Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Η προσευχή της παρθένου.

Και μια που το 'φερε ο λόγος...

Το γαρ πολύ του… κρατισμού γεννά παραφροσύνη.

Το γαρ πολύ του… κρατισμού γεννά παραφροσύνη

image
EMAIL
FACEBOOK
TWITTER
MORE
Κάπου στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, τέτοια εποχή περίπου, σε υπόστεγο στην Κυψέλη μ’ άλλους τέσσερις – πέντε, να ρίχνει καρεκλοπόδαρα, το νερό να έχει ανεβεί στα κράσπεδα των πεζοδρομίων, βρισκόμασταν ψηλά στη Λέλας Καραγιάννη, κατηφορικός δρόμος κι εντούτοις θύμιζε ήδη χείμαρρο, η νεροποντή στο μεταξύ να μοιάζει δίχως σταματημό, όταν ανάμεσα στους διπλανούς μου μία κυρία, περασμένα εξήντα, άρχισε τις τσιρίδες, «Το κράτος! Πείτε μου πού είναι το κράτος!». Αν το φώναζε μία ή δυο φορές μόνο, δε θα την απόπαιρνα. Επέμενε. «Να σας κάνει τι το κράτος;» την έκοψα. «Σοβαρολογείτε, κύριε, να μου κάνει τι το κράτος; Πώς θα πάω σπίτι μου εγώ μ’ αυτή την κατάσταση εδώ πέρα;»
Τα χρόνια που δίδασκα, όποιο θέμα κι αν έδινα σε εφήβους να αναπτύξουν, -σε καλούς και ευφυείς μαθητές λυκείου αναφέρομαι-, κατέληγαν αδιακρίτως όλοι σε μία μόνιμη επωδό, το κράτος ή η πολιτεία που οφείλει να κάνει αυτό ή εκείνο. Μα για τη διακριτικότητα τους ρώταγα, μου έγραφαν «η πολιτεία πρέπει μέσω της παιδείας να κάνει τους πολίτες διακριτικούς», μα και για τον εθελοντισμό ακόμα, το κράτος να τον οργάνωνε κι αυτόν. Περίπου ό,τι και οι δημοσιογραφίσκοι στα κανάλια του λαϊκισμού: «Εσείς, κυρία μου, από πότε ζείτε σ’ αυτές τις συνθήκες; Το κράτος νοιάστηκε ποτέ για σας;»
Όταν αρχές του ’91 στο Λονδίνο, σε κολλέγιο για τη γλώσσα, σε τμήμα ενηλίκων πολυεθνικής σύνθεσης, μου ξέφυγε το ότι στην Ελλάδα εύλογα υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον για μια θέση εργασίας στο δημόσιο, η Αγγλίδα καθηγήτρια και οι συμφοιτητές μου, απορημένοι, ζητούσαν να τους διευκρινίσω τι εννοούσα. Γι’ αυτούς ιδιωτικός ή δημόσιος υπάλληλος δεν είχε διαφορά. Πρόσφατα σε άρθρο του στο Protagon ο Τάκης Μίχας (Το πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ) ανέφερε τη μαρτυρία ξένου διπλωμάτη: «Όταν είπα στον κ. Σταθάκη ότι στην πατρίδα μου οι δημόσιοι υπάλληλοι -ακόμα και οι πρέσβεις- απολύονται με την ίδια ευκολία με την οποία απολύονται οι εργαζόμενοι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, δεν ήθελε να το πιστέψει!» Λοιπόν, προσωπικά, αυτή την παύση την είδα ωσεί αυτόπτης, θέλω να πω, το συνοφρύωμα, το υπομειδίαμα του σοβαρού πανεπιστημιακού, επιπλέον τον άκουσα και στην απάντησή του, αρθρωμένη σκόπιμα σε χαμηλό τόνο, μ’ εκείνη την πολύ στέρεη (και νεοελληνική αριστερή) βεβαιότητα: «Όχι, κύριε, δε σας πιστεύω!»
Γιατί να τον πιστεύει; Αυτές τις μέρες γνωστή μου βγήκε στη σύνταξη στα 42 της με εφάπαξ 120 χιλιάδες ευρώ. Να είναι υγιής και πολύχρονη, να χαίρεται την καλή της τύχη. Ποιο το ακριβές ποσό που θα εισπράξει ισοβίως η υπερτυχερή αυτή και ποια επένδυση θα της το εξασφάλιζε σε ίδιο βάθος χρόνου; Στο χρεοκοπημένο δημόσιο εδώ και πέντε χρόνια, άραγε, πόσες χιλιάδες ανάλογοι υπερτυχεροί; Και ακόμα μία ερώτηση (αυτή εξάπαντος ρητορική): θα ήτανε περισσότερο τυχερή, αν είχε κερδίσει στο λόττο ένα εκατομμύριο; Έκανα επίσης τη σκέψη, μη με πείτε είρωνα -πώς να την αποφύγω;-, είδα αγγελία πώλησης νησιού 65 στρεμμάτων σε τιμή μικρότερη του ενός εκατομμυρίου, άλλοις λόγοις, λιγότερες από δέκα σαρανταδυάρες υπάλληλοι, συμπηγνύοντας κοινοπραξία, το αγοράζουν κάλλιστα με τα εφάπαξ τους.
Συγχωρήστε με που δεν επιχειρηματολογώ. Πέντε χρόνια τώρα προσπαθώ να εννοήσω πώς ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού πιστεύει ότι, παρόλο που χρεοκοπήσαμε λόγω του τεράστιου στις δαπάνες του κράτους, θα σωθούμε αν το κάνουμε ακόμα μεγαλύτερο. Η λογική μου, όση διαθέτω, κατατάσσει το συλλογισμό στους παραλογικούς, στην καθαρή παραφροσύνη. Και η παραφροσύνη δεν κουβεντιάζεται. Να συμφωνήσω κιόλας σχετικά με την παράφραση του τίτλου, ότι ίσως είναι υπερβολικό να καταχωρίζονται στον …κρατισμό οι λογής στρεβλώσεις και δυσλειτουργίες, οι πολιτικάντηδες και η συνάφειά τους με την κοινωνία, η πελατειοκρατία δηλαδή. Ναι, αλλά πάλι, όταν δε σχεδιάζεται και δε λειτουργεί ορθολογικά η δημόσια διοίκηση, τι άλλο μπορεί να είναι ή να αναπαράγει ένα τόσο εκτεταμένο κράτος;
*Παραφράζω το γνωστό στίχο του Νίκου Γκάτσου «Το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη» (Η προσευχή της παρθένου, 1976) από τα «Παράλογα», τον κύκλο τραγουδιών σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, επίσης παράφραση από το λιγότερο γνωστό έμμετρο αφήγημα του Καισάριου Δαπόντε (1713/4 – 1784), «Κήπος χαρίτων» (1768), «Το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνην».

