Τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής μου,
μέχρι και το 1963, τα χρόνια που έπαιρνε ο πατέρας μου την ειδικότητα
της ακτινολογίας, ζούσαμε στην Αθήνα. Τότε, το πιθανότερο γιατί δεν
υπήρχε διαθέσιμη γιαγιά –εκείνες μένανε στο νησί–, ίσως και για να
διευκολύνει στα βάρη του έναν καλό πρώτο του ξάδερφο στο χωριό, ο
πατέρας μου ανέβασε στην Αθήνα μαζί μας τη δεκαπεντάχρονη κόρη εκείνου
του συγγενή, το Ποπάκι, που θα αναλάβαινε για μένα χρέη αυτής που σε
απλά αγγλοελληνικά ονομάζουμε μπέιμπι σίτερ. Και ούτω πως με μεγάλωναν
πια δύο Καλλιόπες, η Πόπη η μάνα μου η μία, και το Ποπάκι η άλλη, η
ξαδερφούλα από την Κέφαλο, το χωριό το πιο φτωχό και το πιο
απομακρυσμένο από την πόλη της Κω. Να πω επίσης πως καθώς δε μίλαγα
μέχρι τα δύο (κι ύστερα τραύλιζα μέχρι και τα επτά) την φώναζα «το
Παπάτσι μου».
Δε θυμάμαι τίποτα από εκείνα τα χρόνια, όμως κάθε
φορά που συναντώ το Ποπάκι αυθόρμητα ξεπηδά από μέσα μου η μνήμη μιας
βαθιάς οικειότητας. Ανήκει στα πολύ λίγα πρόσωπα που μπορώ να περιγράψω
λεπτομερώς ή να ζωγραφίσω από μνήμης, ιδίως τις ρυτίδες του γέλιου στα
ζωηρά μάτια της κι αμέσως παρασυρμένα σαν μ’ εσωτερικό νήμα τα χείλια
της, τη χαρούμενη φωνή της.
Το Ποπάκι γύρισε στην Κέφαλο, έφτιαξε τη ζωή της.
Τις χαρές ή το χρόνο που κυλάει αμέριμνος, όμως, τον σκιάσανε λύπες,
σίγουρα μεγαλύτερες απ’ όσες αναλογούν σ’ έναν άνθρωπο της εποχής και
του τόπου της. Έμεινε γρήγορα ζωντοχήρα, δούλεψε σκληρά μεγαλώνοντας τα
έξι παιδιά της. Εκείνα τα δύσκολα πρώτα χρόνια έχασε και τη μία από τις
δύο θυγατέρες της. Το περασμένο Σάββατο, ανήμερα του Σταυρού, έμελλε να
τη βρει και η δεύτερη μεγάλη συμφορά. Να χάσει και δεύτερο παιδί, το
δευτερότοκο Μανόλη της. Πρώτες πρωινές ώρες, πριν χαράξει ακόμα,
εργαζόμενος στην αποκομιδή των σκουπιδιών, πίσω από τη σκουπιδιάρα, πάνω
στη δουλειά του ο Μανόλης, χτυπήθηκε θανάσιμα από γιωταχί που οδηγούσε
ένας μεθυσμένος.
Το μάθαμε μεσημέρι. Πήρα τους γονείς μου και φύγαμε
για το χωριό. Στην πλατεία και στον κεντρικό δρόμο, όταν με κατεβασμένο
το τζάμι ρωτούσα πού έχουν τον νεκρό, –νιόπαντρος και ζούσε στο σπίτι
της γυναίκας του–, μου απαντούσαν, «Προχώρει πέρα κατά τον Λιμιώνα. Θα
καταλάβεις πού τον έχουσι ’πό τον κόσμο». Πράγματι, ήταν ήδη μαζεμένος
πολύς. Στάθμευσα, περπατάγαμε μουδιασμένοι ανάμεσα στους μαυροφορεμένους
που στεκόντουσαν όρθιοι κι απ’ τις δυο πλευρές του στενού. Ανεβήκαμε τη
σκάλα προς τον όροφο, στη μέση του καθιστικού το φέρετρο με τον Μανόλη,
δίπλα κι από πάνω του το Ποπάκι, παραδίπλα η χήρα και τ’ αδέρφια του.
