Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024

Απέχθεια κι αποστροφή (1).


Στην πόλη της ευτελούς ρητορείας, όπου τα λογοπαίγνια και οι ατάκες φτιάχνουν μεγάλους ποιητές, κι όπου οι δημοσιογράφοι του φανταστικού λογίζονται μεγάλοι πεζογράφοι, είναι εύλογο να ευδοκιμεί αντίστοιχης ποιότητας σινάφι ευρύτερα λογοτεχνικό.

Κι εκεί που από χρόνια έλπιζα κάποιος να νοιαστεί για τη νεοελληνική γλώσσα, άρα πρωτίστως για τη νεοελληνική λογοτεχνία, κάπως να κλείσει τις στρόφιγγες του κρατικού (άρα και αναπόδραστα φαύλου) χρήματος, εξαγγέλλονται και νέες επιτροπές, νέες... δράσεις, ακόμα περισσότεροι παράσιτοι, ακόμη λιγότερη λογοτεχνία…

Τρίτη 20 Αυγούστου 2024

Στο κατώφλι της... τρίτης -μα την Αδράστεια!


Μα την Αδράστεια, την κούφια ώρα και τα συναφή, γιόρτασα αισίως και το εξηκοστό τέταρτο. Με τον... εθιμικό πια μπαμπά με ρούμι-τούρτα (και πάντοτε με φρούτα του κήπου). 


Φέτος με τ' ανίψια (η Μαρία του Θανάση απουσιάζει εκτός Κω), με τον Χαράλαμπο του Θανάση, την Άννη, τον Χαράλαμπο και τον Μιλτιάδη του Λάμπρου.  

Και με τον Δημήτρη Μποσνάκη.

Είναι το κατώφλι της τρίτης ηλικίας το 65ο έτος, το 66ο, ή μήπως παρήλθε προ τετραετίας, ήτανε το 61ο; Αλλά, μα την Αδράστεια ξανά, προτιμώ άλλη αρίθμηση: 178ο μπάνιο το σημερινό (ξεκινώντας από την 1η Ιανουαρίου), ήγουν μέχρι και σήμερα συνολικά 178 ώρες ελεύθερο κολύμπι -ναι, ωριαίο καθημερινά! 

Σάββατο 17 Αυγούστου 2024

Στη Σικελία -τρίτη φορά.





Πρώτη φορά το 2017, δεύτερη το 2018, τρίτη φέτος, στο δεύτερο μισό του Ιουλίου. Πια, είμαι σίγουρος, δεν αγαπώ τα ταξίδια -την εμπειρία του ανεξερεύνητου-, αντίθετα, ταξιδεύω, δηλαδή μετακινούμαι, σαν για να διευρύνω την εμπειρία του ήδη οικείου μου. Τα τελευταία χρόνια όπως σε ομόκεντρους κύκλους, η Κως, τα Δωδεκάνησα, να νησιά του Αιγαίου, τα νησιά και οι πόλεις της Μεσογείου, η Μεσόγειος. Και για τη Σικελία, ένας λόγος παραπάνω ότι τα Δωδεκάνησα, ιδίως οι κυρίως ιταλίζουσες πόλεις της Κω και της Ρόδου, βρίσκονται σε διάλογο με το σικελικό αστικό τοπίο, νομίζω λίγο περισσότερο του Παλέρμο. Αυτή τη φορά, η γειτονιά της Κάλσα στο Παλέρμο, η Ορτυγία και η Κατάνια βέβαια, και περισκοπικά ξανά και ξανά οι μοναδικές πλατείες τους του Ντουόμο -να τις χαζεύεις όρθιος και περιστρεφόμενος.  

Οι πόλεις και η σικελική κουζίνα. 

Γρανίτα καρπούζι-μανταρίνι στην Ορτυγία.

Τα αραντσίνι/πορτοκαλάκια, τα κανόλι, οι μακαρονάδες με μελιτζάνες ή σαρδέλες (norma και con sarde αντίστοιχα), αλλά κι όλ' αυτά μαζί και με άλλα τα είχα ενταγμένα στον ετήσιο γαστριμαργικό κύκλο από τα προηγούμενα ταξίδια∙ φέτος κόλλησα στις γρανίτες. Που λένε και οι δημοσιογράφοι, έβαλα μια άνω τελεία σε πίτες και φοκάτσιες στον ξυλόφουρνο, και σε παγωτά παρφέ (συνδυασμούς με γλυκά κουταλιού), που επιτηδευόμουν τελευταία, δύο εβδομάδες στη βάση μου και δεδομένες κιόλας οι: καρπούζι, πεπόνι, λεμόνι, αμύγδαλο, (anguria, melone, limone, madorle), και έπεται η αποκορύφωση της σικελικής γρανίτας, το φιστίκι (granita siciliana al pistacchio).  

