(The books' journal, τεύχος 166, σελ. 64-67)
Ο θάνατος ως ορίζοντας
Αφηγηματολογικές, ερμηνευτικές και λογοτεχνικές προσεγγίσεις
Αντώνης Νικολής, Περεγρίνος. Μυθιστόρημα, Αρμός, Αθήνα 2023, 512 σελ
Ο Περεγρίνος του Αντώνη Νικολή δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά ένα έργο που διεκδικεί τη θέση του στη Weltliteratur. Αντλεί στοιχεία από το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα, τη ρωμαϊκή ιστοριογραφία και τη φιλοσοφική παράδοση, ενώ ενσωματώνει αφηγηματικές τεχνικές του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού. Η ειρωνική του απόσταση και η θεματική του πολυπλοκότητα τού χαρίζουν διαχρονικότητα και οικουμενικό εύρος. Συνδυάζοντας την αρχαιότητα με τη σύγχρονη αφήγηση, τη φιλοσοφική αναζήτηση και τη μεταμυθοπλασία, εντάσσεται με πρωτοτυπία και λογοτεχνική βαρύτητα στον διεθνή λογοτεχνικό διάλογο.
Από τον Δημήτριο Μποσνάκη
Όπως ακριβώς πλένουμε το κορμί μας θα έπρεπε να πλένουμε το πεπρωμένο, ν᾽ αλλάζουμε ζωή όπως αλλάζουμε ρούχα – όχι για να διατηρήσουμε τη ζωή μας, όπως όταν τρώμε και κοιμόμαστε, αλλά λόγω εκείνου του σεβασμού των άλλων προς εμάς που ορθώς ἀποκαλοῦμε καθαριότητα.
Φερνάντο Πεσσόα, Βιβλίο της Ανησυχίας Απόσπασμα 42
(μετ. Μαρία Παπαδήμα)
To πεζογραφικό έργο του Αντώνη Νικολή συνιστά μια υποδειγματική λογοτεχνική περίπτωση. Πίσω από το κύρος της φόρμας και την προφανή επιδίωξη για καλλιτεχνική τελειότητα, η αγάπη του για το ύφος και τη διαρκή αναζήτηση της σωστής λέξης εκφράζει αν μη τι άλλο ένα εμμονικό πάθος που θα μπορούσε άλλοις λόγοις να εκληφθεί και ως απελπισμένη πάλη ενάντια στο παράλογο της ύπαρξης, θεώρηση που φαίνεται να διακατέχει τον συγγραφέα σε κάθε του έργο. Η ασκητική αφοσίωσή του στη συγγραφή εκπέμπει όχι μόνο έντονη αυστηρότητα και απόλυτο καλλιτεχνικό έλεγχο, αλλά και έναν ιδιαίτερο συνδυασμό λυρικής παρατήρησης, στυγνού ρεαλισμού, μεταφυσικού ρίγους και ειρωνείας, που παραπέμπει σε γόνιμους πόρους της λογοτεχνικής γραφής. Το μέχρι τώρα έργο του Νικολή διακρίνεται τόσο για τις συνεχείς δομικές επινοήσεις του αφηγηματικού λόγου (από την τριλογία του έρωτα και της οδύνης: Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα, Διονυσία και Ο θάνατος του μισθοφόρου, στις δυστοπικές ελεγείες Το Σκοτεινό Νησί και Το γυμναστήριο) και τις απαιτήσεις που θέτει στη γλώσσα για οικονομία, πλαστικότητα και ρυθμό, όσο και από τη σχεδόν δονκιχωτική αναζήτηση μιας ενθουσιαστικής υπέρβασης της πραγματικότητας στην οποία υποτάσσει χωρίς συμβιβασμούς τις αφηγήσεις του. Αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση για τον αναγνώστη ή τον μελετητή του έργου του να συσχετίσει τις λεπτομέρειες με ευρύτερες δομές και να διερευνήσει τις δύσκολες και ενίοτε παράδοξες συνδέσεις μεταξύ γλώσσας και ιδεών. Εξάλλου, η λογοτεχνική κριτική, κατά τη γνώμη μου, οφείλει να εστιάζει στις κειμενικές στρατηγικές, στον ακριβή προσδιορισμό των γλωσσικών και αφηγηματικών κωδίκων, προκειμένου να προσεγγίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τον υπόρρητο λόγο, τη στρωματογραφία της σύνθεσης.
Η ανάλυση που ακολουθεί εξετάζει διεξοδικά την πλοκή και τη δομή του έργου, τις αφηγηματικές (της αισθητηριακής αφήγησης συμπεριλαμβανομένης) τεχνικές του συγγραφέα, τη σκηνογραφία των χώρων και τη χρήση του ιστορικού και πολιτισμικού πλαισίου, καθώς και την ψυχογραφία του κεντρικού χαρακτήρα, υποδεικνύοντας ενδεικτικές ερμηνευτικές δυνατότητες και αναγνώσεις μέσα από θεωρητικές φιλολογικές, αισθητικές, ακόμη και ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις που προσφέρονται κατά τη γνώμη μου για την καλύτερη κατανόηση και αποτίμηση του Περεγρίνου. Τέλος, η σύνδεση του μυθιστορήματος με τη ελληνική και ξένη λογοτεχνική κλασική, νεωτερική και μετανεωτερική παράδοση ανιχνεύεται επίσης μέσα από εκλεκτικές συγγένειες και γόνιμες επιρροές στην αφηγηματική δομή και τα συντακτικά μοτίβα καθώς και στη γλωσσική υφή και διαστρωμάτωση.
