του Αντώνη Νικολή
(Στην Τζούλια Τσιακίρη)
Στη
δεκαετία του ’70 οι υποψήφιοι φοιτητές, ιδίως των περιζήτητων σχολών,
Ιούλιο και Αύγουστο συρρέαμε απ’ όλη την Ελλάδα στα φροντιστήρια του
κέντρου της Αθήνας, γύρω από τη Σόλωνος τα περισσότερα, στα εντατικά
τμήματά τους. Μαθητής στο νησί και υποψήφιος της ιατρικής, ανέβηκα το
καλοκαίρι του ’77, ανάμεσα Β’ και Γ’ λυκείου, και την επόμενη χρονιά
βέβαια, χρονιά εισαγωγικών για την τάξη μου, που διενεργούνταν τότε
τέλος του Αυγούστου-πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου, και για μας τους
Δωδεκανήσιους σε εξεταστικά κέντρα επίσης στην Αθήνα. Φοιτούσα στο
φροντιστήριο του Τσούνη, καμιά πενηνταριά μέτρα ψηλότερα από τη
διασταύρωση Σόλωνος και Μπενάκη, ένα μικρό εκπαιδευτήριο σε πρώτο όροφο.
Ό,τι συγκρατώ ακόμα στη μνήμη από το κτίριο θυμίζει παλιές φωτογραφίες
σ’ ένα θολό μολυβί χρώμα: την απότομη σκάλα, στο βάθος του διαδρόμου το
γραφείο των φροντιστών, τις αίθουσες διδασκαλίας, ίσως τρεις ίσως
τέσσερις, ακόμα και το περβάζι στο παράθυρο-οθόνη της αίθουσας, απ’ όπου
χαζεύαμε στα διαλείμματα τη μονίμως μποτιλιαρισμένη Σόλωνος και στα
στενά πεζοδρόμιά της τους συνομήλικους και συνυποψήφιούς μας, ν’
ανηφορίζουν ή να κατηφορίζουν άλλοτε φουριόζοι και με γέλια και φωνές,
άλλοτε μοναχικοί, σκυφτοί, καταπονημένοι από το διάβασμα ως αργά τη
νύχτα. Το φροντιστήριο το είχα επιλέξει λόγω του αδελφού της μάνας μου,
του Σπύρου Χατζημάρκου, δίδασκε χημεία ο θείος εκεί, είχε τη διεύθυνση
της χημείας λέγαμε, παρόλο που δεν υπήρχε άλλος χημικός για να τον
διευθύνει, αλλά ήτανε καλός δάσκαλος και, αυτό που εκτιμούσα
περισσότερο, ευγενικός και διακριτικός θείος. Λόγω του θείου Σπύρου
επίσης, αγοράσαμε σε ανεγειρόμενη το 1978 πολυκατοικία στην Κυψέλη, όπου
είχε και εκείνος το σπίτι του, εμείς μια γκαρσονιέρα. Στην οδό Λήμνου,
μετέπειτα Λέλας Καραγιάννη. Ήμουν ο πρώτος που εγκαταστάθηκε στην εν
λόγω πολυκατοικία, τα συνεργεία δούλευαν ακόμα, ένας επιστάτης μάλιστα,
μεσήλικας, καθώς με έβλεπε να γυρνάω από τα ποικίλα ξενύχτια μου
αργότερα και από τις επτά το πρωί (εκτόνωνα την καταπιεσμένη στο νησί
εφηβεία μου), θα του φαινόμουν –όχι αδικαιολόγητα– περίπου ως να
επέστρεφα από σχολή της σάμπας στις φαβέλες του Ρίο, «Τι κάνεις εσύ,
αγόρι μου, εδώ πέρα;» με ρώτησε ένα πρωί, «Προετοιμάζομαι για τις
εισαγωγικές στην ιατρική», είπα από συνήθεια, εκείνος κατέβασε κάπως το
βλέφαρο, «Δύσκολη η ιατρική, ε;» Πράγματι δύσκολη, και δε θα πέρναγα τις
εξετάσεις παρά με τη δεύτερη προσπάθεια, το φθινόπωρο της επόμενης
χρονιάς, το ’79.
