Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Η ποιητική της έκθεσης.

(Από το δοκίμιο του Δημήτρη Μποσνάκη, Η αθόρυβη ιερότητα της Διονυσίας: φαινομενολογία του ανέκφραστου στο μυθιστόρημα “Διονυσία”*)

(…) Ήτανε Τετάρτη, στο σπίτι μετά το μαγαζί δεν βρήκε κανέναν, και παρά τον ασταθή καιρό –απ’ το πρωί εναλλάσσονταν λιακάδες με μπόρες–, με την ομπρέλα υπό μάλης, κατέβηκε στους δρόμους, τα πόδια της την οδηγούσαν προς το κέντρο. Περπατούσε αφηρημένη. Στη στροφή της Πατησίων προς την πλατεία Κάνιγγος ανέκοψε τη φόρα της ένα κορίτσι που μοίραζε διαφημιστικά για ταχύρρυθμα ξενόγλωσσα τμήματα. Πήρε το φυλλάδιο από ευγένεια, το πέταξε στον επόμενο κάδο. Αλλά ήδη ακούσια είχε εκτραπεί προς την πλατεία. Συνέχιζε με βήμα άρρυθμο στον πεζόδρομο της Κάνιγγος, τον παράλληλο στην Πατησίων. Με κλειστά τα μαγαζιά, την κίνηση υποτονική, τις ακτίνες στην καθαρή από τη βροχή ατμόσφαιρα να κατεβαίνουν απ’ τις πολυκατοικίες σαν από ψηλά φυλλώματα, στάθηκε για μια ανάσα στη μέση του πλακόστρωτου. Ξεφυσούσε ήσυχα και αργά. Ύστερα, λίγα βήματα παρακεί, σ’ έναν παρατημένο ξύλινο πάγκο, έσυρε με την παλάμη τις χοντρές σταγόνες στην επιφάνειά του, να την στεγνώσει λίγο, κάθισε κι ας βρεχόταν. Ίσιωσε κάθετα τη σπονδυλική στήλη, όρθωσε τον λαιμό. Νοερά υψωνόταν, το κεφάλι της έφτανε και κατόπτευε τον έρημο δρόμο απ’ το ύψος του πρώτου ορόφου των κτηρίων γύρω της, με τα χέρια της που επιμηκύνονταν κι αυτά, τακτοποιούσε χαμηλά το σακάκι, παρακάτω το παντελόνι της, έπειτα ανάερα το μεγάλο κυκλοτερές πλέγμα, το τεράστιο κρινολίνο με τα μικρά κουτάκια τα δεμένα στα σημεία που διασταυρώνονταν τα ακτινωτά κάθετα με τα κυκλικά οριζόντια ελάσματα, τον πελώριο κώδωνα-φούστα από τη μέση της έως τις πλάκες κάτω και ολόγυρά της. Τα αναρίθμητα μικρά κουτάκια της. Χρυσά με βυσσινιές κορδέλες. Η βροχή τα γυάλιζε. Ψιχάλιζε. Ανέβαζε το μέτωπο, ένιωθε τις σταγόνες στα κλειστά βλέφαρα. Κυλούσαν από τα μάγουλα στον λαιμό, κάτω απ’ τη λαιμόκοψη της μπλούζας στον κόρφο, στην κοιλιά της. Έπειτα, κάποιος πλάγιαζε το κεφάλι στο μπούτι της, έτριβε τον κρόταφο, να βρει την αναπαυτικότερη επαφή. Δεν έσκυψε να δει ποιος. Φαντάστηκε, το κορίτσι με τα διαφημιστικά φυλλάδια. Όσο σουρούπωνε στο λίγο τ’ ουρανού ψηλά, η βροχή δυνάμωνε, κι όταν μετά το μούχρωμα πύκνωσε κι άλλο το σκοτάδι, η Διονυσία, μουσκίδι, μετακίνησε το κεφάλι του κάτισχνου κοριτσιού (επρόκειτο για πρεζάκι, και δεν κρατούσε σφιχτά στο χέρι του τα φυλλάδια, αλλά ένα σκληρό χαρτόνι), για να σηκωθεί, το κορίτσι την κοίταξε αδύναμο όλο ικεσία, είχε στο πορτοφόλι της ένα πεντακοσάρικο δύο κατοστάρικα, του τα έδωσε όλα. Το πρεζάκι παράτησε το χαρτόνι, πήρε τα χαρτονομίσματα, τα ’στριψε στη μια τους άκρη, τα κρατούσε σαν να ήταν μπουκέτο διακοσμητικά ξερά φύλλα. Η Διονυσία, όρθια, δεν καταλάβαινε. Άνοιξε την ομπρέλα –μόλο που η ίδια εντελώς βρεμένη και πια δεν έβρεχε–, κοίταζε το κορίτσι με τα ξερά φύλλα στο χέρι, και οπισθοχωρούσε για κάμποσο. Ίσαμε τα φανάρια. Έπειτα σκέφτηκε, καλύτερα να γυρίσω σπίτι, ν’ αλλάξω, προτού πουντιάσω. Στο νησί τής συνέβαινε να αφαιρείται στη θάλασσα ή σ’ αγαπημένους δρόμους, εποχές και ώρες που τους περπατούσε ερημικούς, καμιά φορά και στο νεκροταφείο. Στην Αθήνα, τελικά, μπορούσε ν’ αφαιρεθεί οποτεδήποτε και οπουδήποτε. Τόσο μόνη, τόσο ξένα όλα γύρω της, που με κάποιο τρόπο τα προσπερνούσε σαν προέκταση ή φόντο της σκέψης της, γίνονταν ο μονότονος ερημικός δρόμος της. Ζούσε το οξύμωρο: να της προξενεί το αίσθημα της οικειότητας αυτό που της ήταν ξένο. (…) [Απόσπασμα από το Ε’ κεφάλαιο του μυθιστορήματος]

