(Από το δοκίμιο του Δημήτρη Μποσνάκη, Η αθόρυβη ιερότητα της Διονυσίας: φαινομενολογία του ανέκφραστου στο μυθιστόρημα “Διονυσία”*)
(…) Ήτανε Τετάρτη, στο σπίτι μετά το μαγαζί δεν βρήκε κανέναν, και παρά τον ασταθή καιρό –απ’ το πρωί εναλλάσσονταν λιακάδες με μπόρες–, με την ομπρέλα υπό μάλης, κατέβηκε στους δρόμους, τα πόδια της την οδηγούσαν προς το κέντρο. Περπατούσε αφηρημένη. Στη στροφή της Πατησίων προς την πλατεία Κάνιγγος ανέκοψε τη φόρα της ένα κορίτσι που μοίραζε διαφημιστικά για ταχύρρυθμα ξενόγλωσσα τμήματα. Πήρε το φυλλάδιο από ευγένεια, το πέταξε στον επόμενο κάδο. Αλλά ήδη ακούσια είχε εκτραπεί προς την πλατεία. Συνέχιζε με βήμα άρρυθμο στον πεζόδρομο της Κάνιγγος, τον παράλληλο στην Πατησίων. Με κλειστά τα μαγαζιά, την κίνηση υποτονική, τις ακτίνες στην καθαρή από τη βροχή ατμόσφαιρα να κατεβαίνουν απ’ τις πολυκατοικίες σαν από ψηλά φυλλώματα, στάθηκε για μια ανάσα στη μέση του πλακόστρωτου. Ξεφυσούσε ήσυχα και αργά. Ύστερα, λίγα βήματα παρακεί, σ’ έναν παρατημένο ξύλινο πάγκο, έσυρε με την παλάμη τις χοντρές σταγόνες στην επιφάνειά του, να την στεγνώσει λίγο, κάθισε κι ας βρεχόταν. Ίσιωσε κάθετα τη σπονδυλική στήλη, όρθωσε τον λαιμό. Νοερά υψωνόταν, το κεφάλι της έφτανε και κατόπτευε τον έρημο δρόμο απ’ το ύψος του πρώτου ορόφου των κτηρίων γύρω της, με τα χέρια της που επιμηκύνονταν κι αυτά, τακτοποιούσε χαμηλά το σακάκι, παρακάτω το παντελόνι της, έπειτα ανάερα το μεγάλο κυκλοτερές πλέγμα, το τεράστιο κρινολίνο με τα μικρά κουτάκια τα δεμένα στα σημεία που διασταυρώνονταν τα ακτινωτά κάθετα με τα κυκλικά οριζόντια ελάσματα, τον πελώριο κώδωνα-φούστα από τη μέση της έως τις πλάκες κάτω και ολόγυρά της. Τα αναρίθμητα μικρά κουτάκια της. Χρυσά με βυσσινιές κορδέλες. Η βροχή τα γυάλιζε. Ψιχάλιζε. Ανέβαζε το μέτωπο, ένιωθε τις σταγόνες στα κλειστά βλέφαρα. Κυλούσαν από τα μάγουλα στον λαιμό, κάτω απ’ τη λαιμόκοψη της μπλούζας στον κόρφο, στην κοιλιά της. Έπειτα, κάποιος πλάγιαζε το κεφάλι στο μπούτι της, έτριβε τον κρόταφο, να βρει την αναπαυτικότερη επαφή. Δεν έσκυψε να δει ποιος. Φαντάστηκε, το κορίτσι με τα διαφημιστικά φυλλάδια. Όσο σουρούπωνε στο λίγο τ’ ουρανού ψηλά, η βροχή δυνάμωνε, κι όταν μετά το μούχρωμα πύκνωσε κι άλλο το σκοτάδι, η Διονυσία, μουσκίδι, μετακίνησε το κεφάλι του κάτισχνου κοριτσιού (επρόκειτο για πρεζάκι, και δεν κρατούσε σφιχτά στο χέρι του τα φυλλάδια, αλλά ένα σκληρό χαρτόνι), για να σηκωθεί, το κορίτσι την κοίταξε αδύναμο όλο ικεσία, είχε στο πορτοφόλι της ένα πεντακοσάρικο δύο κατοστάρικα, του τα έδωσε όλα. Το πρεζάκι παράτησε το χαρτόνι, πήρε τα χαρτονομίσματα, τα ’στριψε στη μια τους άκρη, τα κρατούσε σαν να ήταν μπουκέτο διακοσμητικά ξερά φύλλα. Η Διονυσία, όρθια, δεν καταλάβαινε. Άνοιξε την ομπρέλα –μόλο που η ίδια εντελώς βρεμένη και πια δεν έβρεχε–, κοίταζε το κορίτσι με τα ξερά φύλλα στο χέρι, και οπισθοχωρούσε για κάμποσο. Ίσαμε τα φανάρια. Έπειτα σκέφτηκε, καλύτερα να γυρίσω σπίτι, ν’ αλλάξω, προτού πουντιάσω. Στο νησί τής συνέβαινε να αφαιρείται στη θάλασσα ή σ’ αγαπημένους δρόμους, εποχές και ώρες που τους περπατούσε ερημικούς, καμιά φορά και στο νεκροταφείο. Στην Αθήνα, τελικά, μπορούσε ν’ αφαιρεθεί οποτεδήποτε και οπουδήποτε. Τόσο μόνη, τόσο ξένα όλα γύρω της, που με κάποιο τρόπο τα προσπερνούσε σαν προέκταση ή φόντο της σκέψης της, γίνονταν ο μονότονος ερημικός δρόμος της. Ζούσε το οξύμωρο: να της προξενεί το αίσθημα της οικειότητας αυτό που της ήταν ξένο. (…) [Απόσπασμα από το Ε’ κεφάλαιο του μυθιστορήματος]
(…) Πύκνωνε το μούχρωμα, οι ιώδεις πινελιές στον ορίζοντα, το μενεξεδί σε σκοτεινούς κυματισμούς.
Η Νταίζη αναστέναξε. Κοίταζε και δεν χόρταινε την αιωρούμενη οικεία φιγούρα. Δυο σκέψεις, όχι και πολύ σαφείς, ήχησαν ήσυχα στο μυαλό της.
Η Διονυσία μοιράζει στην πόλη ηδονή και λύπη μαζί.
Η Διονυσία τριγυρνάει στον ουρανό φαντασμαγορική και μονάχη. [Απόσπασμα από το Ζ’ κεφάλαιο]
Παρακάτω επιχειρώ μια αφηγηματολογική, ψυχολογική και αισθητική ανάγνωση, εστιάζοντας στη λεπτοφυή τεχνική του Νικολή και στην πυκνή σημασιολογική δομή του πρώτου αποσπάσματος.
Αφηγηματολογική ανάλυση
α) Εστίαση και φωνή
Το απόσπασμα κινείται με εσωτερική εστίαση πάνω στη Διονυσία. Δεν έχουμε απόλυτο εσωτερικό μονόλογο, αλλά μια διεισδυτική τριτοπρόσωπη αφήγηση που ακολουθεί τις αισθήσεις, τις μικροκινήσεις και τις παραστάσεις της ηρωίδας. Ο αφηγητής εισέρχεται σταδιακά στον ψυχισμό της· το ύφος «αναπνέει» στον ρυθμό της, μετακινείται από το εξωτερικό τοπίο (βροχή, δρόμος, κίνηση) στο εσωτερικό της τοπίο (φαντασιακή ανύψωση, κρινολίνο, αίσθηση σώματος).
Η μετάβαση από το ρεαλιστικό στην εσωτερική φανέρωση είναι ανεπαίσθητη: το κείμενο δεν σημειώνει ρητά ότι περνά στη φαντασία· απλώς η συνείδηση της ηρωίδας υψώνεται και το ρεαλιστικό ενσωματώνει το φανταστικό χωρίς ρήξη. Αυτή η τεχνική είναι χαρακτηριστική του Νικολή: το φαντασιακό δεν είναι παρεμβολή αλλά συνέχεια του ρεαλισμού, ως να ανήκει στον ίδιο κόσμο.
β) Δομική κίνηση
Η σκηνή αναπτύσσεται σε τρία διαδοχικά επίπεδα:
- Περιπλάνηση – εκτροπή: η Διονυσία αφήνει το σπίτι, χάνονται τα όρια του χώρου, και «ακούσια» εκτρέπεται προς την πλατεία. Η εκτροπή είναι αφηγηματικά κρίσιμη: αποτελεί το σημείο όπου το έξω οδηγεί στο μέσα.
- Στάση – ανύψωση – μεταμόρφωση: στο παγκάκι η αφήγηση επιβραδύνεται, γίνεται σχεδόν στιγμιότυπο. Το σώμα της ευθυγραμμίζεται, ανυψώνεται νοερά· η φούστα-κώδωνας και τα κουτάκια δημιουργούν μια σκηνογραφική εσωτερική εικόνα, ένα φαντασιακό «ένδυμα του εαυτού».
