Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Ομόφυλο ζευγάρι οι πρώτοι δημοκράτες αγωνιστές.


Στη μνήμη του Λουκά Θεοδωρακόπουλου (1925-2013)

Οι πρώτοι στην ιστορία αγωνιστές της δημοκρατίας υπήρξαν δύο ομόφυλοι εραστές, οι οποίοι μάλιστα έδρασαν ενάντια στην τυραννία υπερασπιζόμενοι τον έρωτά τους. Οι τυραννοκτόνοι Αρμόδιος και Αριστογείτων.
Όπως μας εξιστορεί το συμβάν ο Θουκυδίδης, -τα αποσπάσματα από τη μετάφραση του Ελευθέριου Βενιζέλου: «Θα προβώ ήδη εις την εκτενεστέραν οπωσδήποτε διήγησιν της ερωτικής περιπέτειας, εκ της οποίας προεκλήθη το τόλμημα του Αριστογείτονος και του Αρμοδίου. (…)

»Όταν ο Αρμόδιος έφθασεν εις το άνθος της νεανικής ωραιότητος, ο Αριστογείτων, πολίτης της μέσης τάξεως, είχεν αυτόν ως εραστήν. Ο υιός του Πεισιστράτου Ίππαρχος επεχείρησε ν' αποπλανήση τον Αρμόδιον, ο οποίος απέκρουσε τας προτάσεις του και κατήγγειλε το πράγμα εις τον Αριστογείτονα. Ούτος, βαρυαλγής εκ του ερωτικού πάθους και φοβηθείς μήπως ο Ίππαρχος, ως εκ της δυνάμεώς του, καταφύγη εις την βίαν, διά να του αποσπάση τον Αρμόδιον, ήρχισεν ευθύς διοργανώνων κρυφίως την ανατροπήν της τυραννίδος με κάθε μέσον το οποίον διέθετε. Και επειδή εν τω μεταξύ ο Ίππαρχος, επαναλαβών τας προτάσεις του προς τον Αρμόδιον, δεν επέτυχε μεν περισσότερον από την πρώτην φοράν, αλλά και δεν ηθέλησε να προσφύγη εις βίαια μέτρα, επεδίωκεν όμως την δημιουργίαν ευκαιρίας, όπως τον προπηλακίση δι' υπούλου τρόπου, χωρίς ν' αφήση να φανούν τα αληθή αυτού ελατήρια. Διότι η εξουσία του γενικώς δεν ήτο επαχθής εις τον λαόν, και είχε κατορθώσει ν' ασκή αυτήν κατά τρόπον μη προκαλούντα αντιπάθειας. (...)