Πλοκή του μυθιστορήματος
Η υπόθεση του μυθιστορήματος, μέσα από μια κυκλική ανιστόρηση και ένα καταληκτικό excursus με τη μνήμη του πρωταγωνιστή παρούσα και τον ίδιο ωσεί παρόντα νεκρό, εκτυλίσσεται σε επτά κεφάλαια (Λόγους), εστιασμένη στην πολυτάραχη και τεθλασμένη προσωπική διαδρομή του Περεγρίνου (κατά την εξέλιξη του βίου του, Περεγρίνου Πρωτέα, και στο τέλος, Φοίνικα), μέσα από μια επικής πνοής ανασύνθεση του ιστορικού και πολιτισμικού πλαισίου της εποχής του, του 2ου αι. μ.Χ., της Β΄ Σοφιστικής και του Αρχαίου Μυθιστορήματος. Ο Νικολής αντλεί για το χτίσιμο της «ιστορικής» βιογραφίας του ήρωα μαρτυρίες από περιορισμένες σε έκταση φιλολογικές πηγές της αρχαιότητας, κυρίως από τη σάτιρα του Λουκιανού Περὶ τῆς Περεγρίνου τελευτῆς (βλ. επίσης Δημώνακτος βίος: 21.1,4, πρβ. Δραπέται 1-3) στον Λόγο Πρώτο, καθώς σε ελεύθερη μυθοπλασία αργότερα στον Λόγο Πέμπτο, από τον Αύλο Γέλλιο στις Αττικές Νύκτες (Aulus Gellius, Noctes Atticae, 8.3). Αυτά βέβαια για τον χαρακτήρα του Περεγρίνου, καθώς για τις ιστορικές, πολιτισμικές και αρχαιολογικές αναπαραστάσεις στη σύνθεση ο συγγραφέας έχει εντρυφήσει εμβριθώς σε όλη την αρχαιοελληνική γραμματεία που του χρειαζόταν για έμπνευση και ανασύνθεση, από την ποίηση, τη ρητορική, τη φιλοσοφία, την ιστοριογραφία μέχρι και τα Ονειροκριτικά του Απολλόδωρου, αφήνω στην άκρη την ειδική αρχαιολογική βιβλιογραφία για τη μνημειακή τοπογραφία των πόλεων και τις λατρευτικές πρακτικές.
Ο Περεγρίνος είναι ένας άνθρωπος που αναζητά διαρκώς την ταυτότητά του, τη δόξα και την προσοχή των άλλων, περιπλανώμενος ανάμεσα σε πόλεις, σε φιλοσοφικά και θρησκευτικά ρεύματα, μέχρι την τελική του έκβαση, όπου όντας γέρος κυνικός (στα εβδομηκοστά γενέθλιά του), επιθυμώντας να διακηρύξει προς όλους στον πλέον ένδοξο τόπο του αρχαίου κόσμου την περιφρόνηση στο φόβο του θανάτου, ρίχνεται στα 236α Ολύμπια (165 μ.Χ.) οικειοθελώς στην πυρά, έχοντας επιμελώς οργανώσει την εύφημή του έξοδο ως σκηνική παράσταση. […]
Αφηγηματική δομή, κειμενικές στρατηγικές
Το μυθιστόρημα Περεγρίνος αποτελεί ένα σύνθετο, πολυεπίπεδο και απαιτητικό έργο αφηγηματικής δεξιοτεχνίας και καινοτομίας. Η ροή της αφήγησης είναι αδιάπτωτη με επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις, με χρονικά άλματα και παύσεις, ο ειρμός δεν παγιδεύεται εύκολα σε τυπικές δομές αλλά διαπνέεται από εσωτερική ένταση και μουσικότητα, σκληρές ή φαντασμαγορικές εξωτερικές περιγραφές, εσωτερικούς μονολόγους με πυκνή διαστρωμάτωση που καταγράφουν τις δονήσεις και τις ρωγμές του ασυνεχούς της συνείδησης του πρωταγωνιστή αλλά όχι μόνο, ένα διάπυρο συνεχές μέσα-έξω βλέμμα που φωτίζει ζωηρά τις αναπαραστάσεις της αστικής τοπογραφίας, μεταφράζοντας διαρκώς τα υποκείμενα στρώματα των βιωμάτων του και την ατέρμονη αναζήτηση ταυτότητας και νοήματος.
Θα εξετάσω πρώτα τη δομή και τις τεχνικές της ετεροδιηγητικής αφηγηματικής προοπτικής εστιάζοντας στους παραδοσιακούς κανόνες της φόρμας.