Το τελευταίο βιβλίο του Αντώνη Νικολή «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό».
image

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Οι πέντε αισθήσεις / από τον Νίκο Βατόπουλο στους Σελιδοδείκτες της Καθημερινής.



Καθημερινή, Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014.

Οι πέντε αισθήσεις

ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΤΙΚΕΤΕΣ: ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΕΣ
Αντώνης Νικολής,
«Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα».
εκδ. Το Ροδακιό, σελ. 136, τιμή 12 ευρώ.

Νουβέλα ενηλικίωσης, επιστροφής και αυτογνωσίας είναι «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα», το νέο βιβλίο του Αντώνη Νικολή, ο οποίος επιστρέφει με αυτό το πυκνό, σύντομο πεζογράφημα. Γραμμένο το 2009, πριν δηλαδή από το μυθιστόρημα «Διονυσία» (2012), το νέο, σε κυκλοφορία, βιβλίο του Αντώνη Νικολή έρχεται να επιβεβαιώσει ένα ιδιαίτερο χάρισμα στο χτίσιμο κόσμων. Οι κόσμοι του Αντώνη Νικολή αντλούν μεγάλη δύναμη από μια παράλληλη ανάγνωση της καθημερινότητας και θέτουν στη διάθεση του αναγνώστη τη συνειρμική ανάκληση με τη συνεργασία όλων των αισθήσεων.

