξ ανόδου και καθόδου που έστησε ο συγγραφέας για τον ήρωά του καλύπτει και τις πέντε ερμηνείες της λέξης στο Βικιλεξικό: 1. η τροπή των καταστάσεων που δεν αναμένεται και προκαλεί έντονα συναισθήματα, 2. μια σειρά από γεγονότα με απρόοπτα που προκαλούν αγωνία, 3. η αιφνίδια μεταβολή του ήρωα από την ευτυχία στη δυστυχία, από την ελπίδα στην απόγνωση κ.λπ. και το αντίστροφο, 4. γεγονότα με δράση, αγωνία, ένταση κ.λπ., 5. σύντομη κι επιφανειακή ερωτική σχέση.
Το μικροσκόπιο του πάθους φτάνει στα πιο κρυφά μονοπάτια της ψυχής του ήρωα, συγγραφικοί προβολείς σαρώνουν τον τόπο της δράσης ενώ ο χρόνος διχοτομείται ανάμεσα στο παιχνίδι και το δράμα. Για το ύφος και τη γλώσσα του συγγραφέα έχει εκφραστεί το σινάφι:
«Μέσα στο σύνθετο αυτό θεματικό τοπίο προβάλλεται με εντυπωσιακό τρόπο η ευρηματική, δημιουργική αξιοποίηση της γλώσσας ως διαύλου όχι μόνον πληροφοριών αλλά κυρίως συναισθημάτων με την αμεσότητα του προφορικού λόγου και με χαρακτηριστικά υφολογικά στοιχεία τη μεταφορά ή την αφοριστική διατύπωση.» (Άλκηστις Σουλογιάννη, Bookpress, 26/3/2016)
«Άλλωστε, ένα από τα χαρακτηριστικά του Αντώνη Νικολή είναι αυτή ακριβώς η εμμονή με τη γλώσσα, που ποτίζει την αναγνωστική εμπειρία και την οδηγεί ως το τέλος.» (Νίκος Βατόπουλος, Καθημερινή, 22/11/2014)
 «Έχει ατίμητη προίκα την απαράμιλλη γλώσσα, απ’ το ιδίωμα του τόπου της μέχρι τις σπάνιες λέξεις από όλη την ελληνική, με την κοινή λέξη σωστή κι όχι χυδαία και τη λόγια λέξη εύστοχη και όχι επιδεικτική.» (Μάγδα Τσιρογιάννη, Διάστιχο, 1/12/2012)
«Το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό στη γραφή του Αντώνη Νικολή - πέρα από τη γνωστή δεινότητά του - είναι ο αντιδραματικός τόνος του που δεν έχει καμία σχέση με την αποστασιοποίηση. Ο Νικολής μπαίνει ολόσωμος στο δράμα χωρίς ούτε μια στιγμή να ζητάει τη συνδρομή της δραματικής γλώσσας.» (Ρούλα Γεωργακοπούλου, Τα Νέα, 3/6/2012)

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Με τη Σπυριδούλα Αποστολού.


Η Σπυριδούλα αγαπάει πολύ τη Διονυσία. Δε θυμάμαι πότε γνωριστήκαμε –στο facebook-, έκτοτε με νοιάζεται.
Η Σπυριδούλα Αποστολού, φιλαναγνώστρια σπάνιας ιδιοσυγκρασίας, μπορεί να συζητάει στο ίμποξ για λογοτεχνία, με διεισδυτικότητα που θα ζήλευαν πανεπιστημιακοί φιλόλογοι, και ήσυχα να διακόπτει τη συζήτηση γιατί έχει να καθαρίσει χόρτα. Καμία επιτήδευση, καμία – μα καμία ιδιοτέλεια. Φιλαναγνώστρια ακραιφνής.
Αν τύχει και δε δώσω σημεία για μέρες, ψάχνει μήπως έπαθα τίποτε. Αξιοπρεπής, διακριτική. Και υπερήφανη. 
Πολύ λίγοι με στήριξαν ως συγγραφέα με την ποιότητα που το κάνει η Σπυριδούλα. Με στενοχωρεί μόνο που συνεχίζει να μου απευθύνεται στον πληθυντικό, παρόλο που βέβαια έχει δίκιο. Ήμουνα παιδί, κι ο Σαχτούρης μού μίλαγε στον πληθυντικό: «Στον πληθυντικό, πάντοτε. Τον πληθυντικό μού τον επέβαλε ο Εγγονόπουλος. Επέμενε να μιλάμε ο ένας στον άλλον στον πληθυντικό».