Ο Περεγρίνος δεν περιορίζεται σε μια απλή γραμμική ανιστόρηση της τεθλασμένης ούτως ή άλλως διαδρομής του ήρωα, αλλά διαμορφώνει μια πολυεστιακή και εμμέσως πολυφωνική αφηγηματική κατασκευή που παίζει με τα όρια της ιστορικής τεκμηρίωσης και της μυθοπλασίας. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή δομή, όπου οι αφηγηματικές γραμμές συγκλίνουν προς μια κορύφωση («faire la pyramide» κατά τον προσφιλή όρο του Φλωμπέρ), ο Νικολής επιχειρεί μια αντιστροφή της κλασικής αφηγηματικής πυραμίδας. Δημιουργεί δύο άνισες και παράλληλες αφηγηματικές «πυραμίδες», όπου η δεύτερη διευρύνει και θέτει υπό αίρεση την εγκυρότητα της πρώτης, αφήνοντας την τελική ερμηνεία του μύθου ανοικτή και αμφίσημη. […]
Ο παντογνώστης αφηγητής παρατηρεί μέχρι το τέλος την εξέλιξη της ιστορίας χωρίς να παρεμβαίνει αφήνοντας στην κρίση του αναγνώστη την ερμηνεία: η αυτοπυρπόληση του Περεγρίνου ήταν μια πράξη υπέρτατου θάρρους και υπέρβασης του φόβου του θανάτου ή απλώς επιβεβαίωσε την ακραία ματαιοδοξία του ήρωα;
Ο συγγραφέας με τις εναλλαγές ύφους, χρονικής αλληλουχίας και διαστρωμάτωσης των χρονικών επιπέδων αξιοποιεί ευφυώς δοκιμασμένες τεχνικές της νεωτερικής αφήγησης. Οι παρεμβολές θραυσμάτων χρόνου, μνήμης και ονείρων, καθώς και η συχνή χρήση εσωτερικού μονολόγου στη ροή της εσωτερικής συνείδησης του ήρωα είναι αξιοσημείωτες σε όλο το σώμα του κειμένου. Η προσεκτικότερη ανάλυση του μυθιστορήματος εντοπίζει επίσης τη δομική του ιδιαιτερότητα μέσα σε ένα πυκνό διακειμενικό πλαίσιο, με εναλλαγή των αφηγηματικών επιπέδων. Η συνομιλία με τη βιογραφική παράδοση της όψιμης ρωμαϊκής αρχαιότητας είναι επίσης αντιληπτή, αλλά αντί να αποτυπώσει μια συνεκτική αφήγηση, υπονομεύει τη γραμμική αναπαράσταση του ηρωικού βίου. […] Η δομή του Περεγρίνου επιτυγχάνει να δημιουργήσει ένα αφηγηματικό σύμπαν όπου η ιστορική αλήθεια και η μυθοπλαστική ανακατασκευή συνυπάρχουν σε συνεχή ένταση. Το μυθιστόρημα με τη ρευστότητα και τις μεταμορφώσεις του ήρωα πάνω απ’ όλα διατυπώνει έναν μεταμοντέρνο στοχασμό πάνω στην ίδια τη φύση της αφήγησης και της ανθρώπινης ταυτότητας. […]
Ο Περεγρίνος και ο Λουκιανός
Ο Περεγρίνος παρουσιάζεται ως ένας χαρακτήρας με έντονα μεγαλομανή και αυτοαναφορικά στοιχεία, τα οποία εκδηλώνονται τόσο στη ρητορική του όσο και στον εσωτερικό του μονόλογο. Το νοητικό του ύφος διαμορφώνεται από υπερβολική ρητορικότητα και πομπώδη διατύπωση, η ομιλία του έχει έντονη αυτοδραματοποίηση και έναν επιτηδευμένο στόμφο, γεμάτο αναφορές σε ήρωες και φιλοσόφους, ο σκοπός της αυτοπυρπόλησης μετατοπίζεται ένα βήμα παραπέρα, προβάλλεται στο τέλος ως φαντασίωση εξαέρωσης! Η επανάληψη και οι αποσιωπήσεις στο λόγο του υποδηλώνουν μια βαθύτερη υπαρξιακή αγωνία κάτω από το θεατρικό προσωπείο του, μια αμφιταλάντευση μεταξύ απόλυτης πίστης και υπόγειου φόβου.
«Όπως εκείνος ν’ αναμειχθώ κι εγώ με τον αιθέρα, να εξαερωθώ!» «Τη στιγμή, τη χρυσή, την ένδοξη στιγμή που θα… ριχτώ… στην πυρά».
Ο Λουκιανός, αντίθετα, έχει ένα εντελώς διαφορετικό νοητικό ύφος που χαρακτηρίζεται από ειρωνεία και ορθολογική αποστασιοποίηση (σχολιάζει την υπερβολή του Περεγρίνου με σαρκασμό, σχεδόν περιφρονητικά), ψυχρή, σχεδόν ιατροδικαστική παρατήρηση (περιγράφει τον Περεγρίνο και την κουστωδία του με όρους που υποδηλώνουν περισσότερο την ανάλυση ενός περίεργου κοινωνικού φαινομένου, παρά ενός ανθρώπου με υπαρξιακά διλήμματα), εκλεπτυσμένη αισθητική (αντί να ενδώσει συναισθηματικά στο θέαμα του Περεγρίνου, εστιάζει στην ομορφιά των αθλητών και της τέχνης).
