Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

Η Δοξούλα Παλαμάρα ξαναχτυπά!

Με τον δικό της τρόπο, ιδιοσυγκρασιακό όπως αρμόζει, η πολύ καλή λογοτέχνις Δοξούλα Παλαμάρα γράφει και αναρτά στο φμ σημείωμα για Το γυμναστήριο. Τον περασμένο Αύγουστο, θυμίζω, είχε κάνει το ίδιο για τον Περεγρίνο.

Το Γυμναστήριο είναι μια σπαρακτική προσέγγιση στις ψυχικές νόσους, όπως τις βιώνουμε στην εποχή μας. Πότε ως αναγνώστες και πότε ως θεατές καθώς η νουβέλα μετατρέπεται σε ένα άρτιο θεατρικό κείμενο, βλέπουμε χρώματα, σμαραγδί και ραδικί κι όλες τις αποχρώσεις του πράσινου, ακούμε τρυφερές κοριτσίστικες φωνές να εκφράζουν τρυφερές κοριτσίστικες επιθυμίες “μόνο να χαϊδευτούμε ήθελα” και ενήλικες γυναίκες να διαπράττουν ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Ο συγγραφέας δεν μέμφεται τους ήρωες του. Θύτες και θύματα, σε μια θανάσιμη ‘Ρόδα’ σε ένα ζοφερό Λούνα παρκ, η μάνα συνευρίσκεται με τους αρρενωπούς άντρες με γέλια και χαρές, αφήνει τα παιδιά της, επιστρέφει με λουλούδια, γλυκά και μακαρόνια φιογκάκια, οι κόρες ζουν στερημένες, χωρίς χαρές σε μια εποχή που οι χαρές φαίνονται εύκολες. Λίγο πιο πέρα από τη μπαλκονόπορτα, στο γυμναστήριο, κορμιά νεανικά, ιδρωμένα, με μυς και τατουάζ και λεπτά δακτυλάκια.

 Η σκηνή που το θύμα, ο νεαρός, προσηνής υδραυλικός ξαπλωμένος ανάσκελα κάτω από τον νεροχύτη, περιγράφει στις δυο γυναίκες -θύτες τον τρόπο που η μάνα του θύματος βρίσκει το κομμένο κεφάλι του γιου της σε έναν κάδο έξω από το νεκροταφείο, που είναι το δικό του κεφάλι και είναι η δική του μάνα, είναι συντριπτική. Ο Χρίστος Παπαγεωργίου στην κριτική που έγραψε στο Diastixo (Απρίλη 2019) το αποδίδει στην “εκπληκτική ευφυΐα του συγγραφέα” και παροτρύνει τον αναγνώστη “να ανατρέξει πίσω και να διαβάσει ολόκληρο τον μέχρι σήμερα δημοσιευμένο δημιουργικό του οίστρο”.

Η περιγραφή των βυρσοδεψών -προπαππούδες της ηρωίδας- οι οποίοι γύρναγαν στους δρόμους και μάζευαν τα κόπρανα των σκύλων για να χρησιμοποιήσουν τις τανίνες στην επεξεργασία των δερμάτων, συνειρμικά με την δερμάτινη τσάντα που η γυναίκα μεταφέρει το ‘σφάγιο’, το κομμένο κεφάλι, μέσα στο μετρό, είναι συγκλονιστική.
Ο συγγραφέας δεν ‘σπλαχνίζεται’ τους ήρωες του. Ούτε τους αναγνώστες του. Δεν αφήνει καμία ελπίδα, καμία διαφυγή. Αλαφιασμένος κοιτάζεις γύρω σου, σκύβεις μέσα σου, βιωματικές εμπειρίες, η δυσωδία από το βυρσοδεψείο στη Φεζ όπου νεαροί εργάτες μουλιάζουν τα δέρματα προβάτου, κατσίκας, καμήλας και αγελάδας, μέσα σε ζωικά ούρα κάτω από τον καυτό ήλιο εδώ και αιώνες, μπερδεύεται με τη μυρωδιά της δερμάτινης τσάντας στο μετρό και έντρομος αναρωτιέσαι “Θύτης ή θύμα; θα είμαι τελικά θύτης ή θύμα σε αυτή την εποχή που μου έτυχε να ζω;”
Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ έγραψε “Όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής είχε ήδη πάει εκεί”. Επί του προκειμένου ο Λογοτέχνης Αντώνης Νικολής στο Γυμναστήριο.