- Επιστροφή στη σκληρή πραγματικότητα: το πρεζάκι, η οικονομική χειρονομία, η μουσκεμένη Διονυσία που οπισθοχωρεί. Το φαντασιακό καταρρέει απότομα μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα.
Ο ρυθμός περνά από διάχυτη περιγραφή σε έντονη εσωτερική εικόνα και τέλος σε ρεαλιστικό σοκ, και αυτή η κυματοειδής δομή αναπαράγει το βασικό μοτίβο της Διονυσίας: μια ύπαρξη που αιωρείται ανάμεσα σε δύο κόσμους.
γ) Χρόνος
Ο χρόνος είναι εσωτερικός και διαστέλλεται. Στη βόλτα κυλά με φυσικότητα· στο παγκάκι «κολλάει», σχεδόν σταματά για να αναδυθεί το φαντασιακό. Όταν εμφανιστεί το πρεζάκι, ο χρόνος ξανασυμπυκνώνεται. Η διαχείριση του χρόνου υπηρετεί την ψυχολογική κλιμάκωση.
Ψυχολογική ανάλυση
α) Η διάθεση: μετέωρη, ασταθής, ρευστή
Από την αρχή: «Περπατούσε αφηρημένη.» Η αφηρημάδα δεν είναι περιστασιακή αλλά υπαρξιακή. Ταιριάζει με τον «ασταθή καιρό»: ο εξωτερικός κόσμος καθρεφτίζει την εσωτερική κατάσταση. Οι εναλλαγές «λιακάδες – μπόρες» είναι η μεταφορά του ψυχισμού: διακυμάνσεις, αδυναμία σταθερότητας.
β) Το αίσθημα του μη-ανήκειν
Το τέλος του αποσπάσματος συμπυκνώνει την αλήθεια της:
«Τόσο μόνη, τόσο ξένα όλα γύρω της… Ζούσε το οξύμωρο: να της προξενεί το αίσθημα της οικειότητας αυτό που της ήταν ξένο.»
Αυτό είναι η κεντρική ψυχολογική της θέση: οικειότητα μέσα στο ξένο, δηλαδή μια αντιστροφή του συνηθισμένου. Η ηρωίδα δεν νιώθει οικείο το γνώριμο περιβάλλον· οικείο είναι μόνο το ξένο, ο εσωτερικός μονότονος δρόμος της, η ιδιωτική ερημία.
γ) Η φαντασίωση με το κρινολίνο
Η φαντασία της δεν είναι φυγή· είναι εσωτερική ανασύσταση του εαυτού. Το κρινολίνο με τα «αναρίθμητα μικρά κουτάκια» λειτουργεί πρώτον ως: νοητικό περίβλημα· μια εξωτερική θωράκιση του εύθραυστου εαυτού, δεύτερον ως μηχανισμός ανύψωσης: «νοερά υψωνόταν», λες και χρειάζεται ύψος για να δει καθαρά τον κόσμο, και τέλος ως δομή τάξης απέναντι στην άτακτη ζωή της. Το κρινολίνο δεν είναι διακοσμητικό. Είναι η φαντασιακή της πανοπλία.
δ) Η σκηνή με το πρεζάκι
Η είσοδος του κοριτσιού λειτουργεί ως εξωτερικός καθρέφτης της Διονυσίας. Το κορίτσι είναι: «κάτισχνο», «αδύναμο όλο ικεσία», ένας άνθρωπος στο χείλος της διάλυσης. Η Διονυσία δεν την κοιτά «κοινωνικά» αλλά εσωτερικά, σαν να βλέπει μια εκδοχή του εαυτού της σε παραμόρφωση. Το γεγονός ότι δίνει όλα της τα χρήματα είναι αυτόματη πράξη προσφοράς αλλά και μια υπόγεια πράξη ταύτισης: σαν να προσφέρει στον εαυτό της. Το κορίτσι, κρατώντας τα χαρτονομίσματα «σαν μπουκέτο ξερά φύλλα», γίνεται συμβολική εικόνα φθοράς και ματαιότητας. Η Διονυσία ασυναίσθητα το αντιλαμβάνεται: οπισθοχωρεί ενώ κοιτάζει αυτή τη σχεδόν τελετουργική εικόνα.
Αισθητική και υφολογική ανάλυση
α) Πυκνή αισθητηριακότητα
Το ύφος του Νικολή είναι σχεδόν κινηματογραφικό, με λεπτομερείς αισθήσεις: όπως αφής (σταγόνες στα βλέφαρα, νερό που κυλά στον λαιμό και στην κοιλιά) ή όρασης (ακτίνες που κατεβαίνουν σαν «ψηλά φυλλώματα»), αλλά και κίνησης (αργοί ρυθμοί, άρρυθμα βήματα). Η αισθητηριακότητα δεν είναι στολισμός· είναι μέσο ψυχογράφησης.
β) Η βροχή ως αισθητικό μοτίβο
Η βροχή λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα: καθαρίζει την ατμόσφαιρα και προσφέρει προσωρινή διαύγεια, βρέχει το σώμα και αποκαλύπτει την ευαλωτότητα της Διονυσίας, γυαλίζει τα κουτάκια και μεταμορφώνει τη φαντασία σε σχεδόν ιερό τελετουργικό, ή τέλος πριονίζει την ορατότητα προκαλώντας την απόσυρση από τον εξωτερικό κόσμο. Η βροχή είναι το ενιαίο αισθητικό νήμα που συνδέει την εξωτερική περιπλάνηση, το φαντασιακό ένδυμα και τη σκηνή της προσφοράς.
γ) Μετάβαση από ρεαλισμό σε οραματικότητα
Η αισθητική του αποσπάσματος στηρίζεται στην αναίρεση των ορίων. Το κρινολίνο δεν εισβάλλει ως φαντασιακή εικόνα· αναδύεται μέσα από μια ρεαλιστική σκηνή σωματικής ευθυγράμμισης. Η «ανύψωση» δεν δηλώνεται ως όνειρο· προκύπτει σαν φυσική συνέχεια της στάσης του σώματος. Αυτή η τεχνική δημιουργεί ένα οριακό καθεστώς πραγματικότητας, χαρακτηριστικό της υψηλής λογοτεχνικής ποιότητας.
δ) Η τελική αντιστροφή
Το τέλος είναι αισθητικά συγκλονιστικό: «να της προξενεί το αίσθημα της οικειότητας αυτό που της ήταν ξένο.» Με μια πρόταση κλείνει όλη η αισθητική αρχιτεκτονική του αποσπάσματος. Ο κόσμος της Διονυσίας δεν είναι αντιληπτός ως φυσικό περιβάλλον αλλά ως φόντο της συνείδησής της, μονότονος, ερημικός, αφομοιωμένος στο μέσα της.
Συνολική ανάγνωση του αποσπάσματος
Το απόσπασμα παρουσιάζει μια αστική περιπλάνηση που γίνεται εσωτερική περιπλάνηση. Η Διονυσία κινείται ανάμεσα σε δύο επίπεδα ύπαρξης: το ρεαλιστικό, τραχύ, αδιάφορο αστικό τοπίο και το φαντασιακό, λεπτοδουλεμένο, προστατευτικό της σύμπαν.
Το κρινολίνο, τα κουτάκια, η ανύψωση είναι η προσωπική της μυθολογία: το εσωτερικό της σκηνικό απέναντι σε μια πόλη που δεν την αναγνωρίζει και δεν την χωρά. Το πρεζάκι είναι ο κόσμος που εισβάλλει ξαφνικά, απαιτώντας από αυτήν μια πράξη (χρήματα, περιθώριο, βλέμμα). Κι όμως, ακόμη και τότε, η Διονυσία παραμένει εν μέρει απούσα, οπισθοχωρεί σαν να μην ανήκει σε αυτό το σύμπαν.
Η τελευταία πρόταση είναι το κλειδί: η Διονυσία ζει το υπαρξιακό παράδοξο της μοναξιάς μέσα στην οικειότητα του ξένου. Έχει αποσυρθεί από τον κόσμο σε τέτοιο βαθμό που ο μόνος τόπος όπου μπορεί να είναι ο εαυτός της είναι ο τόπος όπου δεν ανήκει.
Μικροσκοπική ανάλυση επιλεγμένων φράσεων
- «Ήτανε Τετάρτη, στο σπίτι μετά το μαγαζί δεν βρήκε κανέναν, και παρά τον ασταθή καιρό –απ’ το πρωί εναλλάσσονταν λιακάδες με μπόρες–, με την ομπρέλα υπό μάλης, κατέβηκε στους δρόμους…»
Σύνταξη / ροή: Η πρόταση ανοίγει με απλή πληροφορία («Ήτανε Τετάρτη») αλλά αμέσως στοιβάζει λεπτομέρειες (κενό στο σπίτι, ασταθής καιρός), δημιουργώντας ένα πυκνό «πλαίσιο» πριν τη δράση. Η παύλα (—απ’ το πρωί…—) λειτουργεί σαν παρένθεση που δίνει ρυθμική διακοπή· μοιάζει με αναπνοή πριν την έξοδο.
