Τέτοιο καιρό πέρσι έγραφα το σημείωμα που θα συνόδευε ως επίμετρο την αναθεωρημένη επανέκδοση του Σκοτεινού Νησιού. Ακόμα ένας μικρός κύκλος, μια ακόμη ατυχής εκδοτική συνεργασία, φοβάμαι ατυχέστερη κι απ' την προηγούμενη. Πικρή επαναβεβαίωση του πόσο δυσχερές να είσαι λογοτέχνης σε γλωσσική κοινότητα και γλώσσα στο περιθώριο της ιστορίας.
Το Σκοτεινό Νησί –δέκα χρόνια μετά.
Ή μήπως έντεκα, ή και περισσότερα, είκοσι;
Ήταν η μεγάλη ανομβρία των ετών 1999-2001, ο κήπος μου
νεαρός ακόμα, δίψαγα μαζί του, από το πολύ άγχος, παρόλο που η Κως παραμένει μέχρι
και σήμερα επαρκής από την άποψη των υδάτινων πόρων (οι γεωτρήσεις, νόμιμες -
παράνομες, συνηθισμένο πράγμα), έφτιαξα στέρνα 70 κυβικών που υπερκαλύπτει τις
ετήσιες ανάγκες για τα ποτίσματά μου –τουλάχιστον δεν θα επιβάρυνα για τα
λουλουδάκια μου τον υδροφόρο ορίζοντα... Όμως, λίγο τα άρθρα της εποχής για την
κλιματική αλλαγή, λίγο ο χαρακτήρας μου, θα οδηγούμουν σ’ έναν δυστοπικό κόσμο,
το έργο ακολούθησε, σε φόρμα θεατρική καθώς καταγινόμουν τότε με το θέατρο, Το Σκοτεινό Νησί –παρακαλώ και οι δυο
λέξεις με κεφαλαίο, είναι τοπωνύμιο, πβλ. Μέλανας Δρυμός, δεν θα καταδεχόμουν
άλλωστε τόσο εύκολο επίθετο και δη σε τίτλο. Αλλά για τον προσδιορισμό Σκοτεινό στο Νησί θα επανέλθω.
Δεν είναι η λογική, οι ιδέες, ή και η αισθητική κατάρτιση το
όχημά μου προς ένα έργο. Πρόκειται για εμπλοκή πολύ βαθύτερη, σύνθετη και
κυρίως ασύνειδη. Ένα έργο μου ολοκληρώνεται, όταν με τη δική του οικονομία –συνεπή
ακόμα κι εκεί που θυμίζει παιχνίδι παρωδίας- αυτονομηθεί, χειραφετηθεί από εμένα
τον ίδιο, και πια αυτοτελές και ολόκληρο δεν μπορώ να ξεχωρίσω αποκομμένο κανένα
του μέλος.