Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Το 2015 να 'ναι μια καλή χρονιά.


 Μ' όλο τούτο το ζόφο, φέτος οι ευχές μας ας είναι πιο συνειδητές. Ούτ' ένας φθόγγος ούτε μια συλλαβή που δε νιώθουμε στο στόμα. Με νόημα και με αισθήματα.

(Κουμαριά στην Κέφαλο. Τη φωτογράφισε ο αδελφός μου Θανάσης.)

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Πώς χτίζεται ένα βιβλίο. Σημείωμα του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη για τον Δανιήλ.

Πώς χτίζεται ένα βιβλίο

Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης για το βιβλίο του Αντώνη Νικολή «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα» και μερικές σπάνιες φωτογραφίες από την Κω.
Popaganda, 29.12.2014
ώ_2
Πολλά πράγματα με εντυπωσίασαν στο τελευταίο βιβλίο του Αντώνη Νικολή. Η γλώσσα του, οι οικείοι και συγχρόνως αλλούτεροι ήρωες, οι περιγραφές κτισμάτων και τοπίων. Αλλά εκεί που θέλω να εστιάσω τώρα είναι στον τρόπο που στήνει το δίχτυ της αφήγησης, τάχατες βατά και ευνόητα, μιας και όλα ρέουν ομαλά, χωρίς ακροβατισμούς. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για κανονική ενέδρα.
Πώς αλλιώς να εξηγήσεις το γεγονός ότι εξαρχής αιχμαλωτίζεσαι στην παρακολούθηση μιας ιστορίας φαινομενικά απλής, της οποίας την κορύφωση, την κορόνα, έχεις ίσως προμαντέψει, χωρίς όμως αυτό να μειώνει διόλου την αγωνία της προσμονής, την επιθυμία να δεις τον πίνακα ολόκληρο.
 Μπορεί να το πέτυχε ο συγγραφέας αυτό, σκέφτομαι εκ των υστέρων, επειδή τα πάντα, το παραμικρότερο επεισόδιο, η πιο ελάχιστη περιγραφή, η πιο ασήμαντη αναφορά, δεν είναι τυχαία ή διακοσμητική αλλά στοχεύει στην καρδιά του θέματος, τα πάντα συνεργούν για να πέσει φως (ένα σκοτεινό φως) την καίρια στιγμή στη μεγάλη πρωταγωνίστρια σκηνή. Αυτή την οποία από νωρίς περιμέναμε και τελικά να τη έρχεται, ποτισμένη με όλες τις γεύσεις της διαδρομής.
Καταλαβαίνεις τότε ότι όλα τα επιμέρους ήταν κομματάκια μιας ενότητας, βαλμένα στη θέση τους με σοφία. Όμοια όπως κάθε μυς, κάθε τρίχα, κάθε ίνα του κορμιού ενός μεγάλου ηθοποιού συμμετέχει και υποστηρίζει την ελάχιστη κίνηση του χεριού όταν αυτό σταλάζει στα κρυφά το δηλητήριο στο ποτήρι, με τρόπο ώστε η χειρονομία να γίνει αντιληπτή μέχρι και την τελευταία σειρά των θεατών.
Ε όλο τούτο το θεωρώ δείγμα μιας κάποιας κλάσης.
 cover_NikolisTELIKOfront
Απόσπασμα από το βιβλίο (σσ. 30-34):
Τὰ χαλάσματα, τὸ χαμάμ, δὲν ἀπεῖχαν οὔτε τέταρτο μὲ τὰ πόδια.
Παραμέριζα τὸ σαθρὸ μαδέρι, τὸ ἀπομεινάρι τῆς αὐλόπορτας, ἔνιωθα πάλι κάπως νὰ καθυστεροῦν οἱ εἰσπνοὲς καὶ οἱ ἐκπνοές μου. Περπάτησα τὴ χορταριασμένη μπροστινὴ αὐλή, ἔστριψα στὴν πλακόστρωτη ἐσωτερικότερη. Ἔλειπαν καὶ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ κυρίως σπιτιοῦ οἱ ἡμικίονες, οἱ μαρμάρινες ἀρχαῖες παραστάδες — τὶς μάζεψαν, ποιὸς ξέρει, ἀρχαιολόγοι ἢ τίποτα νεόπλουτοι γιὰ τὰ τζάκια τους.
XN1
Ἤμουνα μέσα στὸ σπίτι, στὸ κατώι, τὴν κάμαρη μὲ τὴν ντιβανοκασέλα τότε. Προσπαθοῦσα νὰ προσανατολίσω τὶς μνῆμες μου, δυσκολευόμουν ἀρκετά. Κρεμόταν ἀκόμα στὸν τοῖχο δίπλα στὸ μεσημβρινὸ παράθυρο ἕνα ἡμερολόγιο ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ξεκολλᾶς τὰ χαρτάκια, τὶς μέρες, κι ἀπ’ τὴν πίσω τους ὄψη εἶναι γραμμένα τετράστιχα. Ἦταν ξεχασμένο στὸ χαρτάκι ποὺ ἀντιστοιχοῦσε στὶς 19 Αὐγούστου τοῦ 1981. Ἔκτοτε σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι εἴτε θὰ ἐξέλιπε ἡ μέριμνα γενικὰ γιὰ τὸ χρόνο εἴτε ἴσως ὁ τελευταῖος του ἔνοικος, ὁ Δανιήλ, ἡ Μαριγὼ ἢ ὅποιος ἄλλος. Δὲν ἤξερα. Ἀναρωτιέμαι ἐκ τῶν ὑστέρων γιατί τὰ καλοκαίρια ὅταν κατέβαινα στὸ νησί, φοιτητὴς πιά, δὲν ἐνδιαφερόμουν νὰ μάθω τί γίνονταν, δὲν ἦρθα ἕνα ἀπόγευμα στὸ χαμάμ, ἔστω νὰ πλυθῶ μόνο. Ὑποθέτω γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ποὺ θὰ μὲ ψυχοπλάκωνε νὰ παίξω μπάλα σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ προαύλια τῆς σχολικῆς μου ζωῆς.
Στὰ ἐρείπια τῶν σπιτιῶν, ὅσο ἀκόμα κρατᾶνε τὸ βασικὸ σκελετὸ τοῦ κελύφους τους, κοντὰ σὲ γωνίες ἢ σὲ ἀκμὲς τοίχων, ἔχεις τὴ φευγαλέα ἐλάχιστη ἐντύπωση ἀνάμεσα σὲ ξερὰ ἢ χλωρὰ χόρτα καὶ πέτρες ὅτι ὀσμίζεσαι τοὺς ἐνοίκους τους. Πάταγα μὲ προσοχὴ σὲ σπασμένα, σκεβρωμένα ξύλα, χαρτιὰ καὶ κομμάτια πανιὰ συμπιεσμένα ἀπὸ τὶς βροχὲς καὶ τὰ χρόνια κι ἀνακατεμένα μὲ πέτρες καὶ χώματα. Ἀνέβηκα τὴ σκάλα γιὰ τὸν ὄροφο. Τὸ ἐμαγιὲ λαβομάνο, τρύπιο, ἔμενε ἀκόμα στὴ θέση του στὸ διάδρομο ἔξω ἀπὸ τὸ ὑπνοδωμάτιο τοῦ Δανιήλ, ὅλα τὰ ἄλλα βρίσκονταν σὲ ἐντελῶς ἐπισφαλὴ θέση, μὲ τὸ μισὸ πάτωμα ἀπὸ τὶς δύο κάμαρες νὰ κρέμεται στὸν ἀέρα μισογκρεμισμένο κι ἀπὸ τὴν ἔξω πλευρὰ τοῦ διαδρόμου, στὴν ὑπόστεγη βεράντα, οἱ πήλινες πλάκες τοῦ δαπέδου, τὰ κολονάκια τοῦ στηθαίου καὶ ἡ κεκλιμένη σκεπὴ μὲ τὰ κεραμίδια, ὅλα μισοδιαλυμένα. Ἀποτολμοῦσα ἕνα-δυὸ βήματα ἀπὸ τὸ πλατύσκαλο, ἔτριζαν οἱ σάπιες τάβλες, γύριζα πίσω. Ἕνα παπούτσι μὲ ἀναδιπλωμένη, συρρικνωμένη τὴ σόλα του, ἀντρικὸ μαῦρο μὲ κορδόνια, μὲ τὴν καφετιὰ στάμπα ἀπὸ τὸ πέλμα ποὺ τὸ φόραγε στὴν ξεκολλημένη πατούσα του, ἔσκυψα, τὸ σήκωσα, οὔτε σαράντα νούμερο, δὲν πρέπει νὰ ἦταν ἀπὸ τὸ πόδι τοῦ Δανιήλ.