»Κατά τοιούτον τρόπον, ερωτική λύπη υπήρξεν η αρχή της συνωμοσίας του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος, των οποίων ο αιφνίδιος φόβος επροκάλεσε το παράλογον τόλμημα. Μετά τούτο, η τυραννίς κατέστη επαχθεστέρα διά τους Αθηναίους, και ο Ιππίας, διατελών ήδη υπό το κράτος φόβου μάλλον, και πολλούς εκ των πολιτών εθανάτωσε και συγχρόνως εξήταζεν επιμελώς, διά να ίδη εάν, εις περίπτωσιν πολιτικής ανατροπής, ηδύνατο να εύρη εις το εξωτερικόν τόπον τινα όπου να καταφύγη ασφαλώς.» (Θουκυδίδου Iστοριών, βιβλ. VI, 54-59, μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου).
Χάριν οικονομίας συνοψίζω: ο Αρμόδιος πληροφορεί τον ερωτικό του σύντροφο Αριστογείτονα ότι παρενοχλείται από τον Ίππαρχο, τον αδερφό του κυβερνώντος Ιππία, -οι δύο τελευταίοι είναι γιοι και διάδοχοι του τυράννου Πεισίστρατου. Οι εραστές συνωμοτούν εναντίον τους. Στη γιορτή και κατά την πομπή των Μεγάλων Παναθηναίων του 514 π.Χ., επιτόπου σκοτώνεται ο Ίππαρχος αλλά και ο Αρμόδιος, ο Αριστογείτονας θανατώνεται αργότερα, μετά από βασανιστήρια. Το τυραννικό καθεστώς του Ιππία σκληραίνει τα επόμενα τέσσερα χρόνια, μέχρι που ανατρέπεται από τους Αλκμεωνίδες. Τότε οι δύο εραστές, κι ας ήταν η πράξη τους η αρχή μόνο της πτώσης των τυράννων, ηρωοποιούνται. Οι πρώτοι ήρωες του πρώτου δημοκρατικού πολιτεύματος. Προσφερόταν θυσία ετησίως στους τάφους τους, υμνήθηκαν με συμποτικά τραγούδια, στους απογόνους τους παρασχέθηκε ατέλεια και σίτιση στο Πρυτανείο και απαγορεύτηκε να δίνονται τα ονόματά τους σε δούλους. Τέλος, χάλκινοι ανδριάντες τους στήθηκαν σε κεντρικό σημείο της Αγοράς.
Αξίζει από την εξιστόρηση του Θουκυδίδη να κρατήσουμε αυτή την ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: «η εξουσία του», του Ιππία δηλαδή, «γενικώς δεν ήτο επαχθής εις τον λαόν», λαϊκή δυσαρέσκεια προς τους τυράννους δεν υπήρχε, την πρώτη ρωγμή στο τυραννικό καθεστώς θα την άνοιγε η διεκδίκηση της αυτοδιάθεσης δύο ατόμων, και μάλιστα στην περισσότερο δυσφημισμένη σύγχρονη εκδοχή της ατομικότητας, στην περιοχή του ερωτικού βίου. Μπορούμε, νομίζω, να συναγάγουμε ότι η δημοκρατία είναι σύμφυτη με την κατά το δυνατόν απρόσκοπτη έκφραση της ατομικότητας, των μειονοτήτων συνεκδοχικά, και παράλληλα, βέβαια, με τους τρόπους να ασκεί η πλειοψηφία τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Αλλά και ό,τι στην αρχαία δουλοκτητική κοινωνία αναγκαστικά θα παρέμενε αιρετικός, περιθωριακός λόγος (σοφιστική), στη σύγχρονη εποχή θα γινόταν η θεμελιώδης για το Διαφωτισμό σκέψη του Τζον Λοκ, η έννοια των φυσικών αναφαίρετων δικαιωμάτων του ατόμου (ζωής, ελευθερίας, ιδιοκτησίας) που το κράτος οφείλει να εγγυάται και να διασφαλίζει.
Ένα άλλο που αξίζει να αναλογιστούμε είναι τα πρότυπα που προήγε εκείνη η κοινωνία. Γιατί δεν αποσιώπησαν ή δεν υποβάθμισαν τη συμβολή των δύο εραστών; Αντίθετα έστησαν τους ανδριάντες τους -αν κρίνουμε από το ρωμαϊκό αντίγραφο, δυο στιβαροί ωραίοι άντρες, ο ώριμος γενειοφόρος Αριστογείτονας, ο νεαρός Αρμόδιος- στο κέντρο της αγοράς, να λειτουργούν ως παραδείγματα στους ελεύθερους πολίτες. Αυτό συνέβη το 510 περίπου π.Χ., στο τέλος του 6ου αιώνα δηλαδή, πριν από τον χρυσό 5ο, πριν από την ακμή της αθηναϊκής δημοκρατίας. Όταν πέρναγαν από κει οι παιδαγωγοί συνοδεύοντας τους ανήλικους Αθηναίους εφήβους ή παιδιά, αλήθεια, τι έκαναν; Τους έκλειναν τα μάτια; Τους απέκρυβαν το ότι οι τιμώμενοι δύο υπήρξαν μεταξύ τους εραστές; Δεν έφτιαχναν, άραγε, τ’ ανήλικα παιδιά εικόνες από τα κατ’ ιδίαν «καμώματα» εκείνων των δύο ωραίων; Πάντως πρόκειται για τα αγοράκια και τους εφήβους που άντρες αργότερα πολέμησαν τους Πέρσες στο Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα, για τους ίδιους που έκαναν για μερικούς αιώνες αυτόν τον τόπο πραγματικό κέντρο του κόσμου.
Το ένα μετά το άλλο τα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη διευρύνοντας ακόμα μία φορά σε πλάτος και βάθος την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκχωρούν τα πλήρη αστικά δικαιώματα του γάμου και στα ομόφυλα ζευγάρια, ως την αδιαμφισβήτητη άρση κάθε νομικής διάκρισης σε βάρος τους. Στην Αγγλία το γάμο ομοφύλων υποστήριξαν ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Νικ Κλεγκ εξαίροντας τη μέρα της υπερψήφισης σε ορόσημο για την ισότητα στη χώρα τους. Στη μακρινή Νέα Ζηλανδία ο εισηγητής Μορίς Ουίλιαμσον με πολύ χιούμορ και συγκίνηση μίλησε για λογική και ελευθερία.