Ύφος/σημασία: Η «ομπρέλα υπό μάλης» είναι μεταφορική-οπτική: στρατιωτική στάση/προστασία· υποδηλώνει αμυντική διάθεση καθώς βγαίνει στον εξωτερικό κόσμο. Ο καιρός συντονίζει την ψυχολογία (αστάθεια, ψυχική διακύμανση).
- «Περπατούσε αφηρημένη.»
Οικονομία λέξης: Μια εξαιρετικά σύντομη πρόταση που λειτουργεί ως δόση ερμηνείας: το ρήμα «περπατούσε» + επίρρημα «αφηρημένη». Η σύντομη μορφή ανακόπτει τη σειρά και δίνει έμφαση στην εσωτερική κατάσταση ως κυρίαρχη κινητήρια δύναμη.
Αφηγηματική θέση: Είναι ρήμα που δείχνει κίνηση, που νομιμοποιεί την εκτροπή της πορείας της· «αφηρημένη» σημαίνει ότι οι εξωτερικές αιτίες δεν την προσδιορίζουν.
- «…την κίνηση υποτονική, τις ακτίνες στην καθαρή από τη βροχή ατμόσφαιρα να κατεβαίνουν απ’ τις πολυκατοικίες σαν από ψηλά φυλλώματα…»
Εικόνα/συνδηλώσεις: Η παρομοίωση «σαν από ψηλά φυλλώματα» κάνει τις ακτίνες να μοιάζουν με οργανικά, μάλλον απαλά στοιχεία· δεν είναι σκληρός ήλιος αλλά «φύλλωμα», κάτι που κρύβει/σπάει το φως, τονίζει την ευθραυστότητα και την ασάφεια.
Ρυθμός: Η σειρά των προσδιορισμών (υποτονική κίνηση - ακτίνες – πολυκατοικίες -φυλλώματα) δημιουργεί βύθιση στην ατμόσφαιρα· ο ρυθμός επιβραδύνεται, παραπέμποντας σε στοπ-καρέ.
- «Ξεφυσούσε ήσυχα και αργά.»
Ηχητική / κινητική λεπτομέρεια: Το «ξεφυσούσε» είναι ηχητικό, φυσικό, σωματικό. «Ήσυχα και αργά» πολλαπλασιάζει την αδράνεια· ο αναπνευστικός ρυθμός αντικατοπτρίζει συναισθηματική εξάντληση ή στοχαστική απώλεια.
- «Ίσιωσε κάθετα τη σπονδυλική στήλη, όρθωσε τον λαιμό. Νοερά υψωνόταν…»
Σωματοποίηση της φαντασίας: Η λεπτομερής σωματική χειρονομία («ίσιωσε… όρθωσε») λειτουργεί ως τελετουργία πριν την «ανύψωση». Η λέξη «Νοερά» επισημαίνει τη μετατόπιση: η πραγματική κίνηση γίνεται εσωτερική· η σωματική διευθέτηση επιτρέπει την νοητική/φαντασιακή άνοδο.
Σημειολογία: Η κάθετη ευθυγράμμιση ως προετοιμασία για ανύψωση γίνεται ένα αίτημα ύψους/αποστασιοποίησης από το έδαφος (τον κόσμο).
- «…το τεράστιο κρινολίνο με τα μικρά κουτάκια τα δεμένα στα σημεία που διασταυρώνονταν τα ακτινωτά κάθετα με τα κυκλικά οριζόντια ελάσματα…»
Πυκνή περιγραφή/μηχανική εικόνα: Ο λόγος γίνεται τεχνικός· «ακτινωτά κάθετα», «κυκλικά οριζόντια ελάσματα», αυτό το μηχανολογικό λεξιλόγιο κοντράρει τη ρομαντική εικόνα του κρινολίνου, παράγοντας αίσθηση περίτεχνης κατασκευής.
Σημασιολογική ένταση: Το κρινολίνο φαίνεται ως ένα πολύπλοκο σύστημα που οργανώνει/προστατεύει· τα «μικρά κουτάκια» υποδεικνύουν θραύσματα, συλλογές, μικρές κρυψώνες, ίσως μνήμες ή σπασμένα κομμάτια του εαυτού.
- «Τα αναρίθμητα μικρά κουτάκια της. Χρυσά με βυσσινιές κορδέλες.»
Στυλιστική αποστροφή: Η σύντομη, απομονωμένη πρόταση «Τα αναρίθμητα μικρά κουτάκια της.» λειτουργεί σαν εμφατική κατακλείδα, ανάταση της προσοχής. Η χρωματική λεπτομέρεια (χρυσά — βυσσινιές) δίνει αξία (πολυτέλεια/ιερότητα)· όμως είναι επίσης εύθραυστα (κορδέλες), άρα παράδοξα πολύτιμα και φθαρτά.
- «Η βροχή τα γυάλιζε. Ψιχάλιζε. Ανέβαζε το μέτωπο, ένιωθε τις σταγόνες στα κλειστά βλέφαρα.»
Παρατήρηση αισθητηριακής συνέχειας: Μικρές προτάσεις, κοντές φράσεις («Ψιχάλιζε.») αυξάνουν την πυκνότητα και τον ρυθμό. Η «γυάλισμα» μετατρέπει τα κουτάκια σε αντανάκλαση, ενίσχυση της φαντασιακής λάμψης. Οι σταγόνες στα κλειστά βλέφαρα συνδυάζουν το αισθητό με το κλειστό βλέμμα: βλέπει χωρίς να ανοίγει τα μάτια, με εσωτερική όραση.
- «Έπειτα, κάποιος πλάγιαζε το κεφάλι στο μπούτι της, έτριβε τον κρόταφο, να βρει την αναπαυτικότερη επαφή. Δεν έσκυψε να δει ποιος.»
Αφομοιωμένη τρυφερότητα/απειλή: Η χειρονομία «πλάγιαζε το κεφάλι στο μπούτι της» είναι εξαιρετικά οικεία· μπορεί να είναι στοργική ή παρεισφρητική. Το ότι «Δεν έσκυψε να δει ποιος» δείχνει αδράνεια ή προτίμηση να παραμείνει στην αφαίρεση, δεν θέλει να διαταράξει την αίσθηση. Υπάρχει δυνατότητα ανάγνωσης: είτε δεν της προκαλεί έκπληξη το άγγιγμα, είτε προτιμά τη φαντασιακή εκδοχή του δράστη.
- «…πεντακοσάρικο δύο κατοστάρικα, του τα έδωσε όλα.»
Πράξη υπερβολικής γενναιοδωρίας: Η σύνταξη «του τα έδωσε όλα» λειτουργεί ως συμπύκνωση μιας αποφασιστικής χειρονομίας· είναι έκφραση άμεσης προσφοράς και αυτοαφαίρεσης. Δεν διατυπώνεται λογική εξήγηση· είναι πρακτική, σχεδόν αντανακλαστική.
- «Το πρεζάκι … τα ’στριψε στη μια τους άκρη, τα κρατούσε σαν να ήταν μπουκέτο διακοσμητικά ξερά φύλλα.»
Συμβολική υπενθύμιση φθοράς: Το «στρίψιμο» και η εικόνα «μπουκέτο ξερά φύλλα» μετατρέπουν τα χρήματα από οικονομική αξία σε αντικείμενα φθοράς, η ανταλλαγή εμφανίζεται μάταιη, εφήμερη. Ο σωστός όρος «πρεζάκι» (απομεινάρι) υποβαθμίζει την ηρωίδα και τον κοινωνικό χώρο.
- «Τόσο μόνη, τόσο ξένα όλα γύρω της, που με κάποιο τρόπο τα προσπερνούσε σαν προέκταση ή φόντο της σκέψης της…»
Κατακλείδα/πυκνή διακήρυξη: Η πρόταση συνοψίζει τη βασική αντινομία: η μοναξιά οδηγεί στο να θεωρεί το περιβάλλον «προέκταση» της σκέψης της. Ο κόσμος δεν επιδρά πάνω της, αλλά αποτελεί υπόβαθρο του εσωτερικού τοπίου. Η λεκτική εναλλαγή «προέκταση ή φόντο» τονίζει δύο όψεις της ίδιας αποστασιοποίησης.
Πώς η σκηνή προεξοφλεί την εξέλιξη της ηρωίδας: θεματικές και δομικές προβλέψεις
Θα συνδέσω τα μοτίβα και τις μικρές ενδείξεις με αναγνώσεις για την προσεχή εξέλιξη της Διονυσίας. Σημειώνω ότι πρόκειται για ερμηνευτικές συναγωγές (άμεσες και πιθανές συνέπειες), όχι αυθεντικές αφηγηματικές βεβαιότητες.