Οπως η «Διονυσία», έτσι και ο «Δανιήλ» είναι λογοτεχνικά κείμενα των πέντε αισθήσεων. Ο «Δανιήλ», που διαδραματίζεται στη Ρόδο με τις παράλληλες «οθόνες» της επίσκεψης στον χρόνο της εφηβείας μέσα από τα μάτια της ωριμότητας, αποθεώνει τη «σωματική» γραφή και ανάγει τη συνδρομή της όσφρησης, της αφής, της γεύσης, σε μείζονες κινητήριες δυνάμεις.

Εχει πολλά στρώματα ανάγνωσης ο «Δανιήλ», που δεν είναι ο ήρωας, αλλά που δρα ως κόμβος και άξονας. «Ηρωας» είναι ο αφηγητής, που ως ώριμος άνδρας πλέον, καθώς συναντά τους επίσης ώριμους παλιούς φίλους της εφηβείας, όλοι παντρεμένοι με παιδιά, ξεκινά μια καταβύθιση στον θαμπό, σχεδόν υπερρεαλιστικό, αισθησιακό χρόνο της εφηβείας.

Ο Δανιήλ ήταν μία περσόνα του μικρού τόπου. Είχε τα κλειδιά του χαμάμ, γυναικείου και ανδρικού, που σαν ναός γεμάτος ατμό μυεί τους εφήβους στον κόσμο των αισθήσεων. Αλλά δεν πρόκειται για μία ακόμη είσοδο στο τοπίο των φαντασιώσεων. Περισσότερο είναι το ανάγλυφο ενός ψυχοσωματικού περάσματος ανάμεσα σε δύο χρόνους, δύο εαυτούς και το ενδιάμεσο αμνιακό υγρό. Οι περιφερειακοί χαρακτήρες έχουν όλοι σάρκα, ακόμη και όταν είναι απλά σκαριφήματα, αποκτούν βάρος, έστω και ως σκιές. Η ντοπιολαλιά, άριστα δουλεμένη. Αλλωστε, ένα από τα χαρακτηριστικά του Αντώνη Νικολή είναι αυτή ακριβώς η εμμονή με τη γλώσσα, που ποτίζει την αναγνωστική εμπειρία και την οδηγεί ώς το τέλος.

Ο Θρασύβουλος, ο θείος του Δανιήλ, είναι μία μορφή της νουβέλας. Αποκομμένος από την πραγματικότητα, ζει σε μια κατάσταση απόλυτης ακαθαρσίας και νοσηρής συνύπαρξης ακόμη και με νεκρές γάτες. Αυτή η ακραία κατάσταση, που παρουσιάζεται στον αναγνώστη όταν πεθαίνει η αδελφή του Θρασύβουλου (με όλο το τελετουργικό του θανάτου σε μια μικρή κοινότητα), έχει μια ανεξήγητα μεγάλη, υπόγεια δύναμη. Το ανθρώπινο σώμα ως σαρκίο, με εκκρίσεις και αποφορά, το ανθρώπινο σώμα ως τοπίο κάλλους ή ηδονής πρωταγωνιστεί με έναν τρόπο στον «Δανιήλ». Μέσα από αυτό, απέναντι σε αυτό, δίπλα, πλησίον, από μέσα προς τα έξω και από έξω προς τα μέσα, το ανθρώπινο σαρκίο αποκτά οντότητα μέσα και έξω από τους ήρωες. Γίνεται ένα σχεδόν ψευδαισθητικό όχημα για την ανάγνωση του εαυτού σε τοπία μνήμης και παρόντος που συμπλέουν, συγχέονται και διαθλώνται. Ενα κείμενο που επενεργεί και μετά την ανάγνωση. Το εξώφυλλο είναι ένα δυνατό εικαστικό έργο της Πελαγίας Κυριαζή. Η απόλαυση της ανάγνωσης ενισχύεται από την αισθητική των εκδόσεων «Το Ροδακιό».