Την περασμένη Παρασκευή εξέλιπε ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος. Ο αισθαντικός ερωτικός ποιητής στα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, συνιδρυτής του ΑΚΟΕ και εκδότης του «ΑΜΦΙ», έδωσε το πρόσωπο, το όνομα και τη δράση του στον αγώνα ενάντια στην ντροπή και την ενοχή που ίσαμε τότε συνεπαγόταν η λέξη ομοφυλοφιλία στην Ελλάδα. Ας είναι συχνή η μνεία του και η ευγνωμοσύνη μας στη μνήμη του.

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Τιμές αρχηγού κράτους στον αρχηγό του σύμπαντος;


Τιμές αρχηγού κράτους στον αρχηγό του σύμπαντος;

Eκκλησία και κράτος


Πλησιάζει η Μεγάλη Εβδομάδα του ορθόδοξου Πάσχα και μαζί της η πλέον γκροτέσκα και δηλωτική του αδιεξόδου της κοινωνίας μας τελετή, η υποδοχή του «Αγίου Φωτός» στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» με τιμές αρχηγού κράτους.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα το πράγμα σε τηλεοπτικό ρεπορτάζ. Έγειρα το κεφάλι και το χάζευα σαν την πιο απίθανη παλαβομάρα. Το κόκκινο χαλί, το άγημα, την μπάντα, ένα δεσπότη, έναν αρχιμανδρίτη, τους άλλους ιερωμένους, τον υπουργό ή τον υφυπουργό, βουλευτές εκπροσώπους κομμάτων, τους υπόλοιπους συνοδούς της ειδικής πτήσης προς και από τα Ιεροσόλυμα, τη… νεοελληνικότατη –ούτως ειπείν– κουστωδία και πομπή.
Όταν ένα κομμάτι του πληθυσμού πιστεύει ότι κάπου συντελείται κάποιο θαύμα, ένα κράτος, ένα σοβαρό κράτος, έχει δύο εναλλακτικές. Είτε αποδέχεται την ύπαρξη του υπερφυσικού γεγονότος, εν προκειμένω την εμφάνιση του «αγίου, ιερού και ανεσπέρου φωτός» και εξ αυτού συνεκδοχικά του Θεού, οπότε, θεοκρατικό καθεστώς πια, υποδεικνύει στους υπηκόους του γονυκλισίες και μπρουμυτίσματα, την άκρα ευλάβεια, τις τιμές θέλω να πω που αρμόζουν στον υπέρτατο αρχηγό του σύμπαντος κόσμου, είτε εκτιμά πως πρόκειται για δοξασία ενός μόνο θρησκευτικού δόγματος και δεν επιτρέπει το πράγμα να κοστίσει στο δημόσιο ταμείο δεκάρα τσακιστή ούτε ως τελετή να αποκτήσει κύρος κρατικό - θεσμικό.
Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτό που ονομάζουμε και δημοκρατικό πολίτευμα. Το οποίο αφήνει τις σχετικές μέριμνες στο ενδιαφερόμενο ιερατείο, και εκείνο εφόσον το θεωρεί αναγκαίο, με δικά του έξοδα, πηγαίνει και έρχεται από τα Ιεροσόλυμα π.χ., κομίζει δείγματα του θαύματος στους πιστούς του. Όπως περίπου συνέβαινε μέχρι το 1988, που το «Άγιο Φως» ταπεινό –κατά πώς ταιριάζει στους αγίους– ταξίδευε με το βαπόρι, έφτανε στην Αθήνα μία εβδομάδα μετά την Ανάσταση. Κι εδώ που τα λέμε, αυτά τα πράγματα έχουν από τη φύση τους το ακαταλόγιστο. Κάποτε φυλάσσονταν σε μοναστήρια φιαλίδια με σταγόνες γάλα από το στήθος της Θεοτόκου ή σταγόνες ορού από το λογχισμένο πλευρό του Εσταυρωμένου, – που θα πρόσθετε και ο Ροΐδης.
Άλλωστε, αν δεν ήμασταν κράτος αμφιβόλου δημοκρατικότητας και αναμφιβόλου φαιδρότητας, οποιοσδήποτε θα καταλάβαινε ότι είναι πράγμα βλάσφημο να υποδέχεσαι τον Θεό με τις τιμές που υποδέχεσαι π.χ. τον αρχηγό της Μάλτας.
Το ορθόδοξο ιερατείο πάντως δεν είναι φαιδρό. Κάνει τους δικούς του υπολογισμούς και απ’ ό,τι φαίνεται βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον λογιστικά σωστούς. Ενεργεί με στρατηγικό στόχο να παραμείνει η εκκλησία δημόσια επιχείρηση, με το προσωπικό και τα έξοδά της καλυπτόμενα από το δημόσιο ταμείο, ένας από τους κύριους στυλοβάτες της κοσμικής εξουσίας. Απειλείται από τον πολιτικό φιλελευθερισμό, την πραγματική συνταγματική κατοχύρωση της ανεξιθρησκίας, το διαχωρισμό κράτους - εκκλησίας.