«Ω θεοί, πόση ομορφιά, πόση χάρη!» «Τι να συμβαίνει, άραγε, στο μυαλό μερικών αδιόρθωτων, κι εκείνο που μοιάζει εύλογη επιθυμία εκεί στην εφηβεία, άντε και στη νεότητα, γίνεται ύστερα, παρά τις ασταμάτητες διαψεύσεις, η πιο βαθιά, η πιο επίμονη και εφ’ όρου ζωής επιδίωξή τους;»
Εδώ η διατύπωση προσομοιάζει σε εσωτερικό φιλοσοφικό διάλογο, που λειτουργεί ως αντίστιξη στη ρητορική μεγαλοπρέπεια του Περεγρίνου.
Ο Περεγρίνος του Αντώνη Νικολή καταφέρνει να δομήσει ένα πολυφωνικό νοητικό ύφος, όπου ο αφηγητής κινείται μεταξύ πανοραμικής θέασης και εσωτερικής εμβάθυνσης. Ο Περεγρίνος εκφράζει έναν μεγαλομανή θεατρικό λόγο, γεμάτο ρητορική αλλά και υπαρξιακή αγωνία. Ο Λουκιανός υιοθετεί ένα συνειδητά αποστασιοποιημένο, ειρωνικό ύφος, που υπονομεύει τη σοβαροφάνεια των άλλων. Η αντίθεση των mind-styles αυτών των δύο δημιουργεί ένα δυναμικό σύμπλεγμα αφηγηματικών προοπτικών, που δίνει βάθος και πολυπλοκότητα στο μυθιστόρημα. […]
Η χωροχρονική οπτική γωνία στον Περεγρίνο παρουσιάζει μεγάλη πολυπλοκότητα που προσδίδει στο έργο έναν κυκλικό, αναστοχαστικό χαρακτήρα. Ο αφηγητής εστιασμένος στον Περεγρίνο κινείται σε έναν σύνθετο χωροχρόνο, παρακολουθώντας τον είτε γραμμικά είτε με εμβόλιμες χρονικές αναδρομές σε μια τεθλασμένη γεωγραφικά περιπλάνηση που φθάνει μέχρι και τον εσωτερικό κόσμο του ήρωα. Από αυτήν την ιδιότυπη «συνύπαρξη» στο σώμα και τη συνείδηση του Περεγρίνου, ο αφηγητής μοιάζει να διεκδικεί περισσότερο χώρο και χρόνο μόνο στον πρώτο και τελευταίο λόγο. Οι ενδιάμεσοι λόγοι υποβάλλουν διαρκώς μια μεταβατική αίσθηση σε πλήρη ευθυγράμμιση με την χωροχρονική ρευστότητα του πρωταγωνιστή.
Η ανάλυση της ψυχολογικής οπτικής γωνίας στον Περεγρίνο επιβεβαιώνει το επίπεδο πρόσβασης του αφηγητή στις σκέψεις και τα συναισθήματα των χαρακτήρων, καθώς η αφήγηση εναλλάσσεται μεταξύ μιας εσωτερικής εστίασης (στις σκέψεις του Περεγρίνου ή του Λουκιανού) και μιας εξωτερικής, αποστασιοποιημένης αφήγησης. Στην εσωτερική εστίαση βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τη ροή της συνείδησης του Περεγρίνου, ειδικά στις στιγμές κρίσης, αυτοεξέτασης και μοναξιάς του. Αντιθέτως, στην εξωτερική εστίαση, ο αφηγητής φαίνεται συχνότερα περισσότερο αποστασιοποιημένος και αξιόπιστος, κυρίως στις περιγραφές της εξωτερικής εμφάνισης των προσώπων και των πόλεων. Όταν ο Περεγρίνος βιώνει μια εσωτερική διέγερση ή κρίση, η αφήγηση γίνεται πιο προσωπική, ενδοσκοπική, με μακροσκελείς συλλογισμούς και αφηγηματικές μακροπεριόδους. Αντίθετα, σε στιγμές δράσης (π.χ. σε κοινωνικές συναναστροφές), ο αφηγητής μετατοπίζεται προς μια εξωτερική περιγραφή, σχεδόν κλινική. Η ψυχολογική οπτική γωνία του αφηγητή χαρακτηρίζεται από υψηλή υφολογική πυκνότητα με εντυπωσιακές μακροπεριόδους και παρεμβολές δευτερευουσών προτάσεων που προσθέτουν πληροφορίες ή σχολιασμό. Η αφηγηματική οπτική του συνδυάζει απόσταση, εσωτερικότητα και εναλλαγή αφηγηματικών επιπέδων. Ο αφηγητής φαίνεται να διακατέχεται από εμμονή για τη λεπτομέρεια τόσο στις περιγραφές των χώρων όσο και των ανθρώπων, των χειρονομιών και των ψυχολογικών τους καταστάσεων. Για έναν χαρακτήρα με εμμονές και ιδεοληψίες, όπως ο Περεγρίνος, η ψυχολογική οπτική γωνία της αφήγησης διαμορφώνει ένα ευρύ επίπεδο πρόσβασης με επαναλήψεις, υπερβολικές λεπτομέρειες και μονομανή εστίαση στα θέματα που τον αφορούν. Το βάθος της ψυχολογικής οπτικής γωνίας είναι εντέλει αξιόπιστο και πολυπρισματικό, καθώς ο Περεγρίνος δεν κυριαρχεί ως ένας ήρωας-αφηγητής που παρουσιάζει τα πράγματα μεροληπτικά από την σκοπιά του, αλλά με διακριτική ειρωνική απόσταση ως ένας πάσχων άνθρωπος με ρωγμές και αντιφάσεις στην εικόνα του.