Σικελική γρανίτα λεμόνι στην Κω.

Δεδομένο και το πρωινό γρανίτα με μπριός (granita con brioche), αμφότερα σε συνταγές σικελικές.

Γρανίτα αμύγδαλο με μπριός στην Κω.

(...) Διέταξε μάλιστα να καθίσει ένας από τους άντρες του δίπλα στον αμαξά για να μπορέσει να περάσει ανενόχλητος ο Πρίγκηπας από τα υπόλοιπα μπλόκα. Το κουπέ βάρυνε και προχωρούσε πιο αργά. Έκανε το γύρο της έπαυλης Ρανκιμπίλε, άφησε πίσω του το Τερερόσε και τα περιβόλια της Βιλαφράνκα και μπήκε στην πόλη από την Πύλη Μακέντα. Στο καφενείο Ρομέρες, στο Κουάντο Κάντι ντι Καμπάνια, οι αξιωματικοί των μονάδων επικεφαλής αστειεύονταν και ρουφούσαν αργά τεράστιες γρανίτες. Ήταν το μοναδικό σημάδι ζωής στην πόλη∙ οι δρόμοι ήταν έρημοι, αντηχούσε μόνο το ρυθμικό βήμα των στρατιωτών που έκαναν νυχτερινές περιπολίες, με τις άσπρες τελαμώνες χιαστί στο στήθος. (...) [Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα/ Giuseppe Tomasi di Lampedusa Ο γατόπαρδος, στ' έκδοση, εκδόσεις Bell, μετ. Μαρία Σπυριδοπούλου, σελ. 63 -η υπογράμμιση δική μου.]

Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

Μαρία Μαυρικάκη: "Αντώνη Νικολή, Περεγρίνος, εκδ. Αρμός".

Η κα Μαυρικάκη, συγγραφέας-λογοτέχνις.

[Η κα Μαυρικάκη, στο προσωπικό της ιστολόγιο (exartatai ΜΑΓΝΗΤΟΣΚΟΠΙΟ ΕΞΑΡΤΗΣΕΩΝ) γράφει εκτεταμένη παρουσίαση-κριτική του Περεγρίνου. Να σημειώσω και εδώ, όταν τα λογοτεχνικά κείμενα, τα έργα μας ευρύτερα, διαθέτουν οικονομία, καθένας απέναντί τους περισσότερο από το να κρίνει, κρίνεται. Κι αυτός που τα κολακεύει, κι αυτός που τα βρίσκει ελλιπή, κι αυτός που σιωπά, κι αυτός που καταγράφει την εμπλοκή του μ’ αυτά. Ο τελευταίος, αν μη τι άλλο, αγαπάει τη λογοτεχνία περισσότερο από τον εαυτό του –το πρώτο και σημαντικότερο λογοτεχνικό διάβημα. Η κα Μαυρικάκη αφιερώνει το κείμενό της στην ξεχωριστή φιλαναγνώστρια Σπυριδούλα (Αποστολού) -ιδιαίτερα γνώριμη στο παρόν ιστολόγιο (1, 2, 3, 4, 5, 6).]

"Μη σας τρομάξουν οι πεντακόσιες σελίδες. Πρόκειται για μυθιστορία  με αξεπέραστες περιγραφές ιστορικών γεγονότων, τόπων και προσωπικοτήτων που διακρίθηκαν κατά τα ρωμαϊκά χρόνια. Ο ήρωας γεννιέται στο Πάριο της Προποντίδας και μεγαλώνει χωρίς μάνα, με πατέρα βίαιο και φαύλο, σε μια διαλυμένη οικογένεια όπου υπηρέτες προσπαθούν με φιλοτιμία να καλύψουν τα γονεϊκά κενά. Όταν ο σοφιστής Σκοπελιανός επισκέπτεται τα μέρη τους, ο Περεγρίνος, παιδί ακόμα, τον ακούει να ρητορεύει και μέσα του σφραγίζεται η επιθυμία να τον μιμηθεί, κάποτε να του μοιάσει. Μόλις σταθεί στα πόδια του, το αποτολμά. 

Στη Σμύρνη γίνεται άξιος μαθητής του Πολέμωνα, στην Αλεξάνδρεια ζει για μία δεκαετία στους κύκλους του Αγαθόβουλου. Περιδιαβαίνει την Καισάρεια της Ιουδαίας, την Πέργαμο, την Έφεσο, τη Νικόπολη της Αρμενίας και την Κύζικο. Γητεύει τους Χριστιανούς, οι οποίοι τον υποδέχονται σχεδόν σαν εκπρόσωπο του Μεσσία, τον στηρίζουν και τον σώζουν από βέβαιο θάνατο. Ζει για δύο χρόνια στη Ρώμη,  καταπλέει στο λιμάνι του Κανθάρου και τελικά ανεβαίνει στην Αθήνα, όπου ρίχνει άγκυρα. Στο μεταξύ έχει επιχειρήσει μια ριψοκίνδυνη επίσκεψη στη γενέτειρά του με άδοξη κατάληξη.