Τα νεοελληνικά συντάγματα, οι καταστατικοί χάρτες του πολιτεύματος, ξεκινούν πάντοτε –το άκρον άωτον του οξύμωρου– με τη φράση: «στο όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», μιλούν για «επικρατούσα θρησκεία», θεωρούν αποστολή του κράτους την «ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης», για ξεκάρφωμα κάνουν λόγο και για ανεξιθρησκία, – ο Θεός να την κάνει. Δεν είναι άσχετα αυτά με τη γενικότερη νεοελληνική κακοδαιμονία. Το ελληνικό κράτος υπήρξε δημιούργημα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, τον οποίο η ελληνική κοινωνία ουδέποτε αφομοίωσε.
Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα που απελευθερώνει το άτομο από την κοινωνία. Με τη θεσμοθέτηση των αναφαίρετων δικαιωμάτων και τη διάκριση των εξουσιών. Καμιά πλειοψηφία δεν μπορεί να διεκδικήσει για τα μέλη της διακρίσεις σε βάρος των μελών εκείνης ή της άλλης ομάδας της μειοψηφίας.
Υπάρχουν Έλληνες πολίτες ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι ή άθεοι. Πώς βιώνεται από έναν καθολικό Συριανό, για παράδειγμα, το «ελληνισμός και ορθοδοξία», η σταθερή συσχέτιση πολιτείας και ορθόδοξης εκκλησίας, τα χαράτσια και οι φόροι που πληρώνει και που μερίδιό τους γίνεται μισθοδοσία των ιερέων της «επικρατούσας», όχι των ιερέων του δικού του δόγματος, που τα παιδιά του όπως κι ο ίδιος παλιότερα εξαιρούνται από το μάθημα των θρησκευτικών, περιπλανώμενα σε άλλες αίθουσες ή μόνα στην άκρη του προαύλιου; Ή τι σημαίνει για έναν μουσουλμάνο Έλληνα πολίτη η κωλυσιεργία να δοθεί η άδεια για ένα (αριθμητικώς: 1) δικό του τέμενος στην πρωτεύουσα της χώρας; Όσοι βιώσαμε τον αποκλεισμό, την αρνητική διάκριση, ξέρουμε τι λεπίδια είν’ όλ’ αυτά.
Οι κοινωνίες που δεν κατανόησαν τη νεωτερικότητα, όπως η νεοελληνική, δεν αντιλαμβάνονται ότι η ελευθερία είναι η προϋπόθεση όχι το επιστέγασμα της ανάπτυξης. Για τον απλούστατο λόγο ότι, αν δεν απελευθερώσεις τα άτομα, δεν μπορείς να διευρύνεις την κατανάλωση. Δίχως κατανάλωση, δεν έχεις παραγωγή. Νομίζουμε πως αρκεί να ρίξουμε στην (ανελεύθερη) αγορά χρήμα, και θα ακολουθήσει η ανάπτυξη. Λάθος. Πάλι θα υπάρξει μεγέθυνση κυρίως, πάλι φούσκα, και πάλι κάποια στιγμή αργότερα θα χρειαστεί να ξεφουσκώσουμε επώδυνα.
Είναι ένα φασαριόζικο κομμάτι της κοινωνίας μας που φωνάζει: είμαστε Έλληνες, χριστιανοί ορθόδοξοι, ετεροφυλόφιλοι, σύζυγοι, πατεράδες, και άρα είμαστε εμείς που δικαιούμαστε τα αγαθά της χώρας μας, του κράτους μας. Λάθος. Καμιά από τις προηγούμενες ιδιότητες δε συνεπάγεται αυτόματα κάποιο επιπλέον δικαίωμα. Όλοι οι νομοταγείς πολίτες είναι (πρέπει να είναι) ίσοι και δικαιούνται (πρέπει να δικαιούνται) ανάλογα με το πόσο συμμετέχουν στην παραγωγή του πλούτου.
Κάτι τέτοια απλά πράγματα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε αυτό τον καιρό, και είναι φυσικό τα πολιτικά μορφώματα όπως τα ξέραμε σταδιακά να διαλύονται, αλλά και δυστυχώς όσο αραιώνουν τα παραδοσιακά πελατειακά δίκτυα των πολιτικάντηδων, τόσο να πυκνώνουν τα ακροατήρια στους κυριακάτικους άμβωνες, οι οποίοι ήδη αναδεικνύονται σε οπισθοφυλακή της υπανάπτυξης. Από εκεί, όλο και περισσότερο από εκεί, όπως και από τα ενδυναμωμένα λόγω της κρίσης πολιτικά άκρα, θα εξαπολύονται οι εθνικιστικές κορόνες και οι μύδροι ενάντια σε Δύση και Ευρώπη, όσο και ενάντια στον ορθό λόγο, τη λογική.
Η ελευθερία δεν είναι εύκολη επιλογή. Θέλει λογική, θέλει πραγματισμό, δε θέλει ιδεολογίες ή ηθικολογίες. Θέλει και αρκετή τόλμη.

