Ο θάνατος ως ορίζοντας
Αφηγηματολογικές, ερμηνευτικές και λογοτεχνικές προσεγγίσεις
Aπό τον Δημήτρη Μποσνάκη
[Και αίφνης μία κίνηση υπέρ του Περεγρίνου πραγματικά υψηλού κύρους. Μια εκτενής, σπάνιας εμβρίθειας μελέτη, δημοσιευμένη εν μέρει στο έντυπο και που πρόκειται να αναρτηθεί πλήρως στη web / ηλεκτρονική έκδοση του the books’ journal.
Τη μελέτη υπογράφει ο καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας Δημήτρης Μποσνάκης, και η δημοσίευση / ανάρτηση γίνεται στο tbj του Ηλία Κανέλλη.]
(Αποσπάσματα)
Ο Περεγρίνος του Αντώνη Νικολή δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα της νεοελληνικής
λογοτεχνίας, αλλά ένα έργο που διεκδικεί τη θέση του στη Weltliteratur. Αντλεί στοιχεία
από το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα, τη ρωμαϊκή ιστοριογραφία και τη φιλοσοφική
παράδοση, ενώ ενσωματώνει αφηγηματικές τεχνικές του μοντερνισμού και του
μεταμοντερνισμού. Η ειρωνική του απόσταση και η θεματική του πολυπλοκότητα τού
χαρίζουν διαχρονικότητα και οικουμενικό εύρος. Συνδυάζοντας την αρχαιότητα με τη
σύγχρονη αφήγηση, τη φιλοσοφική αναζήτηση και τη μεταμυθοπλασία, εντάσσεται με
πρωτοτυπία και λογοτεχνική βαρύτητα στον διεθνή λογοτεχνικό διάλογο.
Όπως ακριβώς πλένουμε το κορμί μας θα έπρεπε να πλένουμε το
πεπρωμένο, ν᾽ αλλάζουμε ζωή όπως αλλάζουμε ρούχα – όχι για
να διατηρήσουμε τη ζωή μας, όπως όταν τρώμε και κοιμόμαστε,
αλλά λόγω εκείνου του σεβασμού των άλλων προς εμάς που
ορθώς αποκαλούμε καθαριότητα.
Φερνάντο Πεσσόα, Βιβλίο της Ανησυχίας Απόσπασμα 42
(μετ. Μαρία Παπαδήμα)
To πεζογραφικό έργο του Αντώνη Νικολή συνιστά μια υποδειγματική λογοτεχνική
περίπτωση. Πίσω από το κύρος της φόρμας και την προφανή επιδίωξη για
καλλιτεχνική τελειότητα, η αγάπη του για το ύφος και τη διαρκή αναζήτηση της
σωστής λέξης εκφράζει αν μη τι άλλο ένα εμμονικό πάθος που θα μπορούσε άλλοις
λόγοις να εκληφθεί και ως απελπισμένη πάλη ενάντια στο παράλογο της ύπαρξης,
θεώρηση που φαίνεται να διακατέχει τον συγγραφέα σε κάθε του έργο. Η ασκητική
αφοσίωσή του στη συγγραφή εκπέμπει όχι μόνο έντονη αυστηρότητα και απόλυτο
καλλιτεχνικό έλεγχο, αλλά και έναν ιδιαίτερο συνδυασμό λυρικής παρατήρησης,
στυγνού ρεαλισμού, μεταφυσικού ρίγους και ειρωνείας, που παραπέμπει σε γόνιμους
πόρους της λογοτεχνικής γραφής. Το μέχρι τώρα έργο του Νικολή διακρίνεται τόσο
για τις συνεχείς δομικές επινοήσεις του αφηγηματικού λόγου (από την τριλογία του
έρωτα και της οδύνης: Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα, Διονυσία και Ο θάνατος του
μισθοφόρου, στις δυστοπικές ελεγείες Το Σκοτεινό Νησί και Το γυμναστήριο) και τις
απαιτήσεις που θέτει στη γλώσσα για οικονομία, πλαστικότητα και ρυθμό, όσο και
από τη σχεδόν δονκιχωτική αναζήτηση μιας ενθουσιαστικής υπέρβασης της
πραγματικότητας στην οποία υποτάσσει χωρίς συμβιβασμούς τις αφηγήσεις του.
Αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση για τον αναγνώστη ή τον μελετητή του έργου του να συσχετίσει
τις λεπτομέρειες με ευρύτερες δομές και να διερευνήσει τις δύσκολες και
ενίοτε παράδοξες συνδέσεις μεταξύ γλώσσας και ιδεών. Εξάλλου, η λογοτεχνική
κριτική, κατά τη γνώμη μου, οφείλει να εστιάζει στις κειμενικές στρατηγικές, στον
ακριβή προσδιορισμό των γλωσσικών και αφηγηματικών κωδίκων, προκειμένου να
προσεγγίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τον υπόρρητο λόγο, τη στρωματογραφία
της σύνθεσης.
Η ανάλυση που ακολουθεί εξετάζει διεξοδικά την πλοκή και τη δομή του έργου, τις
αφηγηματικές (της αισθητηριακής αφήγησης συμπεριλαμβανομένης) τεχνικές του
συγγραφέα, τη σκηνογραφία των χώρων και τη χρήση του ιστορικού και πολιτισμικού
πλαισίου, καθώς και την ψυχογραφία του κεντρικού χαρακτήρα, υποδεικνύοντας
ενδεικτικές ερμηνευτικές δυνατότητες και αναγνώσεις μέσα από θεωρητικές
φιλολογικές, αισθητικές, ακόμη και ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις που προσφέρονται
κατά τη γνώμη μου για την καλύτερη κατανόηση και αποτίμηση του Περεγρίνου.
Τέλος, η σύνδεση του μυθιστορήματος με τη ελληνική και ξένη λογοτεχνική κλασική,
νεωτερική και μετανεωτερική παράδοση ανιχνεύεται επίσης μέσα από εκλεκτικές
συγγένειες και γόνιμες επιρροές στην αφηγηματική δομή και τα συντακτικά μοτίβα
καθώς και στη γλωσσική υφή και διαστρωμάτωση. (...)
Αφηγηματική δομή, κειμενικές στρατηγικές
Το μυθιστόρημα Περεγρίνος αποτελεί ένα σύνθετο, πολυεπίπεδο και απαιτητικό έργο
αφηγηματικής δεξιοτεχνίας και καινοτομίας. Η ροή της αφήγησης είναι αδιάπτωτη με
επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις, με χρονικά άλματα και παύσεις, ο ειρμός δεν
παγιδεύεται εύκολα σε τυπικές δομές αλλά διαπνέεται από εσωτερική ένταση και
μουσικότητα, σκληρές ή φαντασμαγορικές εξωτερικές περιγραφές, εσωτερικούς
μονολόγους με πυκνή διαστρωμάτωση που καταγράφουν τις δονήσεις και τις ρωγμές
του ασυνεχούς της συνείδησης του πρωταγωνιστή αλλά όχι μόνο, ένα διάπυρο
συνεχές μέσα-έξω βλέμμα που φωτίζει ζωηρά τις αναπαραστάσεις της αστικής
τοπογραφίας, μεταφράζοντας διαρκώς τα υποκείμενα στρώματα των βιωμάτων του
και την ατέρμονη αναζήτηση ταυτότητας και νοήματος.
Θα εξετάσω πρώτα τη δομή και τις τεχνικές της ετεροδιηγητικής αφηγηματικής
προοπτικής εστιάζοντας στους παραδοσιακούς κανόνες της φόρμας.
Ο Περεγρίνος δεν περιορίζεται σε μια απλή γραμμική ανιστόρηση της τεθλασμένης
ούτως ή άλλως διαδρομής του ήρωα, αλλά διαμορφώνει μια πολυεστιακή και
εμμέσως πολυφωνική αφηγηματική κατασκευή που παίζει με τα όρια της ιστορικής
τεκμηρίωσης και της μυθοπλασίας. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή δομή, όπου οι
αφηγηματικές γραμμές συγκλίνουν προς μια κορύφωση («faire la pyramide» κατά
τον προσφιλή όρο του Φλωμπέρ), ο Νικολής επιχειρεί μια αντιστροφή της κλασικής
αφηγηματικής πυραμίδας. Δημιουργεί δύο άνισες και παράλληλες αφηγηματικές
«πυραμίδες», όπου η δεύτερη διευρύνει και θέτει υπό αίρεση την εγκυρότητα της
πρώτης, αφήνοντας την τελική ερμηνεία του μύθου ανοικτή και αμφίσημη. […]
Ο παντογνώστης αφηγητής παρατηρεί μέχρι το τέλος την εξέλιξη της ιστορίας χωρίς