XN2
Ἔνιωθα στὴν παλάμη μου τὴ σκόνη ἀπὸ τὴν πατούσα τοῦ παπουτσιοῦ, εἶχα κατεβεῖ στὴν αὐλή, πάταγα στὶς χορταριασμένες πλάκες. Δίπλα στὸ πηγάδι ἡ μουριά, ξερὸ μαῦρο κούτσουρο πιά, κι ἀπὸ χοντρὸ καρφὶ στὸν κορμό της κρεμόταν ἕνα τσίγκινο κανάτι. Κατὰ διαστήματα τραμπαλιζόμενο ἐλαφρὰ ἀπὸ τὸ ρεῦμα τοῦ ἀέρα ἄφηνε ἕνα μεταλλικὸ πνιχτὸ κρότο καθὼς χτύπαγε μὲ τὰ τοιχώματά του στὸν κορμό. Θυμήθηκα τὸ ὄνειρό μου, σήκωσα τὸ σκουριασμένο σκέπασμα στὸ φρόχειλο, στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ, δὲν ἦταν ἡ οἰκοσκευὴ ἐκειμέσα βέβαια, ἔπειτα ὑπῆρχε καὶ νερό, μὲ τὴ στάθμη του ὅμως πολὺ κατεβασμένη, ὅπως ὑπολόγισα ρίχνοντας ἕνα λιθάρι.
ώ_5
Τὰ μικρότερα κτίσματα εἴχανε καταρρεύσει. Ἀπὸ τὶς ἀποθῆκες διακρίνονταν μόνο οἱ βάσεις τῶν τοίχων τους, ἕνας χορταριασμένος σωρὸς πέτρες καὶ ξύλα. Στὶς κουζίνες σωζόταν ἡ λαξευτὴ γούρνα ἀπὸ τὸ μεγάλο νεροχύτη, ἀπόρησα ποὺ δὲν τὴ μάζεψε κανένας νεόπλουτος (γιὰ γλάστρα σὲ κῆπο, στὴν ἄκρη τοῦ γκαζόν), τὸν πέτρινο πάγκο τὸν μάντευα μόνο κάτω ἀπὸ τὰ χορταριασμένα χώματα καὶ τὰ μαῦρα σκισμένα δοκάρια. Λίγο πιὸ πέρα –ἀπίστευτο– ἀποκόλλησαν καὶ κλέψανε τὰ πυρότουβλα ἀπὸ τὸ θολωτὸ χτιστὸ φοῦρνο!
Ἡ ἔκπληξη μὲ περίμενε στὸ τέλος, στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς αὐλῆς, ἀπέναντι ἀπὸ τὶς κουζίνες: τὸ χαμὰμ διατηροῦνταν στὸ σύνολό του σχετικὰ καλά, ἦταν τὸ λιγότερο ἐρειπωμένο. Δὲν τὸ ἄφησα δίχως λόγο τελευταῖο στὴν περιήγησή μου. Καὶ τότε καὶ τώρα, ἂν κάπου θὰ μούδιαζε τὸ σῶμα μου, θὰ ἦταν ἐκειμέσα βέβαια. Τελευταῖο ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ βλέμμα μου. Τὸ κοίταξα μόνο σὰν ἔφτασα μπροστά του, σήκωσα τὸ κεφάλι ἀδιάφορα, ὅτι τὸ λογάριαζα ἐξίσου ὅσο καὶ τὰ ὑπόλοιπα χτίσματα.
Ἔμπαινα μέσα –ὅπως λένε– μὲ λυμένα τὰ γόνατα. Χάζευα τὶς λεπτομέρειες σὰν ἐξιχνιάζοντας ἕνα ξεχασμένο μονοπάτι, ψάχνοντας τὰ σημάδια νὰ ξαναπάρω ἕναν παλιὸ γνώριμο δρόμο. Στὸν πρῶτο χῶρο, στὸ ταμεῖο, τὸ σπασμένο σκαμνὶ στὴ γωνία κοντὰ στὸ ἄνοιγμα γιὰ τὰ ἀντρικά, ἀλλὰ καὶ τὸ ἄσπρο ξύλινο ἑρμάρι ὅπου στοιβάζαμε τὶς πετσέτες διπλωμένες, καὶ τὸ μικρότερο ἀπὸ κάτω, ὅπου τακτοποιούσαμε τὰ πράσινα μοσχοσάπουνα ἢ τὰ σκοῦρα καφετιὰ δαφνοσάπουνα. Παραμέσα, στὸν προθάλαμο, τὰ σπασμένα ντουλαπάκια, τὰ προσωπικὰ ἑρμάρια, καὶ πιὸ μέσα, στὶς σάλες, τὶς ἐσοχὲς μὲ τὶς βρύσες καὶ τὸ σκοτεινὸ δωματιάκι. Κοίταζα στοὺς τοίχους τοὺς σοβάδες (ἀπὸ κουρασάνι, τὸ ἀνθεκτικὸ κονίαμα μὲ τὸ ὁποῖο στεγανοποιοῦσαν τὰ τοιχώματα στὶς στέρνες), σὲ μεγάλες ἐπιφάνειες ἀκόμα στὴ θέση τους, νὰ σώζουν μέχρι καὶ τὴν κοκκινωπὴ ὤχρα, ποικιλμένη βέβαια μὲ στάμπες (τὰ ἐπιχρίσματα ἀπὸ τὴν ἐξάνθηση τῶν ἁλάτων τῆς ὑγρασίας) ἀσπριδερὲς καὶ γκριζωπὲς καὶ πρασινωπές. Ἀνέβαζα τὸ βλέμμα ὣς τοὺς τζαμωτοὺς φωταγωγούς, τὶς ἀναφωτίδες, ψηλὰ στοὺς τρουλίσκους, ἀπ’ ὅπου αἰωροῦνταν σκονισμένα κανναβάτσα κι ἄλλα κατακόρυφα μαῦρα κορδόνια ἀπὸ παχιοὺς ἱστοὺς ἀράχνης. Ἀνάπνεα τὴ σκόνη, τὸν ὑγρὸ ἀέρα. Ἔσκυβα πάλι τὸ κεφάλι, ἀδύναμα ξερόχορτα στὶς ἀκμὲς τῶν τοίχων καὶ στοὺς ἁρμοὺς τοῦ δαπέδου, ἕνα λιωμένο ἀπὸ τὴ σκουριὰ τάσι πεταμένο στὴ ρηχὴ γούρνα τῆς μιᾶς βρύσης, σκουπίδια κάθε λογῆς καὶ ἀκαθαρσίες πολυκαιρισμένες.
Ἀνάσανα βαθιά. Ὅλα ἐπέστρεφαν ὁλοζώντανα καὶ μὲ τὴ θέρμη καὶ τὴν ὑγρὴ λάμψη τῆς σάρκας ποὺ στέκει δίπλα σου καὶ σφύζει ἀπὸ τὴ βουλιμία νὰ ζήσει. Ἀρκοῦσε νὰ βάλω τὸ καθετὶ στὴ σειρά του. Δὲ θὰ τὸ ἔκανα τώρα. Βυθίστηκα, ὅπως ἀποτίνει κανεὶς λίγη ἀναπόληση σὲ μιὰ ἀνάμνησή του περιβεβλημένη μὲ κύρος. Ὕστερα πῆρα τὰ πόδια μου πίσω.
XN3
Ἔξω στὴν αὐλὴ πάλι, ἄγγιζα τὸν κορμὸ τοῦ κυπαρισσιοῦ, ἀκούμπησα μὲ τὸ ἕνα πλευρό, στὸ τέλος κάθισα μὲ τὴν πλάτη στὴ βάση του. Κοίταζα μπροστά μου ἀλλὰ καὶ μέσα στὸ θολὸ ρευστὸ τῆς σκέψης μου καί, ἐνόσω ἄδειαζα ἀπὸ ἐμένα τὸν ἴδιο, στὶς πλάγιες ἀκτίνες τοῦ ἀπογεύματος τὰ αἰωρούμενα ἔντομα καὶ τὴ σκόνη. Κάποια στιγμὴ ξεχώρισα πίσω ἀπὸ τὰ ρουμάνια στὸ ἀκαλλιέργητο περβόλι τὰ ἀπομεινάρια ἀπὸ τὸ σπιτάκι τοῦ θείου Θρασύβουλου.
Δὲν ξέρω πόση ὥρα ἔμεινα γερμένος στὴ βάση τοῦ στιβαροῦ κορμοῦ. Ὅταν σηκώθηκα νὰ φύγω, σουρούπωνε. Σκοῦρο μενεξεδί, ἀραιωμένο ἰώδιο.
MN1
Ένας άντρας περπατάει τα μονοπάτια της εφηβείας του στο μαγεμένο νησί του Ιπποκράτη και ανάμεσα σε φοινικιές, πλατάνια, αρχαίες κολόνες και χαλάσματα ξαναβρίσκει τις διαδρομές των πέντε αισθήσεων. Ο Αντώνης Νικολής είναι μυθιστοριογράφος. Το βιβλίο του Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο από τις Εκδόσεις Το Ροδακιό. Φωτογραφίες από το Αρχείο Θανάση Νικολή.