Ο ηλικιωμένος σοφιστής δυσκολευόταν πια να συγκεντρωθεί. Μερικές φορές και να κρατήσει σταθερή την αναπνοή του. Ένας εσωτερικός υπόκωφος κοχλασμός τον περισπούσε. Σαν το στενό στόμιο στην κλεψύδρα του χρόνου της ζωής του να ρούφαγε με ρόχθο καταρράκτη το λιγοστό νεράκι που του έμενε.
Η αφήγηση εκθέτει έντονα την ιδεολογική οπτική γωνία του Λουκιανού στον Πρώτο Λόγο και του Περεγρίνου στους επόμενους, αλλά και του ίδιου του απόμακρου αφηγητή, δημιουργώντας μια δυναμική σχέση ανάμεσα στις προσωπικές τους αξίες και την ιστορική πραγματικότητα. Ο Περεγρίνος βρίσκεται σε συνεχή αναζήτηση ταυτότητας και φιλοσοφικής θεώρησης, παλινδρομώντας μεταξύ της σοφιστικής, των χριστιανικών αντιλήψεων και της κυνικής φιλοσοφίας, ανάμεσα στον θερμό αισθηματικά κόσμο των χριστιανών και τον «παγωμένο» των εθνικών, τον κόσμο της (ρωμαϊκής) εξουσίας και των προσωπικών του φιλοδοξιών, τη φιλοδοξία του για διάκριση και φήμη και την ανάγκη του για εσωτερική γαλήνη, τη συνέπεια μεταξύ θεωρίας και πράξεων. Το έργο αποτυπώνει βαθιές ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Ο Περεγρίνος, ο οποίος φιλοσοφικά επιλέγει μάλλον τον εκλεκτικισμό, αποφασίζει για το τέλος της ζωής του την αυτοπυρπόληση, ο αφηγητής ωστόσο παραμένει μέχρι το τέλος ιδεολογικά αποστασιοποιημένος, υπογραμμίζοντας σταθερά την ηθική αμηχανία και ασάφεια των καιρών του ήρωά του και πιθανώς και των καιρών μας.
Η γλώσσα στο έργο δεν είναι στατική, η γλωσσική οπτική γωνία μεταβάλλεται ανάλογα με το συναισθηματικό φορτίο και την ιδεολογική ένταση και προσαρμόζεται στη συναισθηματική κατάσταση του ήρωα και στο εκάστοτε αφηγηματικό πλαίσιο, υποστηρίζοντας τις εναλλαγές ύφους και ρυθμού. Όταν για παράδειγμα η αφήγηση είναι εσωτερική, η γλώσσα γίνεται πιο στοχαστική, πυκνή, γεμάτη περιγραφικές λεπτομέρειες. Υπάρχει μια έντονη παρουσία λόγιου υψηλού ύφους, που συνδυάζεται με σύγχρονες γλωσσικές επιλογές χαμηλού, προφορικού ή λαϊκού ύφους. Οι περιγραφές της φύσης έχουν μια ποιητική, σχεδόν λυρική διάσταση, αντανακλώντας την εσωτερική κατάσταση του Περεγρίνου. Σε σκηνές κοινωνικών αλληλεπιδράσεων, η γλώσσα γίνεται πιο διαλογική και λιτή, ενώ σε σκηνές με αλληλοδιάδραση με την (αυτοκρατορική) εξουσία, η γλώσσα γίνεται κοφτή, επίσημη, αποκαλύπτοντας τη διαφορετική κοινωνική δυναμική. Ο αφηγητής χρησιμοποιεί μια μεικτή γλώσσα που συνδυάζει το ρητορικό ή φιλοσοφικό ύφος με τη ρεαλιστική, βιωματική περιγραφή.
Ειδικότερα, η σύζευξη υψηλού και χαμηλού ύφους, με λέξεις από τη λόγια ελληνική παράδοση μαζί με καθημερινές, ακόμη και «χυδαίες» εκφράσεις στην ίδια φράση ή περίοδο είναι μια τολμηρή και ενδιαφέρουσα τεχνική, που μπορεί να έχει πολλαπλά λογοτεχνικά αποτελέσματα, καθώς ανατρέπει την καθιερωμένη γλωσσική ιεραρχία και δημιουργεί ένα έντονο ύφος που προκαλεί τον αναγνώστη να δει τη γλώσσα με νέους όρους. Η εναλλαγή για παράδειγμα μεταξύ επιτηδευμένου ή πομπώδους ύφους και ωμού ρεαλισμού μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο αποδόμησης. Η ξαφνική εναλλαγή από μια υψηλή, σχεδόν τελετουργική γλώσσα, σε κάτι ωμά καθημερινό μπορεί παράλληλα να δημιουργήσει έναν δραστικό κωμικό ή σαρκαστικό τόνο. Ο συγγραφέας ή ο αφηγητής «υπονομεύει» το ίδιο το ύφος του, θυμίζοντας στους αναγνώστες ότι η γλώσσα δεν είναι ποτέ ουδέτερη αλλά φορτισμένη με πολιτισμικές και κοινωνικές εντάσεις. Σε σημεία του μυθιστορήματος όπου η αφήγηση έχει προφορικότητα ή μιμείται τον προφορικό λόγο, αυτή η τεχνική μπορεί να δώσει μια φυσική, σχεδόν παρορμητική δυναμική στο ύφος. Οι ήρωες μιλούν όπως σκέφτονται, χωρίς φίλτρα, αναμειγνύοντας γλωσσικά επίπεδα. Αυτή η μείξη μπορεί όμως να έχει και έναν άλλο αντίκτυπο στον αναγνώστη, όπως τα σύγχρονα κοστούμια σε παραστάσεις αρχαίου δράματος, που λειτουργούν εκσυγχρονιστικά μεταφέροντας από το παρελθόν στο παρόν το ενδιαφέρον της ιστορίας, προσθέτοντας σύγχρονο ρίγος και νόημα.
