Μεσολάβησε το καλοκαίρι, από Κω βρέθηκα στη Ρόδο ίσως μόνο
για ταξίδι αναψυχής. Δεν θυμάμαι πότε ούτε για πόσες μέρες ακριβώς. Όμως η
μνήμη μου είναι γεμάτη απ’ τις πιο δυνατές δικές μου παραστάσεις της χαράς της
ζωής. Δεν χωράνε εδώ, ήτανε η φρέσκια και σφοδρή των ούτε είκοσι χρόνων προσδοκία
μου να συναντηθώ με τους άλλους, είναι σαν όποτε ο χρόνος βιώνεται διεσταλμένος,
και είναι νομίζω η ίδια η ποίηση της ζωής. Απ’ αυτήν γραπώνονται οι λέξεις,
ξεκολλάνε απ’ τις σελίδες, βυθίζονται στο ασυνείδητο, γυρνάνε στο τέλος
λογοτεχνία. Έφευγα απ’ τη Ρόδο -έχω τις εικόνες από εκείνο το πλοίο- παραδόξως
με πολλή ορμή να επιστρέψω στα περίκλειστα απ’ τα βουνά χειμερινά Γιάννενα. Να
ζήσω τη δεύτερη ακαδημαϊκή μου χρονιά, 1980-1981.
Απ’ το ΑΚΟΕ όσους περνάγαμε στο πανεπιστήμιο μας κατεύθυναν
στον Δημοκρατικό Αγώνα, τη φοιτητική πτέρυγα του Ρήγα Φεραίου, της νεολαίας του
ΚΚΕ εσωτερικού. Δεν υπήρξα ποτέ αριστερός, δεν νομίζω ότι ήμουν ποτέ άλλο τίποτε
από φιλελεύθερος, ακόμα κι όταν δεν το ήξερα –και τι άλλο όταν κανείς κατατρύχεται
από τη διαφορά του ταλέντου-, όμως επρόκειτο για τη μόνη «νεολαία» στο
πανεπιστήμιο όπου θα μπορούσα να δηλώσω τον προσανατολισμό μου άφοβα, και που
όντως το έκανα, και που η αλήθεια εκλήφθηκε σχεδόν ως κάτι θετικό, τότε,
φθινόπωρο του 1980, και δη στα επαρχιακά Γιάννενα (να αναφέρω το στέλεχος του
Ρήγα, τον φοιτητή του φυσικού Θάνο Χατζόπουλο, που με περιέβαλε με ειλικρινή
εκτίμηση), επιπλέον το Εσωτερικού ήτανε το μόνο κόμμα που υπερασπιζόταν τον
Μάνο Χατζιδάκι και το Τρίτο του. Ιδεολογικό φλερτ –να χρησιμοποιήσω αυτή τη
γελοία λέξη- που διάρκεσε πολύ λίγο, λιγότερο κι από ολόκληρο ένα ακαδημαϊκό
έτος. Και σημειώνω το βραχύ πέρασμά μου από κει, γιατί οι φοιτητές που
ξεχώριζαν τότε, στην πλειοψηφία τους, αν δεν ήτανε μέλη πάντως κινούνταν στα πέριξ του Δημοκρατικού Αγώνα, και σ' εκείνη την ευρύτερη περιοχή συνέβη και συναντήθηκα με τους μετέπειτα στενότερους φίλους μου.
Ένα βραδάκι στο Ντράγκστορ (καφέ-εστιατόριο και περίπτερο
μαζί), επί της Δωδώνης, το κύριο ή και μόνο στέκι για τους φοιτητές, τσουπ κι
εμφανίζονται -κάποιος ρηγάς μάς τις σύστησε- τα δυο πρωτάκια της φιλοσοφικής, η
Λιάνα Τσαρουχά απ’ τη Θεσσαλονίκη και η Χριστίνα Σωτηροπούλου απ’ την Αθήνα.
Γελάκια, χιούμορ, κι ο ιδιαίτερος «αέρας» που σπάνιζε πολύ ακόμα, κορίτσια είτε αγόρια που
δεν μας ταλαιπωρούσαν τα στερεότυπα του κοινωνικού φύλου -όπως λέμε σήμερα. Οι
πρώτες δύο της παρέας. Θε μου, τι δύναμη η μνήμη όταν το θέλει: στο τραπέζι το
πλησιέστερο στην εξώπορτα, νωπές ακόμα και οι γκριμάτσες τους. Λεπτότητα
ουσιαστική και πόση πολλή κι αληθινή χάρη. Λίγο καιρό αργότερα, απόγευμα σε
σπίτι φοιτητικό, ο τρίτος, ο Δημήτρης Γκαγκτζής, επίσης πρωτοετής της
φιλοσοφικής, σπάνιας συστολής κι ευγένειας πλάσμα. Και μετά τις διακοπές του
Πάσχα, την επομένη της πρωτομαγιάς, στο μπαρ Λιθαρίτσα, ο Δημήτρης μαζί με έναν άλλον Δημήτρη, τον Μποσνάκη, συμφοιτητή του, τον τέταρτο της παρέας, ετούτος ο
πιο φιλόδοξος, το σωστότερο να πω, εφηβικώ τω τρόπω υψηλόφρων –φιλοσοφικάριοι και
οι τέσσερις. Και όλοι τους του '62, δύο χρόνια μικρότεροί μου. Μπαινόβγαιναν στην
παρέα κατά διαστήματα και άλλοι, όμως ο πυρήνας, οι φίλοι μου των φοιτητικών χρόνων
ήταν αυτοί οι τέσσερις.
Θα μπορούσα για πολλές πολλές σελίδες ν’ αφηγούμαι
στιγμιότυπα, σκηνές και μέρες της ζωής μας στα Γιάννενα. Πρόσφατα ξαναβρεθήκαμε
όλοι. Η Λιάνα ζει στη Σύρο με την κορούλα της τη Χρυσάνθη, η Χριστίνα
παντρεμένη με τον Κωστή Καφτατζή, σχέση από τα Γιάννενα του '80 κάτι, με την
κόρη τους τη Μυρσίνη, κάτοικοι Αθηνών μετά από πολλά χρόνια στις Σέρρες, ο
Γκαγκτζής με τη γυναίκα του την Άντα, την Ελένη και τον Νίκο τα παιδιά τους στα
Βριλήσσια, ο Μποσνάκης καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Κρήτης. Και όπως τους
χάζευα, έκανα τη σκέψη που με μαλάκωσε πολύ, πως δόξα τω Θεώ και οι πέντε
συνεχίζουμε τρυφεροί πολύ, θέλω να πω, δεκαετίες μετά τα τρυφερά μας είκοσι, αν
βλάψαμε, βλάψαμε -συνειδητά τουλάχιστον- ο καθένας τον εαυτό του μόνο, όχι άλλον. Όχι από
καλοσύνη∙ από περηφάνια.
Εδώ η μόνη κοινή μας φωτογραφία -και μόλο που όχι μόνοι. Απ’
τον γάμο της Χριστίνας τον Σεπτέμβριο 1991. Από αριστερά: η Χριστίνα
Σωτηροπούλου, η Λιάνα Τσαρουχά, η αφεντιά μου, με το ποτήρι στο στόμα ο
Δημήτρης Μποσνάκης, απέναντι με το τσιγάρο στο χέρι (εμφανέστερα απ’ όλους
–όλοι καπνιστές ακόμα τότε) ο Δημήτρης Γκαγκτζής, δίπλα του η Ελένη Μπούρα,
παραδίπλα ο αδελφός της Γιάννης Μπούρας.