Ατέλειωτη σειρά από μέρη γνώριμα και μέρη μακρινά -για να τα εντοπίσει κάποιος πιθανόν να χρειαστεί χάρτη-, που προβάλουν τρισδιάστατα, καθώς ο Νικολής μας αποκαλύπτει το ανάγλυφο και την αρχιτεκτονική τους, τα χρώματα και τις μυρωδιές, τις ερωτικές τάσεις και τις καιρικές συνθήκες, την εναλλαγή των εποχών και των εθίμων. Εξαιρετικός ο τρόπος που περιγράφονται τα αλεξανδρινά τοπόσημα, ο Φάρος και η Βιβλιοθήκη, καθώς και οι  Θέρμες του Τραϊανού στη Ρώμη. Μαθαίνουμε, επίσης, για τις σχολές φοίτησης και τους ρητορικούς αγώνες, τα αμφιθέατρα, τις αγορές και τις παλαίστρες, το δέος των μαθητών προς τους δασκάλους και για όλα όσα εκπροσωπούν τα αρχαιοπρεπή ονόματα που γνωρίζαμε μόνο από τις οδούς στο Παγκράτι, ενώ αφορούν τους διαμορφωτές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας (της οποίας τη δόξα καρπωνόμαστε σήμερα, χωρίς στάλα ιδρώτα).

Ο Περεγρίνος έλκεται από τρεις γυναίκες-δώρα ζωής, οι οποίες φωτίζουν και πλουτίζουν (κυριολεκτικά) το βίο του. Την Τρύφαινα, στις εποχές του χριστιανισμού εν καμίνω, τη Θελξινόη κατά την μακρά παραμονή του στην Αίγυπτο και την ώριμη εταίρα Φιλίννα, που συναντά στο Δίπυλο, στα Μεγάλα Παναθήναια. Ο ερωτισμός διάχυτος, οι ηδυπαθείς σκηνές από «τον ίμερο, τις ηδονές της Αφροδίτης κάθε λογής» πολλές. Το μυθιστόρημα προσφέρει, πέραν από την ευεξία της καλής λογοτεχνίας, απλά μαθήματα πολιτικής επιστήμης, ρητορικής, σοφιστείας, ακόμα και μάρκετιν. 

Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

Βρε Νικολή!

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
Η κα Δοξούλα Παλαμάρα, συγγραφέας-λογοτέχνις.

[Κείμενο κριτικής για τον Περεγρίνο που ανάρτησε στο φμ η κα Δοξούλα Παλαμάρα. Να σημειώσω, όταν τα λογοτεχνικά κείμενα, τα έργα μας ευρύτερα, διαθέτουν οικονομία, καθένας απέναντί τους περισσότερο από το να κρίνει, κρίνεται. Κι αυτός που τα κολακεύει, κι αυτός που τα βρίσκει ελλιπή, κι αυτός που σιωπά, κι αυτός που καταγράφει εν θερμώ την εμπλοκή του μ’ αυτά. Ο τελευταίος, αν μη τι άλλο, αγαπάει τη λογοτεχνία περισσότερο από τον εαυτό του –το πρώτο και σημαντικότερο λογοτεχνικό διάβημα.]

"Ο Περεγρίνος του Αντώνη Νικολή είναι ένας λογοτεχνικός άθλος. Ο Περεγρίνος, ένας κυνικός φιλόσοφος που ζει στην Ελλάδα, την Καισάρεια, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Ρώμη, Αθήνα προαναγγείλει ότι θα αυτοπυρποληθεί στο τέλος της Ολυμπιάδας, 165 μ. Χ. Το βιβλίο είναι ένα αμάλγαμα ιστορίας, φιλοσοφίας και ευρυμάθειας όλα συνδεδεμένα με απαράμιλλη λογοτεχνική μαεστρία. Ο Νικολής περιγράφει ιστορικά γεγονότα με ακρίβεια και γλαφυρότητα και αναφέρεται στα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα της εποχής και στην αντιδικία μεταξύ τους αλλά και με τις θρησκείες με ενάργεια και ενίοτε σαρκασμό. Όταν πχ ο κυνικός Διογένης κατηγόρησε τον Πλάτωνα για αλαζονεία, ο Πυθαγόρας του αντιγύρισε “Ο καθένας, Διογένη μου, με την δική του αλαζονεία”. Αναφέρεται στις κοινωνικές και σεξουαλικές συνήθειες και πρακτικές της εποχής με θάρρος που δεν συναντάμε συχνά. Όμως, ο Νικολής δεν καταφεύγει σε συναισθηματικά “ευκολάκια” ούτε σε αβανταδόρικες σεξουαλικές περιγραφές, παρόλο που το βιβλίο γέμει συναισθήματος και αισθησιασμού. Συναίσθημα σαν το γλυκό νερό βαθυπράσινης λίμνης και αισθησιασμό σαν ορμητικό ποτάμι. Ο συγγραφέας έχει μία καθηλωτική ικανότητα διείσδυσης στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής. “Στη συνείδηση του Περεγρίνου η έκφραση των συναισθημάτων δεν είχε και πολύ κύρος. Τα θεωρούσε, τα δικά του συναισθήματα, όσο και των άλλων, αβέβαιες σκιές του ψυχικού κόσμου και την εξωτερίκευση τους περίπου ιδιοτελείς τακτικές επιβίωσης” . Καθώς διαβάζεις, σκύβεις στα λαγούμια του εαυτού σου, όπως ενεός περιφέρεσαι στις σκοτεινές υπόγειες πόλεις της Καππαδοκίας.

