Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου και ο Περεγρίνος.

Στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (14/1/2024), ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου δημοσίευσε “κριτική” για το τελευταίο μυθιστόρημά μου Περεγρίνος. Αντιγράφω (ΤΟ ΒΗΜΑ ΒΙΒΛΙΑ Β2, σελ. 16):

«Σκοτεινός, αφανής, αυτόχειρ

Ο «Περεγρίνος» του Αντώνη Νικολή προκαλεί με πειστική γενναιότητα τον θάνατο στην εποχή της Δεύτερης Σοφιστικής

Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

Ο Αντώνης Νικολής έχει γράψει στο παρελθόν μυθιστορήματα και νουβέλες για τον έρωτα και την αμφισεξουαλικότητα, για δυστοπικές πολιτείες, για τον θάνατο, για την τρέλα και για την μακρά και επώδυνη διεργασία της ενηλικίωσης, συνεχίζοντας τώρα με ένα ιστορικό μυθιστόρημα για τον σοφιστή της ύστερης αρχαιότητας Περεγρίνο. Ο Περεγρίνος ανήκει στην εποχή της Δεύτερης Σοφιστικής. Γεννημένος στην αυγή του 2ου μ.Χ. αιώνα, ο Περεγρίνος κέρδισε την κατοπινή του δόξα με την αυτοκτονία του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 165μ.Χ. Πρόσωπο που αμφισβητήθηκε κατά κόρον στον καιρό του, καθώς χλευάστηκε και κατηγορήθηκε ως κοινός απατεώνας, ο Περεγρίνος επικαλέστηκε για την αυτοκτονία του αμιγώς φιλοσοφικούς λόγους. Όντας εξαρχής κυνικός, αλλά και χριστιανός, δίδασκε πως ο φόβος του θανάτου αποτελούσε εμπόδιο για την ελευθερία των ανθρώπων, οι οποίοι θα έπρεπε να αρκούνται στη συγκράτηση και στη λιτότητα της γυμνότητάς τους, επιδιώκοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο είτε την άρνηση μιας καθημερινής διαβίωσης φιλικής μόνο με τα πρόσκαιρα και υλικά αγαθά (το βασικό δόγμα των «σκυλοφιλοσόφων»), στο πλαίσιο του κυνικού τριπτύχου (όπως το θέτει ο Μισέλ Φουκό) αντοχή-επαγρύπνηση-ενδοσκόπηση, είτε την υπέρβαση της θνητότητας (τον θεμελιώδη πόθο του χριστιανισμού).

Ο Λουκιανός, ένας από τους σημαντικότερους αττικιστές συγγραφείς της Δεύτερης Σοφιστικής, αντιπαθούσε σφόδρα τον Περεγρίνο –τον είχε στολίσει δεόντως σε επιστολή προς φίλο του. Από αυτήν την επιστολή εκκινεί ο Νικολής για να γράψει τον μυθιστορηματικό βίο του Περεγρίνου με ελάχιστα κατά τα άλλα διαθέσιμα πραγματολογικά στοιχεία. Ο Νικολής εμφυσά στη ζωή του ήρωά του μια ζωή λιγότερο ψεύτικη και υπολογιστική από όσο την προτιμά ο Λουκιανός και μολονότι βάζει έξυπνα και τον ίδιο στο μυθιστορηματικό παιχνίδι, μοιάζει να εμπιστεύεται τον δικό του Περεγρίνο, μιλώντας ευνοϊκά για τις μετακινήσεις του από τον Ελλήσποντο μέχρι την Ιουδαία, την Αλεξάνδρεια, τη Ρώμη και την Αθήνα, και ζωντανεύοντας με ζωηρά χρώματα τον σαγηνευτικό κόσμο της Δεύτερης Σοφιστικής. Εδώ θα συναντήσουμε και τον κορυφαίο του αττικιστικού ύφους Ηρώδη τον Αττικό (ο μέγας αντίπαλος του Περεγρίνου στην Αθήνα, μέσω της αίγλης του οποίου ο συγγραφέας εικονογραφεί αντιστικτικά την ταπεινή καταγωγή και τις χαμηλές δημόσιες πτήσεις του πρωταγωνιστή του).

Εκείνο που ενδιαφέρει πρωτίστως τον Νικολή είναι να προβάλει τον ήρωά του πάνω στο σοφιστικό αρχέτυπο του Σωκράτη, αποσπώντας από αυτό το ήθος του αληθώς λέγειν (απαραίτητο για να υποστηριχθεί η πραγματική-μυθιστορηματική αυτοχειρία του Περεγρίνου). Καταφέρνει επιπλέον ο Νικολής να σκιαγραφήσει έναν σκοτεινό, αντιφατικό και ταυτοχρόνως αφανή χαρακτήρα, που θα τινάξει τα πάντα στον αέρα χάρη στην τόλμη του να πεθάνει, έστω κι αν πιστέψουμε πως δεν αγωνίστηκε παρά για την υστεροφημία του. Μικρότερη ανάπτυξη, πάντως, του μυθιστορήματος θα διευκόλυνε τον Νικολή να αναδείξει πυκνότερα τόσο τις λεπτομέρειες όσο και το κεντρικό του σχήμα.

Ο Νικολής εμφυσά στη ζωή του ήρωά του μια ζωή λιγότερο ψεύτικη και υπολογιστική από όσο την προτιμά ο Λουκιανός»