Ο Νικολής στον Περεγρίνο δεν ακολουθεί μια απλή αφηγηματική προοπτική, αλλά δημιουργεί ένα πλούσιο μωσαϊκό οπτικών γωνιών, που συνδυάζει χρονική πολυπλοκότητα (αναδρομές, κυκλική αφήγηση), ψυχολογική εναλλαγή (εσωτερική ενδοσκόπηση και εξωτερική αποστασιοποίηση), ιδεολογικό βάθος (ταυτότητα, εξουσία, θρησκεία και φιλοσοφία) και τέλος υφολογική προσαρμοστικότητα (αρχαϊσμοί, λυρικότητα, πραγματισμός, σύγχρονες του προφορικού λόγου λέξεις).
Η αφήγηση ως δομή της επιθυμίας
Θα περάσω τώρα σε μια άλλης τάξεως σύντομη, αλλά καθόλου ήσσονος σημασίας, ανάλυση της αφήγησης του μυθιστορήματος, με όρους της λογοτεχνικής θεωρίας, όπως τους επεξεργάστηκε ο Peter Brooks στο Reading for the Plot: Design and Intention in Narrative, ορίζοντας την αφήγηση ως δομή της επιθυμίας. Ο βαθύς θεωρητικός προτείνει ότι η αφήγηση είναι η κινητήρια δύναμη της ανθρώπινης επιθυμίας και η πλοκή βασίζεται σε μια εσωτερική «οικονομία της επιθυμίας» που καθοδηγεί την αφήγηση προς μια κορύφωση. Εφόσον η αφήγηση καθοδηγείται από την επιθυμία, η οποία δημιουργεί μια εσωτερική ένταση και ωθεί την πλοκή προς μια κορύφωση ή, καλύτερα διατυπωμένο, εφόσον η αφήγηση είναι ένας μηχανισμός που τροφοδοτείται από την επιθυμία για νόημα και ολοκλήρωση, ο Περεγρίνος του Νικολή συνιστά μια υποδειγματική μελέτη περίπτωσης στην προσέγγιση της λογοτεχνικής του υφής. Μνημονεύω και μια άλλη εξαιρετική παρατήρηση στην ίδια μελέτη: «η αφήγηση είναι μία από τις ευρείες κατηγορίες ή τα συστήματα κατανόησης που χρησιμοποιούμε στη διαπραγμάτευση με την πραγματικότητα». Σε αυτό το πλαίσιο, το μυθιστόρημα του Νικολή δεν αποτελεί μόνο ανασύνθεση ενός ιστορικού βίου αλλά και μια εξαιρετική μεταφορά της ανθρώπινης επιθυμίας (στην προκειμένη περίπτωση του ίδιου του Περεγρίνου), να οργανώσει το χάος της ύπαρξης μέσα από την αφήγηση (επιλέγοντας ο ίδιος το τέλος).
