Βρέθηκα στη Ρόδο αυτές τις μέρες, για μία επέμβαση ρουτίνας στη μητέρα μου.
Σημαδιακές επέτειοι φέτος:
είκοσι χρόνια από την πρώτη φορά στην Κρήτη, σαράντα από την αντίστοιχη στη Ρόδο. Ήτανε το
1977, μάλλον Μάιος, σε σχολική εκδρομή της Β’ Λυκείου. Τι έξαψη, πόση μαγεία. Οι πόλεις είναι ή γίνονται μετωνυμίες για
πολλά πράγματα της νόησης, της ποιήσεώς μας –κατά το καβαφικόν. Σχετικά πρόσφατα
εξιχνίασα ο ίδιος μερικά από τα εντονότερα αισθήματα που μου γέννησε αυτή η
πόλη, που πάντοτε τιμώ ως τη δική μου, την καταδική μου πρωτεύουσα.
[Να υπενθυμίσω πάντως κι εδώ τη
ρήση του Μίλαν Κούντερα, “
Πασίγνωστο σχήμα μεταφοράς: ο μυθιστοριογράφος γκρεμίζει
το σπίτι της ζωής του για να χτίσει, με τις πέτρες του, το σπίτι του
μυθιστορήματός του” (
Η τέχνη του μυθιστορήματος, εκδόσεις
Εστία, σελ. 153). Αξιοποιεί δηλαδή το πραγματολογικό ή άλλο υλικό της εμπειρίας του, όμως δεν αυτοβιογραφείται, ακόμα κι όταν ισχυρίζεται ότι κάνει κάτι τέτοιο. Ο συγγραφέας αφηγείται, δε λέει απλώς ιστορίες∙
ο καλός μάλιστα, περισσότερο κι απ' αυτό, δημιουργεί ύφος, δίνει μορφή και ρυθμό στο έργο του.]
Ο ήρωας στο
Σκοτεινό Νησί (2008, μεταγραφή θεατρικού του 2001) ανακαλεί εικόνα της Ρόδου (κυρίως
από την πλατεία Ιωάννη Ζίγδη, όπου και η Ακαδημία) για την απολεσθείσα Εδέμ, τη
ζωή στον πλανήτη προ οικολογικής καταστροφής.
Θα του πω ένα παραμύθι.
Ένα ειδυλλιακό στιγμιότυπο, να τον γλυκάνω. «Στα πολύ πολύ παλιά χρόνια» αρχίζω
να του λέω, εκείνος παίρνει βαθιά ανάσα, ησυχάζει. «Μια φορά κι έναν καιρό.
Πριν από την καταστροφή. Δεκάδες χρόνια πριν. Μια μικρή πλατεία. Απόγευμα. Νωρίς
το απόγευμα. Γυρίζουμε, λέει, από την παραλία. Είμαστε εσύ κι εγώ. Φοράμε μόνο
το μαγιό. Περπατάμε ξυπόλητοι, κρατάμε τα παπούτσια μας στα χέρια. Ο ήλιος μάς στεγνώνει. Λεπτές άσπρες γιρλάντες το αλάτι στους ώμους σου. Όπως προχωράμε και
χαζολογάμε, ο ήλιος κάνει απαλές σκιές στην πλάτη σου, ως κάτω στα δυο λακκάκια
στη βάση της σπονδυλικής σου στήλης, δυο μικρές γούβες σκιά. Όλο και σου ρίχνω
εγώ πονηρές ματιές. Εσύ είσαι όμορφος. Καθίζουμε σ’ ένα καφενείο. Υπαίθριο. Υπαίθριο…
μ’ ακούς; Υπαίθριο, υπαίθριο! Ανέμελοι! Ανάμεσα σε πολλούς άλλους ανέμελους. Να
πιούμε κάτι, να δροσιστούμε. Αρωκαρίες ψηλές και φοίνικες και πεκούνιες
ανθισμένες, όλα τα χρώματα, και λιγούσχρα κλαδεμένα ολόγυρα στα παρτέρια,
χαμηλοί φράχτες. Κυλούνε δυο ρυάκια στο στέρνο σου και έχεις λίγη υγρασία
ανάμεσα στα σκέλη, μπορεί να μην είναι από τη θάλασσα, να είναι ιδρώτας. Έρχεται
το γκαρσόνι, ένας τρυφερούλης σαν ούτε τριάντα πέντε χρονών. Και παραγγέλλουμε
να πιούμε ποτά. Δεν ξέρω τι ποτά. Ή μήπως αφεψήματα; Όχι, ναι. Καφέ παραγγέλλουμε.