Α. Μοτίβο απομάκρυνσης: πιθανή κλιμάκωση της απομόνωσης
Τεκμήριο: «Περπατούσε αφηρημένη», «Τόσο μόνη…»
Συνέπεια: Το κείμενο δείχνει έναν τρόπο ύπαρξης που συστηματικά επιλέγει (ή υποκύπτει σε) την απουσία διασύνδεσης. Αυτό προεξοφλεί είτε περαιτέρω ενίσχυση της μοναξιάς (βαθύτερη απομόνωση, κοινωνική απόσυρση) είτε μια κρίσιμη στιγμή ρήξης όπου η απομόνωση θα πρέπει να αντιμετωπίσει εξωτερικά γεγονότα (π.χ. απώλεια, δημόσια έκθεση, ανάγκη για βοήθεια). Η μεταφορά «οικειότητα στο ξένο» υπονοεί ότι δεν θα αναζητήσει εύκολα «συνήθη», όπως δεσμούς· θα χρειαστεί κάτι ασυνήθιστο για να αλλάξει.
Β. Το φαντασιακό κρινολίνο ως μηχανισμός άμυνας: πιθανή κατάρρευση ή μετασχηματισμός
Τεκμήριο: Η λεπτομερής κατασκευή του κρινολίνου· η χαραγμένη αισθητική των «κουτιών».
Συνέπεια: Το κρινολίνο λειτουργεί ως προστατευτικός κόσμος· αν αργότερα η αφήγηση εκθέσει τη Διονυσία σε απώλεια ή ρήξη (σχέση, οικονομικό πλήγμα, κοινωνική κρίση), αυτό το φαντασιακό καταφύγιο μπορεί είτε: α) να καταρρεύσει και να προκαλέσει κρίση ταυτότητας, είτε β) να μετασχηματιστεί σε ενεργητικό εργαλείο (π.χ. να της δώσει εσωτερική αντοχή, δημιουργικότητα, δυνατότητα να ανασυνθέσει τη ζωή της). Η λεπτομέρεια υποδεικνύει ότι το κρινολίνο έχει βαθιά λειτουργία· άρα ό,τι συμβεί γύρω του θα έχει μεγάλη επίπτωση.
Γ. Η τάση για αυτοθυσία / ταύτιση με τα περιθωριακά υποκείμενα
Τεκμήριο: Δίνει «όλα» τα χρήματα στο πρεζάκι — κίνηση που ξεπερνά το ρητό «βοήθησα κάποιον».
Συνέπεια: Υπάρχει μια προδιάθεση για υπερβολική ενασχόληση/αναγνώριση του πόνου των άλλων. Είτε αυτό θα την οδηγήσει σε σχέσεις προσφοράς (που μπορεί να τη φθείρουν) είτε σε δράση που τη φέρνει σε περισσότερο κοινωνικό χώρο, ανασχηματίζοντας την απομόνωσή της. Επίσης, η ταύτιση με το «πρεζάκι» μπορεί να λειτουργήσει ως προβολή της δικής της ευθραυστότητας, επομένως μελλοντικά μπορεί να συμβεί δυναμική σύγκρουση, όπου η Διονυσία θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει την ίδια της την κατασπατάληση/απώλεια.
Δ. Η επαναλαμβανόμενη εικόνα της βροχής / υγρότητας → πιθανή συναισθηματική κάθαρση ή παγίδευση
Τεκμήριο: Βροχή, σταγόνες στα κλειστά βλέφαρα, «μουσκίδι».
Συνέπεια: Η βροχή ως καθαρισμός μπορεί να προετοιμάζει ένα επερχόμενο «ξέπλυμα» ψυχής, μια συναισθηματική εκκαθάριση. Εναλλακτικά, η συνεχής υγρότητα μπορεί να συμβολίζει ότι δεν επιτυγχάνεται στεγανότητα· τα συναισθήματα εισχωρούν και τη διαβρέχουν. Στην εξέλιξη, αυτό μπορεί να σημαίνει είτε απελευθέρωση (θετική μεταβολή) είτε στασιμότητα/επιβολή εξάρτησης.
Ε. Η αδράνεια/αμέλεια ως στιβαρή συνήθεια: κίνδυνος αυτο-εξαφάνισης ή απώλειας ελέγχου
Τεκμήριο: «Δεν έσκυψε να δει ποιος.» / «δεν καταλάβαινε.»
Συνέπεια: Η τάση να μην διερευνά, να μην ενεργεί, μπορεί να μην είναι απλώς παθητικότητα αλλά συστηματική αποφυγή. Εάν συμβεί κρίσιμο γεγονός, αυτή η αποφυγή μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες (απώλεια σχέσεων/ευκαιριών). Εναλλακτικά, μπορεί να τη διασώσει: το να μην «επιβεβαιώνει» την εξωτερική πραγματικότητα είναι ο μηχανισμός επιβίωσης· οπότε, η εξέλιξη μπορεί να είναι είτε τραγική (εξαφάνιση στο κοινωνικό περιθώριο) είτε «συγκράτηση» όπου βρίσκει ασφάλεια στην απομάκρυνση.
ΣΤ. Το παραμικρό συμβάν (η συνάντηση με το κορίτσι) ως δείκτης ότι ο εξωτερικός κόσμος θα επανεισέλθει δυναμικά
Τεκμήριο: Η σύντομη αλλά επαναστατική στιγμή της αλληλεπίδρασης· η πράξη του δώρου.
Συνέπεια: Αυτό σηματοδοτεί ότι μικρές, φαινομενικά ασήμαντες επαφές μπορούν να έχουν διακριτές επιπτώσεις. Το κείμενο προετοιμάζει πιθανά ανοίγματα προς τους άλλους (μέσω συμπόνιας) ή μια σειρά παρόμοιων γεγονότων που θα αλυσοδεθούν και θα αναγκάσουν τη Διονυσία να εγκαταλείψει την αφαιρούμενη στάση της, δηλαδή κοινωνική εμπλοκή.
3. Συνοψίζοντας: ποια «γραμμή εξέλιξης» προτείνει το απόσπασμα;
Κεντρική παρατήρηση: Η σκηνή τοποθετεί τη Διονυσία σε κατάσταση ισορροπίας/ανισορροπίας· διαθέτει εσωτερικά εργαλεία (φαντασιακό κρινολίνο) αλλά και ροπή προς αυτο-αφαίρεση/γενναιοδωρία που την εκθέτει.
Πιθανές αφηγηματικές πορείες (επιγραμματικά):
- Καθίζηση / τραγική εξέλιξη: η απομόνωση εντείνεται, οι πράξεις συμπόνιας εξαντλούν τους πόρους της, η φαντασία δεν αρκεί και εκβάλλει σε κοινωνική/ψυχική κατάρρευση.
- Μετασχηματισμός / ενσωμάτωση: οι μικρές επαφές (π.χ. το κορίτσι) λειτουργούν ως αφετηρία, οδηγούν σε σχέσεις που σπάζουν την απομόνωση· το κρινολίνο μετατρέπεται από άμυνα σε δημιουργική πηγή (π.χ. τέχνη, φροντίδα).
- Στασιμότητα με κρίσιμες εκρήξεις: η Διονυσία παραμένει σε μια ισορροπία απομάκρυνσης, με περιοδικές κρίσεις που απαιτούν διευθετήσεις· κάθε κρίση θα αναδεικνύει την ίδια αντινομία (οικειότητα/ξένο).
Τι λέει η γλώσσα ως «υπόσχεση» για το μέλλον της ηρωίδας
Η λεπτομέρεια (μικρά κουτάκια, κορδέλες, τεχνική περιγραφή) υποδεικνύει ότι ο αφηγητής/συγγραφέας έχει «επενδύσει» σε μία πολύπλοκη εσωτερική δομή — αυτό συνήθως σημαίνει ότι το κειμενικό μέλλον θα ασχοληθεί με την αποκάλυξη/εξέλιξη αυτής της δομής.
Η πράξη της δωρεάς χωρίς δεύτερη σκέψη δείχνει ότι οι μεταγενέστερες επιλογές της Διονυσίας πιθανώς θα είναι παρορμητικές αλλά φορτισμένες ηθικά, δηλαδή, οι αποφάσεις της θα έχουν συνέπειες που υπερβαίνουν το προσωπικό της όφελος.
Η ένταση ανάμεσα σε άνοδο (νοερά υψωνόταν) και επιστροφή (οπισθοχωρούσε) προετοιμάζει αφηγηματικά μεταπτώσεις: κορυφώσεις και απότομες πτώσεις, όχι γραμμική εξέλιξη.
Παρακάτω θα
επιχειρήσω εκ νέου μια αυστηρή, σειριακή μικροανάλυση, «λογοτεχνικό κοντινό
πλάνο», κάθε προτάσεως (ή νοηματικής μονάδας) του αποσπάσματος. Δεν συνοψίζω,
αλλά εισχωρώ στα υφολογικά, ψυχολογικά, αφηγηματολογικά μικρο-σήματα.
