Αντώνης Νικολής
Μπολερό με τον θάνατο στη Λισαβόνα
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΙΔΑΛΗ
Ενα ζευγάρι εξηντάρηδων κάνει διακοπές στην πρωτεύουσα της Πορτογαλίας (πόλη γνώριμη από παλιότερα ταξίδια τους) προσπαθώντας να ξεφύγει από τη σκιά της απώλειας της 24χρονης κόρης τους τρία χρόνια πριν.
Πρόκειται για το καινούργιο έργο του Αντώνη Νικολή «Λισαβόνα», που ανεβαίνει στις 27 Φεβρουαρίου στο θέατρο «Στοά», στου Ζωγράφου, σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου, που πρωταγωνιστεί μαζί με τη Λήδα Πρωτοψάλτη. Είναι το τρίτο έργο του φιλόλογου Αντώνη Νικολή, που μας τον πρωτογνώρισε σκηνοθετικά ο Σταμάτης Φασουλής: το πρώτο ήταν «Ο κύριος Εμμανουήλ και ο... Ροΐδης» (το 2002 στο «Θέατρο της Ανοιξης» στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας) και το δεύτερο «Το σπίτι φεύγει» (το 2003, στο θέατρο «Χορν»).
Με τον Αντώνη Νικολή λοιπόν, που ζει στη γενέτειρά του Κω κι έχει εκδώσει μια νουβέλα επιστημονικής φαντασίας πριν από λίγους μήνες, με τίτλο «Το σκοτεινό νησί» (εκδόσεις «Κριτική»), είναι η κουβέντα που ακολουθεί.
Το ερέθισμα και η επιδίωξή σας γράφοντας τη «Λισαβόνα» ποια ήταν;
«Πρώτα... είδα τους δύο αντιήρωές μου να περπατούν μέσα στην πόλη, ύστερα αντιλήφθηκα το πένθος τους. Μέχρι τα μισά της τρίτης εικόνας/σκηνής κάτι συνέβαινε στο παιδί τους, δεν ήξερα ακριβώς τι.
Αλλά για να σας απαντήσω ουσιαστικά, επιτρέψτε μου μια παρέκβαση. Το καλοκαίρι του 2000, στον Αγιο Παύλο της νότιας Κρήτης, γυμνός με κόσμο γύρω μου, επίσης γυμνιστές, διαβάζοντας για πολλοστή φορά το "Περιμένοντας τον Γκοντό", μου αποκαλύφθηκαν αίφνης δύο πράγματα: πρώτον ότι διάβαζα την ωραιότερη κωμωδία, δεύτερον, το μυστικό που μου μάθαινε ο Μπέκετ, το ίδιο που θα μπορούσαν να με διδάξουν και οι αρχαίοι δραματουργοί βέβαια: τα έργα τα γράφουμε στη σκηνή, ευρισκόμενοι νοερά στη σκηνή, δεν τα μεταφέρουμε στη σκηνή. Μιμούμαστε ιδιολέκτους, αισθήματα, τη ζωή εντέλει, δεν τα αντιγράφουμε με μαγνητόφωνα ή με κάμερες. Οπως έγραφε ο Στανισλάφσκι, στη σκηνή για να υποδυθείς το χαλαρό, μόνο χαλαρός δεν είσαι• το ίδιο κι ο σκηνικός λόγος: μοιάζει προφορικός, ας πούμε, μόνο προφορικός δεν είναι. Υπ' αυτή την έννοια, λοιπόν, και η αγαπημένη πόλη και το πένθος των δύο προσώπων του έργου βρίσκονταν στο ρευστό της μνήμης μου και ήταν μιμήσεις αισθημάτων μου».
Μπολερό με τον θάνατο στη Λισαβόνα
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΙΔΑΛΗ
Ενα ζευγάρι εξηντάρηδων κάνει διακοπές στην πρωτεύουσα της Πορτογαλίας (πόλη γνώριμη από παλιότερα ταξίδια τους) προσπαθώντας να ξεφύγει από τη σκιά της απώλειας της 24χρονης κόρης τους τρία χρόνια πριν.
Πρόκειται για το καινούργιο έργο του Αντώνη Νικολή «Λισαβόνα», που ανεβαίνει στις 27 Φεβρουαρίου στο θέατρο «Στοά», στου Ζωγράφου, σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου, που πρωταγωνιστεί μαζί με τη Λήδα Πρωτοψάλτη. Είναι το τρίτο έργο του φιλόλογου Αντώνη Νικολή, που μας τον πρωτογνώρισε σκηνοθετικά ο Σταμάτης Φασουλής: το πρώτο ήταν «Ο κύριος Εμμανουήλ και ο... Ροΐδης» (το 2002 στο «Θέατρο της Ανοιξης» στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας) και το δεύτερο «Το σπίτι φεύγει» (το 2003, στο θέατρο «Χορν»).
Με τον Αντώνη Νικολή λοιπόν, που ζει στη γενέτειρά του Κω κι έχει εκδώσει μια νουβέλα επιστημονικής φαντασίας πριν από λίγους μήνες, με τίτλο «Το σκοτεινό νησί» (εκδόσεις «Κριτική»), είναι η κουβέντα που ακολουθεί.
Το ερέθισμα και η επιδίωξή σας γράφοντας τη «Λισαβόνα» ποια ήταν;
«Πρώτα... είδα τους δύο αντιήρωές μου να περπατούν μέσα στην πόλη, ύστερα αντιλήφθηκα το πένθος τους. Μέχρι τα μισά της τρίτης εικόνας/σκηνής κάτι συνέβαινε στο παιδί τους, δεν ήξερα ακριβώς τι.
Αλλά για να σας απαντήσω ουσιαστικά, επιτρέψτε μου μια παρέκβαση. Το καλοκαίρι του 2000, στον Αγιο Παύλο της νότιας Κρήτης, γυμνός με κόσμο γύρω μου, επίσης γυμνιστές, διαβάζοντας για πολλοστή φορά το "Περιμένοντας τον Γκοντό", μου αποκαλύφθηκαν αίφνης δύο πράγματα: πρώτον ότι διάβαζα την ωραιότερη κωμωδία, δεύτερον, το μυστικό που μου μάθαινε ο Μπέκετ, το ίδιο που θα μπορούσαν να με διδάξουν και οι αρχαίοι δραματουργοί βέβαια: τα έργα τα γράφουμε στη σκηνή, ευρισκόμενοι νοερά στη σκηνή, δεν τα μεταφέρουμε στη σκηνή. Μιμούμαστε ιδιολέκτους, αισθήματα, τη ζωή εντέλει, δεν τα αντιγράφουμε με μαγνητόφωνα ή με κάμερες. Οπως έγραφε ο Στανισλάφσκι, στη σκηνή για να υποδυθείς το χαλαρό, μόνο χαλαρός δεν είσαι• το ίδιο κι ο σκηνικός λόγος: μοιάζει προφορικός, ας πούμε, μόνο προφορικός δεν είναι. Υπ' αυτή την έννοια, λοιπόν, και η αγαπημένη πόλη και το πένθος των δύο προσώπων του έργου βρίσκονταν στο ρευστό της μνήμης μου και ήταν μιμήσεις αισθημάτων μου».