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Ο θάνατος του μισθοφόρου / το ελάχιστο δείγμα.




Πότε – πότε αισθανόταν τον εαυτό του σαν το περίβλημα ενός πιο πραγματικού κόσμου, εσωτερικού, τον οποίο ο ίδιος επόπτευε από ψηλά, από το θόλο του, αλλά και όσα περιέβαλλαν αυτό τον κόσμο (όσα βρίσκονταν έξω από το σώμα του) του φαίνονταν γκρίζα και θολά και, όπως τα προσπέρναγε γύρω του αδιάφορα, στο τέλος και επουσιώδη.



Άλλα αποσπάσματα, ήδη δημοσιευμένα, (δύο στις Στάχτες και ένα στην Κλεψύδρα): 1, 2, 3.

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Στράτωνος Μοῦσα Παιδικὴ σε μετάφραση Γιώργου Ιωάννου.

Ο συνειρμός από τις Επιστολές του Φιλόστρατου με οδήγησε ακόμα μια φορά στη Μούσα (σε μετάφραση) του Γιώργου Ιωάννου. Η Μούσα Παιδική αποτελεί το δωδέκατο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας. Την Παλατινή απαρτίζουν συνολικά περί τα 3700 ποιήματα (από τον 7ο π.Χ αι. έως τον 6ο μ.Χ.) που κατάρτισε στις αρχές του δέκατου αιώνα επί Λέοντος Σοφού στην Κωνσταντινούπολη ο πρωθιερέας των ανακτόρων Κωνσταντίνος Κεφαλάς, και μοναδικό αντίγραφο της οποίας βρέθηκε το 1606 στην Παλατινή Βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης. Από τους 26 ποιητές που ανθολογούνται στη Μούσα, και από τα εν συνόλω 258 ποιήματα, κυρίως λογοτεχνικά επιγράμματα, τα 94, τα περισσότερα απ' όποιον άλλον της συλλογής, ανήκουν στον Στράτωνα τον εκ Σάρδεων, ποιητή του 2ου αι. μ.Χ., της εποχής της Δεύτερης Σοφιστικής.
Σταχυολογώ από την εισαγωγή του Γιώργου Ιωάννου (Εκδόσεις Κέδρος 1979) αυτούσια: «Κατά μία άποψη ολόκληρο το δωδέκατο βιβλίο αποτελεί τμήμα ανθολογίας, που είχε καταρτίσει ο Στράτων, και ο Κεφαλάς το περιέλαβε μέσα στη γενικότερη, θεματικής δομής, ανθολογία του.» (σελ. 11) «Πέρα όμως από τη θεματογραφία τους, που ποιητικά δεν βαραίνει, πολλά από τα κείμενα της Μούσας αποτελούν ποιητικά αριστουργήματα εκφραστικής λεπτότητας, ανθρώπινης τρυφεράδας, αλλά και συχνά και τραγικού σπαραγμού. Η σκληράδα της ζωής στις διάφορες περιπτώσεις και φάσεις της, καθώς και το ερωτικό αδιέξοδο, δίνεται με χίλιους τρόπους, πράγμα που τους χαρίζει γενικότερο πνευματικό και ανθρώπινο ενδιαφέρον, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την ποίηση του Κ. Π. Καβάφη.» (σελ. 12)    

Ορισμένα από τα ποιήματα του Στράτωνα (με την ορθογραφία και τη στίξη της έκδοσης –άλλαξα μόνο το πολυτονικό σε μονοτονικό):

(178.)
Είχα κορώσει με τον Θεύδι, σαν έλαμπε ανάμεσα στ’
αγόρια,
όπως ο ήλιος που ανατέλλει μέσα στ’ άστρα.
Γι’ αυτά τα ίδια φλέγομαι και τώρα,
αν και νυχτώνει το κορμί του από το χνούδι.
Μα ο Θεύδις και στη δύση του, ήλιος ακόμα είναι.