(Η ερμηνεία της προέκτασης/προεξόφλησης της εξέλιξης θα ακολουθήσει σε επόμενο
βήμα, μόλις ολοκληρωθεί η μικροανάλυση):
1. «Ήτανε Τετάρτη, στο σπίτι μετά το μαγαζί δεν βρήκε κανέναν…»
Ξεκινά με χρονικό σημείο (Τετάρτη), δημιουργεί την αίσθηση μιας κοινής ημέρας, μιας καθημερινότητας χωρίς ιδιαίτερο βάρος. Ο προσδιορισμός της ημέρας λειτουργεί ως χρονική αγκύρωση, σχεδόν λογιστική. Η «Τετάρτη» δεν έχει ποιητικότητα· τονίζεται η τυπικότητα της ημέρας, η επαναληπτική μονοτονία της ζωής της.
Η απουσία ανθρώπων στο σπίτι δημιουργεί κενοχρονία· προοικονομεί την εσωτερική της κενότητα: - «…μετά το μαγαζί» υποδηλώνει ρουτίνα εργασίας, κόπωση, ίσως και αίσθηση απόσυρσης, - «δεν βρήκε κανέναν», δηλώνει μοναξιά πριν καν ξεκινήσει η περιπλάνησή της: η απουσία παρουσίας στο σπίτι λειτουργεί ως έναρξη εσωτερικού κενού.
2. «…και παρά τον ασταθή καιρό –απ’ το πρωί εναλλάσσονταν λιακάδες με μπόρες–, με την ομπρέλα υπό μάλης, κατέβηκε στους δρόμους…»
Ο καιρός είναι μεταβλητός, διττός· μεταφορά της ψυχικής της αστάθειας. Η κάθοδός της «στους δρόμους» προοιωνίζει μια κατάδυση στο ανοίκειο αστικό τοπίο. Ο «ασταθής καιρός» είναι μετεωρολογικό ισοδύναμο της ψυχικής της κατάστασης: αστάθεια, εναλλαγή φωτός και σκοταδιού. Κατεβαίνει «παρά» τον καιρό, δήλωση μικρής ανυπακοής στην κοινή λογική, μία έλξη προς τις μεταβατικές συνθήκες, σαν να ευνοούνται τα ενδιάμεσα καθεστώτα, - «ομπρέλα υπό μάλης»: μια εικόνα προσωρινότητας, σαν να μην ξέρει αν θα τη χρειαστεί∙ προϊδεάζει για μια εσωτερική «παύση» μεταξύ χρήσιμου και άχρηστου.
3. «…τα πόδια της την οδηγούσαν προς το κέντρο.»
Αυτονομία των άκρων. Υπονοείται ακούσια κίνηση, μη-συνειδητή απόφαση: τα πόδια, όχι το μυαλό, οδηγούν. Η Διονυσία δεν αποφασίζει, «οδηγείται». Πρόωρη ένδειξη της αποσύνδεσης σώματος – βούλησης.
Το «κέντρο» (της πόλης) έχει σημασιολογικό βάρος: αναζήτηση πυρήνα, ψυχικού άξονα, ίσως ανάγκη για επαφή ή αντιθέτως διαφυγή μέσα στο πλήθος.
4. «Περπατούσε αφηρημένη.»
Συγκέντρωση μηδενική. Η προοπτική θολώνει. Η λέξη συμπυκνώνει τον βασικό μηχανισμό της έκπτωσης. Η φράση συμπυκνώνει την αποστασιοποίηση από τον εξωτερικό κόσμο, είσοδο σε εσωτερική ροή συνείδησης. Τίποτα δεν την κρατάει στο εδώ-και-τώρα.
5. «Στη στροφή της Πατησίων προς την πλατεία Κάνιγγος ανέκοψε τη φόρα της ένα κορίτσι…»
Η πόλη εισβάλλει στη διαδρομή της: «ανέκοψε τη φόρα», μια εξωτερική παρέμβαση, ως δείκτης ασυνέχειας. Η «φόρα» υποδηλώνει ορμή, αδράνεια, κάτι που δεν το έλεγχε απόλυτα. Η διακοπή από ένα «κορίτσι», είναι μια διακοπή από την πραγματικότητα, κάτι μικρό, εύθραυστο, άσχετο με τη δική της εσωτερικότητα.
6. «…που μοίραζε διαφημιστικά για ταχύρρυθμα ξενόγλωσσα τμήματα.»
Το κορίτσι συμβολίζει την καθημερινή τριβή, την ανούσια εμπορική πληροφορία. Η «ξένη γλώσσα» μπορεί να διαβαστεί ως μεταφορά της ξενότητας που ήδη αισθάνεται η Διονυσία.
7. «Πήρε το φυλλάδιο από ευγένεια, το πέταξε στον επόμενο κάδο.»
Αυτοματισμός κοινωνικής συμπεριφοράς (ευγένεια). Η άμεση απόρριψη δείχνει αποκοπή από το κοινωνικό σύστημα νοημάτων. Το πέταγμα δείχνει κενό ενδιαφέροντος, αδυναμία επαφής.
8. «Αλλά ήδη ακούσια είχε εκτραπεί προς την πλατεία.»
Καθοριστική λέξη: ακούσια. Η πόλη αλλάζει την τροχιά της. Η βούλησή της υποχωρεί. Η πλατεία «ρουφά» την κίνησή της. Η εκτροπή είναι μη συνειδητή· σαν να την παρασύρει το περιβάλλον. To «ήδη», δηλαδή αυτό έχει συμβεί πριν το καταλάβει, εκφράζει εσωτερική θολούρα προσανατολισμού.
9. «Συνέχιζε με βήμα άρρυθμο στον πεζόδρομο της Κάνιγγος…»
Το σώμα χάνει τη ρυθμικότητα, ψυχικό σύμπτωμα. Αρχίζει να διαρρηγνύεται η φυσική οργάνωση του σώματος. Το «άρρυθμο» σωματοποιεί την ψυχική της αστάθεια. Ο πεζόδρομος είναι ο χώρος ανάμεσα στο κέντρο και την απόσυρση.
10. «…Με κλειστά τα μαγαζιά, την κίνηση υποτονική…»
Το σκηνικό γίνεται έρημο. Η Αθήνα παρουσιάζεται ως απογυμνωμένος τόπος, σκηνικό Γκοντάρ: μια πόλη χωρίς λειτουργία. Το τοπίο είναι σχεδόν μεταθανάτιο: απουσία εμπορίου/ζωής. Η υποτονικότητα υπογραμμίζει απομόνωση, σαν να περπατά σε άδειο σκηνικό.
11. «…τις ακτίνες στην καθαρή από τη βροχή ατμόσφαιρα να κατεβαίνουν απ’ τις πολυκατοικίες σαν από ψηλά φυλλώματα…»
Οπτική παραισθησίας: αστικές πολυκατοικίες ως φυλλώματα. Μετασχηματισμός του τοπίου, αρχίζει η εσωτερική αλλοίωση της πραγματικότητας. Η βροχή «καθαρίζει»: σημείο στιγμιαίας κάθαρσης ή ανύψωσης, δημιουργείται αισθητική αναταραχή: ο κόσμος γίνεται υπερ-αισθητός, σχεδόν ονειρικός.
12. «…στάθηκε για μια ανάσα στη μέση του πλακόστρωτου.»
Μικρή παύση∙ παίρνει «ανάσα». Η λέξη «ανάσα» δηλώνει ανάγκη επιβίωσης. Η στάση στη «μέση» των πλακών, μια θέση ανάμεσα, μεταιχμιακή (liminal).
13. «Ξεφυσούσε ήσυχα και αργά.»
Εκτόνωση εσωτερικής πίεσης, αποφόρτιση, αλλά επίσης ενδοστρέφεια. Απελευθέρωση πόνου με χαμηλό τόνο: σωματική παραίτηση. Η ήρεμη, βραδεία κίνηση σε αντίθεση με την τρικυμία μέσα της: άλλο ένα οξύμωρο.
14. «Ύστερα, λίγα βήματα παρακεί, σ’ έναν παρατημένο ξύλινο πάγκο…»
Ο πάγκος «παρατημένος», αντικείμενο που δεν ανήκει σε κανέναν, άρα μπορεί να ανήκει στη φαντασία της. Χώρος ενδιάμεσος, πρόσφορος για μεταμορφώσεις. Ο παρατημένος πάγκος ως συμβολική αντανάκλαση της ίδιας: κι εκείνη είναι μια «παρατημένη».
15. «…έσυρε με την παλάμη τις χοντρές σταγόνες στην επιφάνειά του, να την στεγνώσει λίγο…»
Επαφή με το υγρό στοιχείο, μια αισθητηριακή υπερένταση. Η κίνηση είναι τρυφερή, σχεδόν τελετουργική. Θέλει να προετοιμάσει χώρο για κάθισμα–μετάβαση. Η σωματική πράξη γίνεται προοίμιο ψυχικής πράξης.
16. «…κάθισε κι ας βρεχόταν.»
Παραίτηση από την προστασία του σώματος. Σημάδι αδιαφορίας, ίσως παθητικής επιθυμίας για διάλυση/έκθεση στη φύση. Η βρεγμένη επιφάνεια γίνεται αδρανές γεγονός· το σώμα δεν απαιτεί φροντίδα.
17. «Ίσιωσε κάθετα τη σπονδυλική στήλη, όρθωσε τον λαιμό.»
