(Για την αποψινή βραδιά. Μ' όλες τις καλές ευχές.)
Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012
Dulce Pontes "Há Festa na Mouraria".
(Για την αποψινή βραδιά. Μ' όλες τις καλές ευχές.)
Χαράλαμπος Νικολής.
Ο κύριος της φωτογραφίας είναι ο πατέρας μου, είμαι ο μεγαλύτερος από τους τρεις γιους του, τη φωτογραφία τράβηξε προχτές ο μεσαίος, ο Θανάσης. Έχει ακόμα έναν, τον Λάμπρο. Ο ίδιος κλεισμένα 81 (15/5/1931-), εμείς 45 έως 52, και μια που έπιασα τους αριθμούς, τα γατιά τα κουρνιασμένα στα πόδια του το σύνολο έξι (6). Συνταξιούχος γιατρός, ερασιτέχνης διά βίου γεωργός, εδώ ξαποσταίνει μπροστά στο αποθηκάκι του περβολιού του. Πριν από τέσσερα χρόνια τον παρότρυνα να καταγράψει τις μικρές ιστορίες που μας διηγιόταν, και έτσι πρόκυψαν οι δύο συλλογές των διηγημάτων του, Οι παραπεταμένες φωτογραφίες (publibook, 2010) και Το περίσσεμα της αγάπης (Τὸ Ροδακιὸ 2012). Προκειμένου να τις δακτυλογραφήσει του πήραμε λάπτοπ, από κει μπήκε στα κόλπα, βρέθηκε στο διαδίκτυο, και έκτοτε αφού παρκάρει τη μαμά στα τούρκικα, κι όταν δε γράφει κάτι καινούριο σερφάρει σε ελληνικές, αγγλικές ή ιταλικές (μέρος της βασικής του εκπαίδευσης το έκανε επί ιταλοκρατίας) ιστοσελίδες, το νέο του πάθος που υποκατέστησε το παλαιό, τα ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης.
Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012
Cesaria Evora - Petit Pays, je t'aime beaucoup.
Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012
Συνέντευξη στον Δημήτρη Μαστρογιαννίτη, Athens Voice, τεύχος 417.
Δεν μου αρέσει το γεροντίστικο προοδευτιλίκι
Αντώνης Νικολής
Athens Voice, τεύχος: 417 - 12/12/2012.
Το πρώτο του μυθιστόρημα «Διονυσία»
(εκδ. Το Ροδακιό) μας σύστησε ένα συγγραφέα που γράφει σε εξαιρετικά
ελληνικά. Για να αποδειχτεί στη συζήτηση πως, όπως η ηρωίδα του Διονυσία
δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τον εαυτό της και την κοινωνία, έτσι κι ο
ίδιος δεν φοβάται ν’ αναμετρηθεί με τους κακούς δαίμονες της ελληνικής
πραγματικότητας.
Η συγγραφή της «Διονυσίας» ποιες ανάγκες σας ήρθε να καλύψει;
Πριν από τη «Διονυσία» είχα γράψει θεατρικά έργα. Οπότε η πρώτη ανάγκη σχετιζόταν με τη φόρμα – να καταπιαστώ με μια διαφορετική οικονομία κειμένου. Η δεύτερη, με το περιεχόμενο. Έμοιαζε με μύηση στον πολύ βαθύ φόβο να βρεθώ στην πλήρη ανέχεια, στην πιο ακραία θέση που μπορεί να βρεθεί κάποιος. Η Διονυσία είναι ο άνθρωπος που έχει χάσει την ουσία από τη ζωή του. Της έμεινε μόνο το τσόφλι. Κι επίσης, γιατί δεν έχει νόημα πια γι’ αυτήν το να σωθεί, το ότι θα ακολουθήσει μοιραία το δρόμο που οδηγεί στην έξοδο.
Πίσω από την ηρωίδα κρύβεται κάποιο υπαρκτό πρόσωπο;
Ναι, κάποτε, πριν 6-7 χρόνια, εδώ στην Αθήνα, στην Τοσίτσα συγκεκριμένα, έπεσα σε μια Διονυσία, και η εικόνα της με στοίχειωσε – παντού έλεγα πως στο πρόσωπό της συνάντησα την απόλυτη δυστυχία. Ήταν τοξικομανής και σε ακραίο στάδιο φθίσης. Την είδα, σοκαρισμένος άνοιξα το πορτοφόλι μου, της έδωσα όσα χρήματα κουβάλαγα πάνω μου. Το βλέμμα της μου έγινε έμμονη ιδέα, απαιτούσε να υπάρξει ηρωίδα κάποιας ιστορίας μου. Αυτή, η πραγματική… Διονυσία, είναι που επέβαλε το φύλο της στον πρωταγωνιστή του κειμένου. Οι ήρωές μου είναι συνήθως άντρες. Αυτή έβαλε και το καρφί να κρεμάσω το πρώτο μυθιστόρημά μου.