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Φιλόστρατος: Ἐπιστολαί.



Πρόκειται για corpus 73 επιστολών, στην πλειονότητά τους ερωτικών, κατά το συνήθειο των σοφιστών να απευθύνουν κείμενα σε επιστολικό ύφος ερωτικού χαρακτήρα σε υπαρκτούς ή και φανταστικούς αποδέκτες. Ο Φιλόστρατος (προηγούμενες αναρτήσεις 1, 2) απευθύνει τις επιστολές του τόσο προς άντρες (εφήβους ερωμένους) όσο και προς γυναίκες. Στις πρώτες, που θυμίζουν την κομψή ειρωνεία του Στράτωνα (Στράτωνος Μοῦσα Παιδική), συνήθως προσπαθεί να κάμψει τους δισταγμούς του ποθούμενου καλοῦ μειρακίου / όμορφου αγοριού, προειδοποιώντας τον πόσο γρήγορα θα τον αφήσει η τρυφερή του νιότη, θα βγάλει γένια δηλαδή, και μαζί θα τον εγκαταλείψουν και οι εραστές, και στις δεύτερες, ομολογώντας την άλωσή του από τον ερωτικό πόθο προς τα γυναικεία θέλγητρα. 
Τα συχνότερα μοτίβα του είναι τα ρόδα (το άρωμα, τα πέταλα, τα σέπαλα, τ’ αγκάθια∙ η συναγωνιστική σχέση της ομορφιάς τους με του ποθούμενου προσώπου), επίσης η σχέση όρασης – ματιών και έρωτα: η ψυχή είναι μία ακρόπολη, η πύλη της είναι τα μάτια, μέσ’ απ’ τα μάτια εισβάλλει ή και τρυπώνει λάθρα ο πολιορκητής, και πια ο ερωτευμένος θρηνεί την απώλεια της ελευθερίας του. Και ένα ακόμα, και μάλιστα με εμμονή, σχεδόν στα όρια του φετίχ, τα ξυπόλυτα (αδιακρίτως φύλου) πόδια.
Προσεγμένη αττικίζουσα γλώσσα και ύφος (Δεύτερη Σοφιστική).

Μερικά παραδείγματα:

(ιγ’ / προς άντρα) (…) Έρπουν τα πρώτα γενάκια στους κροτάφους σου, στα μάγουλά σου φύτρωσε πια χνούδι, ολόκληρο το πρόσωπό σου ετοιμάζεται να παραδοθεί στις τρίχες. Προτού, λοιπόν, φύγει από πάνω σου ολότελα η άνοιξη, πριν έρθει και σταθεί ο χειμώνας, παραδώσου -στο όνομα του Έρωτα- σε τούτα δω τα γένια μου, στα οποία θα πρέπει εγώ αύριο να δίνω όρκους.

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Αναζήτηση ατομικότητας στην πόλη.

Αναζήτηση ατομικότητας στην πόλη

ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ











[Καθημερινή, 24-9-2016 / Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Νίκος Βατόπουλος αναφέρεται στη Διονυσία: 1, 2. Οι υπογραμμίσεις δικές μου.]
Οι ιστορίες του άστεως αναδύονται, με πολλαπλές προσεγγίσεις, στη λογοτεχνία μετά το 2010.