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Η αριστερά είναι καθαρεύουσα.

Η αριστερά είναι καθαρεύουσα

image

















Athens Voice, 20-12-2012.

Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι. Μακάρι η ρήση να μην ισχύει και για κοινωνίες. Τώρα στο χείλος του χαίνοντος βαράθρου, δε μας έφταναν όλα τ’ άλλα, πιάσαμε και τις λεβεντιές, τα όργανα και τους χορούς.
Τίναζε τους ώμους γνωστός μου μεγαλοϊδιοκτήτης, «Τι χειρότερο να πάθω;», χειρότερο από τον ΕΝΦΙΑ εννοούσε, αν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ, τα ίδια και φίλη, αυτή μάλιστα με τον κανακάρη της σε ιδιωτική αγγλόφωνη ιατρική κάπου στις παραδουνάβιες, κοντά στα δέκα χιλιάρικα μόνο τα ετήσια δίδακτρα, η οποία από τη μια ξεμπροστιάζει τη σχολή του γιου της, «Μα να κάνουνε ανατομία στον πίνακα;! Με την κιμωλία;!», από την άλλη έχει, βέβαια, έτοιμη και τη λύση, «θα τον στείλω μετά για ειδικότητα στην Αγγλία, θα καλύψει το κενό». «Καλά, με τόσες ανάγκες σε σκληρό νόμισμα, και δεν ανησυχείς με τις εξελίξεις;», απόρησα. Μιλάγαμε όρθιοι σε δημόσιο χώρο, κατέβασε τον τόνο, «Μπα, γνωστός μου από τον κύκλο του Λαφαζάνη μού απέκλεισε το να βγούμε από το ευρώ».
Αλήθεια, πόση ακόμα μωρία, πόση λούμπεν αισθητική, πόση μικρομέγαλη ξιπασιά θα χωρέσει στη ζωή μας; Ειλικρινά δεν έχω απάντηση.
Τα πρόσωπα στην αφήγηση, τα άτομα και οι κοινωνίες στην πραγματική ζωή, μέσα στα όποια όρια του ζωτικού τους χώρου μοιάζουν «προγραμματισμένα» να επιλέγουν με το δικό τους τρόπο ανάμεσα σε όσα τους προσφέρονται, με άλλα λόγια να δημιουργούν τα ίδια το μέλλον τους. Ούτε ο αφηγητής στην αφήγηση, ούτε άνθρωπος στη ζωή μπορεί να αλλάξει πραγματικά το μέλλον ενός άλλου, ατόμου ή συνόλου. Δεν μπόρεσε να αλλάξει το μέλλον των Τρώων η Κασσάνδρα ούτε κοτζάμ Ελευθέριος Βενιζέλος, οξυδερκής όσο λίγοι και πραγματιστής, να μην παρασυρθεί από τη Μεγάλη Ιδέα.
Η εκτίμηση, που μοιάζει και πιθανότερη, για όσα μας συμβαίνουν αυτά τα χρόνια είναι πως οδεύουμε προς νέα μεγάλη καταστροφή. Αν η κοινωνία μας είναι «προγραμματισμένη» να καταστραφεί, ό,τι και όπως κι αν το πούμε, η καταστροφή δε θα αποφευχθεί. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να μιλάμε. Πέρα από τα αισθήματα και τις δράσεις αλληλεγγύης, την παραμυθία που συνεπάγεται η επικοινωνία και το μοίρασμα της αγωνίας , το σημαντικότερο, ετοιμάζουμε τη συνείδηση και το λόγο όσων θα ζήσουν στα χρόνια μετά την καταστροφή.
Υπάρχει, ωστόσο, και αντίλογος σχετικά με το πού ακριβώς βρισκόμαστε σήμερα. Αντίλογος που λέει ότι το πράγμα στο κράτος τούτο ’δώ είναι πλέον μόνο παρωδία και καρικατούρα. Ότι έστω και κακήν κακώς κι ασθμαίνοντες θα σερνόμαστε πάντοτε πίσω από την καρότσα της Ευρώπης, και ότι, δε βαριέσαι, τη μια στριμωγμένοι πίσω –πίσω μαζί με τα συμπράγκαλα, την άλλη κρεμασμένοι από κανένα πλαϊνό ιμάντα, σε απόσταση μα κι από κοντά θα συμπορευόμαστε με τις υπόλοιπες κοινωνίες της ηπείρου. Κλίνω, φοβούμαι, στην πρώτη εκδοχή, όμως, θαρρώ, και τα ευτράπελα από την παρωδία δημόσιου βίου που μας κατατρύχει ποτέ δε θα μας λείψουνε.
Διαβάζω, φέρ’ ειπείν, σε κοινοποιήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι οι βουλευτίνες του ΣΥΡΙΖΑ, αρνούμενες, -με το δίκιο τους κι αυτές-, τον έμφυλο / σεξιστικό τύπο: η βουλευτής, ζητούν να προσαγορεύονται με το σωστότερο: η βουλεύτρια (κατά το ο χορευτής, η χορεύτρια). Η αφεντιά μου, πάλι, απόφοιτος μεν του φιλολογικού της φιλοσοφικής, (αλλά όχι και κανένας ερευνητής γλωσσολόγος), εντούτοις δε γινότανε να μη βάλω υποψία. Πρώτον, αναρωτήθηκα, γιατί δεν προτιμήσανε το κατά τι πιο δημώδες βουλεύτρα (κατά το ο δουλευτής, η δουλεύτρα), ως αριστερές το να μην το καταδέχτηκαν λόγω του παρα-δουλεύτρα το απέκλεια. Ίσως λόγω του ψεύτρα ή του κλέφτρα. Υπέθεσα, το βουλεύτρια θα τους το σφύριξε κανένας φιλόλογος, όπως και το πιθανότερο, γιατί είχε προηγηθεί σχετική συζήτηση μεταξύ ειδημόνων.
Αλλά, πάλι, προς τι ο νεολογισμός, γιατί όχι το βουλευτίνα. Κατά το γιατρίνα, δικηγορίνα, κ.τ.ό. που είναι και το δόκιμο σε όλα τα λεξικά, μα και πιο οικείο στο νεοελληνικό γλωσσικό αίσθημα. Αλλά κάπου εκεί υπέπεσε στην αντίληψή μου σχόλιο, ότι ευλόγως η παραγωγική κατάληξη –ίνα ενοχλεί, διότι είναι, λέει, δάνειο από τη γερμανική γλώσσα. Αν πάντως είναι αυτός ο λόγος που τους βρομάει το βουλευτίνα, τις διαβεβαιώ ότι κατά τον Ν. Π. Ανδριώτη (Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής) είναι λατινικής προέλευσης (όπως Αγριππίνα, Μαρίνα κ.τ.ό.) και απαντάται στην ελληνική ήδη από τα μεσαιωνικά χρόνια. Να τις ενοχλούν και τα λατινικά δάνεια, δε θέλω να το πιστεύω.
Και είναι να μην ξυπνήσει το δαιμόνιο. Πώς και δεν το ’χα ξανασκεφτεί! Μήπως δεν είναι ο τύπος αριστερά κατάλοιπο της καθαρεύουσας; Ο αριστερός, η αριστερά, το αριστερόν, η αριστερά πτέρυξ της βουλής, εξ ου και το ουσιαστικό η αριστερά. Ανάλογα κατάλοιπα: η Καθαρά Δευτέρα, η φαιδρά (πορτοκαλέα), η πρεσβυτέρα κ.ά. Μήπως, λοιπόν, οι βουλευτίνες της ριζοσπαστικής αριστεράς να μεριμνούσαν και για την παράταξη στο σύνολό της; Όχι, οι βουλευτίνες της αριστεράς∙ οι βουλεύτριες της αριστερής.
Μετά ήρθαν και τα πρώτα αποτελέσματα στην ψηφοφορία για την εκλογή προέδρου, η πρώτη δόση του ζόφου, ας πούμε, ο συνειρμός με πήγε στον Ηλιού, στον Κύρκο, στον Παπαγιαννάκη, κι ύστερα σαν έκλαμψη: γιατί όταν ένας Έλληνας αριστερός είναι σοβαρός άνθρωπος, οι υπόλοιποι (Έλληνες) αριστεροί τον θεωρούν δεξιό;
Και γιατί, πάλι, είμαι σίγουρος ότι δε θα ’ταν λίγοι οι (Έλληνες) αριστεροί που θα επιχειρηματολογούσαν πως και η σοβαρότητα και η λογική συγκαταλέγονται στις δεξιές, συντηρητικές οπωσδήποτε, και πάντως όχι στις αριστερές ριζοσπαστικές αξίες; Ή μήπως και η λέξη αξία κάπως βαραίνει και αυτή;