Πολύ πριν η ηρωίδα του βιβλίου σας συναντηθεί με την πραγματική «Διονυσία» έχει κάνει επιλογές, που νομίζω δύσκολα μπορούν να γίνουν κατανοητές από μικροαστές αναγνώστριες.
Αυτό, αν συμβαίνει, συμβαίνει γιατί δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί ένας Έλληνας που δεν «αντρώθηκε» σε τουριστικό τόπο πόσο δραστική είναι η επίδραση του τουρισμού σ’ αυτό που ονομάζουμε πολιτιστική ταυτότητα για τους κατοίκους αυτών των περιοχών. Είμαι παιδί του τουρισμού, γεννήθηκα και έζησα/ζω στην Κω, και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Εξάλλου τουριστικός τόπος σημαίνει ότι εκεί επιτέλους υπάρχει και κάποια λιγότερο κρατικοδίαιτη οικονομική δραστηριότητα.
Πρόκειται για μια κοινωνική εμπειρία πιο ανοιχτή στα αιτήματα του σύγχρονου κόσμου. Αυτό το άνοιγμα στον κόσμο η Διονυσία, βέβαια, το αντιλαμβάνεται μόνο διαισθητικά και επιπλέον δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ο άντρας με τον οποίο θα αποδράσει από την πνιγηρή της καθημερινότητα είναι αμφισεξουαλικός – η κατανόηση των ερωτικών επιλογών του είναι αυτή που την διαφοροποιεί τελείως από τους Ελληναράδες ομοφοβικούς σύζυγο και γιους της (ο οποίος σύζυγός της δεν είναι ντόπιος νησιώτης).
Γιατί μου υπογραμμίζετε τόσο το ομοφοβικός;
Γιατί, κατά τη γνώμη μου, η λυδία λίθος στις σημερινές δημοκρατίες είναι η στάση τους απέναντι στους ομοφυλόφιλους. Δημοκρατία είναι το πολίτευμα που θεσπίζει και κατοχυρώνει την αναφαίρετη ατομικότητα. Η Ελλάδα σήμερα είναι μια καθυστερημένη χώρα και σε παρακμή, όχι γιατί κάνει αυτά που λέει ο Πειραιώς, αλλά γιατί δεν τα νομιμοποιεί. Το γεγονός πως η Γερμανία έχει σήμερα έναν ανοιχτά ομοφυλόφιλο αντικαγκελάριο, έναν υπουργό με κινητικά προβλήματα… δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε, όταν ψάχνουμε τις αιτίες που αυτή η χώρα έχει τη σημερινή θέση της στον κόσμο. Έχει απαλλαγεί από οπισθοδρομικά στερεότυπα.
Η συγγραφή της «Διονυσίας» ποιες ανάγκες σας ήρθε να καλύψει;
Πριν από τη «Διονυσία» είχα γράψει θεατρικά έργα. Οπότε η πρώτη ανάγκη σχετιζόταν με τη φόρμα – να καταπιαστώ με μια διαφορετική οικονομία κειμένου. Η δεύτερη, με το περιεχόμενο. Έμοιαζε με μύηση στον πολύ βαθύ φόβο να βρεθώ στην πλήρη ανέχεια, στην πιο ακραία θέση που μπορεί να βρεθεί κάποιος. Η Διονυσία είναι ο άνθρωπος που έχει χάσει την ουσία από τη ζωή του. Της έμεινε μόνο το τσόφλι. Κι επίσης, γιατί δεν έχει νόημα πια γι’ αυτήν το να σωθεί, το ότι θα ακολουθήσει μοιραία το δρόμο που οδηγεί στην έξοδο.
