Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

Ο Αντώνης Νικολής (παρά τα εξήντα του) εντυπωσιάζει.

Αντί ευχαριστήριας απάντησης προς φίλους και γνωστούς που του ευχήθηκαν για τα εξηκοστά γενέθλιά του, ο Α.Ν. πόσταρε χτεσινές φωτογραφίες του απ' την παραλία του Ναυτικού Ομίλου Κω. 

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

Αντώνης Νικολής: συνέντευξη στον Γρηγόρη Δανιήλ / Διάστιχο.

Διάστιχο, Δημοσιεύτηκε 05 Αυγούστου 2020.

Γεννημένος το 1960, ο συγγραφέας, μυθιστοριογράφος Αντώνης Νικολής, με σπουδές στην κλασική φιλολογία, για την οποία εγκατέλειψε την ιατρική έπειτα από δύο χρόνια σπουδών, όπως μας εξομολογείται στη συνέντευξη που μας παραχώρησε με αφορμή την αναθεωρημένη έκδοση του Σκοτεινού Νησιού από τις Εκδόσεις Ποταμός, έχει παρουσιάσει τα τελευταία χρόνια ένα σημαντικό έργο που όχημά του δεν είναι η λογική, οι ιδέες ή και η αισθητική του κατάρτιση, αλλά κάτι πιο σύνθετο. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα έργο συνεπές, ακόμα κι εκεί που θυμίζει παρωδία, χειραφετημένο, χωρίς μάλιστα κανένα μέλος του να στέκει παράταιρα.

Η αναθεωρημένη έκδοση του Σκοτεινού Νησιού, με το επίμετρο που τη συνοδεύει, εμπεριέχει και μια εκ νέου γνωριμία με το αναγνωστικό κοινό;

Είχε συγγραφικό ενθουσιασμό και ορμή χαράς –να πω- το πρώτο γράψιμο του Σκοτεινού Νησιού: μόλις είχα ανακαλύψει ότι επιτέλους μπορούσα να επιδοθώ στην πεζογραφία, στο είδος της λογοτεχνίας που περισσότερο αγαπώ σαν αναγνώστης. Παράτησα το θέατρο, τα παράτησα όλα, και έκτοτε της είμαι απόλυτα αφοσιωμένος. Βέβαια, παρά το ώριμο της ηλικίας και την ήδη αρκετή δουλειά σε γλώσσα και τέχνη, ήμουν άπειρος στον πεζό λόγο, απόδειξη πως τέλειωσα τη νουβέλα μέσα σε λίγες εβδομάδες μόνο, βιάστηκα, κράταγα στα χέρια μου το βιβλίο ύστερα από μερικούς μήνες. Κοντά δέκα χρόνια αργότερα κι αφού ολοκλήρωσα την τριλογία που ακολούθησε (Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα, Διονυσία, Ο θάνατος του μισθοφόρου), με διάθεση απολογισμού, κάπως να σουμάρω τα κύρια της διαδρομής, τα ξανάπιασα απ’ την αρχή το ένα μετά το άλλο. Με τα κεκτημένα, την πείρα δεκαετίας πια, τους έδωσα νομίζω πιο ακέραιη τη μορφή τους, με περισσότερες διορθώσεις στο Νησί, λιγότερες στον Δανιήλ, στη Διονυσία, στον Μισθοφόρο. Χάρη σ’ αυτή την αναδρομή, ξαναδούλεψα κι ένα παλιό σκαρίφημα, ξεχασμένο στο αρχείο μου, Το γυμναστήριο, το πέμπτο και νομίζω εντελέστερο από λογοτεχνική άποψη έργο μου. Δεν ξέρω αν προσβλέπω σε κάποιο κοινό, πολλώ μάλλον σε κάποια νέα επικοινωνία μαζί του. Στη λογοτεχνία βίωσα ότι το έργο είναι οιονεί βιολογικό ον. Το παιδί σου μπορεί να πάρει από σένα το ένα ή το άλλο χαρακτηριστικό, κάτι που όμως ούτε το αποφασίζεις εσύ, ούτε κατανοείς λογικά τη δημιουργία του. Το αληθινό έργο τέχνης περιέχει τον δημιουργό του, αλλά δεν κατασκευάζεται απ’ αυτόν. Δεν είναι λογική ή συνειδητή κατασκευή, όπως τα άλλης υφής κείμενα, τα δοκίμια, φέρ’ ειπείν, ή τα επιστημονικά συγγράμματα, ή τα δημοσιογραφικά άρθρα. Ο φιλότεχνος με αυθεντικό κριτήριο, ο φιλαναγνώστης εν προκειμένω, διακρίνει εύκολα το λογοτεχνικό από το έργο που μιμείται το λογοτεχνικό. Μιλώντας για το κοινό, μιλάμε για πολύ σύνθετα κοινωνικά ή ιστορικά φαινόμενα, υπάρχουν εποχές και τόποι όπου στα ευπώλητα συγκαταλέγονται η Αντιγόνη ή ο Οιδίποδας του Σοφοκλή, και μεταβατικές όπως η δική μας, και εδώ, στην περιφέρεια πια του (σύγχρονου) κόσμου, όπου το απαιτητικό ή αισθαντικό κοινό, ναι μεν υπάρχει, αν και δεν ξέρω την πραγματική δυναμική του, όμως και δεν δίνει τον κυρίαρχο τόνο και, φευ, φαίνεται να τυρβάζει περί άλλα. Περί τον ξένο κινηματογράφο ή τη μεταφρασμένη λογοτεχνία παλιότερα, πιο πρόσφατα κυρίως περί τις εισαγόμενες τηλεοπτικές σειρές – όλ’ αυτά συνήθως αδιαμφισβήτητης υψηλής καλλιτεχνικής αξίας. Δυστυχώς στην εγχώρια λογοτεχνία, για μύριους όσους λόγους, απέμεινε ως κοινό το άμεσα ενδιαφερόμενο σινάφι, τα ποικίλα παρεάκια, που διαβάζουν όσο διαβάζουν κυρίως με διάθεση ανταγωνιστική, που κάνουν τα πάντα για να διώχνουν, ν’ αραιώνει μέρα τη μέρα το κοινό των αληθινών φιλαναγνωστών, κι ένα πολυπληθέστερο άλλο, συμπαθές ίσως, κυρίες στην πλειονότητά τους, που κουρασμένες από τα συμβατικά (mainstream) σίριαλ, πυκνώνουν τις τάξεις των αναγνωστών της ροζ λεγόμενης λογοτεχνίας, ένα τμήμα τους και τις παρυφές της θεωρούμενης ποιοτικής. Προσωρινά, μ’ άλλα λόγια, η τηλεόραση κατισχύει του βιβλίου, του κλέβει (η καλή τηλεόραση) το καλό κοινό, και του στέλνει (η κακή τηλεόραση) το κακό κοινό. Το πράγμα θ’ αλλάξει μακροπρόθεσμα, και γιατί η λογοτεχνική αφήγηση είναι πάντοτε η πιο συναρπαστική, και γιατί ένα έστω ευάριθμο όμως επαρκές και απαιτητικό κοινό φιλαναγνωστών, σαν την καλή μαγιά, παραμένει εκεί στην άκρη.