Το Ποπάκι από τις πέντε το πρωί κι ίσαμε το τέλος του ξοδιού δίχως να
σταματήσει ούτε λεπτό, μα πώς δε στέγνωνε το στόμα της απορούσαν οι
γυναίκες απέξω, μιλούσε στο παιδί της, του μίλαγε ασταμάτητα σε μια
καθημερινή πρόζα, «Μανόλη μου, έλα Μανόλη, ξύπνα, γιε μου», ο πόνος της
προδιδόταν μόνο από την επίμονα υψηλή ένταση της φωνής, κάθε που ερχόταν
ένας οικείος, ένας οξύς γόος σπαραξικάρδιος χυνόταν μέσ’ απ’ την κάμαρα
του θρήνου έξω στο δρόμο. Το Ποπάκι, η αγκαλιά της, οι φωνές της, ο
κοπετός γύρω μας, τα κρύα σταυρωμένα χέρια του Μανόλη. Ύστερα βγήκα έξω,
ακούμπησα στην κουπαστή της σκάλας, χάζευα τον κόσμο, τα πρόσωπα, τις
εκφράσεις, τις στάσεις των σωμάτων τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς
είναι το μισό μου σόι.
Η Κέφαλος είναι ψηλά χτισμένη, έχει καλό αέρα και
ολόγυρά της προς όλες τις κατευθύνσεις ένα σπάνιας ομορφιάς φυσικό
τοπίο. Ήταν απόγευμα, δίχως υγρασία στην ατμόσφαιρα, το φως έπεφτε
μαλακό και στις αποχρώσεις του μελιού. Ο θάνατος δίνει ένταση στη ζωή.
Ήρθαν οι παπάδες, οι θρήνοι γίνανε στριγκιές κραυγές, πήραν οι φίλοι του
στον ώμο τον Μανόλη, ξέσκεπο το κασόνι, ξεκίναγε η πομπή για την
εκκλησία. Εκεί περίμεναν κι όσοι δεν ήρθαν στο σπίτι. Όλο το χωριό.
Άρχισε η λειτουργία, που πολύ γρήγορα μετατράπηκε σε κάτι άλλο. Το
εκκλησίασμα, σκόρπιες φωνές από δω κι από κει, με τις κραυγές του
επικάλυπτε ψάλτες και παπάδες, δεν ήταν κλάματα, ήταν άγριες επικλήσεις
δεν ξέρω σε ποιον ούτε άκουγα καθαρά, μέσα μου έμεινε η εντύπωση μιας
τελετουργίας σαν γύρω από ένα βάραθρο. Σκληρά πρόσωπα, με οικονομία στην
έκφρασή τους. Έμοιαζε μ’ έναν αλλόκοτο ασύντακτο χορό.
Είπε δυο λόγια ο καλός παπα-Κωνσταντής, αυτά
απολύτως που έπρεπε, όχι περισσότερα, ύστερα πάλι εν πομπή κινήσαμε για
το νεκροταφείο. Το νεκροταφείο βρίσκεται στο κέντρο του χωριού και με
θέα πανοραμική στον κόλπο τον ομώνυμο της Κεφάλου. Εδώ είναι θαμμένοι ο
παππούς Αντώνης, η γιαγιά Καλλιόπη. Λίγο πριν από το μούχρωμα τελέστηκε
και η ταφή. Διαλυόταν πια το σόι, μαζί και το υπόλοιπο χωριό.
Σκοτείνιαζε όταν έβαζα μπροστά για την επιστροφή στην πόλη. Παρά τον
άδικο χαμό, το Ποπάκι και τον πόνο τον ανήκεστο στα σωθικά της, μέσα μου
είχα και μια άλλη συγκίνηση. Και το όνομα και το επίθετο και το
πατρώνυμό μου, Αντώνης Νικολής του Χαραλάμπους, μου τα έδωσαν αυτοί οι
άνθρωποι. Αλλά κι από την όλη έκφρασή τους, (ειλικρινά δεν παρασύρομαι
από τη συγκίνηση της ίδιας της γραφής, έχω τα χρονάκια μου πια και
αρκετή εμπειρία), μια ιδιότυπη αισιοδοξία:
Αν μετά από τόσα χρόνια λαϊκίστικου εκμαυλισμού η
νεοελληνική κοινωνία διαθέτει ακόμα τέτοια αποθέματα, έχει ακόμα κάπου
μερικούς ανθρώπους ικανούς να χαρούν ή να πενθήσουν με όλη την αλήθεια
της ύπαρξής τους, τότε η δεξαμενή δε στέρεψε. Παράξενο, βέβαια, όμως, κι
αν δεν έχω λαλήσει από την πολλή απαισιοδοξία, –που κι αυτό δεν
αποκλείεται–, ετούτη η δεξαμενή ίσως να μη στέρεψε…