imageΤο τελευταίο βιβλίο του Αντώνη Νικολή «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό».

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Του προφήτου Δανιήλ σήμερα.



Σήμερα είναι η ονομαστική του Δανιήλ. Δε θυμάμαι πότε ή πώς μου ήρθε στο μυαλό το όνομα. Μπορεί να πάσχω από δελτα-τροπισμό (Δ-ιονυσία, Δ-ανιήλ), αγαπώ πολύ το Δ-ημήτρης, επίσης.
Το εορτολόγιο λέει, κιόλας, -και για την Αθήνα το ξέρω σίγουρα- σήμερα γιορτάζουν και οι Διονυσίες και οι Διονύσηδες. Καλά θα ήταν να συμπίπταν οι γιορτές της Διονυσίας και του Δανιήλ μου. Αλλά στην Κω οι Διονυσίες γιορτάζουν 3 Οκτωβρίου και η Διονυσία μου –μην το ξεχνούμε- είναι Κώα.

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Οι δύο σκορπιοί.

Οι δύο σκορπιοί

image

















Athens Voice, 6-12-2014.
 
«Δε βλέπω το φασισμό και τον κομμουνισμό ως εχθρούς αλλά ως δύο σκορπιούς, ένα μαύρο και έναν κόκκινο, που πολεμούν μέχρι τελικής πτώσης μέσα σε ένα μπουκάλι.» [Ο φιλελεύθερος Τομ Πάλμερ στον Σακελλάρη Σκουμπουρδή (συνέντευξη εδώ στην Athens Voice, 2-12-2014).]
Προσέξτε τη δύναμη και την αξία των σχημάτων του λόγου. Ο Tom Palmer λέει, προφανώς, ότι ο φασισμός και ο κομμουνισμός είναι ομοειδείς οντότητες, αμφότεροι επιθετικοί και δηλητηριώδεις, απλώς διαφορετικού χρώματος, παράλληλα, ωστόσο, και νομίζω ασύνειδα, υποδηλώνει τους θεσμούς της κοινωνίας στην οποία ζει, καθώς τους δύο σκορπιούς τούς βλέπει να αντιπαλεύουν ο ένας τον άλλο όχι κάπου στο χώρο αόριστα, αλλά «μέσα σε ένα μπουκάλι».
Ένας Αμερικανός στοχαστής, δηλαδή, παρατηρεί ή περιεργάζεται τους εν λόγω σκορπιούς περιορισμένους σε χώρο ελεγχόμενο, σχεδόν σε εργαστήριο. Μπορούμε, κιόλας, -δικός μας άλλωστε ο καημός-, να συναγάγουμε, (στην προσπάθεια να μεταφέρουμε το παραπάνω απόσπασμα στη νεοελληνική γλώσσα και πραγματικότητα), και το ότι οι κανονικές δυτικές κοινωνίες τους δύο αυτούς σκορπιούς κοιτάνε να τους έχουν κλεισμένους σε μπουκάλια.
Σ’ εμάς, εδώ, αλίμονο, οι δυο τους, ο μαύρος και ο κόκκινος, εκτός που μοιάζουν, χτυπιούνται και πάνω στο στέρνο μας. Κι ύστερα πώς να κινηθείς, πώς ν’ ανασάνεις. Και μέχρι τούδε, άραγε, δεν είναι κόκκινο δηλητήριο οι φοροεπιδρομές, τα χαράτσια, δεν είναι μαύρο δηλητήριο οι δηλώσεις του υπουργού δικαιοσύνης για το γάμο ομοφύλων, το μισαλλόδοξο ορθόδοξο ιερατείο, οι εθνικιστικές αρλούμπες;

Το τελευταίο βιβλίο του Αντώνη Νικολή «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό».
image

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Η μωρία και το πουλί του παραδείσου.

Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι. Ισχύει κατά τα φαινόμενα και για κοινωνίες. Αφόρητη αισθηματολογία, πυρετική ηθικολογία, μην και δε βρει ο όχλος τη λύτρωσή του, πάση θυσία τον γκρεμό.

Τουλάχιστον στον κήπο άνθισε πουλί του παραδείσου. Είχα φυτέψει τη στρελίτζια μετά από ταξίδι στην πορτογαλική Μαδέρα πριν από δώδεκα χρόνια. Ετούτο είναι το πρώτο της άνθος. Το φωτογράφισε ο αδελφός μου Θανάσης.



Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Η προσευχή της παρθένου.

Και μια που το 'φερε ο λόγος...

Το γαρ πολύ του… κρατισμού γεννά παραφροσύνη.