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Αντώνης και Σούλα Χατζηνικολάου ∙ ζευγάρι αχώριστο.



Προχτές, Σάββατο, ήτανε το μνημόσυνο, τα σαράντα, της Σούλας Χατζηνικολάου. Χτες, Κυριακή, βρήκαν τον Αντώνη Χατζηνικολάου στο χτήμα του, νεκρό, κάτω από το ντεραπαρισμένο τρακτέρ του. 
Είναι ο πόνος της Εβελίνας, του Σέργιου, των συγγενών, των φίλων.
Όμως είναι και η οικονομία της ζωής, ενίοτε πυκνή όσο και της αφήγησης.

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Η παράγραφος – στρόβιλος του Γιώργου Ιωάννου / ένα παράδειγμα.



Από Το τραπέζι της εκκλησίας, η προτελευταία παράγραφος του πεζογραφήματος:

»» Αργά τη νύχτα βρήκε πάλι το τραπέζι στο υπερώο του, μα δεν το φόρτωσε με τίποτε, ούτε μ’ ένα χαρτάκι, δεν ήταν πια τραπέζι αυτό, ήταν το στήριγμά του, κι όλο το κοίταζε να διακρίνει πάνω του κάποιον λεκέ, μα το είχαν σφουγγαρίσει, όπως φαίνεται, κάνανε δηλαδή και πάλι το χειρότερο, εξάλειψαν τα πάντα, σαν να μην είχε γίνει, να μην είχε τελειώσει, τίποτε, θέλαν να συνεχίσουν αιωνίως έτσι, μα τώρα δεν θα το δεχόταν πια αυτό, ένα τραπέζι τέτοιο δεν είναι πράγμα αναίσθητο, έχει ολοκληρωθεί πολλές φορές, μα όλοι αυτοί δεν είναι σε θέση να το νιώσουν, κι έτσι πήρε να το χαϊδολογάει, να το φιλάει σέρνοντας τα χείλια του, να το διαποτίζει άφθονο κρασί, από αυτό το λαϊκό που έφερναν, και να το γλείφει ακόμα ως κυνάριον με τη γλωσσάρα του, μα όταν είδε πια να τρέχουν αίματα, να γίνεται αυτό που έπρεπε, γδύθηκε σαν εκείνον τον καλόκαρδο αράπη, υπαξιωματικό του ναυτικού ή κάτι τέτοιο, και ξάπλωσε απάνω στο τραπέζι που έσταζε, παρόλο που αυτός δεν καρτερούσε πια κανέναν για να του κάνει την καθιερωμένη έκπληξη, ένιωθε μόνο το μεγάλο βάρος – τόσα κορμιά και τόσα φέρετρα.»»

