(Ο Πρίαμος με τον κήρυκα – ακόλουθό του και το αμάξι με τα λύτρα, με την αποφασιστική βοήθεια του Ερμή, έφτασαν ως τη σκηνή του Αχιλλέα.)
Κι ο μέγας Πρίαμος μπήκε στη σκηνή δίχως να γίνει
αντιληπτός, κι αφού στάθηκε κοντά άγγιξε με τα χέρια του τα γόνατα του Αχιλλέα
και του φίλησε τα φοβερά ανδροκτόνα χέρια, αυτά που του σκότωσαν πολλούς γιους.
Όπως όταν βρει η υπέρμετρη συμφορά έναν άντρα, γιατί σκότωσε στην πατρίδα του
άνθρωπο, και φτάσει ικέτης στην πόλη άλλων, σε πλούσιου το σπίτι, όσοι τον βλέπουν
σαστίζουν, έτσι κι ο Αχιλλέας ένιωσε έκπληξη σαν είδε τον Πρίαμο που είχε τη
μορφή θεού. Ένιωσαν έκπληξη κι οι υπόλοιποι και αλληλοκοιτάχτηκαν. Και ο
Πρίαμος με ύφος παρακλητικό τού είπε τα παρακάτω: «Φέρε στη μνήμη τον πατέρα
σου, όμοιε με τους θεούς Αχιλλέα, που είναι στην ίδια ηλικία μ' εμένα, στο
ολέθριο κατώφλι των γηρατειών, κι ίσως κι εκείνον τον ταλαιπωρούν ένα γύρο οι περίοικοί του, και δεν υπάρχει κανείς να τον υπερασπιστεί από τις καταστροφές
και το κακό τους. Αλλά τουλάχιστον εκείνος όσο μαθαίνει ότι εσύ ζεις,
χαίρεται η ψυχή του κι ελπίζει πως κάποια μέρα αργά ή γρήγορα θα δει το γιο του
να ’ρχεται από την Τροία. Όμως εγώ είμαι ο πιο άτυχος άνθρωπος, γιατί γέννησα
γιους πολύ γενναίους μες στην ευρύχωρη Τροία, απ’ τους οποίους λέω δε μου έχει
μείνει ούτε ένας. Είχα πενήντα, όταν ήρθαν οι γιοι των Αχαιών∙ οι δεκαεννιά
ήτανε από την ίδια κοιλιά, τους υπόλοιπους μου τους γέννησαν στο ανάκτορό μου άλλες
γυναίκες. Των περισσότερων απ’ αυτούς παράλυσε τα γόνατα ο πολεμικός Άρης∙ κι αυτόν,
που μου ήταν ξεχωριστός και που φύλαγε την πόλη κι εμάς τους ίδιους, εσύ τον
σκότωσες πάνε λίγες μέρες ενώ αγωνιζόταν υπερασπιζόμενος την πατρίδα του, τον
Έκτορα. Γι’ αυτόν έχω φτάσει τώρα στα καράβια των Αχαιών, για να τον απολυτρώσω
από σένα, και κουβαλάω ένα σωρό λύτρα. Αλλά σεβάσου τους θεούς, Αχιλλέα, φέρε στη
μνήμη τον πατέρα σου και δείξε τον οίκτο σου σε μένα, γιατί είμαι ο πιο
αξιολύπητος. Υπέμεινα αυτό που ποτέ θνητός πάνω στη γη: ν’ ακουμπήσω με το
στόμα μου το χέρι του άντρα που σκότωσε τα παιδιά μου.»
Είπε και του διήγειρε την επιθυμία να θρηνήσει για τον
πατέρα του, άγγιξε με το χέρι του το γέροντα και τον μετακίνησε ελαφρά. Κι
ανακαλούσαν και οι δυο, ο ένας τον ανδροκτόνο Έκτορα κι έκλαιγε σπαρακτικά
κουλουριασμένος μπροστά στα πόδια του Αχιλλέα, κι ο Αχιλλέας με τη σειρά του
έκλαιγε πότε για τον πατέρα του και πότε για τον Πάτροκλο.
(Πρίαμος και Αχιλλέας,
1876, Jules Bastien
- Lepage (1848 –
1884).)
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία Ω, στίχοι 477 – 512]