Πίσω από την ηρωίδα κρύβεται κάποιο υπαρκτό πρόσωπο;
Ναι, κάποτε, πριν 6-7 χρόνια, εδώ στην Αθήνα, στην Τοσίτσα συγκεκριμένα, έπεσα σε μια Διονυσία, και η εικόνα της με στοίχειωσε – παντού έλεγα πως στο πρόσωπό της συνάντησα την απόλυτη δυστυχία. Ήταν τοξικομανής και σε ακραίο στάδιο φθίσης. Την είδα, σοκαρισμένος άνοιξα το πορτοφόλι μου, της έδωσα όσα χρήματα κουβάλαγα πάνω μου. Το βλέμμα της μου έγινε έμμονη ιδέα, απαιτούσε να υπάρξει ηρωίδα κάποιας ιστορίας μου. Αυτή, η πραγματική… Διονυσία, είναι που επέβαλε το φύλο της στον πρωταγωνιστή του κειμένου. Οι ήρωές μου είναι συνήθως άντρες. Αυτή έβαλε και το καρφί να κρεμάσω το πρώτο μυθιστόρημά μου.
Πολύ πριν η ηρωίδα του βιβλίου σας συναντηθεί με την πραγματική «Διονυσία» έχει κάνει επιλογές, που νομίζω δύσκολα μπορούν να γίνουν κατανοητές από μικροαστές αναγνώστριες.
Αυτό, αν συμβαίνει, συμβαίνει γιατί δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί ένας Έλληνας που δεν «αντρώθηκε» σε τουριστικό τόπο πόσο δραστική είναι η επίδραση του τουρισμού σ’ αυτό που ονομάζουμε πολιτιστική ταυτότητα για τους κατοίκους αυτών των περιοχών. Είμαι παιδί του τουρισμού, γεννήθηκα και έζησα/ζω στην Κω, και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Εξάλλου τουριστικός τόπος σημαίνει ότι εκεί επιτέλους υπάρχει και κάποια λιγότερο κρατικοδίαιτη οικονομική δραστηριότητα.
Πρόκειται για μια κοινωνική εμπειρία πιο ανοιχτή στα αιτήματα του σύγχρονου κόσμου. Αυτό το άνοιγμα στον κόσμο η Διονυσία, βέβαια, το αντιλαμβάνεται μόνο διαισθητικά και επιπλέον δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ο άντρας με τον οποίο θα αποδράσει από την πνιγηρή της καθημερινότητα είναι αμφισεξουαλικός – η κατανόηση των ερωτικών επιλογών του είναι αυτή που την διαφοροποιεί τελείως από τους Ελληναράδες ομοφοβικούς σύζυγο και γιους της (ο οποίος σύζυγός της δεν είναι ντόπιος νησιώτης).
Γιατί μου υπογραμμίζετε τόσο το ομοφοβικός;
Γιατί, κατά τη γνώμη μου, η λυδία λίθος στις σημερινές δημοκρατίες είναι η στάση τους απέναντι στους ομοφυλόφιλους. Δημοκρατία είναι το πολίτευμα που θεσπίζει και κατοχυρώνει την αναφαίρετη ατομικότητα. Η Ελλάδα σήμερα είναι μια καθυστερημένη χώρα και σε παρακμή, όχι γιατί κάνει αυτά που λέει ο Πειραιώς, αλλά γιατί δεν τα νομιμοποιεί. Το γεγονός πως η Γερμανία έχει σήμερα έναν ανοιχτά ομοφυλόφιλο αντικαγκελάριο, έναν υπουργό με κινητικά προβλήματα… δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε, όταν ψάχνουμε τις αιτίες που αυτή η χώρα έχει τη σημερινή θέση της στον κόσμο. Έχει απαλλαγεί από οπισθοδρομικά στερεότυπα.
Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012
Κριτικές / Διονυσία (Διάστιχο, 1/12/2012).
Σάββατο, 01 Δεκέμβριος 2012 20:54
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ |
της Μάγδας Τσιρογιάννη
Η σοβαρότητα, η σημασία και η δύναμη συγκίνησης του θέματος.