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Με τον τρόπο της Σπυριδούλας Αποστολού.

Με την εγνωσμένη πια ευαισθησία, η Σπυριδούλα Αποστολού ανάρτησε στο χρονολόγιό της (fb):

"Στα ερείπια των σπιτιών, όσο ακόμα κρατάνε το βασικό σκελετό του κελύφους τους, κοντά σε γωνίες ή σε ακμές τοίχων, έχεις τη φευγαλέα ελάχιστη εντύπωση ανάμεσα σε ξερά ή χλωρά χόρτα και πέτρες ότι οσμίζεσαι τους ενοίκους τους", από το Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα!

Αυτό ακριβώς το συναίσθημα ένιωσα την περασμένη βδομάδα, όταν βρέθηκα στα ερείπια ενός σπιτιού στο οποίο είχα φιλοξενηθεί στο παρελθόν, Μ.Παρασκευή ήταν, και του οποίου ο σημερινός ιδιοκτήτης δεν επιτρέπει να το φωτογραφίζουν! (Το σπίτι της φωτογραφίας είναι από περσινό ταξίδι σε χωριό της Φλώρινας).

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Τελετουργίες.

Athens Voice, 15-11-2014.
image













Τα δημόσια πρόσωπα, επιφανή λίγο ή πολύ, αξιολογούνται στον καιρό τους όχι τόσο από τη δράση ή το έργο τους, όσο, και ιδίως σε καίριες στιγμές της σταδιοδρομίας τους, από την οικονομία στην έκφραση ή την παρουσία τους. Εξ ου και στα απολυταρχικά καθεστώτα η άκρα αυστηρότητα και επιμέλεια προκειμένου να σκηνοθετηθεί η δημόσια θέαση του μονάρχη και του επιτελείου του, με στολές, με τελετουργικές πομπές, με πρωτόκολλα. Μ’ όλα τούτα εξυφαίνεται η πλέον σοβαρή διάσταση του μύθου του: ο ηγέτης και η κουστωδία του είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι του χρόνου τους, άρα και του χρόνου πέρα από τους ίδιους, επομένως είναι διαρκείς και ακατάλυτοι.
Βέβαια, μετά το Διαφωτισμό, στα δυτικά συνταγματικά πολιτεύματα τουλάχιστον, και ιδίως από τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα με τη ραγδαία ανάπτυξη των μέσων επικοινωνίας, οι τελετουργίες απλοποιήθηκαν, έγιναν σχεδόν αδιόρατες, αλλά και γι’ αυτό κατά πολύ δυσκολότερες για τους ενδιαφερόμενους.
Πόσο πιο δύσκολο, φέρ’ ειπείν, για ένα σημερινό συνταγματικό μονάρχη κρατώντας ψηλά το κεφάλι ως εάν φορούσε κάποιο διάδημα και με την έγνοια για το όποιο κύρος της εξουσίας του, να απευθυνθεί στους πολίτες του με τηλεοπτικό διάγγελμα. Μαζί με την κάμερα στέκεται αντίκρυ του, στην απόσταση του ενός μέτρου, και ο τελευταίος… υπήκοός του. Και από τόσο κοντά, θνητοί απέναντι σε θνητό, υπήκοοι δε γίνεται να παραμείνουν οι πολλοί ούτε βασιλιάς ο στημένος. Κι ένας ελάχιστος μορφασμός, μία ανεπαίσθητη χειρονομία, ένα πλάγιο δειλό βλέμμα ή ένας αμήχανος σπασμός των βλεφάρων αρκούν, και ο βασιλεύς εκπίπτει, δεν είναι πια παρά σύμβολο, μία μαριονέτα παρωχημένων θεσμών.