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024

Και η υστάτη της ζωής του ολυμπιάδα.

 Περεγρίνος

(...) Τώρα όσο ποτέ, ακόμη κι αν δεν ήταν, όφειλε να συμπεριφέρεται ως ο σοφός, ο βαθύς, αυτός που ανέβηκε στο υψηλότερο βάθρο, που περίοπτος συγκεντρώνει πάνω του την προσοχή και τον σεβασμό των άλλων, όσων περισσότερων άλλων. Ασκεπής, όπως υποχρεωτικά όλοι, με το κεφάλι και τον κορμό στητό, κάποτε και ώρες στο λιοπύρι, στοχαστικός και σιωπηλός, αδιάφορος για ό,τι κι αν συνέβαινε γύρω του σε στάδιο, σε ιππόδρομο, σε παλαίστρα, –μεταξύ τους τον σχολίαζαν ακόμη και οι δικοί του: από πού ν’ αντλούσε τόσες αντοχές, τέτοια ανθεκτικότητα σε θερινό καύσωνα, σε δίψα, σε φασαρίες και φωνές έξαλλων φιλάθλων, ένας παραπάνω λόγος που το αμέσως προηγούμενο διάστημα είχε δώσει κάποια δείγματα λιποψυχίας–, και παρόλο που πολύ δύσκολα αποσπούσε κανείς την προσοχή του φιλοθεάμονος κοινού από τους αθλητές, όμως στα πρανή του στίβου στο στάδιο ή στον ιππόδρομο, ανάμεσα στους χιλιάδες θεατές, φαινόταν κάποτε κάποτε να διαπερνούν σαν ρίγη τα λοξοκοιτάγματα, ή τα αδιάκριτα επίμονα βλέμματα, ή το σούσουρο για την παρουσία του στην κορφή ή στο κέντρο της αλλόκοτης αγέλης των κυνικών (που ο ίδιος φαντασιωνόταν να αντιστοιχούν περίπου στη φράση:

Σάββατο 3 Αυγούστου 2024

Ο Περεγρίνος στην παρθενική ολυμπιάδα του.