Η σταδιακή πύκνωση – αραίωση συντελείται με αντιθετικά ή συμμετρικά ζευγάρια:
τίποτε / χαρτάκι,
τραπέζι / στήριγμα,
είχαν σφουγγαρίσει / κάνανε,
γίνει / τελειώσει,
αναίσθητο /έχει ολοκληρωθεί πολλές φορές,
χαϊδολογάει / φιλάει,
διαποτίζει / γλείφει [κορύφωση – κέντρο του στροβίλου, και ιδού η λεπτότατη ειρωνεία στην παρομοίωση ως κυνάριον με τη γλωσσάρα, επίσης συμμετρικό ζευγάρι: κυνάριον (αττικό υποκοριστικό του κύων: σκύλος) – γλωσσάρα (μεγεθυντικό από την ομιλουμένη, την αργκό ακόμα)]
τρέχουν αίματα / αυτό που έπρεπε,
γδύθηκε / ξάπλωσε,
έσταζε / δεν καρτερούσε,
τόσα κορμιά και τόσα φέρετρα (εδώ η συμμετρία γίνεται σχεδόν μετρική), στην κατακλείδα όπου και αναλυτικότερα το θέμα της παραγράφου και του πεζογραφήματος στο σύνολό του: ο έρωτας και ο θάνατος.

[Γιώργος Ιωάννου Ἐπιτάφιος θρῆνος (πεζογραφήματα), εκδόσεις Κέδρος, 1980.]    

Ο «Επιτάφιος θρήνος» του Γιώργου Ιωάννου (μειλιχιότητα και ύφος απαράμιλλο).





Νομίζω, συνολικά το έργο του Γ. Ι., και ιδιαίτερα ο Επιτάφιος θρήνος, η συλλογή όπου ισορροπούν υποδειγματικά τα στοιχεία του ύφους του, αποτελεί για όλους εμάς τους νεότερους λογοτέχνες την κοίτη την πλέον πλόιμη, -ας μου επιτραπεί και δεύτερη μεταφορά: τη Μεγάλη Εγνατία για την τέχνη μας. Ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης, ο Καζαντζάκης μάς κληροδότησαν υψηλής λογοτεχνικής αξίας ιδιολέκτους, τις μελετάμε, αντλούμε στοιχεία οικονομίας, γενικότερα ρυθμούς της νεοελληνικής γλωσσικής πλαστικότητας, όμως από ένα σημείο και μετά είναι λαλιές αδιέξοδες.
Ο Επιτάφιος θρήνος εκδίδεται το 1980 όταν ο συγγραφέας (1927-1985) είναι 53 χρόνων. Το διακριτό ύφος του Ι. στην ωριμότητά του: ζωντανή γλώσσα που αρδεύεται από αδιόρατα μικρά κανάλια της κλασικής αττικής ή της ελληνιστικής των ευαγγελίων, ιδίως για να οικονομηθεί μια λεπτή και γλαφυρή θυμηδία, ποτέ με πρόθεση αισθητική μόνο, η μακροπερίοδη παράγραφος που θυμίζει στρόβιλο ή δίνη καθώς εντείνεται, πυκνώνει προς το κέντρο της, κι ύστερα πάλι αποκλιμακώνεται, σβήνει, μερικές φορές προστίθεται μία επιπλέον ελάχιστη περίοδος – πρόταση κατακλείδα, περίπου σαν ένα μικρό αντέρεισμα στην πελώρια διπλανή της ή σαν μια καθαρή μόνη νότα έπειτα από μια μακρόσυρτη μουσική