και καλό εμβολιασμό, αδέρφια.
Στην κατώτερη ηλικιακή ομάδα (60-69 ετών) και μάλιστα στο κατώφλι της, όμως της δεύτερης φάσης των εμβολιασμών. Όπως το λένε οι αγγλόφωνοι yold (από την portmanteau word / λέξη από σύμπτυξη δύο άλλων, yold <young+old), ας πούμε ελληνιστί νιόγερος, μολονότι υπάρχει δόκιμο στην αργκό ήδη το λήμμα πουρότεκνο (το). Στα πενήντα συνειδητοποίησα την εμμονή μου με τα πολύ μικρά βουρτσάκια για το ξύρισμα, βοηθούσαν και στο να περιποιούμαι το λεπτό γιδάτο μουσάκι που τότε εγκαινίασα -το κράτησα μια γεμάτη δεκαετία. Για εκείνο το βουρτσάκι είχα γράψει και σχετικό διήγημα. Εδώ και λίγους μήνες τρέφω ολόκληρο γενάκι, το περιεργάζομαι, το χαζεύω στον καθρέφτη, δεν το χορταίνω. Ρώτησα τον Ιάκωβο Μπούτζα, τον καλό κουρέα μου, γιατί κάτι είχα δει να διαφημίζεται, αν υπάρχει όντως λάδι για τα γένια. Πώς, μου λέει. Τρία φιαλίδια με λάδια ήξερε να μου προτείνει, ένα που πυκνώνει τα γένια, άλλο που τα ενδυναμώνει, κι ένα τρίτο, αυτό τα μαλακώνει μόνο, όλα με άρωμα σανταλόξυλο. Το τρίτο, αναφώνησα. Και μόνη η λέξη σανταλόξυλο δίνει στο λαδάκι υπόσταση μαγική. Τρεις σταγόνες στην παλάμη και με τις άκρες των δαχτύλων τρίβω και μαλάσσω τα γενάκια. Μια καινούργια ολιγόλεπτη καθημερινή τελετουργία, ας πω συμβατή με την ώριμη φιλαρέσκεια ενός... νιόγερου / yold (το τελευταίο με άπταιστη κρεολέζικη αγγλοελληνική προφορά όπως τα ονόματα Άγγλων ή Αμερικανών συγγραφέων με λατινικούς χαρακτήρες στα εξώφυλλα νεοελληνικών ποιοτικών εκδόσεων).
Από την ήπειρο την πιο μαγική, από τη Νότια Αφρική και στη γλώσσα των Ζουλού, (δημιουργία του παραγωγού Master KG, τραγουδάει η Nomcebo Zikode), τραγούδι ή τραγουδάκι δεν ξέρω να πω, έπεσα πάνω του τυχαία στο διαδίκτυο, κόλλησα βεβαίως, η ελαφράδα; ο χορός; ο ρυθμός; το χορεύουν λέει οι πάντες, μοιάζει με προσευχή, άρα ακόμα και μοναχές σε προαύλια μοναστηριών, μοναχοί σε πλατείες, πιτσιρίκια ξυπόλυτα σε αυλές με κότες, μεσήλικοι ανάμεσα σε δουλειές, ηλικιωμένοι στους δρόμους. Το τραγούδι, λέει, κυκλοφορεί εδώ κι ένα χρόνο, πια σαρώνει τον πλανήτη, έγινε το τραγούδι της πανδημίας -να την και η συγκίνηση, να την κι η ποίηση. Δεν είναι ντροπή. Δυναμώστε τον ήχο, σηκωθείτε, τα βήματα είναι απλά, μπορεί και να δακρύσετε. Σαν το νερό, το νεράκι, ο ρυθμός ρέει κάτω απ' τα πόδια, ρέει μέσα μας.
Ο στρατηγός Μαρκ Μίλι (Mark Milley) είναι ο συνειδητός πολίτης του συνταγματικού πολιτεύματος, της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο αρχηγός του γενικού επιτελείου των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων δηλώνει ανάμεσα σε άλλα: «Δεν ορκιζόμαστε σε βασιλιά ή βασίλισσα, σε τύραννο ή δικτάτορα, δεν ορκιζόμαστε σε άτομο. Όχι, δεν ορκιζόμαστε σε χώρα, σε φυλή ή σε θρησκεία∙ ορκιζόμαστε στο σύνταγμα».