Σχεδόν τελετουργική κίνηση. Το ίσιωμα ως μετάβαση σε υπερ-σωματική φαντασιακή εμπειρία. Η κορύφωση μιας αυτο-ανορθωτικής χειρονομίας. Προετοιμασία για εσωτερική μεταμόρφωση, σχεδόν χορογραφημένη.
18. «Νοερά υψωνόταν…»
Η απόσπαση κορυφώνεται: φαντασιακή ανύψωση, εισαγωγή στο πεδίο της φαντασίας. Η σωματική αίσθηση μετατρέπεται σε ψυχική ανύψωση.
19. «…το κεφάλι της έφτανε και κατόπτευε τον έρημο δρόμο απ’ το ύψος του πρώτου ορόφου…»
Οπτική μετατόπιση: δεν βλέπει από το επίπεδο των ανθρώπων, αλλά από πάνω. Εδώ πρώτη φορά η πόλη φαίνεται από πάνω. Αίσθηση απόστασης, ίσως και ευαλωτότητας. Προάγγελος του μεταγενέστερου μεταφυσικού της «υψώματος» στο τέλος του μυθιστορήματος. Η προοπτική αλλάζει επίπεδο. Η Διονυσία μετατρέπεται σε επιπλέον παρατηρητή, όχι κάτοικο. Ο δρόμος είναι «έρημος», ταυτοποίηση με το κενό.
20. «…με τα χέρια της που επιμηκύνονταν κι αυτά…»
Αλλοίωση σωματικών ορίων. Φαντασιακή επιμήκυνση ως διαρροή του σώματος. Η φαντασία φτάνει σε σχεδόν σουρεαλιστική διαστολή του σώματος. Σημάδι αποκοπής από την ωμή πραγματικότητα.
21. «…τακτοποιούσε χαμηλά το σακάκι… παρακάτω το παντελόνι της…»
Σαν να ετοιμάζει το σώμα της για μεταμφίεση ή τελετή. Η προσοχή στη λεπτομέρεια δείχνει έλεγχο σε έναν κόσμο που δεν ελέγχει.
22. «…έπειτα ανάερα το μεγάλο κυκλοτερές πλέγμα… το τεράστιο κρινολίνο…»
Εδώ εισερχόμαστε στο πυρήνα του οράματος: το κρινολίνο, σύμβολο γυναικείας μεγαλοπρέπειας, εγκλωβισμού, τελετουργίας. Ένα «κυκλοτερές πλέγμα», ο κόσμος γίνεται δομή, κάναβος, αισθητική αρχιτεκτονική. Το κρινολίνο λειτουργεί ως φαντασιακό κέλυφος, θώρακας.
23. «…με τα μικρά κουτάκια τα δεμένα στα σημεία…»
Η λεπτομερειακή περιγραφή δείχνει παραληρηματική ακρίβεια. Τα μικρά κουτάκια είναι σημεία-κόμβοι: ψυχική γεωμετρία. Τα κουτάκια λειτουργούν ως φάσμα της μνήμης, πολλαπλές μικρές θήκες του εαυτού, αλλά επίσης βαρίδια.
24. «Τα αναρίθμητα μικρά κουτάκια της. Χρυσά με βυσσινιές κορδέλες.»
Η επανάληψη («Τα… της.») λειτουργεί ως ιδιοποίηση του οράματος. Χρυσό και βυσσινί, ένας συνδυασμός βασιλικού ή εξιδανικευμένου ύφους με σκοτεινή εσωτερικότητα.
25. «Η βροχή τα γυάλιζε. Ψιχάλιζε.»
Η φαντασίωση αποκτά υλικότητα. Το φως και το νερό κάνουν τη φαντασίωση απτή. Η βροχή λειτουργεί ως φωτισμός, όχι ως καταστροφή. Ψιχάλιζε: μονόλεκτη πρόταση ως αφηγηματική παύση. Η φράση σε δική της πρόταση δίνει ρυθμική παύση, σχεδόν μουσική. Ο ήχος της βροχής λειτουργεί ως ρυθμικό μοτίβο trance.
26. «Ανέβαζε το μέτωπο, ένιωθε τις σταγόνες στα κλειστά βλέφαρα.»
Σωματικός αισθησιασμός: η αίσθηση στο δέρμα εντείνει την απορρόφηση στην εμπειρία. Κλειστά βλέφαρα, αποστροφή από την πραγματικότητα, στρέφεται προς το οραματικό.
27. «Κυλούσαν από τα μάγουλα στον λαιμό… στην κοιλιά της.»
Η βροχή ακολουθεί διαδρομή στο σώμα, σαν να το χαρτογραφεί. Η ηρωίδα ξανα-αισθάνεται το σώμα από έξω, όχι από μέσα. Το σώμα γίνεται όχημα παθητικής εμπειρίας. Η διαδρομή νερού γίνεται βαθμιαία κάθοδος από το πνευματικό στο ερωτικό/σωματικό. Η αφήγηση επιμένει σε υλικότητα: η βροχή διεισδύει στην ίδια.
28. «Έπειτα, κάποιος πλάγιαζε το κεφάλι στο μπούτι της…»
Ένα σώμα εισβάλλει στο σώμα της. Η ηρωίδα παραμένει αμέτοχη, δεν αντιδρά, παρίσταται σε υπερ-αποσύνδεση. Μια ξαφνική εισβολή της πραγματικότητας στο οραματικό. Η απόλυτη ακινησία της έλκει μια ανθρώπινη ανάγκη. Το «κάποιος» είναι ανωνυμία, ασάφεια.
29. «…να βρει την αναπαυτικότερη επαφή.»
Η λέξη «αναπαυτικότερη», μέσα στο εξαϋλωμένο όραμα υποδεικνύει ότι η υλικότητα/ανάγκη παραμένει. Η επαφή αποκτά σχεδόν μια μητρική διάσταση.
30. «Δεν έσκυψε να δει ποιος.»
Καίριο σημείο: πλήρης αδιαφορία για τον άλλο. Απώλεια κοινωνικού ενστίκτου, μια απόλυτη αποξένωση και απόλυτη αδιαφορία για την πραγματικότητα. Η σκηνή γίνεται υπερπροβολή της εσωτερικής της απορρόφησης.
31. «Φαντάστηκε, το κορίτσι με τα διαφημιστικά φυλλάδια.»
Συνδέει την προηγούμενη σκιά με την πρόσφατη εμπειρία. Η φαντασία αντικαθιστά την όραση. Ο άλλος απορροφάται στη φαντασία. Ο πραγματικός άνθρωπος γίνεται συμβολικό υποκατάστατο.
32. «Όσο σουρούπωνε… η βροχή δυνάμωνε…»
Η φύση συμμετέχει στο «μαύρισμα» του ψυχισμού. Ο χρόνος βαθαίνει την εσωτερική της σκοτεινιά. Η μετάβαση στο σκοτάδι συμβαδίζει με την ένταση του εξωτερικού και εσωτερικού καιρού. Σκηνή πλήρους μεταλλαγής.
33. «…η Διονυσία, μουσκίδι, μετακίνησε το κεφάλι του κάτισχνου κοριτσιού…»
Το σώμα της Διονυσίας απόλυτα εκτεθειμένο. Η λέξη «μουσκίδι», μεταφέρει ολοκληρωμένη έκθεση. Το «κάτισχνο κορίτσι», μεταφέρει αδυναμία, κάτι εύθραυστο, Η επαφή μαζί του λειτουργεί ως προοικονομία της δικής της μελλοντικής κατάπτωσης.
34. «…(επρόκειτο για πρεζάκι… ένα σκληρό χαρτόνι)»
Η παρένθεση λειτουργεί σαν απότομη προσγείωση. Η πραγματικότητα αποκαλύπτεται πιο σκοτεινή απ’ όσο φανταζόταν.
35. «…είχε στο πορτοφόλι της ένα πεντακοσάρικο δύο κατοστάρικα, του τα έδωσε όλα.»
Απώλεια ορίων κατοχής. Ακραία αυθορμησία: δίνει τα πάντα χωρίς μέτρο, χωρίς σκέψη. Επιδεικνύει απόλυτη έξοδο από την οικονομική, πραγματιστική λογική. Μια χειρονομία λυτρωτική αλλά και αυτο-εξουθενωτική.
36. «Το πρεζάκι… τα ’στριψε στη μια τους άκρη… σαν να ήταν μπουκέτο διακοσμητικά ξερά φύλλα.»
Ποιητικά μετατοπισμένη όραση: η ένδεια μετατρέπεται σε παράδοξη ομορφιά. Η πραγματικότητα υφίσταται αισθητηριακή παραμόρφωση, που επιφέρει μια ικρή ειρωνεία: τα χρήματα γίνονται «ξερά φύλλα», αχρηστία, ματαιότητα. Η εικόνα είναι υψηλής αισθητικής μελαγχολίας.
37. «Η Διονυσία, όρθια, δεν καταλάβαινε.»