περίοδο. Με κυρίαρχο το α’ πρόσωπο, αλλά και σε όσα από τα αφηγήματα της συλλογής η εξιστόρηση συντελείται στο γ’ η αφήγηση να μοιάζει και εκεί με ιδιότυπη πρωτοπρόσωπη. Νομίζω, ο Ι. χρησιμοποιεί το γ’ όχι για να γίνει τολμηρότερος, αλλά όταν πρόκειται να αφηγηθεί πράγματα ανοίκεια προς τον αφηγητή του, προς τον μειλίχιο, με το ιδιαίτερο, συχνά πικρό χιούμορ, τον λαϊκής προσφυγικής καταγωγής, καλλιεργημένο, ώριμης ηλικίας, σοβαρό ομοφυλόφιλο άντρα. Αφηγείται στο γ’ πρόσωπο τον ανώνυμο του Τραπεζιού της εκκλησίας ή τη Δασκάλα, φέρ’ ειπείν, όμως και τότε περιβάλλει τόσο υποκειμενικά (με έντονη εσωτερική εστίαση) τον πρωταγωνιστή του, που και πάλι ουσιαστικά επιστρέφει στον πρωτοπρόσωπο αφηγητή. Το ίδιο, ακόμα και στην γκροτέσκα -να πω και queer- κυρία Μινωταύρου. Ο Επιτάφιος είναι επίσης η συλλογή όπου τα αφηγήματά του, τόσο κοντά στο διήγημα, μορφοποιούνται καθαρότερα στη δική του υβριδική ειδολογικά φόρμα: από το χρονογράφημα που θυμίζει και ημερολογιακές σελίδες (ενός πρώιμου blogger) έως και το διήγημα. Επαρκέστατος φιλόλογος ο ίδιος, τα ονόμαζε πεζογραφήματα, πάντως όχι διηγήματα. Να υπενθυμίσω από μονογραφίες μελετητών του: το αδιέξοδο της ύπαρξης και τον εσώστροφο μονόλογο (Βασίλης Διοσκουρίδης), τη συνειρμική οργάνωση του αφηγηματικού υλικού (Γιώργος Αράγης). Νομίζω, ο Γ. Ι. υπήρξε ένας άρτιος νεωτερικός πεζογράφος. Ο λόγος που αυτό γίνεται δύσκολα αντιληπτό ακόμα και σήμερα είναι σαφώς εξωλογοτεχνικός. Η νεωτερικότητα ευτύχησε ελάχιστα στην Ελλάδα. Αν τον Καβάφη τον έσωσε η μακρινή Αλεξάνδρεια του καιρού του και η πολύ μακρινότερη των ελληνιστικών χρόνων, στην περίπτωση του Ι. έπρεπε να γίνει διάκριση ανάμεσα στο περιεχόμενο της αφήγησης (τον οικείο ελλαδικό κόσμο, τον μίζερο ή επαρχιώτικο, σίγουρα όχι νεωτερικό) και τον τρόπο της, διάκριση όμως που προϋποθέτει και επάρκεια και οξύνοια φιλολογική, οι οποίες ως γνωστόν ευδοκιμούν σπάνια στα φιλολογικά ή περίπου σπουδαστήρια της χώρας.       
Νομίζω, -όσοι γράφουμε τουλάχιστον- είναι καλό να διαβάζουμε και να ξαναδιαβάζουμε Ιωάννου. Τώρα ιδίως που όσο ποτέ κυριαρχούν η μίμηση, η επιτήδευση, η λογοτεχνίζουσα τρόπον τινά λογοτεχνία, και ακόμα χειρότερα, η ρητορική που καμώνεται τη λογοτεχνία.