Το γαρ πολύ του… κρατισμού γεννά παραφροσύνη

image
EMAIL
FACEBOOK
TWITTER
MORE
Κάπου στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, τέτοια εποχή περίπου, σε υπόστεγο στην Κυψέλη μ’ άλλους τέσσερις – πέντε, να ρίχνει καρεκλοπόδαρα, το νερό να έχει ανεβεί στα κράσπεδα των πεζοδρομίων, βρισκόμασταν ψηλά στη Λέλας Καραγιάννη, κατηφορικός δρόμος κι εντούτοις θύμιζε ήδη χείμαρρο, η νεροποντή στο μεταξύ να μοιάζει δίχως σταματημό, όταν ανάμεσα στους διπλανούς μου μία κυρία, περασμένα εξήντα, άρχισε τις τσιρίδες, «Το κράτος! Πείτε μου πού είναι το κράτος!». Αν το φώναζε μία ή δυο φορές μόνο, δε θα την απόπαιρνα. Επέμενε. «Να σας κάνει τι το κράτος;» την έκοψα. «Σοβαρολογείτε, κύριε, να μου κάνει τι το κράτος; Πώς θα πάω σπίτι μου εγώ μ’ αυτή την κατάσταση εδώ πέρα;»
Τα χρόνια που δίδασκα, όποιο θέμα κι αν έδινα σε εφήβους να αναπτύξουν, -σε καλούς και ευφυείς μαθητές λυκείου αναφέρομαι-, κατέληγαν αδιακρίτως όλοι σε μία μόνιμη επωδό, το κράτος ή η πολιτεία που οφείλει να κάνει αυτό ή εκείνο. Μα για τη διακριτικότητα τους ρώταγα, μου έγραφαν «η πολιτεία πρέπει μέσω της παιδείας να κάνει τους πολίτες διακριτικούς», μα και για τον εθελοντισμό ακόμα, το κράτος να τον οργάνωνε κι αυτόν. Περίπου ό,τι και οι δημοσιογραφίσκοι στα κανάλια του λαϊκισμού: «Εσείς, κυρία μου, από πότε ζείτε σ’ αυτές τις συνθήκες; Το κράτος νοιάστηκε ποτέ για σας;»
Όταν αρχές του ’91 στο Λονδίνο, σε κολλέγιο για τη γλώσσα, σε τμήμα ενηλίκων πολυεθνικής σύνθεσης, μου ξέφυγε το ότι στην Ελλάδα εύλογα υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον για μια θέση εργασίας στο δημόσιο, η Αγγλίδα καθηγήτρια και οι συμφοιτητές μου, απορημένοι, ζητούσαν να τους διευκρινίσω τι εννοούσα. Γι’ αυτούς ιδιωτικός ή δημόσιος υπάλληλος δεν είχε διαφορά. Πρόσφατα σε άρθρο του στο Protagon ο Τάκης Μίχας (Το πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ) ανέφερε τη μαρτυρία ξένου διπλωμάτη: «Όταν είπα στον κ. Σταθάκη ότι στην πατρίδα μου οι δημόσιοι υπάλληλοι -ακόμα και οι πρέσβεις- απολύονται με την ίδια ευκολία με την οποία απολύονται οι εργαζόμενοι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, δεν ήθελε να το πιστέψει!» Λοιπόν, προσωπικά, αυτή την παύση την είδα ωσεί αυτόπτης, θέλω να πω, το συνοφρύωμα, το υπομειδίαμα του σοβαρού πανεπιστημιακού, επιπλέον τον άκουσα και στην απάντησή του, αρθρωμένη σκόπιμα σε χαμηλό τόνο, μ’ εκείνη την πολύ στέρεη (και νεοελληνική αριστερή) βεβαιότητα: «Όχι, κύριε, δε σας πιστεύω!»
Γιατί να τον πιστεύει; Αυτές τις μέρες γνωστή μου βγήκε στη σύνταξη στα 42 της με εφάπαξ 120 χιλιάδες ευρώ. Να είναι υγιής και πολύχρονη, να χαίρεται την καλή της τύχη. Ποιο το ακριβές ποσό που θα εισπράξει ισοβίως η υπερτυχερή αυτή και ποια επένδυση θα της το εξασφάλιζε σε ίδιο βάθος χρόνου; Στο χρεοκοπημένο δημόσιο εδώ και πέντε χρόνια, άραγε, πόσες χιλιάδες ανάλογοι υπερτυχεροί; Και ακόμα μία ερώτηση (αυτή εξάπαντος ρητορική): θα ήτανε περισσότερο τυχερή, αν είχε κερδίσει στο λόττο ένα εκατομμύριο; Έκανα επίσης τη σκέψη, μη με πείτε είρωνα -πώς να την αποφύγω;-, είδα αγγελία πώλησης νησιού 65 στρεμμάτων σε τιμή μικρότερη του ενός εκατομμυρίου, άλλοις λόγοις, λιγότερες από δέκα σαρανταδυάρες υπάλληλοι, συμπηγνύοντας κοινοπραξία, το αγοράζουν κάλλιστα με τα εφάπαξ τους.
Συγχωρήστε με που δεν επιχειρηματολογώ. Πέντε χρόνια τώρα προσπαθώ να εννοήσω πώς ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού πιστεύει ότι, παρόλο που χρεοκοπήσαμε λόγω του τεράστιου στις δαπάνες του κράτους, θα σωθούμε αν το κάνουμε ακόμα μεγαλύτερο. Η λογική μου, όση διαθέτω, κατατάσσει το συλλογισμό στους παραλογικούς, στην καθαρή παραφροσύνη. Και η παραφροσύνη δεν κουβεντιάζεται. Να συμφωνήσω κιόλας σχετικά με την παράφραση του τίτλου, ότι ίσως είναι υπερβολικό να καταχωρίζονται στον …κρατισμό οι λογής στρεβλώσεις και δυσλειτουργίες, οι πολιτικάντηδες και η συνάφειά τους με την κοινωνία, η πελατειοκρατία δηλαδή. Ναι, αλλά πάλι, όταν δε σχεδιάζεται και δε λειτουργεί ορθολογικά η δημόσια διοίκηση, τι άλλο μπορεί να είναι ή να αναπαράγει ένα τόσο εκτεταμένο κράτος;
*Παραφράζω το γνωστό στίχο του Νίκου Γκάτσου «Το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη» (Η προσευχή της παρθένου, 1976) από τα «Παράλογα», τον κύκλο τραγουδιών σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, επίσης παράφραση από το λιγότερο γνωστό έμμετρο αφήγημα του Καισάριου Δαπόντε (1713/4 – 1784), «Κήπος χαρίτων» (1768), «Το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνην».

Το τελευταίο βιβλίο του Αντώνη Νικολή «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό».
image

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Οι πέντε αισθήσεις / από τον Νίκο Βατόπουλο στους Σελιδοδείκτες της Καθημερινής.



Καθημερινή, Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014.

Οι πέντε αισθήσεις

ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΤΙΚΕΤΕΣ: ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΕΣ
Αντώνης Νικολής,
«Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα».
εκδ. Το Ροδακιό, σελ. 136, τιμή 12 ευρώ.

Νουβέλα ενηλικίωσης, επιστροφής και αυτογνωσίας είναι «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα», το νέο βιβλίο του Αντώνη Νικολή, ο οποίος επιστρέφει με αυτό το πυκνό, σύντομο πεζογράφημα. Γραμμένο το 2009, πριν δηλαδή από το μυθιστόρημα «Διονυσία» (2012), το νέο, σε κυκλοφορία, βιβλίο του Αντώνη Νικολή έρχεται να επιβεβαιώσει ένα ιδιαίτερο χάρισμα στο χτίσιμο κόσμων. Οι κόσμοι του Αντώνη Νικολή αντλούν μεγάλη δύναμη από μια παράλληλη ανάγνωση της καθημερινότητας και θέτουν στη διάθεση του αναγνώστη τη συνειρμική ανάκληση με τη συνεργασία όλων των αισθήσεων.

Οπως η «Διονυσία», έτσι και ο «Δανιήλ» είναι λογοτεχνικά κείμενα των πέντε αισθήσεων. Ο «Δανιήλ», που διαδραματίζεται στη Ρόδο με τις παράλληλες «οθόνες» της επίσκεψης στον χρόνο της εφηβείας μέσα από τα μάτια της ωριμότητας, αποθεώνει τη «σωματική» γραφή και ανάγει τη συνδρομή της όσφρησης, της αφής, της γεύσης, σε μείζονες κινητήριες δυνάμεις.

Εχει πολλά στρώματα ανάγνωσης ο «Δανιήλ», που δεν είναι ο ήρωας, αλλά που δρα ως κόμβος και άξονας. «Ηρωας» είναι ο αφηγητής, που ως ώριμος άνδρας πλέον, καθώς συναντά τους επίσης ώριμους παλιούς φίλους της εφηβείας, όλοι παντρεμένοι με παιδιά, ξεκινά μια καταβύθιση στον θαμπό, σχεδόν υπερρεαλιστικό, αισθησιακό χρόνο της εφηβείας.