Καθοριστικό σημείο: η συνείδηση απορρυθμίζεται. Άγνοια της κατάστασης, κρίση πραγματικότητας, μια απόλυτη στιγμή απροσδιοριστίας: τι δεν καταλαβαίνει; την πράξη της; το κορίτσι; την ίδια;
38. «Άνοιξε την ομπρέλα –μόλο που η ίδια εντελώς βρεμένη και πια δεν έβρεχε–…»
Ανορθολογική κίνηση και εμβληματικό σύμπτωμα: αδυναμία συγχρονισμού με τον κόσμο. Πράξη χωρίς αντικείμενο, δήλωση ψυχικής διαταραχής. Η ομπρέλα εδώ πια είναι σύμβολο: ανεπιτυχής χειρονομία προστασίας, όταν η προστασία δεν έχει καν νόημα.
39. «…κοίταζε το κορίτσι με τα ξερά φύλλα στο χέρι…»
Φόβος, ίσως, αλλά κυρίως απόσυρση από τον κόσμο. Η εικόνα λειτουργεί σαν παράλογο εικαστικό μοτίβο. Το κορίτσι-πρεζάκι ως «κορίτσι του φυλλαδίου», αλλά τώρα με «ξερά φύλλα», μια πλήρης αντιστροφή.
40. «…και οπισθοχωρούσε για κάμποσο. Ίσαμε τα φανάρια.»
Δεν φεύγει απότομα∙ κάνει μια σχεδόν ιεροτελεστική υποχώρηση. Ίσαμε τα φανάρια: ακριβής, σχεδόν κινηματογραφική μονάδα μέτρησης χώρου, νατουραλισμός που καθιστά την αποξένωση εντονότερη. Τα φανάρια ως λανθάνον όριο μεταξύ οράματος και υπερπραγματικότητας και επιστροφής στην πόλη.
41. «Έπειτα σκέφτηκε, καλύτερα να γυρίσω σπίτι, ν’ αλλάξω…»
Η λογική επανέρχεται αποσπασματικά. Η σκέψη λειτουργεί σαν μηχανική αντίδραση. Η συνείδηση διεκδικεί τον έλεγχο μετά την έκσταση.
42. «Στο νησί τής συνέβαινε να αφαιρείται…»
Παρεμβολή αναδρομικής διευκρίνισης. Η «αφαίρεση» είχε τόπο. Τώρα δεν έχει τόπο. Η αφήγηση συγκρίνει τόπο προέλευσης και Αθήνα. Η αφαιρετικότητα ήταν τότε ασφαλής, τώρα είναι απειλητική.
43. «Στην Αθήνα, τελικά, μπορούσε ν’ αφαιρεθεί οποτεδήποτε και οπουδήποτε.»
Η παθολογία γενικεύεται. Η πόλη γίνεται πεδίο πλήρους διάλυσης προσανατολισμού. Η αφαίρεση γίνεται πλέον γενίκευση, μια ανησυχητική ρευστότητα.
44. «Τόσο μόνη, τόσο ξένα όλα γύρω της…»
Ρητή διατύπωση της υπαρξιακής κατάστασης. Η διατύπωση «τόσο ξένα» είναι το θεμέλιο της μελλοντικής της έκπτωσης: μοναξιά, ξενότητα, έλλειψη τόπου σύνδεσης.
45. «…με κάποιο τρόπο τα προσπερνούσε σαν προέκταση ή φόντο της σκέψης της…»
Ο κόσμος δεν είναι πια ανεξάρτητη πραγματικότητα, είναι σκηνογραφία της εσωτερικής της φωνής. Η ίδια κλείνεται σε εσωτερικό θέατρο.
46. «…γίνονταν ο μονότονος ερημικός δρόμος της.»
Ταυτοτική μεταφορά: η εξωτερική ερημιά είναι ο εσωτερικός της δρόμος. Η πόλη υπάρχει ως προβολή της ερημίας της.
47. «Ζούσε το οξύμωρο: να της προξενεί το αίσθημα της οικειότητας αυτό που της ήταν ξένο.»
Η οξύμωρη σύνθεση «οικείο–ξένο» αποκαλύπτει το πάθος της αλλοτρίωσης, γίνεται η απόλυτη διατύπωση του ψυχικού της μηχανισμού: οικειότητα μέσα στην ξενότητα, δηλαδή εξοικείωση με το μη-οικείο, προάγγελος της πλήρους διάλυσης της ταυτότητας.
Καίριο ερώτημα: πώς αυτή η σκηνή προεξοφλεί την εξέλιξη της ηρωίδας: την πορεία προς την αποξένωση, τη διαρροή ορίων, την επικίνδυνη αφαίρεση, τη σχέση με το σώμα, τη βαθμιαία έκπτωσή της από την πραγματικότητα.
Αυτή η σκηνή είναι καθρέφτης της μετέπειτα μοίρας της. Τα σημεία της προοικονομίας είναι πολυεπίπεδα:
A. Πορεία προς την αποξένωση
Η Αθήνα παρουσιάζεται απόλυτα ανοίκεια, ένα περιβάλλον όπου η Διονυσία δεν μπορεί να «σταθεί». Η αποσπασματικότητα της αντίληψης δηλώνει ότι ήδη φθείρεται ο δεσμός με τον εξωτερικό κόσμο. Η αδιαφορία της για την ταυτότητα του κοριτσιού και η μη αναγνώριση της συνθήκης του υποδεικνύουν ένα ψυχικό μούδιασμα.
B. Διαρροή ορίων — Σωματική αποσύνδεση
Η επιμήκυνση των άκρων στη φαντασίωση, η αδιαφορία για τη βροχή, το αυτόματο άνοιγμα της ομπρέλας ενώ δεν χρειάζεται, όλα αυτά προοικονομούν ότι το σώμα της θα γίνει πεδίο κατάρρευσης, τελικά το σώμα της θα είναι ένα σώμα στους δρόμους.
Γ. Επικίνδυνη αφαίρεση – προαναγγελία θανάτου
Η «αφαίρεση» είναι εδώ: επίμονη, απροειδοποίητη, γενικευμένη, ανεξέλεγκτη. Είναι ακριβώς ο μηχανισμός που θα καταστήσει την ηρωίδα ευάλωτη στη φθορά, στην περιπλάνηση, στον θάνατο μέσα στην πόλη. Η σκηνή τη δείχνει ήδη ως σκιά του εαυτού της.
Δ. Σχέση με το σώμα
Η σωματικότητα είναι: αποσυντονισμένη (άρρυθμο βήμα), μη συνειδητοποιημένη, παθητική. Το σώμα δέχεται ό,τι του κάνει το περιβάλλον, όπως θα δεχθεί και την τελική εξάντληση που θα την σκοτώσει.
E. Βαθμιαία έκπτωση από την πραγματικότητα
Στο απόσπασμα βλέπουμε: θάμπωμα αντίληψης, φαντασιακές προβολές, διάλυση ορίων σώματος/χώρου, πλήρη ανεξέλεγκτη έκθεση, απορρύθμιση πράξης (ομπρέλα). Αυτά συνιστούν δομικά σημεία ψυχικής κατάρρευσης.
Τελικά, αυτή η σκηνή όχι μόνο προοικονομεί αλλά δίνει την «μακέτα» της τελικής της εικόνας: η Διονυσία, μόνη, διαλυμένη, βρεγμένη, ξένη, να αιωρείται μέσα στην πόλη, μέχρι που θα πεθάνει σε έναν δρόμο που δεν την δέχτηκε.
Ενιαία Ερμηνευτική Ανάλυση
Από την Κάνιγγος στην Αιώρηση: η αργή εξαΰλωση της Διονυσίας
Η σκηνή της πλατείας Κάνιγγος αποτελεί μία από τις πιο πυκνές, ακριβείς και αισθητικά ολοκληρωμένες στιγμές της Διονυσίας. Ο Αντώνης Νικολής, με τη χαρακτηριστική του οικονομία και καθαρότητα, υφαίνει εκεί μια δραματουργική μικρογραφία της μετέπειτα μοίρας της ηρωίδας. Δεν είναι απλώς μια περιπλάνηση· είναι η πρώτη πλήρης έκφανση της διάρρηξης του ορίου ανάμεσα στον εαυτό και στον κόσμο, ανάμεσα στο σώμα και στη φαντασία, ανάμεσα στον ρεαλισμό και την εικονική υπέρβαση.
Η Διονυσία κατεβαίνει στην πόλη «αφηρημένη», δηλαδή ήδη ελλειμματικά παρούσα. Η πόλη την προσπερνά, αλλά και εκείνη την προσπερνά «σαν προέκταση ή φόντο της σκέψης της». Ο Νικολής εδώ ορίζει τη βασική της υπαρξιακή συνθήκη: ζει μέσα σε πραγματικότητα που δεν την αγγίζει και που δεν την αγγίζει η ίδια, και η αποξένωση αυτή δεν είναι μια κοινωνική ή ψυχολογική αφαίρεση, αλλά μια βαθιά, σχεδόν μεταφυσική διάσταση.