Χένρυ Τζέιμς
Θέλοντας
να γράψω για τη Δ. ήρθε στο νου μου η παραπάνω φράση (παραθέτω από
μνήμης) επειδή το θέμα του βιβλίου είναι πολύ σημαντικό για τις μέρες
μας. Ο βίος της Δ. μ’ έκανε ν’ αλλάξω γνώμη για τις χαμένες ζωές στη
δίνη του αλκοόλ και των ναρκωτικών, αφού κατά κανόνα λοιδορούσα αυτούς
που έφταναν στα έσχατα, πιστώνοντας την κατάντια τους σε ταπεινά
ένστικτα, επιπολαιότητα, συβαριτισμό και ελευθεριότητα άνευ
προηγουμένου. Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι λειμώνας του χώρου
αυτού. Η δράση αρχίζει σ’ ένα νησί του Αιγαίου όπου μια απλή νέα
γυναίκα, σύζυγος αγροίκου και αυταρχικού άντρα, μητέρα δύο νεαρών, που
δουλεύει σκληρά στην επιχείρηση και στο σπίτι της, συνευρίσκεται ερωτικά
μ’ έναν περιοδεύοντα πλασιέ, ο οποίος, καθότι αμφισεξουαλικός, της
«πλασάρει» συγχρόνως τρίτους μαζί και ναρκωτικά επίσης. Η καθημερινή
νοικοκυρά, ζητώντας τρυφερότητα, άλλωστε και ο σύζυγός της έχει ερωμένη,
χαλαρώνει, αφήνεται στον αφρό των ημερών, ερωτεύεται τον ξένο και μετά
από ξυλοδαρμό και διασυρμό απ’ το βάναυσο σύζυγο, μπροστά στα μάτια των
παιδιών που δεν αντιδρούν στη βαρβαρότητα αυτή, αφήνει τα πάντα και
πηγαίνει να τον βρει στην Αθήνα. Εκεί, ύστερα από μια σύντομη
αποτυχημένη σχέση όπου πέφτει θύμα εκμετάλλευσης, ενώ προσπαθεί να
ξεχάσει, βιώνει μια πρωτόγνωρη ελευθεριότητα δίνοντας τον εαυτό της παντού, με μια σχεδόν πρωτόγονη σιωπηλή συγκατάβαση, χαλαρή και φευγάτη
στον κόσμο της γενετήσιας απόλαυσης, του αλκοόλ και των ναρκωτικών,
στην αρχή χόρτο μαζί με σεξ και μετά ηρωίνη. Έτσι αυτό που άρχισε σαν
λυτρωτική, τρυφερή, απελευθερωτική, περιδιάβαση στις περιοχές του
σώματος την οδηγεί, τελικά, σε απόλυτη ένδεια, κατάθλιψη και μοναξιά,
ώσπου στο τέλος, αγνώριστη και άστεγη, ζητιανεύει στο δρόμο για την
πρέζα και το ψωμί, απογυμνωμένη από όλα. Η Δ. δεν παρουσιάζεται σαν μορφή της μοίρας ούτε σαν θύμα της κοινωνίας. Με το μέσο συναισθηματισμό, άβουλη και δοτική, δεν μπορεί να αρνηθεί σε κανέναν τίποτε. Ο οιοσδήποτε μπορεί να την πάρει, ακόμα και σε αυτοκίνητα, σε τουαλέτες, σε πάρκα, σε γιαπιά, γίνεται στην κυριολεξία ζωντανό σκεύος όπου ανακουφίζονται διάφοροι άστεγοι, ξένοι, εξαθλιωμένοι, νωδοί και ό,τι άλλο, απ’ ό,τι σαλεύει και κινείται στο ίζημα της πόλης. Ώσπου σαρώνεται και αποβάλλεται, φυσικά απ’ αυτόν τον κόσμο που δεν πιστεύει σε τίποτα και δεν έχει έρμα. Όλα τα πρόσωπα γύρω της, εκτός απ’ τα πρεζάκια, τους συνδαιτυμόνες της τελευταίας της κοινωνικότητας και τους πεθαμένους προγόνους της, περιγράφονται ως άνθρωποι ανάλγητοι, σκληροί και υπολογιστές. Αλλά εκείνη, θύμα, άκακη, ήσυχη, ήμερη, ψυχούλα, όπως τη λεν οι φίλοι της, όσο βυθίζεται και γίνεται σχεδόν ένα με το χώμα, τόσο μεγαλώνει μέσα της ένα σπάνιο χάρισμα. Επικοινωνεί με τις ψυχές, τις γαληνεύει, ένα άγγιγμά της ανακουφίζει τους πάσχοντες, ενώ οι γύρω της την αποκαλούν αγία, ως την τελευταία της έξοδο και το αναπάντεχο τέλος, |
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)