Ο Δανιήλ ήταν μία περσόνα του μικρού τόπου. Είχε τα κλειδιά του χαμάμ, γυναικείου και ανδρικού, που σαν ναός γεμάτος ατμό μυεί τους εφήβους στον κόσμο των αισθήσεων. Αλλά δεν πρόκειται για μία ακόμη είσοδο στο τοπίο των φαντασιώσεων. Περισσότερο είναι το ανάγλυφο ενός ψυχοσωματικού περάσματος ανάμεσα σε δύο χρόνους, δύο εαυτούς και το ενδιάμεσο αμνιακό υγρό. Οι περιφερειακοί χαρακτήρες έχουν όλοι σάρκα, ακόμη και όταν είναι απλά σκαριφήματα, αποκτούν βάρος, έστω και ως σκιές. Η ντοπιολαλιά, άριστα δουλεμένη. Αλλωστε, ένα από τα χαρακτηριστικά του Αντώνη Νικολή είναι αυτή ακριβώς η εμμονή με τη γλώσσα, που ποτίζει την αναγνωστική εμπειρία και την οδηγεί ώς το τέλος.

Ο Θρασύβουλος, ο θείος του Δανιήλ, είναι μία μορφή της νουβέλας. Αποκομμένος από την πραγματικότητα, ζει σε μια κατάσταση απόλυτης ακαθαρσίας και νοσηρής συνύπαρξης ακόμη και με νεκρές γάτες. Αυτή η ακραία κατάσταση, που παρουσιάζεται στον αναγνώστη όταν πεθαίνει η αδελφή του Θρασύβουλου (με όλο το τελετουργικό του θανάτου σε μια μικρή κοινότητα), έχει μια ανεξήγητα μεγάλη, υπόγεια δύναμη. Το ανθρώπινο σώμα ως σαρκίο, με εκκρίσεις και αποφορά, το ανθρώπινο σώμα ως τοπίο κάλλους ή ηδονής πρωταγωνιστεί με έναν τρόπο στον «Δανιήλ». Μέσα από αυτό, απέναντι σε αυτό, δίπλα, πλησίον, από μέσα προς τα έξω και από έξω προς τα μέσα, το ανθρώπινο σαρκίο αποκτά οντότητα μέσα και έξω από τους ήρωες. Γίνεται ένα σχεδόν ψευδαισθητικό όχημα για την ανάγνωση του εαυτού σε τοπία μνήμης και παρόντος που συμπλέουν, συγχέονται και διαθλώνται. Ενα κείμενο που επενεργεί και μετά την ανάγνωση. Το εξώφυλλο είναι ένα δυνατό εικαστικό έργο της Πελαγίας Κυριαζή. Η απόλαυση της ανάγνωσης ενισχύεται από την αισθητική των εκδόσεων «Το Ροδακιό».

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Με τον τρόπο της Σπυριδούλας Αποστολού.

Με την εγνωσμένη πια ευαισθησία, η Σπυριδούλα Αποστολού ανάρτησε στο χρονολόγιό της (fb):

"Στα ερείπια των σπιτιών, όσο ακόμα κρατάνε το βασικό σκελετό του κελύφους τους, κοντά σε γωνίες ή σε ακμές τοίχων, έχεις τη φευγαλέα ελάχιστη εντύπωση ανάμεσα σε ξερά ή χλωρά χόρτα και πέτρες ότι οσμίζεσαι τους ενοίκους τους", από το Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα!

Αυτό ακριβώς το συναίσθημα ένιωσα την περασμένη βδομάδα, όταν βρέθηκα στα ερείπια ενός σπιτιού στο οποίο είχα φιλοξενηθεί στο παρελθόν, Μ.Παρασκευή ήταν, και του οποίου ο σημερινός ιδιοκτήτης δεν επιτρέπει να το φωτογραφίζουν! (Το σπίτι της φωτογραφίας είναι από περσινό ταξίδι σε χωριό της Φλώρινας).

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Τελετουργίες.