Τις σκέψεις αυτές τις έκανα παρατηρώντας σε εξώφυλλα λαϊκών περιοδικών του ’60 στην έξοχη έκθεση που επιμελήθηκε ο Νίκος Βατόπουλος, (Αθήνα. Το πνεύμα του ’60: Μια πρωτεύουσα αλλάζει / Ελληνοαμερικανική Ένωση), την Αλίκη Βουγιουκλάκη με ή χωρίς τον Παπαμιχαήλ, γνήσιους πρίγκιπες της ελαφρολαϊκής αισιοδοξίας τότε, και σε άλλα εξώφυλλα τον Κωνσταντίνο με ή χωρίς την Άννα Μαρία, -τόσο λάθος, τόσο καρικατούρες και βασιλιάδων και λαϊκών ινδαλμάτων.
Βεβαίως, ετούτες οι άχαρες σύγχρονες τελετουργίες που είναι λιγότερο ή καθόλου τελετές, περισσότερο πούρα προπαγάνδα ή και οι περιβόητες στον κόσμο των πολιτικάντηδων επικοινωνιακές τακτικές, εντέλει αφήνουν την κρίσιμη ώρα ανυπεράσπιστο το δημόσιο πρόσωπο. Αν έχει έμφυτη και καλλιεργημένη την ικανότητα να αντιδρά καίρια και με οικονομία, θα σωθεί, αλλιώς, αναπόδραστα θα εκτεθεί, -που είναι και η δύναμη της δημοκρατίας: κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να αποφεύγει εσαεί το δημόσιο έλεγχο. Η μνήμη μας είναι γεμάτη από θεσπέσια ανάλογα… ενσταντανέ. Ποιο να πρωτοθυμηθούμε; Τον Ανδρέα Παπανδρέου στη σκάλα της προσγείωσης να καλεί με νεύμα από το εσωτερικό του αεροπλάνου τη Δήμητρα Λιάνη μετά το Χέρφιλντ, και για να μην απομακρυνθώ από τη μοιραία οικογένεια, τον πρωτότοκό του στο λιμανάκι του Καστελλόριζου, να μην το πιστεύεις πόση πολλή έλλειψη οικονομίας, πόσο πολύ νερόβραστο lifestyle την πιο κρίσιμη στιγμή της μεταπολεμικής ζωής αυτής της πολύπαθης χώρας;
Οι Έλληνες αισθηματολογούμε στα ζητήματα της καθημερινής ζωής, ηθικολογούμε στα ευρύτερα πολιτικά, από μία άποψη αρνούμαστε συστηματικά τη λογική, τον ορθό λόγο, στους ποικίλους θεσμούς του βίου μας. Αυτό επιμένουμε να το ονομάζουμε πολιτιστική διαφορά με τη δύση και άλλες στομφώδεις καθ’ ημάς μπούρδες, παραβλέποντας την κακοδιοίκηση, την ασχήμια, την κακή ποιότητα της ζωής που αναπόφευκτα σωρεύει. Και είναι εύλογο, όταν εκλείπει ο ορθός λόγος, η κοινωνική ζωή να μην εκλαμβάνεται ως ιστορικός χρόνος και στίβος της πολιτικής, αλλά ως μια διαδοχή τελετουργιών.
Ένα καλό τέτοιο παράδειγμα υπήρξε η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας από μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού. Ήταν οι αόρατοι και άτεγκτοι τιμωροί, οι υπερασπιστές των λαϊκών δικαίων. Ούτε τότε ούτε τώρα αντιλαμβάνεται η πλειονότητα έννοιες όπως ανθρώπινα δικαιώματα, το αναφαίρετο της ζωής, τη διάκριση των εξουσιών. Τους τρομοκράτες τούς απαξίωσε η τελετουργία της σταδιακής δημόσιας αποκάλυψης του ενός μετά τον άλλο, αφότου έσκασε η βόμβα στα χέρια του Σάββα Ξηρού. Μα δεν ήταν παρά κυρίως μια φαμίλια παπαδοπαίδια με δυσκολίες ενηλικίωσης. Τίποτε το ιδιαίτερα διαφορετικό. Ξεφούσκωσε τόσο ο μύθος τους αφ’ ης στιγμής τούς παρέλαβε η δημοσιότητα, που είναι πιθανότερο να ακούσει κανείς σήμερα το «Πού είσαι, Παπαδόπουλε» παρά το «Α, ρε, 17 Νοέμβρη που σας χρειάζεται», ακόμα και ανάμεσα σε αγανακτισμένους, πολλώ μάλλον ανάμεσα στους επίσης πολυάριθμους ψεκασμένους, θολούς δεξιούς ετούτους.