Αλλά
ήτανε το καλοκαίρι του ’78, πότε και από πού το αγόρασα δύσκολο να
θυμηθώ, όμως μ’ αυτό θα ξυριζόμουν στα γενέθλιά μου, 19 του Αυγούστου.
Έκλεινα τα δεκαοκτώ, ημέρα εύλογα ξεχωριστή στην προσωπική αποτίμηση του
χρόνου, θα δώριζα στον εαυτό μου ένα τελετουργικό, τρόπον τινά, ξύρισμα
με το καινούργιο πινέλο. Το πιθανότερο το αγόρασα από ημιυπόγειο σε
στοά ανάμεσα Ακαδημίας και Πανεπιστημίου, στο δρόμο που διένυα
καθημερινά από το φροντιστήριο ως τη στάση για το τρόλεϊ, αναλογίζομαι
αμυδρά, αλλά μπορεί και να το συγχέω με κάτι άλλο, δεν αποκλείεται και
τη στιγμή στη μνήμη μου που το ψαύω για πρώτη φορά πάνω από βιτρίνα
σχετικού καταστήματος να την έπλασα με τη φαντασία μου εκ των υστέρων,
πάντως επρόκειτο για ένα πινέλο απίθανα μικρό, σχεδόν μινιατούρα: ούτε
τρία εκατοστά η ξύλινη λαβή κι όχι περισσότερος ο θύσανος, το φουντωτό
βουρτσάκι του (από ανοιχτόχρωμη τρίχα ασβού με σκούρα λωρίδα στο μέσον
της, πινέλο στην κατηγορία super ή best badger,
σύμφωνα με τις τεχνικές πληροφορίες που συνέλεξα πολλά χρόνια
αργότερα). Το αγόρασα παραξενεμένος από το μικρό του μέγεθος, ή
κρατώντας το στα δάχτυλα με μια κυκλική κίνηση στον αέρα διαισθάνθηκα το
πόσο θα με βόλευε; Με μάγουλα που σουρώνουν στο σαγόνι δίχως προγούλι,
με την περιοχή κάτω από το κάτω χείλος να κοιλαίνει σε βαθιά εσοχή, κι
αμέσως έπειτα το κύρτωμα του πιγουνιού με το λακκάκι στο κέντρο του,
ψηλότερα στα πλαϊνά τις ανάγλυφες μεγάλες ελιές, μία κάτω από καθεμιά
φαβορίτα, αλλά και με τα σπυριά της ακμής που ακόμα τότε τρία τέσσερα τη
βδομάδα από δω και από κει με ταλαιπωρούσαν, επίσης το μήλο του Αδάμ,
προεξοχή που είχε διογκωθεί στα χρόνια της εφηβείας με δύσκολες
επιφάνειες ούτε καμπύλες ούτε επίπεδες τσιτώνοντας το δέρμα του λαιμού,
με ένα πρόσωπο δηλαδή όπως λέγεται γωνιώδες και επιπλέον μαλακό,
εφηβικό, έπρεπε για να ξυριστώ να καταβάλω αρκετή φροντίδα κι άλλη τόση
δεξιοτεχνία στο χειρισμό του ξυραφιού, αλλά και σπάνια απόφευγα τα ένα
με δύο κοψίματα. Κατέβαζα το πρόσωπο στο κρύο τρεχούμενο νερό, που έχει
αιμοστατική δράση με συμβούλευε ο πατέρας μου, κι αν το αίμα επέμενε,
είχα πάντοτε πρόχειρο ένα κομματάκι στύψη. Σε κάθε περίπτωση ένα στιβαρό
αλλά και μαλακό βουρτσάκι με τις λεπτές πινελιές του, που δε σκεπάζει
τα δύσκολα σημεία, που αφρίζει την κρέμα σ’ ελάχιστη επιφάνεια δέρματος,
θα με διευκόλυνε σίγουρα. Ξυριζόμουνα, κι ακόμα, μέρα παρά μέρα.
Επιπλέον, χάρη στον μικρό θύσανο, το άτυπο μασάζ από τις κυκλικές
κινήσεις του πινέλου γίνεται πιο αποτελεσματικό, απολήγει σ’ ένα ακόμα
εντυπωσιακότερο πίλινγκ.
|