1. Η σκηνή της Κάνιγγος: πρώτη πλήρης διάρρηξη του κόσμου
Στην Κάνιγγος, το βλέμμα της ηρωίδας παύει να λειτουργεί ως εργαλείο προσανατολισμού· γίνεται πεδίο εσωτερικής προβολής. Η βροχή, οι ακτίνες, ο αδειανός πεζόδρομος, οι κλειστές βιτρίνες: όλα σχηματίζουν ένα σκηνικό άδειο από πρακτική λειτουργία, γεμάτο όμως δεκτικότητα για μια εσωτερική έκλαμψη.
Η ίδια κάθεται «κι ας βρεχόταν». Η φράση αυτή φέρει ένα ασυνήθιστο φορτίο: είναι η αποδοχή μιας διείσδυσης του εξωτερικού κόσμου στο σώμα. Η Διονυσία δεν προστατεύεται· αφαιρεί τη λειτουργία του δέρματος ως ορίου. Η βροχή που κυλά από το μέτωπο στον λαιμό, στην κοιλιά, δεν είναι απλώς μια περιγραφή: είναι η ακύρωση της αυτοσυντήρησης. Το σώμα γίνεται διαμπερές.
Και τότε εμφανίζεται το μεγάλο κρινολίνο: ένα πλέγμα από κάθετα και οριζόντια ελάσματα, ένα τεράστιο κουβούκλιο γύρω της, γεμάτο μικρά κουτάκια. Η εικόνα είναι φαντασιακή, αλλά καταγεγραμμένη με γεωμετρική καθαρότητα· άρα όχι όνειρο, ούτε παραίσθηση: είναι ο εσωτερικός της μύθος. Ο Νικολής δεν παραδίδει ποτέ τη φαντασία ως παιδικότητα· τη δίνει ως μορφή ύπαρξης.
Το κρινολίνο δηλώνει: μια επιθυμία για μεγέθυνση του εαυτού, σαν να χρειάζεται περισσότερο χώρο από αυτόν που της παραχωρεί ο κόσμος, μια απόπειρα προστασίας, αλλά με υλικό φανταστικό, όχι πραγματικό, και τέλος, μια κοσμική ελαφρότητα: το σώμα γίνεται κώδων, όχι βάρος.
Το άγγιγμα από το πρεζάκι, το κεφάλι που πλαγιάζει στο πόδι της, ολοκληρώνει την επικίνδυνη αφαίρεση: η Διονυσία δανείζει το σώμα της σε έναν ξένο, χωρίς να αντιδρά, χωρίς καν να δει ποιος είναι. Δεν είναι πράξη συμπόνιας· είναι πράξη απώλειας του ορίου του σώματος. Η ηρωίδα δεν υπερασπίζεται τον εαυτό της· αφήνει τον κόσμο να μπει ως εισβολέας, χωρίς αντίσταση. Αυτή η σκηνή προεξοφλεί τον θάνατό της, όχι επειδή είναι δραματική, αλλά επειδή αποκαλύπτει πως η Διονυσία έχει ήδη αφήσει τον κόσμο πριν ο κόσμος την χάσει.
2. Η πορεία προς την αποξένωση και την έκπτωση
Η Διονυσία δεν λειτουργεί μέσα στην πόλη με τις συμβατικές συντεταγμένες. Εκεί όπου κάποτε, στο νησί, «αφαιρούνταν» με έναν γόνιμο τρόπο —μπροστά στη θάλασσα, σε αγαπημένους δρόμους, στην ησυχία— τώρα αφαιρείται σε μη τόπους. Η πόλη γίνεται ένα τεράστιο κενό φόντο. Η οικειότητα με το ξένο είναι το οξύμωρο που τη διαλύει.
Στην Κάνιγγος στήνεται η αρχιτεκτονική της μελλοντικής της διάλυσης, με την αδυναμία του προσανατολισμού, τη διαρροή μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, την αποδοχή διείσδυσης του κόσμου στο σώμα, την απώλεια της ενσώματης ταυτότητας και τέλος, την εξαΰλωση του βλέμματος. Από εκεί και πέρα, η πορεία της είναι μια αργή κίνηση προς τα έξω, προς την έξοδο από τον κόσμο της βιολογικής και ψυχικής σταθερότητας.
3. Το τέλος: η εικόνα της αιώρησης και η μεταμόρφωση σε φάντασμα μνήμης
Στο τέλος, ο Νικολής, μάστορας της πολυεπίπεδης αφήγησης και της υπαρξιακής σκαλωσιάς, δίνει μια από τις πιο ακριβείς και συγκινητικές «εικόνες μνήμης» στη σύγχρονη λογοτεχνία. Ο συγγραφέας συγκροτεί με τη σκηνή της Κάνιγγος και την τελική αποθέωση: ένα διπλό επεισόδιο όπου ο κόσμος δεν αλλάζει, αλλά το βλέμμα της ηρωίδας αλλάζει τον κόσμο. Και αυτό είναι η βαθύτερη πράξη της μετουσίωσης.
Η Νταίζη βλέπει τη Διονυσία να υπερίπταται, με το κρινολίνο να λάμπει στον λιλά ουρανό της πόλης. Πρόκειται για μια αναστροφή της σκηνής της Κάνιγγος: εκεί, η Διονυσία καθόταν στη βροχή· τώρα αιωρείται στον αέρα. Εκεί, το κρινολίνο ήταν φαντασιακό· τώρα είναι μνημονικό, υλικό της συλλογικής μνήμης. Εκεί, η βροχή έμπαινε στο σώμα της· τώρα ο αέρας την κρατά. Εκεί, ένα πρεζάκι ακουμπούσε πάνω της· τώρα κανείς δεν μπορεί να την αγγίξει. Η Διονυσία έχει πλέον περάσει στην άλλη πλευρά του ορίου: υπάρχει μόνο ως εικόνα, όχι ως σώμα. Η Νταίζη διατυπώνει δύο σκέψεις που συνοψίζουν ολόκληρο τον μύθο της:
«Η Διονυσία μοιράζει στην πόλη ηδονή και λύπη μαζί.»
Η ύπαρξη της Διονυσίας ήταν πάντοτε διττή: ομορφιά και πόνος, δόσιμο και έκθεση, φωτεινότητα και σκοτεινή φθορά. Τώρα αυτές οι ποιότητες μένουν στην πόλη σαν άρωμα. Η ηρωίδα μετατρέπεται σε ακούσια ποιήτρια του αστικού τοπίου, μια πηγή συναισθηματικής διάχυσης.
«Η Διονυσία τριγυρνάει στον ουρανό φαντασμαγορική και μονάχη.»
Η λέξη «μονάχη» είναι το αυθεντικό καρφί της τραγικότητας. Η Διονυσία δεν εξιλεώνεται· δεν βρίσκει ειρήνη· δεν ενώνεται με κάτι. Παραμένει όπως έζησε: όμορφη, εύθραυστη, χωρίς σημείο πρόσδεσης. Η εικόνα της δεν είναι λύτρωση· είναι επιβίωση ως σκιά.
4. Η βαθιά σύνδεση των δύο σκηνών
Η Κάνιγγος δεν ήταν επεισόδιο, ήταν προοικονομία. Το τέλος δεν είναι λυρική υπέρβαση, είναι η φυσική κατάληξη της εσωτερικής της πορείας.
Η διαδρομή της Διονυσίας συνοψίζεται ως εξής: Ζει σε έναν κόσμο που της είναι ξένος. Μετατρέπει το ξένο σε οικείο, όχι επειδή το κατανοεί, αλλά επειδή δεν έχει πού αλλού να σταθεί. Χάνει βαθμιαία τα όρια του σώματος και του εαυτού. Ο κόσμος τη διαπερνά. Η πραγματικότητα δεν την περιέχει πια. Πεθαίνει σωματικά. Επιβιώνει ως εικόνα, όχι ως πρόσωπο. Αυτό το «οξύμωρο της οικειότητας με το ξένο» γίνεται τελικά η μόνιμη μορφή της: η Διονυσία κατοικεί στον ουρανό της πόλης που δεν την χώρεσε ποτέ.
Ο Αντώνης Νικολής, με απίστευτη λιτότητα και συγκεντρωμένη δύναμη, (περι)γράφει μια ηρωίδα που δεν καταστρέφεται από την πόλη, αλλά από το αίσθημά της ότι δεν ανήκει πουθενά. Η Διονυσία δεν πεθαίνει από βία ή αδικία· πεθαίνει από εξαΰλωση. Από την αργή διάλυση του ορίου ανάμεσα στο μέσα και στο έξω. Και όμως, η μνήμη της λάμπει. Όχι γιατί τη θυμούνται πολλοί, αλλά γιατί η εικόνα της —με το φασματικό κρινολίνο— έχει αποκτήσει λογοτεχνική αιωνιότητα. Έτσι, η Διονυσία ζει εκεί που μόνο ένας αληθινά μεγάλος μυθιστοριογράφος μπορεί να την κρατήσει: στον λεπτό ουρανό της γλώσσας του Αντώνη Νικολή.
[*Το μυθιστόρημα Διονυσία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Το Ροδακιό στις 19 Μαρτίου του 2012.]