Η θεωρητική προσέγγιση του Peter Brooks για την αφήγηση επικεντρώνεται στην επιθυμία ως δύναμη που κινεί την ιστορία. Κάθε ήρωας της εποχής του Περεγρίνου (αλλά και κάθε δεδομένης εποχής), όπως και κάθε χαρακτήρας του έργου, διανύει το δικό του ηθικό και διανοητικό δρομολόγιο, μέσα από το οποίο βιώνει πάθη, ψευδαισθήσεις, απογοητεύσεις και μικρές υπαρξιακές νίκες. Ο Περεγρίνος είναι, λοιπόν, ένα μυθιστόρημα γεμάτο από άτομα που, όπως τα μυρμήγκια σε μια μυρμηγκοφωλιά, αναζητούν τη θέση τους μέσα σε έναν κόσμο αβέβαιο και ασταθή. Ο Νικολής μοιάζει ευθυγραμμισμένος με αυτή τη θέση και την ενσωματώνει αξιοποιώντας πλήρως τη δυναμική της μέσω των συνεχών μεταμορφώσεων του ήρωα. Ο Περεγρίνος είναι όντως ο ήρωας της (δικής του) αφηγηματικής επιθυμίας. Ο Brooks αναγνωρίζει ότι η επιθυμία στην αφήγηση δεν αφορά μόνο την πλοκή, αλλά και την ψυχολογική συγκρότηση του ήρωα. Η επιθυμία του για αποδοχή και δόξα είναι η κινητήρια δύναμη που διαμορφώνει την αφηγηματική του πορεία. Η αφήγηση στον Περεγρίνο δεν είναι απλώς ένα όχημα αναπαράστασης αλλά συνιστά ένα χώρο διαρκούς επεξεργασίας της επιθυμίας. Ο σπουδαίος θεωρητικός υποστηρίζει επίσης ότι οι αφηγηματικές δομές μιμούνται τη λειτουργία της ανθρώπινης επιθυμίας και ότι τελικά η αφήγηση δεν είναι ποτέ ουδέτερη, αλλά μια διαδικασία διαχείρισης, αναβολής και έντασης, η οποία τροφοδοτεί την ίδια την κίνηση της πλοκής. Η καθυστέρηση είναι μια επιτυχημένη στρατηγική αφήγησης. Ο Brooks υπενθυμίζει μάλιστα ότι η καθυστέρηση της λύσης της πλοκής είναι ένα κεντρικό στοιχείο κάθε αφήγησης που βασίζεται στην επιθυμία. Στον Περεγρίνο, η αφήγηση, μη ακολουθώντας ευθύγραμμη πορεία, λειτουργεί ως μια τεχνική καθυστέρησης. Ο Περεγρίνος κινείται μέσα σε ένα διαρκές αφηγηματικό κύκλωμα, αναζητώντας μια ταυτότητα που διαρκώς του διαφεύγει. Κάθε νέα φάση της ζωής του (η μαθητεία στους σοφιστές, η εμπλοκή του με τους χριστιανούς, η τελική αυτοκαταστροφή του) λειτουργεί ως κόμβος έντασης που δεν επιλύεται, αλλά μετασχηματίζεται σε νέα αφήγηση, διατηρώντας τον αναγνώστη σε εγρήγορση. Η τελική πράξη δεν είναι μια λύση, αλλά η ύστατη προβολή της αφηγηματικής επιθυμίας: ο Περεγρίνος δεν ολοκληρώνεται ως χαρακτήρας, αλλά παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα, μια μορφή που προκαλεί πολλαπλές ερμηνείες. Ο ήρωας επιθυμεί να γίνει ένα πρόσωπο μνημειακό, μια μορφή που θα μείνει στην ιστορία, αλλά αυτή του η επιθυμία τον καθιστά ταυτόχρονα ένα τραγικό πρόσωπο, καθώς η αναζήτησή του δεν οδηγεί σε σταθερότητα, αλλά σε μια τελική πράξη καταστροφής.
Η θεωρία της αφηγηματικής οικονομίας της επιθυμίας του Peter Brooks παρέχει ένα ισχυρό πλαίσιο για την κατανόηση της μεταμυθοπλαστικής δομής του Περεγρίνου. Το μυθιστόρημα αναπαράγει τη δυναμική της επιθυμίας, δημιουργώντας μια αφηγηματική εμπειρία που βασίζεται στη συνεχή ένταση, την καθυστέρηση και την αμφισημία. Η αφήγηση δεν προσφέρει μια σταθερή αλήθεια αλλά κινείται προς έναν ορίζοντα ολοκλήρωσης που διαρκώς διαφεύγει, η λύση δεν είναι ποτέ απόλυτη, αλλά πάντα υπό διαπραγμάτευση. […]
Το εκφραστικό μητρώο του Νικολή
Ο Περεγρίνος του Αντώνη Νικολή δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά ένα έργο που διεκδικεί τη θέση του στη Weltliteratur. Αντλεί στοιχεία από το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα, τη ρωμαϊκή ιστοριογραφία και τη φιλοσοφική παράδοση, ενώ ενσωματώνει αφηγηματικές τεχνικές του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού. Η ειρωνική του απόσταση και η θεματική του πολυπλοκότητα τού χαρίζουν διαχρονικότητα και οικουμενικό εύρος. Συνδυάζοντας την αρχαιότητα με τη σύγχρονη αφήγηση, τη φιλοσοφική αναζήτηση και τη μεταμυθοπλασία, εντάσσεται με πρωτοτυπία και λογοτεχνική βαρύτητα στον διεθνή λογοτεχνικό διάλογο.
Ο πρωταγωνιστής, ύστερα από μια ζωή διαψεύσεων, επιλέγει την αυτοπυρπόληση αντί μιας ύπαρξης αδρανούς παραίτησης. Το δράμα της ύπαρξης, οι συγκινητικές ψευδαισθήσεις, η πτήση της φαντασίας και ο αυτοεγκλωβισμός, η έλξη προς την πολλαπλότητα της ζωής και η παράλυση από την αδυναμία επιλογής, συνυπάρχουν στο αφηγηματικό σύμπαν του έργου. Το τέλος του ήρωα εγγράφεται μέσα σε αυτήν τη διάθεση του παράλογου και του χλευασμού, αποκαλύπτοντας το φιλοσοφικό υπόβαθρο του μυθιστορήματος.
