Στην Κω, τρεις εβδομάδες μετά το σεισμό. Γράφει ο Αντώνης Νικολής.
Andro, 12.08.2017
[Η μουσουλμανική κρήνη στο τζαμί της Λότζιας προ του πρόσφατου
σεισμού, φωτογραφία Θανάσης Νικολής.]
Ο χρόνος από την αποφράδα Παρασκευή μετράει πια σε βδομάδες.
Είπα την πρώτη Παρασκευή αργότερα, πάει κιόλας μια βδομάδα, τη δεύτερη, πάνε
δυο, με τη χτεσινή, τρεις. Είχα μαζέψει λάπτοπ και σημειώσεις από τη βεράντα
της αυλής, έκλεινα παράθυρα, πόρτες, και –που δεν το συνηθίζω-, μάλλον για τις
ώρες του ύπνου που υπολείπονταν ή το πότε θα ξυπνούσα, κοίταξα το ρολόι στον
τοίχο της κουζίνας: 01.31, κι ήτανε πάνω στη στιγμή που θα ξεκίναγε το κακό. Οι
τρομερές δονήσεις, σαν να μας ξεριζώνανε συθέμελα, ο θόρυβος, η βουή, η
συσκότιση. Κράταγα το κινητό, πρόλαβα κι ένα μακρομάνικο για τη νυκτερινή
ψύχρα, πετάχτηκα έξω απ’ το σπίτι. Η πόλη στο δυτικό ορίζοντα αντηχούσε από φωνές,
συναγερμούς που ενεργοποιήθηκαν, ο νυχτερινός θόλος ακόμα, που δεν ξέρω από
ποια μη ρεαλιστική εντύπωση θα τον θυμάμαι σαν κίτρινο, όλα έδειχναν ότι
συντελούνταν ο… επαπειλούμενος από χρόνια «μεγάλος». «Αργεί ο μεγάλος, και θα
παραείναι καταστροφικός», μουρμούραγε ο πατέρας μου ήδη από τη δεκαετία του ’70,
για το μεγάλο σεισμό που καθυστερούσε να συμβεί. Ο προηγούμενος ήτανε του 1933,
και τα ίχνη του τα βρίσκουμε έως και στη λαλιά μας. Δεν υπάρχει Κώος να μην
έχει πει ή κατανοήσει τη διάκριση: προσεισμική και μετασεισμική (από εκείνο το
σεισμό) Κως.
Φως, νερό, σταθερό τηλέφωνο, κομμένα όλα. Με την εφαρμογή
του φακού στο κινητό έλεγξα πρόχειρα τις ζημιές: η βιβλιοθήκη από τον ένα τοίχο
είχε πέσει πλακώνοντας καρέκλες - γραφείο, τα τζαμάκια θρύψαλα και τα βιβλία
σκορπισμένα και σωριασμένα ως τη βιβλιοθήκη του απέναντι τοίχου, φωτιστικά,
γυαλικά, η γλάστρα μαζί με την ανθοστήλη, αλλά και δόξα τω Θεώ επρόκειτο μόνο για
ζημιές αντικειμένων κι επίπλων, ούτε μια ρωγμή σε σοβάδες. Ήδη οι κινητές
τηλεφωνίες λειτουργούσαν, στο εικοσάλεπτο απάνω πρόλαβα να μιλήσω με δυο - τρεις
από τους πολύ οικείους, έμενε η αγωνία για τους γονείς, περασμένα ογδόντα με
βαριά βαρηκοΐα αμφότεροι, δεν άκουγαν φωνές, τηλέφωνα, το ρόπτρο, αμπαρωμένοι, χρειάστηκε να σπάσουμε
την εξώπορτα, ούτε θα ξεχάσω με πόδια που τρέμανε πώς ανέβαινα στο υπνοδωμάτιό
τους -ευτυχώς όλα καλά κι εδώ.
Μερικά δευτερόλεπτα – η απόλυτη διαστολή του χρόνου. Η πόλη,
το νησί γέμισε ιστορίες, ο καθένας τη δική του, υγρά μάτια, τρέμουλο στα χείλη,
η έγνοια για τους αδύναμους, για τις στριγκλιές των παιδιών στο πάνω κρεβάτι
της κουκέτας, για τους ηλικιωμένους γονείς που βγήκαν στους δρόμους μονάχοι,
σαστισμένοι, ανηφορίζοντας μαζί μ’ εκατοντάδες όλων των ηλικιών προς τις
εξοχές, το βουνό, τρομαγμένοι από τη θάλασσα που ανέβηκε σε ύψος κοντά ένα
μέτρο στην προκυμαία και τον παραλιακό του λιμανιού, τις φήμες για φονικό επερχόμενο
τσουνάμι. Οδηγώντας από το σπίτι στο εξοχικό των γονιών μου, η ακόμα
δυσκολότερη εικόνα: τουρίστες στα πεζοδρόμια και τους κήπους των ξενοδοχείων
τυλιγμένοι με σεντόνια ή πετσέτες. Τα πρώτα δάκρυα, οι σιωπηλοί σπασμοί. Το
είδα σε πολλά πρόσωπα κι όταν ξημέρωσε: ντρεπόμασταν τους ξένους μας, σαν γιατί
φταίγαμε εμείς. Είμαι σίγουρος, ποτέ άλλοτε δεν ήμαστε τόσο φιλόξενοι.