(…) Πύκνωνε το μούχρωμα, οι ιώδεις πινελιές στον ορίζοντα, το μενεξεδί σε σκοτεινούς κυματισμούς.

Όμως κι εξαιρετικά γι’ απόψε, όπως ακούσια μηχανικά ανασήκωσε τη ματιά, θ’ ατένιζε τη Διονυσία να υπερίπταται στον λιλά θόλο της πόλης, να αιωρείται με τα χέρια της κατεβασμένα σ’ ένα πλέγμα από διασταυρούμενες λάμες, ένα αλλόκοτο πελώριο κρινολίνο με πάμπολλα γυαλιστερά κουτάκια, να στέκει στον ήσυχο αέρα, να γέρνει από τη μια ή από την άλλη, όπως ένα μπαλόνι που το σχοινί του μπλέχτηκε σε κλαδί ή σε σύρμα. Και τα κουτάκια στον τεράστιο κώδωνα είχαν όλα το σχήμα και το χρώμα των δικών της κουτιών, κεραμιδί και δεμένα με χρυσή γυαλιστερή κορδέλα.

Η Νταίζη αναστέναξε. Κοίταζε και δεν χόρταινε την αιωρούμενη οικεία φιγούρα. Δυο σκέψεις, όχι και πολύ σαφείς, ήχησαν ήσυχα στο μυαλό της.

Η Διονυσία μοιράζει στην πόλη ηδονή και λύπη μαζί.    

Η Διονυσία τριγυρνάει στον ουρανό φαντασμαγορική και μονάχη.  [Απόσπασμα από το Ζ’ κεφάλαιο]

 

Παρακάτω επιχειρώ μια αφηγηματολογική, ψυχολογική και αισθητική ανάγνωση, εστιάζοντας στη λεπτοφυή τεχνική του Νικολή και στην πυκνή σημασιολογική δομή του πρώτου αποσπάσματος.

Αφηγηματολογική ανάλυση

α) Εστίαση και φωνή

Το απόσπασμα κινείται με εσωτερική εστίαση πάνω στη Διονυσία. Δεν έχουμε απόλυτο εσωτερικό μονόλογο, αλλά μια διεισδυτική τριτοπρόσωπη αφήγηση που ακολουθεί τις αισθήσεις, τις μικροκινήσεις και τις παραστάσεις της ηρωίδας. Ο αφηγητής εισέρχεται σταδιακά στον ψυχισμό της· το ύφος «αναπνέει» στον ρυθμό της, μετακινείται από το εξωτερικό τοπίο (βροχή, δρόμος, κίνηση) στο εσωτερικό της τοπίο (φαντασιακή ανύψωση, κρινολίνο, αίσθηση σώματος).

Η μετάβαση από το ρεαλιστικό στην εσωτερική φανέρωση είναι ανεπαίσθητη: το κείμενο δεν σημειώνει ρητά ότι περνά στη φαντασία· απλώς η συνείδηση της ηρωίδας υψώνεται και το ρεαλιστικό ενσωματώνει το φανταστικό χωρίς ρήξη. Αυτή η τεχνική είναι χαρακτηριστική του Νικολή: το φαντασιακό δεν είναι παρεμβολή αλλά συνέχεια του ρεαλισμού, ως να ανήκει στον ίδιο κόσμο.

β) Δομική κίνηση

Η σκηνή αναπτύσσεται σε τρία διαδοχικά επίπεδα:

  1. Περιπλάνηση – εκτροπή: η Διονυσία αφήνει το σπίτι, χάνονται τα όρια του χώρου, και «ακούσια» εκτρέπεται προς την πλατεία. Η εκτροπή είναι αφηγηματικά κρίσιμη: αποτελεί το σημείο όπου το έξω οδηγεί στο μέσα.
  2. Στάση – ανύψωση – μεταμόρφωση: στο παγκάκι η αφήγηση επιβραδύνεται, γίνεται σχεδόν στιγμιότυπο. Το σώμα της ευθυγραμμίζεται, ανυψώνεται νοερά· η φούστα-κώδωνας και τα κουτάκια δημιουργούν μια σκηνογραφική εσωτερική εικόνα, ένα φαντασιακό «ένδυμα του εαυτού».
  3. Επιστροφή στη σκληρή πραγματικότητα: το πρεζάκι, η οικονομική χειρονομία, η μουσκεμένη Διονυσία που οπισθοχωρεί. Το φαντασιακό καταρρέει απότομα μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα.