Athens Voice, 15-11-2014.
image













Τα δημόσια πρόσωπα, επιφανή λίγο ή πολύ, αξιολογούνται στον καιρό τους όχι τόσο από τη δράση ή το έργο τους, όσο, και ιδίως σε καίριες στιγμές της σταδιοδρομίας τους, από την οικονομία στην έκφραση ή την παρουσία τους. Εξ ου και στα απολυταρχικά καθεστώτα η άκρα αυστηρότητα και επιμέλεια προκειμένου να σκηνοθετηθεί η δημόσια θέαση του μονάρχη και του επιτελείου του, με στολές, με τελετουργικές πομπές, με πρωτόκολλα. Μ’ όλα τούτα εξυφαίνεται η πλέον σοβαρή διάσταση του μύθου του: ο ηγέτης και η κουστωδία του είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι του χρόνου τους, άρα και του χρόνου πέρα από τους ίδιους, επομένως είναι διαρκείς και ακατάλυτοι.
Βέβαια, μετά το Διαφωτισμό, στα δυτικά συνταγματικά πολιτεύματα τουλάχιστον, και ιδίως από τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα με τη ραγδαία ανάπτυξη των μέσων επικοινωνίας, οι τελετουργίες απλοποιήθηκαν, έγιναν σχεδόν αδιόρατες, αλλά και γι’ αυτό κατά πολύ δυσκολότερες για τους ενδιαφερόμενους.
Πόσο πιο δύσκολο, φέρ’ ειπείν, για ένα σημερινό συνταγματικό μονάρχη κρατώντας ψηλά το κεφάλι ως εάν φορούσε κάποιο διάδημα και με την έγνοια για το όποιο κύρος της εξουσίας του, να απευθυνθεί στους πολίτες του με τηλεοπτικό διάγγελμα. Μαζί με την κάμερα στέκεται αντίκρυ του, στην απόσταση του ενός μέτρου, και ο τελευταίος… υπήκοός του. Και από τόσο κοντά, θνητοί απέναντι σε θνητό, υπήκοοι δε γίνεται να παραμείνουν οι πολλοί ούτε βασιλιάς ο στημένος. Κι ένας ελάχιστος μορφασμός, μία ανεπαίσθητη χειρονομία, ένα πλάγιο δειλό βλέμμα ή ένας αμήχανος σπασμός των βλεφάρων αρκούν, και ο βασιλεύς εκπίπτει, δεν είναι πια παρά σύμβολο, μία μαριονέτα παρωχημένων θεσμών.
Τις σκέψεις αυτές τις έκανα παρατηρώντας σε εξώφυλλα λαϊκών περιοδικών του ’60 στην έξοχη έκθεση που επιμελήθηκε ο Νίκος Βατόπουλος, (Αθήνα. Το πνεύμα του ’60: Μια πρωτεύουσα αλλάζει / Ελληνοαμερικανική Ένωση), την Αλίκη Βουγιουκλάκη με ή χωρίς τον Παπαμιχαήλ, γνήσιους πρίγκιπες της ελαφρολαϊκής αισιοδοξίας τότε, και σε άλλα εξώφυλλα τον Κωνσταντίνο με ή χωρίς την Άννα Μαρία, -τόσο λάθος, τόσο καρικατούρες και βασιλιάδων και λαϊκών ινδαλμάτων.
Βεβαίως, ετούτες οι άχαρες σύγχρονες τελετουργίες που είναι λιγότερο ή καθόλου τελετές, περισσότερο πούρα προπαγάνδα ή και οι περιβόητες στον κόσμο των πολιτικάντηδων επικοινωνιακές τακτικές, εντέλει αφήνουν την κρίσιμη ώρα ανυπεράσπιστο το δημόσιο πρόσωπο. Αν έχει έμφυτη και καλλιεργημένη την ικανότητα να αντιδρά καίρια και με οικονομία, θα σωθεί, αλλιώς, αναπόδραστα θα εκτεθεί, -που είναι και η δύναμη της δημοκρατίας: κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να αποφεύγει εσαεί το δημόσιο έλεγχο. Η μνήμη μας είναι γεμάτη από θεσπέσια ανάλογα… ενσταντανέ. Ποιο να πρωτοθυμηθούμε; Τον Ανδρέα Παπανδρέου στη σκάλα της προσγείωσης να καλεί με νεύμα από το εσωτερικό του αεροπλάνου τη Δήμητρα Λιάνη μετά το Χέρφιλντ, και για να μην απομακρυνθώ από τη μοιραία οικογένεια, τον πρωτότοκό του στο λιμανάκι του Καστελλόριζου, να μην το πιστεύεις πόση πολλή έλλειψη οικονομίας, πόσο πολύ νερόβραστο lifestyle την πιο κρίσιμη στιγμή της μεταπολεμικής ζωής αυτής της πολύπαθης χώρας;
Οι Έλληνες αισθηματολογούμε στα ζητήματα της καθημερινής ζωής, ηθικολογούμε στα ευρύτερα πολιτικά, από μία άποψη αρνούμαστε συστηματικά τη λογική, τον ορθό λόγο, στους ποικίλους θεσμούς του βίου μας. Αυτό επιμένουμε να το ονομάζουμε πολιτιστική διαφορά με τη δύση και άλλες στομφώδεις καθ’ ημάς μπούρδες, παραβλέποντας την κακοδιοίκηση, την ασχήμια, την κακή ποιότητα της ζωής που αναπόφευκτα σωρεύει. Και είναι εύλογο, όταν εκλείπει ο ορθός λόγος, η κοινωνική ζωή να μην εκλαμβάνεται ως ιστορικός χρόνος και στίβος της πολιτικής, αλλά ως μια διαδοχή τελετουργιών.
Ένα καλό τέτοιο παράδειγμα υπήρξε η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας από μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού. Ήταν οι αόρατοι και άτεγκτοι τιμωροί, οι υπερασπιστές των λαϊκών δικαίων. Ούτε τότε ούτε τώρα αντιλαμβάνεται η πλειονότητα έννοιες όπως ανθρώπινα δικαιώματα, το αναφαίρετο της ζωής, τη διάκριση των εξουσιών. Τους τρομοκράτες τούς απαξίωσε η τελετουργία της σταδιακής δημόσιας αποκάλυψης του ενός μετά τον άλλο, αφότου έσκασε η βόμβα στα χέρια του Σάββα Ξηρού. Μα δεν ήταν παρά κυρίως μια φαμίλια παπαδοπαίδια με δυσκολίες ενηλικίωσης. Τίποτε το ιδιαίτερα διαφορετικό. Ξεφούσκωσε τόσο ο μύθος τους αφ’ ης στιγμής τούς παρέλαβε η δημοσιότητα, που είναι πιθανότερο να ακούσει κανείς σήμερα το «Πού είσαι, Παπαδόπουλε» παρά το «Α, ρε, 17 Νοέμβρη που σας χρειάζεται», ακόμα και ανάμεσα σε αγανακτισμένους, πολλώ μάλλον ανάμεσα στους επίσης πολυάριθμους ψεκασμένους, θολούς δεξιούς ετούτους.
Και μια και το ’φερε ο συνειρμός στη βόμβα και στα χέρια του Σάββα Ξηρού, κι όλα δείχνουν πως μετά την εσωτερική κατάρρευση (αδυναμία μείωσης εξόδων, είσπραξης εσόδων, ασφαλιστικό κ.λπ.) αργά ή γρήγορα η ελληνική οικονομία με τη σειρά της θα σκάσει στα χέρια κάποιου, (που για λόγους δραματουργικής συνέπειας ή ιστορικής δικαιοσύνης, νομίζω, οφείλουν να είναι χέρια ηθικού αυτουργού της χρεοκοπίας που ζούμε, χέρια ηγέτη της αριστεράς δηλαδή), μας μέλλονται, θαρρώ, τελετουργίες με πολύ σασπένς.
Οι δεξιοί ξέραμε πώς θα τις παίρνανε πίσω τις λαϊκίστικες αποκοτιές, περίπου σαν κάτι γόνοι καλών οικογενειών που παράστησαν στις αλάνες τους νταήδες: λίγο θα ’γερναν το κεφάλι, θα ’κλειναν τα βλέφαρα, κάπως θα μαλάκωναν τη φωνή, μέσες άκρες θα σοβαρεύονταν. Ποιος εξεπλάγη, πραγματικά; Θα είναι το ίδιο, άραγε, για τους λεβέντες της αριστεράς; Όταν ολόκληρος είσαι η οίηση αυτού που κατέχει τη μόνη αλήθεια, εκείνου που ξιφουλκεί κατά παντός, που δεν ορρωδεί προ ουδενός, και άλλα τέτοια καλλιεπή, όταν θα σκάσει στα χέρια σου η ολίγη (εναπομείνασα) ευμάρεια των ψηφοφόρων σου, να σε δω πώς θα σκύβεις το κεφάλι πάνω από το αμαξίδιο του Σόιμπλε, μ’ όλες τις συνήθεις μικροπολιτικές στρεψοδικίες, με τι λόγια, εντούτοις, θα ομολογήσεις συντριμμένος την αδήριτη πραγματικότητα, να δω το καμπούριασμα, τους γερμένους ώμους, να δω στα μάτια τον περισπασμό από σκέψεις άλλες κάτω απ’ τα λόγια, να δω τα δάχτυλα των χεριών, ανάερα εκεί στα πλάγια της εικόνας να σχηματίζουν τις χειρονομίες της εσχάτης αμηχανίας, ν’ ακούσω τους σπασμένους φθόγγους.
Όλα θα τα ζήσουμε, καλοί μου φίλοι. Υγεία να έχουμε και αντοχή στις αντιξοότητες. Όλα, σαν μια μακριά και συναρπαστική διαδοχή τελετουργιών.
Υ.Γ. Πριν από τρεις μήνες συντάσσοντας το βιογραφικό για το τελευταίο μου βιβλίο, μαζί με τις ελάχιστες τέσσερις πληροφορίες (χρονολογία γέννησης, σπουδές, δύο προηγούμενοι τίτλοι βιβλίων), σημείωσα και το ότι «από τις αρχές του 2013 δημοσιεύει άρθρα του στη Φωνή της Αθήνας (Athens Voice)», με την επίγνωση πως ως συγγραφέας με τη συνεργασία μου αυτή και ιδιαίτερα σε τούτα τα περίεργα χρόνια μόνο τιμή κληροδοτώ στα έργα μου. Όλοι, δημοσιογράφοι, συνεργάτες, αναγνώστες, θα ρθει καιρός που θα νιώθουμε πολλή περηφάνια για τη Φωνή της Αθήνας. Έτσι ιδωμένος ο πρόσφατος εμπρησμός στα γραφεία της είναι ακόμα ένας προπομπός αυτής της περηφάνιας και της τιμής.

Το τελευταίο βιβλίο του Αντώνη Νικολή, «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό».
image

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Κώστας Ακρίβος: Τελετή ενηλικίωσης / ένα κριτικό σημείωμα για τον Δανιήλ.



Από τον Κώστα Ακρίβο, στο χρονολόγιό του (facebook).

Μεγάλη χαρά να επαινούν τα κείμενά σου συνάδελφοι, ιδίως όταν συγκαταλέγονται στους αξιότερους. 

"ΤΕΛΕΤΗ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗΣ
Ο 48χρονος Μιχάλης, οικογενειάρχης με δύο ενήλικα παιδιά, επιστρέφει στο νησί του για να τακτοποιήσει μια υπόθεση κληρονομιάς. Με το που πατάει το πόδι του στο λιμάνι και για τις επόμενες 6-7 μέρες κατακλύζεται από μνήμες. Μνήμες, όμως, που επικεντρώνονται σ΄ ένα και μόνο γεγονός της εφηβείας, ίσως το κορυφαίο της ζωής τους: πώς γνώρισε τον μεσήλικα Δανιήλ και πώς μυήθηκε απ΄ αυτόν στον έρωτα διά της αντρικής οδού. Ο γοητευτικός όσο και παράξενος Δανιήλ ήταν τη δεκαετία του ΄70 ο ιδιοκτήτης του χαμάμ του νησιού. Τόπος όπου όχι μόνο καθαρίζονταν τα σώματα, αλλά οι περισσότεροι νέοι έρχονταν σε πρώτη επαφή με την μυσταγωγία του έρωτα. Έναν έρωτα ολοκληρωτικό, πολλαπλό, αδιακρίτως φύλου, ηλικίας και κοινωνικών κλισέ. Έρωτα απόλυτο. Ο Αντώνης Νικολής με αφηγηματικό οίστρο και διαύγεια που καθηλώνει περιγράφει τόπους, συνήθειες και ανθρώπους που ο αφηγητής γνώρισε στην ηλικία των 16-17 ετών. Καλύτερα ωστόσο, δηλαδή πιο καθηλωτικά, φωτίζει εσωτικά τοπία, συνευρέσεις απλών μα τόσο διαφορετικών ανθρώπων της μικρής κοινωνίας του νησιού και ακτινογραφεί το μέγα μυστήριο του έρωτα σε όλο του το μεγαλείο. Μια νουβέλα που τολμά με την άφθαστη ποιότητά της και η οποία καταγράφεται στα συν του καταξιωμένου πεζογράφου."

