δόξαν ἔχω τιν᾽ ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας,
ἅ μ᾽ ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς.
Μου φαίνεται πως τη γλώσσα μου τροχίζει γλυκύφωνο ακόνι,
αυτό που θέλω και με σπρώχνει στην όμορφη ροή της έμπνευσής μου.
(Πίνδαρος, Ὀλυμπιονίκαις, 6.82-6.83)
(*καλλίροος, ποιητικός τύπος του καλλίρροος)