Ο ρυθμός περνά από διάχυτη περιγραφή σε έντονη εσωτερική εικόνα και τέλος σε ρεαλιστικό σοκ, και αυτή η κυματοειδής δομή αναπαράγει το βασικό μοτίβο της Διονυσίας: μια ύπαρξη που αιωρείται ανάμεσα σε δύο κόσμους.

γ) Χρόνος

Ο χρόνος είναι εσωτερικός και διαστέλλεται. Στη βόλτα κυλά με φυσικότητα· στο παγκάκι «κολλάει», σχεδόν σταματά για να αναδυθεί το φαντασιακό. Όταν εμφανιστεί το πρεζάκι, ο χρόνος ξανασυμπυκνώνεται. Η διαχείριση του χρόνου υπηρετεί την ψυχολογική κλιμάκωση.

Ψυχολογική ανάλυση

α) Η διάθεση: μετέωρη, ασταθής, ρευστή

Από την αρχή: «Περπατούσε αφηρημένη.» Η αφηρημάδα δεν είναι περιστασιακή αλλά υπαρξιακή. Ταιριάζει με τον «ασταθή καιρό»: ο εξωτερικός κόσμος καθρεφτίζει την εσωτερική κατάσταση. Οι εναλλαγές «λιακάδες – μπόρες» είναι η μεταφορά του ψυχισμού: διακυμάνσεις, αδυναμία σταθερότητας.

β) Το αίσθημα του μη-ανήκειν

Το τέλος του αποσπάσματος συμπυκνώνει την αλήθεια της:

«Τόσο μόνη, τόσο ξένα όλα γύρω της… Ζούσε το οξύμωρο: να της προξενεί το αίσθημα της οικειότητας αυτό που της ήταν ξένο.»

Αυτό είναι η κεντρική ψυχολογική της θέση: οικειότητα μέσα στο ξένο, δηλαδή μια αντιστροφή του συνηθισμένου. Η ηρωίδα δεν νιώθει οικείο το γνώριμο περιβάλλον· οικείο είναι μόνο το ξένο, ο εσωτερικός μονότονος δρόμος της, η ιδιωτική ερημία.

γ) Η φαντασίωση με το κρινολίνο

Η φαντασία της δεν είναι φυγή· είναι εσωτερική ανασύσταση του εαυτού. Το κρινολίνο με τα «αναρίθμητα μικρά κουτάκια» λειτουργεί πρώτον ως: νοητικό περίβλημα· μια εξωτερική θωράκιση του εύθραυστου εαυτού, δεύτερον ως μηχανισμός ανύψωσης: «νοερά υψωνόταν», λες και χρειάζεται ύψος για να δει καθαρά τον κόσμο, και τέλος ως δομή τάξης απέναντι στην άτακτη ζωή της. Το κρινολίνο δεν είναι διακοσμητικό. Είναι η φαντασιακή της πανοπλία.

δ) Η σκηνή με το πρεζάκι

Η είσοδος του κοριτσιού λειτουργεί ως εξωτερικός καθρέφτης της Διονυσίας. Το κορίτσι είναι: «κάτισχνο», «αδύναμο όλο ικεσία», ένας άνθρωπος στο χείλος της διάλυσης. Η Διονυσία δεν την κοιτά «κοινωνικά» αλλά εσωτερικά, σαν να βλέπει μια εκδοχή του εαυτού της σε παραμόρφωση. Το γεγονός ότι δίνει όλα της τα χρήματα είναι αυτόματη πράξη προσφοράς αλλά και μια υπόγεια πράξη ταύτισης: σαν να προσφέρει στον εαυτό της. Το κορίτσι, κρατώντας τα χαρτονομίσματα «σαν μπουκέτο ξερά φύλλα», γίνεται συμβολική εικόνα φθοράς και ματαιότητας. Η Διονυσία ασυναίσθητα το αντιλαμβάνεται: οπισθοχωρεί ενώ κοιτάζει αυτή τη σχεδόν τελετουργική εικόνα.

Αισθητική και υφολογική ανάλυση

α) Πυκνή αισθητηριακότητα

Το ύφος του Νικολή είναι σχεδόν κινηματογραφικό, με λεπτομερείς αισθήσεις: όπως αφής (σταγόνες στα βλέφαρα, νερό που κυλά στον λαιμό και στην κοιλιά) ή όρασης (ακτίνες που κατεβαίνουν σαν «ψηλά φυλλώματα»), αλλά και κίνησης (αργοί ρυθμοί, άρρυθμα βήματα). Η αισθητηριακότητα δεν είναι στολισμός· είναι μέσο ψυχογράφησης.