Που φτιάχνεται, λέει, από πραγματικό καφέ. Που τον φέρνουνε, τον καφέ, από μια
άλλη ήπειρο, που τον αλέθουνε στη βόρεια άκρη της δικής μας, και που τον
ψήνουν, λέει, για την πάρτη μας, στη νότια άκρη της ηπείρου μας, εδώ. Και μια
κοιτάζω τους μικρούς νευρικούς παλμούς στους μυς των μπράτσων σου, απέναντί
μου, μια τους άλλους θαμώνες (τι ποικιλία τα πορτρέτα), άλλοι με ακάλυπτα
κεφάλια όπως κι εμείς, αναμαλλιασμένοι από το νερό και το αλάτι, άλλοι με
καπέλα, άλλοι ημίγυμνοι, άλλοι σχεδόν γυμνοί. Έχεις προσέξει σε κάτι αρχαία
φιλμ τι χρώμα είχε το ηλιοκαμένο δέρμα; Βλέπεις και τώρα καμιά φορά κανέναν
τυχαίο ηλιοκαμένο, αλλά καμία σχέση, αυτοί είναι γεμάτοι εξανθήματα κι
εγκαύματα…»
Το χαμάμ του Δανιήλ, στη νουβέλα Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα (άνοιξη 2009)
είναι σίγουρα η φανταστική μικρότερη εκδοχή του Γενί Χαμάμ της πλατείας Αρίωνος
στην Παλιά Πόλη.
Η Ρόδος, και πάλι, σ’
ένα διήγημα που μου
ζητήθηκε για τη
LiFO,
το καλοκαίρι του 2012. (
Κως, μια μικρή εκδοχή του
κόσμου. 17 ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΓΡΑΦΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ LIFO. 18.7.2012.
The Summer fiction issue. Μια μικρή
εκδοχή του κόσμου. Από τον Αντώνη Νικολή. Ένα διήγημα για την Κω.)
(…) παλιότερα, έφηβος,
όταν περνούσα την Πύλη d’ Amboise στα τείχη της Παλιάς Πόλης στη Ρόδο, κάπως
σαν να διέσχιζα τη Γέφυρα των Ιπποτών της Οδού των Φοινίκων στην Κω για να μπω
στο κάστρο του λιμενοβραχίονά μας. Οι λέξεις ηδονή, λαγνεία, λίμπιντο, αν έχουν
μια σκηνογραφία στο μυαλό μου, βρίσκονται εκεί, μα και η Ρόδος δεν είναι παρά
τα δεκαοκτώ μου (…)
Στον Μισθοφόρο (2012-2015) οι εικόνες της Ρόδου συμφύρονται με πράγματα του ασυνειδήτου. Εκεί θα καταφύγει ο Ηλίας για
να εξαφανίσει τα τεκμήρια του φόνου, αλλά κι εκεί θα νιώσει την αφύπνιση του
ερωτισμού του.
Περπάταγε,
ύστερα, ανάμεσα σε αποβιβασμένα φορτηγά και γιωταχί, λίγους πεζούς, σκυμμένος,
έπειτα στον παραλιακό με τα άθλια διώροφα, το φως της Ρόδου είναι σαν πιο
κίτρινο, στη μνήμη γίνεται γλυκιά ώχρα, βυθιζόταν κι άλλο μέσα του, μετά τη
στροφή του πρώτου κόλπου, όπου το παλιό λιμάνι, κι από κει και πέρα η διαδρομή
παράλληλα προς το κάστρο ως την Πύλη της Ελευθερίας και τη μικρή γέφυρα με την
αβαθή τάφρο κάπως θα τον αποσπούσε, όλα γίνονταν πιο οικεία, σε λίγο θα τον
δρόσιζε κι η απόληξη του πάρκου στις παρυφές του κάστρου, οι βαθύσκιωτοι φίκοι
στο απέναντι πεζοδρόμιο, θα σήκωνε το βλέμμα προς το Μαντράκι και την παραλιακή
λεωφόρο. Άρχισαν να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια του δίχως να συσπώνται οι μύες
του προσώπου, σαν από μόνοι τους οι αδένες, δίχως συναισθήματα, εκτός από την
κάπως ανακουφιστική εντύπωση του βλέμματος που ξανοιγόταν στον ανοιχτό ορίζοντα
της πόλης.