Και μια και το ’φερε ο συνειρμός στη βόμβα και στα χέρια του Σάββα Ξηρού, κι όλα δείχνουν πως μετά την εσωτερική κατάρρευση (αδυναμία μείωσης εξόδων, είσπραξης εσόδων, ασφαλιστικό κ.λπ.) αργά ή γρήγορα η ελληνική οικονομία με τη σειρά της θα σκάσει στα χέρια κάποιου, (που για λόγους δραματουργικής συνέπειας ή ιστορικής δικαιοσύνης, νομίζω, οφείλουν να είναι χέρια ηθικού αυτουργού της χρεοκοπίας που ζούμε, χέρια ηγέτη της αριστεράς δηλαδή), μας μέλλονται, θαρρώ, τελετουργίες με πολύ σασπένς.
Οι δεξιοί ξέραμε πώς θα τις παίρνανε πίσω τις λαϊκίστικες αποκοτιές, περίπου σαν κάτι γόνοι καλών οικογενειών που παράστησαν στις αλάνες τους νταήδες: λίγο θα ’γερναν το κεφάλι, θα ’κλειναν τα βλέφαρα, κάπως θα μαλάκωναν τη φωνή, μέσες άκρες θα σοβαρεύονταν. Ποιος εξεπλάγη, πραγματικά; Θα είναι το ίδιο, άραγε, για τους λεβέντες της αριστεράς; Όταν ολόκληρος είσαι η οίηση αυτού που κατέχει τη μόνη αλήθεια, εκείνου που ξιφουλκεί κατά παντός, που δεν ορρωδεί προ ουδενός, και άλλα τέτοια καλλιεπή, όταν θα σκάσει στα χέρια σου η ολίγη (εναπομείνασα) ευμάρεια των ψηφοφόρων σου, να σε δω πώς θα σκύβεις το κεφάλι πάνω από το αμαξίδιο του Σόιμπλε, μ’ όλες τις συνήθεις μικροπολιτικές στρεψοδικίες, με τι λόγια, εντούτοις, θα ομολογήσεις συντριμμένος την αδήριτη πραγματικότητα, να δω το καμπούριασμα, τους γερμένους ώμους, να δω στα μάτια τον περισπασμό από σκέψεις άλλες κάτω απ’ τα λόγια, να δω τα δάχτυλα των χεριών, ανάερα εκεί στα πλάγια της εικόνας να σχηματίζουν τις χειρονομίες της εσχάτης αμηχανίας, ν’ ακούσω τους σπασμένους φθόγγους.
Όλα θα τα ζήσουμε, καλοί μου φίλοι. Υγεία να έχουμε και αντοχή στις αντιξοότητες. Όλα, σαν μια μακριά και συναρπαστική διαδοχή τελετουργιών.
Υ.Γ. Πριν από τρεις μήνες συντάσσοντας το βιογραφικό για το τελευταίο μου βιβλίο, μαζί με τις ελάχιστες τέσσερις πληροφορίες (χρονολογία γέννησης, σπουδές, δύο προηγούμενοι τίτλοι βιβλίων), σημείωσα και το ότι «από τις αρχές του 2013 δημοσιεύει άρθρα του στη Φωνή της Αθήνας (Athens Voice)», με την επίγνωση πως ως συγγραφέας με τη συνεργασία μου αυτή και ιδιαίτερα σε τούτα τα περίεργα χρόνια μόνο τιμή κληροδοτώ στα έργα μου. Όλοι, δημοσιογράφοι, συνεργάτες, αναγνώστες, θα ρθει καιρός που θα νιώθουμε πολλή περηφάνια για τη Φωνή της Αθήνας. Έτσι ιδωμένος ο πρόσφατος εμπρησμός στα γραφεία της είναι ακόμα ένας προπομπός αυτής της περηφάνιας και της τιμής.

