(Στην ο’ ραψωδία (Οδ. Ο. 223-285) ο Όμηρος αφιέρωσε πολύ
χώρο σ’ ένα από τα δεύτερα πρόσωπα του έπους, το μάντη Θεοκλύμενο, αυτόν που
είχε καταφύγει στην Πύλο μετά από φόνο που διέπραξε στην πατρίδα του, το Άργος,
και επειδή φοβόταν ότι οι διώκτες του τον ακολουθούσαν, ζήτησε από τον Τηλέμαχο
να τον πάρει μαζί του στο καράβι για την Ιθάκη. Σ' εκείνους τους στίχους είχε γίνει, επίσης, εκτενής
αναφορά στο γενεαλογικό του δέντρο. Αργότερα, στην ίδια ραψωδία (Οδ. Ο. 508-546),
όταν ο Τηλέμαχος αποβιβάζεται στο λιμανάκι του Φόρκυνα για να ανηφορίσει προς το χοιροστάσιο
του Εύμαιου και στέλνει το καράβι με τη συνοδεία του στο λιμάνι της Ιθάκης,
μεριμνά ο Θεοκλύμενος να φιλοξενηθεί από τον Πείραιο, το γιο του Κλυτία.
Και,
να, πέντε ραψωδίες ύστερα, στο τέλος της υ’, θα είναι αυτό το πρόσωπο, ο μάντης Θεοκλύμενος, που
θα βοηθήσει να πυκνώσει δραστικά η αφήγηση, αλλά και που θα προετοιμάσει την
ένταση για τις επερχόμενες φ’ και χ’, (όπου αντίστοιχα η Προκήρυξη Αγώνα Τόξου
και η Μνηστηροφονία). Σαν να λέμε, ένα καλό δείγμα ομηρικής προοικονομίας.
Το απόσπασμα ξεκινάει με την απάντηση του συνετού Τηλέμαχου
στο μνηστήρα Αγέλαο, που του πρότεινε να πείσει τη μάνα του να επισπεύσει την
επιλογή και το γάμο της με έναν από κείνους.)
«Όχι, μα τον Δία, Αγέλαε, και μα τα βάσανα του πατέρα μου
που μακριά απ’ την Ιθάκη ποιος ξέρει χάθηκε ή περιπλανιέται, καθόλου δε βραδύνω
εγώ το γάμο της μητέρας μου, αλλ’ αντίθετα την προτρέπω να παντρευτεί μ’ όποιον
εκείνη θέλει και επιπλέον προτίθεμαι να δώσω αναρίθμητα δώρα. Όμως ντρέπομαι με
λόγια βίαια δίχως τη θέλησή της να την εξαναγκάσω να φύγει απ’ το παλάτι
-θεός να μην το δώσει τέτοιο πράγμα.»
Έτσι μίλησε ο Τηλέμαχος κι η Παλλάδα Αθηνά ξεσήκωσε στους μνηστήρες
ασταμάτητα γέλια και παραπλάνησε το νου τους. Κι αυτοί κυριεύτηκαν από
ακούσιο νευρικό γέλιο και τρώγανε κρέατα που στάζαν αίματα και τα μάτια τους γέμιζαν
δάκρυα και η ψυχή τους προαισθανότανε το θρήνο.
Και τότε ο όμορφος σαν θεός Θεοκλύμενος τους φώναξε: «Αχ,
κακόμοιροι, τι κακό και τούτο που παθαίνετε. Νύχτα τυλίγει και τα κεφάλια σας, και
τα πρόσωπα, και κάτω τα γόνατά σας, κι ο οδυρμός και οι δυνατές κραυγές ανάψανε,
κι ιδού τα δάκρυα στα μάγουλά σας, και μ’ αίματα ραντίστηκαν οι τοίχοι και οι
ωραίες μεσοτοιχίες∙ και το προστώο είναι γεμάτο, γεμάτη και η αυλή σκιές
νεκρών που χιμάνε προς το σκοτεινό διάκενο, τον προθάλαμο του Άδη∙ κι ο ήλιος
χάθηκε από τον ουρανό κι απλώθηκε παντού ολόγυρα πηχτή ομίχλη.»
Έτσι είπε κι όλοι με την καρδιά τους γέλασαν σε βάρος του.
Κι ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, ανεβάζει τον τόνο και τους λέει: «Ο
ξένος που μας ήρθε φρέσκος από την αλλοδαπή δεν είναι στα λογικά του. Πετάξτε τον
αμέσως, παιδιά, από το σπίτι κι απ’ την πόρτα έξω, να βγει στην αγορά, στο
ύπαιθρο, μια που του φαίνεται πως είναι νύχτα και σκοτάδι εδώ μέσα.»
(Tako Hajo Jelgersma
(1702-1795): Ο Θεοκλύμενος προφητεύει το τέλος των μνηστήρων.)
[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία υ, στίχοι 339 –
362]