[Γιώργος Ιωάννου, Ἐπιτάφιος θρῆνος, πεζογραφήματα, 7η έκδοση, Κέδρος, 2007.]


(Δημοσιεύτηκε στις "6 μέρες", Σάββατο 6 Απριλίου 2013, με τίτλο: Η Μεγάλη Εγνατία της τέχνης / Ο Αντώνης Νικολής γράφει για τον Γιώργο Ιωάννου.)

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Ο Ζόρζε Αμάντο για τα χείλη του κορμιού τα ζαχαρωτά και λιμπιστά.



Ο συνειρμός: ο Ζόρζε Αμάντο – η σάμπα – ο Μαρτίνιου ντα Βίλα – οι mulheres / γυναίκες, δυο πολύ ερωτικές σελίδες από το μυθιστόρημα του πρώτου Η ανακάλυψη της Αμερικής από τους Τούρκους.  
(Δεν αλλαξοπίστησα. Ως ακραιφνής φιλελεύθερος επιδεικνύω και ερωτική ανεξιθρησκία –παρακαλώ να μου αναγνωριστεί.)

»»Ύστερα, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπάρχουν γυναίκες άσχημες που είναι ακαταμάχητες. Έχουν ένα δικό τους μυστήριο, όπως είχε εξηγήσει και ο Ραντουάν Μουράντ όταν άκουσε σε κάποια περίσταση τον Ζαμίλ να σχολιάζει απορημένος την ιδιορρυθμία του Σαλίμ Χαντάντ, εκατομμυριούχου συμπατριώτη του, που η σοδειά των φυτειών του δεν έπεφτε, βρέξει χιονίσει, κάτω από τέσσερις χιλιάδες αρόμπες. Παντρεμένος λοιπόν με μια ξαδέρφη του, τη Γιασμίνα, μπουκιά και συχώριο, σωστή φρεγάτα, ήταν σπιτωμένος με τη μεγαλύτερη σκυλομούρα της οδού Ουμπουζέιρο, τη Σαλβίνια, κακομούτσουνη, χαμηλοκώλα, στήθια κρεμαστάρια, μια αντρογυναίκα. Ξόδευε μια περιουσία για χάρη της, πώς εξηγείται τούτο το παράλογο;
«Έχει ένα δικό της μυστήριο, Ζαμίλ μου. Ένα θηλυκό, όσο άσχημο κι αν είναι στη θωριά κι ακόμα χειρότερο στην κοψιά, αν έχει χείλη του κορμιού ζαχαρωτά και λιμπιστά, τότε είναι διαμάντι καθαρό και ανεκτίμητο. Και, μεταξύ μας, αυτό μπορώ να σ’ το εγγυηθώ, σαν την πύλη της Σιλβίνια δεν έχω γνωρίσει άλλη…» και πλατάγισε τη γλώσσα του για να το επιβεβαιώσει με νοσταλγία.
Ποιος ξέρει, θα μπορούσε άραγε να είναι κι η Άντμα μια απ’ αυτές τις προνομιούχες, με φωλίτσα θεϊκή, ζαχαρωτή; Όχι πως το πίστευε αυτό ο Ζαμίλ, αλλά δεν ήταν και απίθανο. Στο Ιταγκουάσου μάλιστα είχε το ζωντανό παράδειγμα της Λαουρίνια, που της είχαν κολλήσει το παρατσούκλι μάγισσα. Μάγισσα για την πολλή ασχήμια της: και όμως, μόλις έσβηνε η λάμπα, μέσα στο σκοτάδι και με τη σκέψη σ’ άλλη, καμιά δεν συγκρινόταν μαζί της, διαμαντάκι σφιχτό μικρής κοπέλας, μια σπαρταριστή πύλη για να γευτεί.
(…)
Όταν ο Αντίμπ έβαλε το χέρι του να την ψαχουλέψει εκείνη την αλησμόνητη μέρα που αφήνιασαν τα μουλάρια, ανακάλυψε πως δεν ήταν έτσι τα πράγματα: είχε στήθη σκληρά και στητά. Φτάνουν όμως δυο βυζιά για να συγκαλύψουν τα υπόλοιπα; Ή μήπως τυχόν η Άντμα ήταν, όπως υπέθεσαν και υπονόησαν κάποιοι στο αποκορύφωμα των θυελλωδών συζητήσεων, μια απ’ αυτές τις επίλεκτες που είχε ο Θεός προικίσει με τη χάρη μιας θεϊκής φωλίτσας, λιμπιστής και νόστιμης;
Ποτέ κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα. Αλλά ο Ραντουάν Μουράντ, καθώς αναπολούσε τα πραγματικά και μαγικά στοιχεία της ιστορίας των αρραβώνων της Άντμα, εφιστούσε την προσοχή των ακροατών του στο γεγονός ότι, όπως είναι γνωστό, ο Θεός είναι Βραζιλιάνος. (…) Η Άντμα δεν είχε κληρονομήσει από τη Σάλουα την κορμοστασιά και το πρόσωπο, τις ομορφιές του κορμιού της, αλλά, για να της το ξεπληρώσει, ο Θεός τής είχε χαρίσει το καλύτερο κομμάτι της κληρονομιάς, το πιο βασικό: αυτό το ασύγκριτο μυστήριο που κάνει ακαταμάχητες κάποιες σπάνιες γυναίκες, όμορφες ή άσχημες, τη Σάλουα ή την Άντμα, δεν έχει σημασία. Ένα θαύμα πάνω, ένα θαύμα κάτω: θαύματα συνέβαιναν κάθε τρεις και λίγο εκείνους τους ωραίους καιρούς της ανακάλυψης της Αμερικής από τους Τούρκους.»»

[Ζόρζε Αμάντο, Η ανακάλυψη της Αμερικής από τους Τούρκους, μυθιστόρημα (το έγραψε σε ηλικία 79 χρόνων!), στην έξοχη μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά, εκδόσεις Καστανιώτη (συγγραφείς απ’ όλο τον κόσμο), Αθήνα 1999, σελ. 115, τα παραπάνω αποσπάσματα από τις σελ. 90-92 και 114-115.]