Ο Νικολής χρησιμοποιεί την ειρωνεία και την αποστασιοποίηση ως βασικά εργαλεία, υιοθετώντας τη στάση του δημιουργού που «μιμείται τον Θεό»: πράττει και σιωπά. Η γραφή του φέρει στοιχεία της φλωμπερικής αυτοϋπονόμευσης, όπου η λυρική έμπνευση συνυπάρχει με τον ρεαλιστικό σκεπτικισμό. Η ειρωνεία δεν λειτουργεί ως απλή αναίρεση του λυρισμού, αλλά ως ένας τρόπος ανάδειξής του μέσω της συνεχούς διαλεκτικής μεταξύ συγκίνησης και αποδόμησης. Το λυρικό στοιχείο υπάρχει για να ανατραπεί, όμως η ίδια η αποδόμησή του επιβεβαιώνει τη δύναμη αποπλάνησης που ασκεί στην ευαισθησία του συγγραφέα.
Η ειρωνεία του Νικολή δεν είναι απλώς ένα εργαλείο αποδόμησης, αλλά ένας τρόπος αναζωογόνησης της αφήγησης. Ο συγγραφέας αγαπά και ταυτόχρονα ειρωνεύεται ό,τι αγαπά, ιδιαίτερα τις μεταφυσικές προεκτάσεις της ιστορίας του, αμφισβητώντας ακόμα και τις ίδιες του τις πεποιθήσεις. Το μυθιστόρημα διατρέχει μια λεπτή ισορροπία μεταξύ λυρικής εξύψωσης και σαρκαστικής απομυθοποίησης, καθώς ο ήρωας κινείται από την υπερβατικότητα στην απόλυτη πτώση. Η τραγική αίσθηση του παραλόγου οδηγεί στο γκροτέσκο, και από εκεί στη βαθύτερη υπαρξιακή αγωνία.
Το μυθιστόρημα του Νικολή αμφισβητεί τις κλασικές κατηγοριοποιήσεις, προτείνοντας νέες προσεγγίσεις στην ιστορική αφήγηση, τον φιλοσοφικό στοχασμό και τη λογοτεχνική μορφή. Η πολυφωνία, η υπαρξιακή προβληματική και η διακειμενική και επιτελεστική του διάσταση το καθιστούν ένα από τα πιο σύνθετα και συναρπαστικά έργα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας. Ο ήρωας βρίσκεται σε διαρκή μεταμόρφωση, ενώ η αφήγηση διαμορφώνεται από τη θεατρικότητα της ύπαρξής του. Το μυθιστόρημα εντάσσεται στην παράδοση του ιστορικού μυθιστορήματος, συνδυάζοντας τη δομή της επιθυμίας, όπως την ανέλυσε ο Peter Brooks, με την τυπικότητα και την ιστορική ολότητα του Γκέοργκ Λούκατς.
Η σύνδεση της αφήγησης του Περεγρίνου με φιλοσοφικές και ψυχαναλυτικές ερμηνείες, αξιοποιώντας τη σκέψη του Σαρτρ, του Φρόυντ και του Λακάν, προσφέρει επίσης αναγνώσεις του έργου που δεν περιορίζονται στο ζήτημα της ιστορικής αναπαράστασης, αλλά διερευνούν με νεότερα εργαλεία τη φύση της αφήγησης, τη μνήμη και την ανθρώπινη επιθυμία.
Επίλογος
Ο Νικολής δημιουργεί ένα έργο που καλεί τον αναγνώστη να αναλογιστεί την ανθρώπινη κατάσταση μέσα από μια πολυπρισματική αφηγηματική οπτική. Ο συνδυασμός ρεαλισμού και υπαρξιακής ελεγείας προσδίδει στην αφήγηση μια ένταση που συγκινεί και προβληματίζει τον αναγνώστη. Η ολοκλήρωση της ανάγνωσης αφήνει μια αίσθηση θλίψης και κενού, αλλά ταυτόχρονα μια λυτρωτική διαύγεια, μια αίσθηση ότι το βιβλίο προσέγγισε τα όρια της αφηγηματικής τέχνης. Ο Περεγρίνος είναι ένα έργο που απαιτεί επανειλημμένες αναγνώσεις και ίσως γίνεται πιο κατανοητό όταν η ζωή έχει ήδη αφήσει τα σημάδια της. Όπως θα έλεγε και ο Louis-Ferdinand Céline:
“C'est peut-être cela qu'on cherche à travers la vie, rien que cela, le plus grand chagrin possible pour devenir soi-même avant de mourir” (“Ίσως αυτό που ψάχνουμε στη ζωή, είναι ακριβώς αυτό: η μεγαλύτερη δυνατή θλίψη, ώστε να γίνουμε ο εαυτός μας πριν πεθάνουμε”).
ΛΕΖΑΝΤΕΣ
Αρχείο The Books’ Journal
Πορτρέτο φαγιούμ (λεπτομέρεια), που κοσμεί το εξώφυλλο του Περεγρίνου, του πιο πρόσφατου μυθιστορήματος του Αντώνη Νικολή.
Σημείωση: Απόσπασμα ευρύτερης εργασίας που θα στοιχειοθετηθεί σε μορφή βιβλίου, θα αναρτηθεί
στην ιστοσελίδα του περιοδικού και θα προσφέρεται αποκλειστικά συνδρομητές. Η εργασία αυτή
είναι μια υπό εξέλιξη μονογραφία του συγγραφέα με τίτλο: Η πράξη της αφήγησης. Μετά-αφήγηση,
μετά-ιστορία και μετά-μυθοπλασία (τρία δοκίμια για τον Αντώνη Νικολή).