Περεγρίνος

(...) Τον Ηρώδη θα τον συναντούσε πότε εδώ-πότε εκεί, λίγο αμεσότερα μερικούς μήνες αργότερα στην Ισθμία, στον ναό του Ποσειδώνα, όπου ο οδηγός της άμαξας με προορισμό την Ολυμπία, έκανε μικρή στάση για ανάπαυλα και για να θαυμάσουν τα κολοσσιαία αγάλματα του Ποσειδώνα και της συζύγου του Αμφιτρίτης στον κυρίως ναό, και το επίσης πελώριο δελφίνι με το παιδί στη ράχη του, τον θαλάσσιο θεό Παλαίμονα, στον ομώνυμο κυκλικό ναό, και τα τρία προσφορές του «μεγάλου ευεργέτη των Ελλήνων, του θαυμάσιου Ηρώδη», όπως κάθε λίγα βήματα τους επαναλάμβανε ο οδηγός. Και πόση έκπληξη για τη σύμπτωση, όταν στον περίβολο του θολωτού ναού με το δελφίνι αίφνης έκανε αισθητή με τη δέουσα ασφαλώς φασαρία η κουστωδία του Ηρώδη. Ήτανε μαζί του, κυριολεκτικά φρουρά του, ανάμεσα σε άλλους, ο πιστός του απελεύθερος ο Αλκιμέδοντας, ώριμος, όμως ακόμη ελκυστικός και παρά την ηλικία του και αρρενωπός άντρας, και παραδίπλα αυτός που δύσκολα μπορούσε να χωρέσει σ’ όποια περιγραφή η ομορφιά του, ο Αγαθίωνας όπως το παρονόμαζαν για να φέρνει γούρι (δηλαδή τι άλλο παρά την… αγαθή, την καλή τύχη, να εξυπηρετεί τέτοια και τόση αρμονία της φύσης), άλλοι τον έλεγαν ο Ηρακλής του Ηρώδη, κάποιος από τους συνεπιβάτες της άμαξας ψιθύρισε, «Να κι ο θεόρατος Σώστρατος», αν ήταν όντως αυτό το πραγματικό όνομά του, –ο Περεγρίνος δεν ανακάλεσε τον συνονόματο πατέρα του–, πανύψηλος πράγματι, με μακριά ανοιχτά καστανά μαλλιά, λεπτά μαύρα και σμιχτά φρύδια, μάτια στο χρώμα του μελιού ευκίνητα και ξύπνια, μύτη γρυπή, χείλη και δόντια να ξυπνούν τον πόθο του φιλιού, γενάκια αραιά εφηβικά, σβέρκο πλατύ και στιβαρό, στέρνο εύρωστο, κορμό και σκέλη γεροδεμένα, έως και τα δάχτυλα κι οι ράχες των ποδιών του σαν σμιλεμένες από ερωτομανή με τα αγόρια γλύπτη. Έκοβε την ανάσα η ομορφιά του αγοριού, κι εντούτοις η παρουσία του Ηρώδη δεν επισκιαζόταν σχεδόν καθόλου. Δέσποζε σαν να ήταν αυτός κι άλλος κανείς η απόλυτη υπερβολή της φύσης! Ο Περεγρίνος θα προτιμούσε να άνοιγε η γη να τον καταπιεί.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

Θορυβώδεις νάρκισσοι.

Νάρκισσος, 2003 Μεταξουπία του Αλέκου Φασιανού στον Εικαστικό Κύκλο Sianti 

(Αλέκος Φασιανός, Νάρκισσος, 2003)

Προ διετίας έπεσα πάνω σε ανάρτηση εκδότη που ισχυριζόταν ούτε λίγο ούτε πολύ πως τον άφηναν αδιάφορο κείμενα λογοτεχνικά με ποιότητα γραφής, με οικονομία στη μορφή, ότι εκείνος τα ήθελε ας ήταν και κακογραμμένα και φλύαρα, αλλά κάπως να του έκαναν... τζιζ. Από κάτω γνωστή κριτικός επικροτούσε την άποψη (του και... εργοδότη της) μ'  ένα μονολεκτικό: "Έτσι!".

Προ καιρού κριτικός δήλωνε πως προτιμά αδύναμα και δεύτερα λογοτεχνήματα παρά άρτια και υψηλής ποιότητας τα οποία συνήθως τα βαριέται.

Μία, τέλος, ας την πω κι αυτήν λογοτέχνιδα, αναρτούσε προ ημερών ότι η δουλειά ημών των συγγραφέων είναι να αραδιάζουμε λέξεις στο χαρτί ή στην οθόνη, να τις ζουπάμε από δω, να τις ζουλάμε από κει, δίκην Τζόις τάχα μου, το κείμενο στο τέλος να το στρώνουν -δουλειά τους, άλλωστε- οι επιμελητές.

Να εκταθώ περισσότερο; 

Να θυμίσω σε εκδότες ότι η αξία τους είναι τα έργα -στη γλώσσα τους- που εισηγήθηκαν, και ακόμη περισσότερο που υπερασπίστηκαν; Και οπωσδήποτε όχι οι συνεντεύξεις και τα ποντκάστ (αυτοπροβολής) στα οποία έλαβαν μέρος; Και το επίσης αυτονόητο, ότι σε κανονικές συνθήκες θεατρώνες, φέρ' ειπείν, που προβάλλουν τον εαυτό τους περισσότερο απ' τους ηθοποιούς τους, αργά ή γρήγορα χρεοκοπούν, και ότι αυτή είναι η δικαιοσύνη και της φύσης και της ζωής; 

Να θυμίσω σε κριτικούς και φιλολόγους ότι η αξία τους είναι ευθέως ανάλογη της αξίας των έργων που υπέδειξαν και ανέδειξαν; 

Να υπενθυμίσω στη συνάδελφο ότι για τον δημιουργό άλλη αμοιβή, άλλη απόλαυση απ' τη χαρά να οικονομεί στην εντέλεια το έργο του δεν έχει, να ζει την τρελή έξαψη όταν γλιστράει ολοζώντανο μέσ' απ' τα χέρια του; Ότι οι εκδότες-φιλόλογοι εργάζονται για να εξοβελίζουν από τα κείμενα επεμβάσεις και αλλοιώσεις που επέφεραν στο πέρασμα του χρόνου οι λογής αντιγραφείς-επιμελητές;  

Όχι, δεν έχει νόημα.