να παρεμβαίνει αφήνοντας στην κρίση του αναγνώστη την ερμηνεία: η
αυτοπυρπόληση του Περεγρίνου ήταν μια πράξη υπέρτατου θάρρους και υπέρβασης
του φόβου του θανάτου ή απλώς επιβεβαίωσε την ακραία ματαιοδοξία του ήρωα;
Ο συγγραφέας με τις εναλλαγές ύφους, χρονικής αλληλουχίας και διαστρωμάτωσης
των χρονικών επιπέδων αξιοποιεί ευφυώς δοκιμασμένες τεχνικές της νεωτερικής
αφήγησης. Οι παρεμβολές θραυσμάτων χρόνου, μνήμης και ονείρων, καθώς και η
συχνή χρήση εσωτερικού μονολόγου στη ροή της εσωτερικής συνείδησης του ήρωα
είναι αξιοσημείωτες σε όλο το σώμα του κειμένου. Η προσεκτικότερη ανάλυση του
μυθιστορήματος εντοπίζει επίσης τη δομική του ιδιαιτερότητα μέσα σε ένα πυκνό
διακειμενικό πλαίσιο, με εναλλαγή των αφηγηματικών επιπέδων. Η συνομιλία με τη
βιογραφική παράδοση της όψιμης ρωμαϊκής αρχαιότητας είναι επίσης αντιληπτή,
αλλά αντί να αποτυπώσει μια συνεκτική αφήγηση, υπονομεύει τη γραμμική
αναπαράσταση του ηρωικού βίου. […] Η δομή του Περεγρίνου επιτυγχάνει να
δημιουργήσει ένα αφηγηματικό σύμπαν όπου η ιστορική αλήθεια και η μυθοπλαστική
ανακατασκευή συνυπάρχουν σε συνεχή ένταση. Το μυθιστόρημα με τη ρευστότητα
και τις μεταμορφώσεις του ήρωα πάνω απ’ όλα διατυπώνει έναν μεταμοντέρνο
στοχασμό πάνω στην ίδια τη φύση της αφήγησης και της ανθρώπινης ταυτότητας. (...)
Το εκφραστικό μητρώο του Νικολή
Ο Περεγρίνος του Αντώνη Νικολή δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα της
νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά ένα έργο που διεκδικεί τη θέση του στη
Weltliteratur. Αντλεί στοιχεία από το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα, τη ρωμαϊκή
ιστοριογραφία και τη φιλοσοφική παράδοση, ενώ ενσωματώνει αφηγηματικές
τεχνικές του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού. Η ειρωνική του απόσταση και
η θεματική του πολυπλοκότητα τού χαρίζουν διαχρονικότητα και οικουμενικό εύρος.
Συνδυάζοντας την αρχαιότητα με τη σύγχρονη αφήγηση, τη φιλοσοφική αναζήτηση
και τη μεταμυθοπλασία, εντάσσεται με πρωτοτυπία και λογοτεχνική βαρύτητα στον
διεθνή λογοτεχνικό διάλογο.
Ο πρωταγωνιστής, ύστερα από μια ζωή διαψεύσεων, επιλέγει την αυτοπυρπόληση
αντί μιας ύπαρξης αδρανούς παραίτησης. Το δράμα της ύπαρξης, οι συγκινητικές
ψευδαισθήσεις, η πτήση της φαντασίας και ο αυτοεγκλωβισμός, η έλξη προς την
πολλαπλότητα της ζωής και η παράλυση από την αδυναμία επιλογής, συνυπάρχουν
στο αφηγηματικό σύμπαν του έργου. Το τέλος του ήρωα εγγράφεται μέσα σε αυτήν
τη διάθεση του παράλογου και του χλευασμού, αποκαλύπτοντας το φιλοσοφικό
υπόβαθρο του μυθιστορήματος.
Ο Νικολής χρησιμοποιεί την ειρωνεία και την αποστασιοποίηση ως βασικά εργαλεία,
υιοθετώντας τη στάση του δημιουργού που «μιμείται τον Θεό»: πράττει και σιωπά. Η
γραφή του φέρει στοιχεία της φλωμπερικής αυτοϋπονόμευσης, όπου η λυρική
έμπνευση συνυπάρχει με τον ρεαλιστικό σκεπτικισμό. Η ειρωνεία δεν λειτουργεί ως
απλή αναίρεση του λυρισμού, αλλά ως ένας τρόπος ανάδειξής του μέσω της συνεχούς
διαλεκτικής μεταξύ συγκίνησης και αποδόμησης. Το λυρικό στοιχείο υπάρχει για να
ανατραπεί, όμως η ίδια η αποδόμησή του επιβεβαιώνει τη δύναμη αποπλάνησης που
ασκεί στην ευαισθησία του συγγραφέα.
