Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Μία... μίνι φωτογραφική αυτοβιογραφία - 11) Γυμνάσιο – πρακτικό λύκειο∙ η εφηβεία.



Από το δημοτικό στο γυμνάσιο κι ως το τέλος της δευτεροβάθμιας έγιναν -συντελέστηκαν το σωστότερο ρήμα- πάρα πολλά. Το πώς βρέθηκα στο πρακτικό κι όχι στο κλασικό λύκειο (το αποφασίζαμε στο τέλος του γυμνασίου, ούτε δεκαπεντάχρονοι), παρ' όλη την προφανή κλίση στη γλώσσα και την όμοια με εμμονή αγάπη προς το μάθημα των αρχαίων ελληνικών, όσο κι αν για πολλά χρόνια απέδιδα την κύρια ευθύνη στον πατέρα μου, η απάντηση μόνο απλή δεν είναι. Μαθητής γυμνασίου διάβαζα αρχαία μέχρι πολύ αργά, δυο – τρεις μετά τα μεσάνυχτα, έπαιρνα λεξικά και ανωμάλων ρημάτων μαζί μου στο σχολείο, απολάμβανα να βρίσκω λάθη στις φιλολογίνες μου, ιδίως και αλίμονό τους αν δεν σέβονταν την τρέλα μου. Τρέλα, να σημειώσω κι αυτό, που δεν μου εμφύσησε κανένας εκπαιδευτικός. Μα ούτε στο ευρύτερο περιβάλλον μου υπήρχε κάποιος σχετικός με τις σπουδές της αρχαίας γλώσσας. Ο πατέρας μου σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι, ερχόταν, με κατσάδιαζε που διάβαζα αρχαία και όχι μαθηματικά –που ήταν και το πραγματικό ίσως πρόβλημά μου, με λίγο διάβασμα είχα και στα θετικά μαθήματα πολύ καλές επιδόσεις, άρα μπορούσα να συνεχίσω στο πρακτικό-, αν ήμουν τουλάχιστον αδύναμος σ’ εκείνα, αναγκαστικά θα μ’ άφηναν στην ησυχία μου, άρα και στο κλασικό. Ή μήπως ούτε τότε;

Εφηβεία σημαίνει να θες να συγκαταλέγεσαι στους διακεκριμένους ομοίους σου, αλλά και ταυτόχρονα να καθιστάς διακριτή την εντελώς δική σου παρουσία. Ακριβώς με τον τρόπο που βιώνεις και μάλιστα για πρώτη φορά τη μόδα στην εμφάνιση, τη μόδα γενικότερα. Υπογραμμίζοντας τις ομοιότητες, για την ασφάλεια να ανήκεις σε ευρύτερες ομάδες, και ταυτόχρονα διερευνώντας κλίσεις, διαφορές, για να δώσεις το προσωπικό στίγμα, να εκφράσεις την ιδιαίτερη ταυτότητά σου -προσωπικότητα, η προσφιλής τη δεκαετία του '70 λέξη.
Επέλεξα λοιπόν το πρακτικό. Ό,τι θα έκανε, και ίσως ακόμη κάνει, ένας καλός, αυτό που λέμε αριστούχος Νεοέλληνας μαθητής. Θα γινόμουν γιατρός, κι ας μην άντεχα να πάω, κι ας μην είχα πάει ποτέ καν από περιέργεια να δω τον πατέρα μου στο εργαστήριό του, στο νοσοκομείο. Αλλά στο πρακτικό θα μαζεύονταν και όλοι οι άλλοι καλοί μαθητές, εκτός αν ήταν γιοι δικηγόρων ή τίποτε μάλλον ντεμοντέ κοπέλες, να σπουδάσουν φιλολογία, να παντρευτούν αργότερα και αυτές αποφοίτους του πρακτικού, γιατρούς, μηχανικούς και λοιπούς με το σωστό πτυχίο άντρες. Το πράγμα υπάκουε σε επικαιροποιημένα τότε έμφυλα στερεότυπα, επιταγές μιας νόρμας (το μικροαστικό νεοελληνικό όνειρο), στις οποίες, νομίζω εύλογα, θα με έσπρωχνε περισσότερο ο προσανατολισμός μου -έφτανε και περίσσευε αυτός, πού χώρος για... επιπλέον αποκλίσεις...
Κατά τα άλλα, ήμαστε έφηβοι σ’ ένα νησί που εκείνα τα ίδια χρόνια θεμελίωνε μια ακμαία τουριστική οικονομία, μεγαλώναμε μαζί του, σε πρωτοφανή για την ευρυχωρία της κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα. Μοιραία, για τους ευαίσθητους λήπτες ανάμεσά μας, Ελλάδα και κόσμος (Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη) θα συνιστούσαν δύο αντίθετες συχνά πηγές ερεθισμάτων… Ευγνώμων που έζησα έφηβος αυτές τις αντιθέσεις, συνειδητοποιώ συχνά πως η όποια δύναμή μου (αναφέρομαι σ' ό,τι εντείνει τα στοιχεία του ύφους μου) είναι κυρίως εκεί, σ' εκείνες τις αντιθέσεις, ριζωμένη.

Οι μαθητικές παρέες ήτανε πολλές, στο λύκειο κυρίως με τον Γιάννη Χατζηπαναγιώτη, τον Φίλιππο Παπανικολάου, κατά διαστήματα και άλλους, συμμαθητές, και πάντοτε με την (ξαδέλφη μου) Νίτσα Χατζημάρκου.

[Στις φωτογραφίες, πάνω, (από το αρχείο του Γ. Χατζηπαναγιώτη), από αριστερά ο Γιάννης, η αφεντιά μου, ο Μιχάλης Ζουμπουλίκος, ο Φ. Παπανικολάου, στο προαύλιο του Ιπποκρατείου, πρέπει στην Γ’ λυκείου.
Κάτω, στο σπίτι και το δωμάτιο του Φιλίππου, από αριστερά: Γ. Χατζηπαναγιώτης. Φ. Παπανικολάου, Μιχάλης Βασιλειάδης, η αφεντιά μου (και ήδη καπνίζω!), μάλλον στη Β’ λυκείου.]