ΥΓ Παρεμφερές: "Αν θέλαμε να κάνουμε μεγάλο θέατρο, έπρεπε πρώτα να πιστέψουμε ότι ο Τσέχωφ ήτανε μεγάλος συγγραφέας", ρήση του Στανισλάβσκι στο "Η ζωή μου στην τέχνη" (δεν έχω τους τόμους κοντά μου για να παραπέμψω ακριβώς).

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2024

Γιώργος Δεληγιαννάκης, "Διακρίσεως αγώνας άγονος" -το πλήρες κείμενο.

 Τεύχος 153

Ο αναπληρωτής καθηγητής της ύστερης αρχαιότητας στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο της Κύπρου Γιώργος Δεληγιαννάκης δημοσίευσε εκτενές κείμενο κριτικής ανάλυσης για τον Περεγρίνο στο the books' journal, (τεύχος 153, σελ. 60-61), με τίτλο "Διακρίσεως αγώνας άγονος", -εδώ το πλήρες κείμενο.

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Διακρίσεως αγώνας άγονος
 

Από τον Γιώργο Δεληγιαννάκη

Η εν Ολυμπία πύρινη εξαέρωσις του θειότατου Παριανού Περεγρίνου στη ζώνη υψηλής θέασης. Ένα βιβλίο για έναν ματαιόδοξο κυνικό φιλόσοφο, το πέρασμα του οποίου από τη Γη ήθελε να στεφθεί με στεφάνι δόξης. Για τον Λουκιανό, ο Περεγρίνος ήταν ένας χαρισματικός τσαρλατάνος. Αλλά ο Αντώνης Νικολής, στο έκτο μυθιστόρημά του, ανατρέπει την προσέγγιση του Λουκιανού. Γιατί το μυθιστόρημά του αφορά τον σύγχρονο αναγνώστη; [ΤΒJ]

 Το έκτο μυθιστόρημα του Αντώνη Νικολή είναι η ελεύθερη μυθοπλαστική εξιστόρηση του βίου και της πολιτείας του κυνικού φιλοσόφου Περεγρίνου Πρωτέα, ο οποίος αυτοπυρπολήθηκε κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 165 μ.Χ., στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα και στωικού φιλοσόφου Μάρκου Αυρηλίου (161-180 μ.Χ.). Η πράξη του αυτή τού εξασφάλισε τη μετά θάνατον λατρεία του και μια εις τους αιώνας φήμη, η οποία οφείλεται στον σατιρικό λίβελο με τίτλο Περὶ τῆς Περεγρίνου Τελευτῆς που έγραψε εναντίον του γύρω στα 180 μ.Χ. ο πολυδιαβασμένος αρχαίος συγγραφέας Λουκιανός από τα Σαμόσατα της Συρίας (125-180 μ.Χ.). Με παρόμοιο τρόπο, ο Λουκιανός θα καταπιαστεί με την ιστορία και ενός άλλου αμφιλεγόμενου θείου ἀνδρὸς και ιδρυτή μυστηριακής λατρείας στο έργο του Ἀλέξανδρος ή Ψευδόμαντις, ενώ ο πιο διάσημος και με τη μεγαλύτερη επίδραση θείος σοφός υπήρξε ο νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος και μύστης Απολλώνιος ο Τυανέας (περ. 15-100 μ.Χ.). Ο τελευταίος έζησε στα ίδια περίπου χρόνια με τον Ιησού και προβλήθηκε αργότερα ως αντίπαλος του Χριστού από τους εθνικούς, ενώ η φήμη του αναβίωσε στο Βυζάντιο ως κατασκευαστή μαγικών φυλαχτών. Από τους πολλούς αρχαίους βίους για τον Απολλώνιο σώζεται μόνο εκείνος του τρίτου αιώνα από τον σοφιστή Φιλόστρατο από τη Λήμνο (Τὰ ἐς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον). Σύμφωνα με τον Λουκιανό, ο Αλέξανδρος ὁ Αβωνοτειχίτης (περ. 105-170 μ.Χ.), τον οποίον εκείνος σατίριζε, υπήρξε μαθητής του Απολλώνιου. Η περίπτωση του Περεγρίνου εντάσσεται, λοιπόν, σε μια ευρύτερη κατηγορία θείων και συνάμα αμφιλεγόμενων ανδρών, όπως ο Ιησούς, ο Απολλώνιος και ο Αλέξανδρος, που είναι χαρακτηριστική των θρησκευτικών τάσεων της εποχής.

Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

Γιώργος Δεληγιαννάκης, "Διακρίσεως αγώνας άγονος", για τον Περεγρίνο στο the books' journal.

Ο αναπληρωτής καθηγητής της ύστερης αρχαιότητας στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο της Κύπρου Γιώργος Δεληγιαννάκης δημοσίευσε εκτενές κείμενο κριτικής ανάλυσης για τον Περεγρίνο στο the books' journal, (τεύχος 153, σελ. 60), με τίτλο "Διακρίσεως αγώνας άγονος". Εδώ ένα απόσπασμα, εν καιρώ πλήρες -αγοράστε το τεύχος, και ακόμη καλύτερα κάντε στον εαυτό σας δώρο μια ετήσια συνδρομή του the books' journal / του περιοδικού για τα βιβλία∙ είναι η υψηλότερου κύρους, η σοβαρότερη επιθεώρηση για τα γράμματα και τις τέχνες στη χώρα σήμερα (με ετήσια συνδρομή της ηλεκτρονικής έκδοσης μόνο 25 ευρώ). 

 Τεύχος 153

"(...) Συνδυάζοντας αρχαιογνωστική παιδεία, συστηματικό συγγραφικό μόχθο και πολυετή μελέτη, καθώς και φαντασία, καταφέρνει να περιγράψει με γλαφυρό τρόπο ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών μιας μακρινής εποχής, πολλές από τις οποίες οι αρχαίες πηγές συνήθως παραλείπουν. Η αποτύπωση της εποχής είναι πλούσια, γοητευτική και ιστορικά αξιόπιστη, χωρίς ακαδημαϊσμούς και εξιδανικεύσεις και με την προφανή πρόθεση του συγγραφέα να κατανοήσει την εποχή μέσα στην οποία ενεργούν οι ήρωές του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση των χριστιανών και της κοινής πορείας του ήρωα μαζί τους. Σε αντίθεση με τις σαφώς προκατειλημμένες απόψεις του Λουκιανού, ο Νικολής μεταφέρει στον αναγνώστη μια ρεαλιστική αναπαράσταση της ζωής των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων εντός του ιστορικού τους γίγνεσθαι εξηγώντας μέσω της πλοκής του έργου και κυρίως της συμπεριφοράς του ήρωα τις ποικίλες αντιδράσεις που προξενούσε το ανατρεπτικό τους μήνυμα και η απόκοσμη συμπεριφορά τους στους ανθρώπους της εποχής εκείνης.

Τρίτη 21 Μαΐου 2024

Η συνάντηση στον χειμερινό Ορφέα, στην Κω.

Η ιδέα και η κύρια διοργάνωση αυτής της εκδήλωσης ανήκει στην παλιά μου μαθήτρια Ευρυδίκη (Φρίντυ) Νάκη. Συνέρρευσαν περισσότεροι μαθητές μου από τους εικονιζόμενους στην αναμνηστική φωτογραφία, η οποία ζητήθηκε αφότου αρκετοί είχαν αποχωρήσει, αλλά και όχι λίγοι συμπολίτες. Είμαι συγκινημένος, ευτυχής που έζησα αυτό το απόγευμα, μα και υπερήφανος για τους μαθητές, για τους συμπατριώτες, για το νησάκι μας. 

Μπορεί να είναι εικόνα 14 άτομα

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Οι προσφιλείς και τα προσφιλή μου...

Οι προσφιλείς, οι πρώην μαθητές μου, αλλά και όσοι άλλοι το επιθυμούν. Στον Ορφέα, την ερχόμενη Κυριακή. Για τα προσφιλή μου.

Αντιγράφω από το χρονολόγιο/τοίχο (fb) της Ευρυδίκης Νάκη:

"Οι μαθητές του Αντώνη Νικολή, με την ευκαιρία της έκδοσης του «Περεγρίνου», του ιστορικού μυθιστορήματός του, οργανώνουμε συνάντηση μαζί του, ανοικτή και στην υπόλοιπη κοινωνία του νησιού.
Θα μας μιλήσει για τα προσφιλή του: ελληνική γλώσσα, λογοτεχνία, Δωδεκάνησα-Κω.
Στον χειμερινό κινηματογράφο «Ορφέα», την Κυριακή 19 Μαΐου, στις 19.00.

Συνδιοργάνωση: Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου."

Σάββατο 20 Απριλίου 2024

Μυρσίνη Ζορμπά –ετήσιο μνημόσυνο.


Πέρσι στο κατευόδιο για τη Μυρσίνη Ζορμπά, εδώ στο μπλογκ, κατέληγα:

«Η Μυρσίνη κίνησε για το ασυνείδητο∙ ολοζώντανη στο εν εγρηγόρσει του λογοτέχνη, ολοζώντανη και στα όνειρα του καλού φίλου».