To 1978, o Mένης Κουμανταρέας είχε ανανεώσει την ανατομία του άστεως με την «Κυρία Κούλα». Ο ηλεκτρικός ήταν η κινούμενη σκηνή που απομάκρυνε την Αθήνα από την ηθογραφία και μας έδινε ήρωες γεμάτους ρωγμές. Την ίδια εποχή (1977), η ξεχασμένη νουβέλα «Μετακόμιση» (εκδ. Κέδρος) του Τριαντάφυλλου Πίττα όριζε νέο πλαίσιο για την αναδιάταξη της οικογένειας και των σχέσεων, λίγα χρόνια πριν την εμφάνιση της περίφημης γενιάς του ’80 που ανανέωσε τη γλώσσα. Οι νέες προσεγγίσεις πάνω στην αστική ζωή μέσα από τη λογοτεχνία δίνουν διαρκώς νέα έργα από τη μεταπολίτευση και μετά, αλλά αυτό που συμβαίνει μετά το 2010 έχει ιδιαίτερη ένταση.
Δεν προκαλεί, φυσικά, εντύπωση ότι η αλλαγή της αστικής καθημερινότητας τα τελευταία χρόνια έχει προκαλέσει κύμα νέας γραφής, με διαβαθμίσεις και αποχρώσεις ποιότητας, φόρμας, αυτοαναφορικότητας, εμμονών και ευρυχωρίας, αλλά το σύνολο, σχεδόν, της παραγωγής έχει μετακινήσει την Αθήνα σε ένα οξύμωρο και γκροτέσκο τοπίο. Οπως και να το δει κανείς, νέοι ανθρωπότυποι αναδύoνται και η ανατομία στη μοναξιά προτείνει παράλληλα και αναθεωρημένες εκδοχές της αποξένωσης. Μία λογοτεχνική πόλη σιωπής, κραδασμών, οργής, ματαίωσης αλλά και ανάταξης, σταδιακά γεννιέται.
Συγγραφείς από τη νέα και τις παλαιότερες γενιές τροφοδοτούν τη νέα λογοτεχνική Αθήνα. Μου είχε κάνει εντύπωση η νουβέλα του Γιάννη Τσίρμπα «Η Βικτώρια δεν υπάρχει» (εκδ. Νεφέλη, 2013), στην οποία με έναν αρκετά σκοτεινό και συμβολικό τρόπο όριζε τη νέα ανθρωπογεωγραφία. Ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης είχε δώσει με το μυθιστόρημα «Η πόλη και η σιωπή» (εκδ. Καστανιώτη, 2013) μία ακτινογραφία της καθημερινότητας στην προθήκη ενός πλήρους διαγράμματος ηθικών διλημμάτων. Ο Αντώνης Νικολής με τη «Διονυσία» (εκδ. Ροδακιό, 2013) είχε οργανώσει με σάρκα και αίμα έναν ισχυρό γυναικείο ανθρωπότυπο από τη μικρή κοινωνία στην ανωνυμία της Αθήνας. Περιπτώσεις όπως της Μαρίας Μήτσορα ή του Σωτήρη Δημητρίου, με σκέψη πάνω στο νέο άστυ επί πολλά χρόνια, συνέβαλαν και αυτές στο νέο ρεύμα. Από τα πιο πρόσφατα, αξιομνημόνευτο το διήγημα «Νυχτερινό Ρεύμα» από την ομώνυμη συλλογή του Κώστα Κατσουλάρη (εκδ. Πόλις, 2015) αλλά και οι υπερτοπικοί, εν μέρει, αμφίσημοι και απρόβλεπτοι χαρακτήρες του Νικόλα Σεβαστάκη («Αντρας που πέφτει», εκδ. Πόλις, 2015). Η Ερση Σεϊρλή με το «Ρέκβιεμ: η τριλογία της Αθήνας» διεισδύει σταδιακά στην πόλη του νέου αιώνα και εν τέλει την κυκλώνει (εκδ. Απόπειρα, 2016). Ο Αλέξης Πανσέληνος με την «Κρυφή Πόρτα» (εκδ. Μεταίχμιο, 2016) εστιάζει στη μικρογεωγραφία του αστικού διαμερίσματος και αρχιτεκτονεί σχέσεις με βάση την κάτοψη της αθηναϊκής ζωής. Με τη νέα του συλλογή, «Πλατεία Μεσολογγίου» (εκδ. Ολκός, 2016), ο Βαγγέλης Προβιάς προχωράει σε μία θεώρηση ανθρώπινων τύπων, μέσα και έξω από το άστυ, με την Πλατεία Μεσολογγίου ως συμβολική λίμνη αστικής ζωής.
Αναβλύζει η ανάγκη ορισμού μιας νέας ατομικής συνθήκης σε μία κόψη ιστορικού χρόνου.