Η ειρωνεία του Νικολή δεν είναι απλώς ένα εργαλείο αποδόμησης, αλλά ένας τρόπος
αναζωογόνησης της αφήγησης. Ο συγγραφέας αγαπά και ταυτόχρονα ειρωνεύεται
ό,τι αγαπά, ιδιαίτερα τις μεταφυσικές προεκτάσεις της ιστορίας του, αμφισβητώντας
ακόμα και τις ίδιες του τις πεποιθήσεις. Το μυθιστόρημα διατρέχει μια λεπτή
ισορροπία μεταξύ λυρικής εξύψωσης και σαρκαστικής απομυθοποίησης, καθώς ο
ήρωας κινείται από την υπερβατικότητα στην απόλυτη πτώση. Η τραγική αίσθηση
του παραλόγου οδηγεί στο γκροτέσκο, και από εκεί στη βαθύτερη υπαρξιακή αγωνία.
Το μυθιστόρημα του Νικολή αμφισβητεί τις κλασικές κατηγοριοποιήσεις,
προτείνοντας νέες προσεγγίσεις στην ιστορική αφήγηση, τον φιλοσοφικό στοχασμό
και τη λογοτεχνική μορφή. Η πολυφωνία, η υπαρξιακή προβληματική και η
διακειμενική και επιτελεστική του διάσταση το καθιστούν ένα από τα πιο σύνθετα και
συναρπαστικά έργα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας. Ο ήρωας βρίσκεται σε
διαρκή μεταμόρφωση, ενώ η αφήγηση διαμορφώνεται από τη θεατρικότητα της
ύπαρξής του. Το μυθιστόρημα εντάσσεται στην παράδοση του ιστορικού
μυθιστορήματος, συνδυάζοντας τη δομή της επιθυμίας, όπως την ανέλυσε ο Peter
Brooks, με την τυπικότητα και την ιστορική ολότητα του Γκέοργκ Λούκατς.
Η σύνδεση της αφήγησης του Περεγρίνου με φιλοσοφικές και ψυχαναλυτικές
ερμηνείες, αξιοποιώντας τη σκέψη του Σαρτρ, του Φρόυντ και του Λακάν, προσφέρει
επίσης αναγνώσεις του έργου που δεν περιορίζονται στο ζήτημα της ιστορικής
αναπαράστασης, αλλά διερευνούν με νεότερα εργαλεία τη φύση της αφήγησης, τη
μνήμη και την ανθρώπινη επιθυμία.
Επίλογος
Ο Νικολής δημιουργεί ένα έργο που καλεί τον αναγνώστη να αναλογιστεί την
ανθρώπινη κατάσταση μέσα από μια πολυπρισματική αφηγηματική οπτική. Ο
συνδυασμός ρεαλισμού και υπαρξιακής ελεγείας προσδίδει στην αφήγηση μια ένταση
που συγκινεί και προβληματίζει τον αναγνώστη. Η ολοκλήρωση της ανάγνωσης
αφήνει μια αίσθηση θλίψης και κενού, αλλά ταυτόχρονα μια λυτρωτική διαύγεια, μια
αίσθηση ότι το βιβλίο προσέγγισε τα όρια της αφηγηματικής τέχνης. Ο Περεγρίνος
είναι ένα έργο που απαιτεί επανειλημμένες αναγνώσεις και ίσως γίνεται πιο
κατανοητό όταν η ζωή έχει ήδη αφήσει τα σημάδια της.
Όπως θα έλεγε και ο Louis-Ferdinand Céline:
“C'est peut-être cela qu'on cherche à travers la vie, rien que cela, le plus
grand chagrin possible pour devenir soi-même avant de mourir” (“Ίσως αυτό
που ψάχνουμε στη ζωή, είναι ακριβώς αυτό: η μεγαλύτερη δυνατή θλίψη, ώστε
να γίνουμε ο εαυτός μας πριν πεθάνουμε”).
Σημείωση: Απόσπασμα ευρύτερης εργασίας που θα στοιχειοθετηθεί σε μορφή βιβλίου, θα αναρτηθεί
στην ιστοσελίδα του περιοδικού και θα προσφέρεται αποκλειστικά συνδρομητές. Η εργασία αυτή
είναι μια υπό εξέλιξη μονογραφία του συγγραφέα με τίτλο: Η πράξη της αφήγησης. Μετά-αφήγηση,
μετά-ιστορία και μετά-μυθοπλασία (τρία δοκίμια για τον Αντώνη Νικολή).
[Το πλήρες κείμενο, the books' journal, τεύχος 166, σελ. 64-67]