Πού να φανταζόμουν πόσο πολύ κυριολεκτούσα.

Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

Όμως για λίγο το κουφάρι θα έπαυε να βαραίνει τον σβέρκο του…

  

Μετά το πέρας κάθε έργου μου, ξαναπιάνω τα προηγούμενα –να θυμηθώ κάπως τον μεταξύ τους ειρμό–, κάνω μικρές διορθώσεις, την προεργασία-συμπληρωματικά κείμενα για τυχόν επανεκδόσεις, ανάλογα και μετά τον Περεγρίνο, ξεκίνησα με τον Δανιήλ, τη Διονυσία έπειτα, είμαι στον Μισθοφόρο τώρα, άφησα για το τέλος τα διαφορετικά δύο: Το Σκοτεινό Νησί και Το Γυμναστήριο.

Στον Μισθοφόρο, λοιπόν, εντόπισα ένα μικρό δείγμα λεπτής (λογοτεχνικής) ειρωνείας.

[Ο θάνατος του μισθοφόρου, (κεφ. Δ)]

 

 

(…) Αλλά και με την ελάχιστη αφορμή επέστρεφε στην κατάθλιψη. Όπως το μεσημέρι που διέσχιζε την Ιπποκράτους κι εκεί λίγο πριν από το λύκειο θυμήθηκε την αφήγηση για τον φονιά ιερέα που, όποτε χρειαζόταν να ιερουργήσει, ένας άγγελος στην είσοδο του ναού έπαιρνε από τον ώμο του το κουφάρι του δολοφονημένου, το βάρος της αμαρτίας, τον ελάφραινε, το φορτωνόταν στη διάρκεια της λειτουργίας εκείνος. Ο Ηλίας βούρκωσε, βάρυναν οι ώμοι του, σχεδόν τρέκλισαν τα καλάμια του, χώθηκε στο αλσύλλιο του Ηρώου. Τα πόδια του τον κατεύθυναν στο μεσαίο από τα τρία εκεί εκκλησάκια, άλλωστε όποτε το θυμόταν, σχεδίαζε να ρίξει σε παγκάρι εκκλησίας τα 150 ευρώ του μισθοφόρου, τα φύλαγε, τα ίδια και τυλιγμένα όπως τα βρήκε, σε ξεχωριστή θήκη στο πορτοφόλι του. Το τερέτισμα των τζιτζικιών, οι ευκάλυπτοι, τα πεύκα, οι πικροδάφνες, οι ψευτοπιπεριές, χώθηκε στις πυκνές σκιές, πατούσε τις πευκοβελόνες, το ξερό χώμα, όλ’ αυτά τον ανακούφιζαν, κυρίως γιατί τον απομόνωναν, αλλά και δεν αρκούσαν για να του πάρουν απ’ τους ώμους το βαρύ φορτίο, έφτασε στην πλακόστρωτη αυλή του Αϊ-Γιώργη, στην πόρτα, την άνοιξε, άκουσε το τρίξιμο από τους γανιασμένους μεντεσέδες, τη μυρωδιά από το καμένο σπορέλαιο στα καντήλια, σήκωσε τα υγραμένα μάτια στα λιγοστά εικονίσματα, στους ασβεστωμένους τοίχους, στον τρούλο στο κέντρο του ναΐσκου, «Θε μου, λύτρωσέ με, το αγαπούσα αυτό το παιδί, δεν έφταιξα σε τίποτα, Εσύ το ξέρεις!» έπεσε γονατιστός στο δάπεδο, με τα δάχτυλα στις λαδωμένες πλάκες. Κι αίφνης θυμήθηκε πως Γιούρι στα ρώσικα είναι ο Γιώργης, προφανώς το ασυνείδητο τον είχε σύρει ίσαμε δω, στον συνονόματο άγιο, άπλωσε σαν αντιστήριγμα την παλάμη για να σηκωθεί, κι αμέσως, στα λογικά του πάλι, όλα, το εκκλησάκι, οι προσευχές του, οι βρόμικες παλάμες, όπως στέγνωνε με τις ράχες τους τις κόγχες των ματιών, όλα τού φαίνονταν παιδαριώδεις δοξασίες, διαλύονταν τώρα, ούτε θα έριχνε τα ευρώ στο παγκάρι (αλλά καιρό έπειτα σε κουμπαρά του Ερυθρού Σταυρού σε σουπερμάρκετ), ήτανε ξανά μόνος και χαμένος. Όμως για λίγο το κουφάρι θα έπαυε να βαραίνει τον σβέρκο του (αυτό δεν το συνειδητοποίησε), βυθισμένος (μα και ελαφρύτερος), έβγαινε προς τον παραλιακό. (...)