Το τελευταίο βιβλίο του Αντώνη Νικολή, «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό».
image

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Κώστας Ακρίβος: Τελετή ενηλικίωσης / ένα κριτικό σημείωμα για τον Δανιήλ.



Από τον Κώστα Ακρίβο, στο χρονολόγιό του (facebook).

Μεγάλη χαρά να επαινούν τα κείμενά σου συνάδελφοι, ιδίως όταν συγκαταλέγονται στους αξιότερους. 

"ΤΕΛΕΤΗ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗΣ
Ο 48χρονος Μιχάλης, οικογενειάρχης με δύο ενήλικα παιδιά, επιστρέφει στο νησί του για να τακτοποιήσει μια υπόθεση κληρονομιάς. Με το που πατάει το πόδι του στο λιμάνι και για τις επόμενες 6-7 μέρες κατακλύζεται από μνήμες. Μνήμες, όμως, που επικεντρώνονται σ΄ ένα και μόνο γεγονός της εφηβείας, ίσως το κορυφαίο της ζωής τους: πώς γνώρισε τον μεσήλικα Δανιήλ και πώς μυήθηκε απ΄ αυτόν στον έρωτα διά της αντρικής οδού. Ο γοητευτικός όσο και παράξενος Δανιήλ ήταν τη δεκαετία του ΄70 ο ιδιοκτήτης του χαμάμ του νησιού. Τόπος όπου όχι μόνο καθαρίζονταν τα σώματα, αλλά οι περισσότεροι νέοι έρχονταν σε πρώτη επαφή με την μυσταγωγία του έρωτα. Έναν έρωτα ολοκληρωτικό, πολλαπλό, αδιακρίτως φύλου, ηλικίας και κοινωνικών κλισέ. Έρωτα απόλυτο. Ο Αντώνης Νικολής με αφηγηματικό οίστρο και διαύγεια που καθηλώνει περιγράφει τόπους, συνήθειες και ανθρώπους που ο αφηγητής γνώρισε στην ηλικία των 16-17 ετών. Καλύτερα ωστόσο, δηλαδή πιο καθηλωτικά, φωτίζει εσωτικά τοπία, συνευρέσεις απλών μα τόσο διαφορετικών ανθρώπων της μικρής κοινωνίας του νησιού και ακτινογραφεί το μέγα μυστήριο του έρωτα σε όλο του το μεγαλείο. Μια νουβέλα που τολμά με την άφθαστη ποιότητά της και η οποία καταγράφεται στα συν του καταξιωμένου πεζογράφου."

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Ο Δανιήλ στο μπλογκ Θωμάς Ξωμερίτης.

(Ο καλός φίλος και χρονικογράφος / μπλόγκερ Θωμάς Ξωμερίτης στη χτεσινοβραδινή ανάρτησή του με πολλή ευαισθησία αναζητεί στο τωρινό πολιτικό - πολιτιστικό περιβάλλον το στίγμα του Δανιήλ, έξοχα επίσης τον εικονογραφεί.)

Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα


...Δεν είχε νόημα, παρέλυα, αφηνόμουν στα νερά μιας αργόσυρτης άμπωτης, αυτή θα με απομάκρυνε, ξεμάκραινα από την ακτή με τα σχήματα και με τα περιγράμματα των όντων, χανόμουν σε κάτι ζεστό, αλλού χλιαρό αλλού καυτό, σ’ ένα χαυνωτικό αποκάρωμα, με όλα να μετεωρίζονται χαλαρά και παραιτημένα από την πραγματικότητά τους, παραισθήσεις, να καίει το σβέρκο μου από το χνότο ενός άντρα που δεν έβλεπα…

Ίσως μερικοί αναρωτηθούν για τη σχέση των τωρινών καιρών με το πρόσφατο βιβλίο του Αντώνη Νικολή. Είμαι σίγουρος ότι και το 1972 πολλοί αναρωτήθηκαν ανάλογα, τότε με την κυκλοφορία του «Ο Μεγάλος Ερωτικός» του Χατζιδάκι.