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Ο Δανιήλ στο μπλογκ Θωμάς Ξωμερίτης.

(Ο καλός φίλος και χρονικογράφος / μπλόγκερ Θωμάς Ξωμερίτης στη χτεσινοβραδινή ανάρτησή του με πολλή ευαισθησία αναζητεί στο τωρινό πολιτικό - πολιτιστικό περιβάλλον το στίγμα του Δανιήλ, έξοχα επίσης τον εικονογραφεί.)

Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα


...Δεν είχε νόημα, παρέλυα, αφηνόμουν στα νερά μιας αργόσυρτης άμπωτης, αυτή θα με απομάκρυνε, ξεμάκραινα από την ακτή με τα σχήματα και με τα περιγράμματα των όντων, χανόμουν σε κάτι ζεστό, αλλού χλιαρό αλλού καυτό, σ’ ένα χαυνωτικό αποκάρωμα, με όλα να μετεωρίζονται χαλαρά και παραιτημένα από την πραγματικότητά τους, παραισθήσεις, να καίει το σβέρκο μου από το χνότο ενός άντρα που δεν έβλεπα…

Ίσως μερικοί αναρωτηθούν για τη σχέση των τωρινών καιρών με το πρόσφατο βιβλίο του Αντώνη Νικολή. Είμαι σίγουρος ότι και το 1972 πολλοί αναρωτήθηκαν ανάλογα, τότε με την κυκλοφορία του «Ο Μεγάλος Ερωτικός» του Χατζιδάκι.

Στις συζητήσεις μου με το φίλο Αντώνη έχω διαφωνήσει σε πολλά αναφορικά με το τί είναι αναγκαίο στην Ελλάδα, ώστε να σταματήσει η κατρακύλα. Συμφωνούμε όμως σ’ ένα ουσιαστικό. Οι καιροί γεννούν νεύρωση και κατάθλιψη, κι ο έρωτας είτε εκδηλώνεται ως νεύρωση (θύτης - κάτι που ίσχυε περισσότερο πριν την κρίση), είτε λάμπει από απουσία ως το μεγάλο κενό μέσα στην κατάθλιψη (θύμα –το δεύτερο είναι το πιθανότερο στις μέρες μας).

Ο Δανιήλ του Νικολή είναι ο Μεγάλος Ερωτικός του 2014, το θετικό σημείο των καιρών. Τελετή μύησης εφήβων, όπως εκείνες των νέων της Νέας Γουινέας από τους γηραιότερους και σοφότερους της φυλής. Αλλά κάτω από το φως της Εγγύς Ανατολής· τελετή στην οποία συμμετέχουν ισότιμα οι γυναίκες. Το κάλεσμα στη νιότη από τη χαρά της ζωής το οποίο ο φόβος της καθημερινότητας (σοβαροφάνεια και σεμνοτυφία) το σπρώχνει, τελικά, κάτω από το χαλί.

Ο Έρωτας μας εκδικήθηκε τα χρόνια των παχιών αγελάδων, ως κλειδαρότρυπα και ανικανοποίητο εθισμού (τότε που πιστεύαμε ότι είμαστε cool, δηλαδή απελευθερωμένοι). Κι εξακολουθεί να μας εκδικείται, τώρα που έχουμε ανάγκη τη χαρά του περισσότερο από ποτέ, σαν τον βρίσκουμε πεθαμένο από ασφυξία κάτω από το βάρος του χαλιού και των χρόνων. Κομμένα τα φτερά των Ελλήνων αντρών, τίποτα δεν απογειώνεται σε κενό αέρος, μέσα σε άδεια μάτια σπίθα δεν ανάβει.

Γι’ αυτό το «Ο Δανιήλ πάει στη Θάλασσα» είναι πολιτικό βιβλίο, με τον τρόπο που θεώρησε ο Χατζιδάκις πολιτική την κυκλοφορία του «Μεγάλου Ερωτικού» - η δήλωσή του για την επταετία.

Ο Μέγας Θεός Διόνυσος, ο Άγιος Δανιήλ και – πριν μερικά χρόνια - η τελευταία Μεγάλη Ιέρειά του, η Διονυσία. Η οποία όταν θέλησε να ξορκίσει του καιρούς που κατασπάραξαν τη ζωή της, νικήθηκε. Κανιβαλισμός και ωμοφαγία. Ολυμπιακές νευρώσεις, ο εθισμός στην Αθήνα του 2004.

Στο νέο του βιβλίο ο Νικολής έχει χωρέσει την ελπίδα. Ζεστό το άγγιγμα του Δανιήλ το 2014, γλύκανε ο Διόνυσος, η θύμησή του λυτρωτική όπως άγγιγμα φθινοπωρινού ήλιου πριν βυθιστεί στη θάλασσα· χαρίζοντας - όπως φιλί - λίγη υγρασία σε στεγνά χείλη.

Ο Διόνυσος κομμάτια – σάρκα και αίμα· αλλά πάντα ανασταίνεται. Κάποτε στο μέλλον, όχι τώρα. Τώρα, πρόσω για έναν άλλο στέρφο χειμώνα. Ελπίζω ο Δανιήλ να μας κρατήσει ζεστούς, εμάς και τη Γη, μέσα στο χειμώνα αυτό. Και την επόμενη Άνοιξη, ίσως… ποιος ξέρει;

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Πελαγία Κυριαζή, Το όνειρο και το οικείο / The dream and the familiar.



Για τη σημαδιακή συνάντηση με την Πελαγία πριν από δύο περίπου εβδομάδες έκανα ήδη λόγο. Έκτοτε όλο και βαθαίνουν τα αισθήματα ανάμεσά μας. Την προπερασμένη Κυριακή πήγαμε για καφέ στη Φωκίωνος, ψηλά, στου Στράτου. Την περασμένη, χτες, κατηφορίσαμε πεζοί, διασχίσαμε το Πεδίο του Άρεως, τα Εξάρχεια, καταλήξαμε στο Black Duck της Κλαυθμώνος. Μείναμε εκεί για κάνα δίωρο, ύστερα πάλι πεζοπορώντας επιστρέψαμε Κυψέλη. Μου έλεγε για τα χρόνια της στη Νέα Υόρκη, τις εκθέσεις ζωγραφικής, ιδίως για την τελευταία Το όνειρο και το οικείο στο ΜΙΕΤ, της έλεγα για τον Σαχτούρη, τα ραντεβού τα απογεύματα στις επτά στο σπίτι του στη Μηθύμνης, μιλάγαμε (πιασμένοι από την ίδια ησυχία, αντικριστά καθισμένοι στην αυλή με τους τοίχους στο χρώμα της ώχρας) για το ασυνείδητο, για την καταπακτή του, για τα ανέβα – κατέβα αποκεί κάτω. Και άλλα πολλά είπαμε, και πιο προσωπικά, πιο ιδιωτικά. Ένα φθινοπωρινό μεσημέρι Κυριακής.

Η Πελαγία, σε αρμονία και με τ’ όνομά της, όταν βγαίνει στον κόσμο, κοιτάζει με μάτια μισόκλειστα, είναι στην παραλία, κάθεται στα βότσαλα, ντυμένη, αγναντεύει το νερό.