Στις συζητήσεις μου με το φίλο Αντώνη έχω διαφωνήσει σε πολλά αναφορικά με το τί είναι αναγκαίο στην Ελλάδα, ώστε να σταματήσει η κατρακύλα. Συμφωνούμε όμως σ’ ένα ουσιαστικό. Οι καιροί γεννούν νεύρωση και κατάθλιψη, κι ο έρωτας είτε εκδηλώνεται ως νεύρωση (θύτης - κάτι που ίσχυε περισσότερο πριν την κρίση), είτε λάμπει από απουσία ως το μεγάλο κενό μέσα στην κατάθλιψη (θύμα –το δεύτερο είναι το πιθανότερο στις μέρες μας).

Ο Δανιήλ του Νικολή είναι ο Μεγάλος Ερωτικός του 2014, το θετικό σημείο των καιρών. Τελετή μύησης εφήβων, όπως εκείνες των νέων της Νέας Γουινέας από τους γηραιότερους και σοφότερους της φυλής. Αλλά κάτω από το φως της Εγγύς Ανατολής· τελετή στην οποία συμμετέχουν ισότιμα οι γυναίκες. Το κάλεσμα στη νιότη από τη χαρά της ζωής το οποίο ο φόβος της καθημερινότητας (σοβαροφάνεια και σεμνοτυφία) το σπρώχνει, τελικά, κάτω από το χαλί.

Ο Έρωτας μας εκδικήθηκε τα χρόνια των παχιών αγελάδων, ως κλειδαρότρυπα και ανικανοποίητο εθισμού (τότε που πιστεύαμε ότι είμαστε cool, δηλαδή απελευθερωμένοι). Κι εξακολουθεί να μας εκδικείται, τώρα που έχουμε ανάγκη τη χαρά του περισσότερο από ποτέ, σαν τον βρίσκουμε πεθαμένο από ασφυξία κάτω από το βάρος του χαλιού και των χρόνων. Κομμένα τα φτερά των Ελλήνων αντρών, τίποτα δεν απογειώνεται σε κενό αέρος, μέσα σε άδεια μάτια σπίθα δεν ανάβει.

Γι’ αυτό το «Ο Δανιήλ πάει στη Θάλασσα» είναι πολιτικό βιβλίο, με τον τρόπο που θεώρησε ο Χατζιδάκις πολιτική την κυκλοφορία του «Μεγάλου Ερωτικού» - η δήλωσή του για την επταετία.

Ο Μέγας Θεός Διόνυσος, ο Άγιος Δανιήλ και – πριν μερικά χρόνια - η τελευταία Μεγάλη Ιέρειά του, η Διονυσία. Η οποία όταν θέλησε να ξορκίσει του καιρούς που κατασπάραξαν τη ζωή της, νικήθηκε. Κανιβαλισμός και ωμοφαγία. Ολυμπιακές νευρώσεις, ο εθισμός στην Αθήνα του 2004.

Στο νέο του βιβλίο ο Νικολής έχει χωρέσει την ελπίδα. Ζεστό το άγγιγμα του Δανιήλ το 2014, γλύκανε ο Διόνυσος, η θύμησή του λυτρωτική όπως άγγιγμα φθινοπωρινού ήλιου πριν βυθιστεί στη θάλασσα· χαρίζοντας - όπως φιλί - λίγη υγρασία σε στεγνά χείλη.

Ο Διόνυσος κομμάτια – σάρκα και αίμα· αλλά πάντα ανασταίνεται. Κάποτε στο μέλλον, όχι τώρα. Τώρα, πρόσω για έναν άλλο στέρφο χειμώνα. Ελπίζω ο Δανιήλ να μας κρατήσει ζεστούς, εμάς και τη Γη, μέσα στο χειμώνα αυτό. Και την επόμενη Άνοιξη, ίσως… ποιος ξέρει;