Δεν υπήρξε μεγαλύτερη θεσμική πολιτική κατάκτηση στην ανθρώπινη ιστορία από την πυκνή δήλωση του στρατηγού. Δεν υπηρετούμε άτομο ή συλλογικότητα∙ υπηρετούμε έναν καταστατικό χάρτη, μια συμφωνημένη διατύπωση γενικών αρχών που θεσπίζει η κοινωνία μας, ένα συμβόλαιο. Που είναι, νομίζω, και η ύψιστη απόληξη ή συμπύκνωση των ιδεών του διαφωτισμού.
Αναλογιζόμουν αυτά τα συγκινητικά όταν αίφνης ακόμα δυο σκέψεις πεταχτήκανε μπροστά μου. Η πρώτη, ότι δεν φαντάζομαι κανέναν στρατηγό από καμιά ευρωπαϊκή χώρα, καν απ' τη Μεγάλη Βρετανία και πολύ λιγότερο από τη Γαλλία, που θα μπορούσε να διατυπώσει το ίδιο πράγμα. Η δεύτερη, αυτή απ' την εκπαιδευτική μου θητεία και μακάρι να σφάλλω, πως δεν είναι ούτε τρεις στους δέκα όσοι μπορούν να αντιληφθούν πραγματικά, όσο λιανά κι αν τους τον κάνεις, ετούτον τον γεμάτο αντινομίες ορισμό του συνταγματικού πολιτεύματος.
Όταν η συγκίνηση, καίρια και βαθιά, σπάει το κέλυφος της επικαιρότητας (ή τη στιβάδα του πραγματικού): ο πολιτικός αναλυτής του CNN Βαν Τζόουνς (Van Jones) ξεσπάει σε κλάματα, αλλά δεν αισθηματολογεί.
Τρέμω στην ιδέα τι θα συμβεί όταν το αντίστοιχο τέρας χτυπήσει στην κεντρική Ευρώπη ή για την κατεύθυνση που θα πάρει το ήδη υπάρχον στην ανατολική...
Όσο για μας, στο σπίτι του πολλάκις κρεμασμένου, ας μη μιλάμε για το σχοινί -το ηπιότερο να πω...
Είναι δύσκολη μοίρα η λογοτεχνία, μα δεν έχω παράπονο. Δεν είν' εύκολη ή διαρκής η χαρά της, όμως σαν έρχεται είναι πυκνή, μοιάζει με απόσταγμα εκλεκτής ηδονής.
(Φωτογραφία: 19-9-2020, Φαιστός, στο καφενείο του αρχαιολογικού χώρου.)
Γιώργος Στρατάκης: κερά Ρήνη. Σε ποίηση Σταύρου Τζανή. (Από την ενότητα των τραγουδιών του Νίκου και Γιώργου Στρατάκη με τίτλο: "Επέλαση".) Κι άλλες παλιότερες αναρτήσεις με τους αδερφούς Στρατάκη / τα Στρατάκια.
Ένα μικρό απόσπασμα από τα «Μαθήματα για τη ρωσική λογοτεχνία (Γκόγκολ, Γκόρκι, Ντοστογιέφσκι, Τουργκένιεφ, Τσέχοφ)» του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ [μετ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2020, σελ. 41-42]:
(...) Είναι ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι επί της ουσίας
δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των στόχων που καλούνταν να υπηρετήσουν οι
λογοτέχνες των δυτικοευρωπαϊκών ολοκληρωτικών καθεστώτων του Μεσοπολέμου και
αυτών που θέτουν για τη λογοτεχνία οι μπολσεβίκοι. Έτσι, ο ένθερμος ναζί δρ.
Ρόζενμπεργκ, υπουργός Πολιτισμού στη χιτλερική Γερμανία, έγραφε: «Η
προσωπικότητα του καλλιτέχνη θα πρέπει να αναπτύσσεται ελεύθερα, δίχως
περιορισμούς. Με μία προϋπόθεση: να μην αμφισβητεί τα πιστεύω μας». Αλλά και ο
Λένιν από την πλευρά του τόνιζε: «Κάθε καλλιτέχνης έχει δικαίωμα στην ελεύθερη
δημιουργία∙ όμως εμείς, οι κομμουνιστές, πρέπει να τον καθοδηγούμε, με βάση ένα
γενικότερο σχέδιο». Η σχεδόν απόλυτη σύμπτωση των δύο αυτών διατυπώσεων θα
μπορούσε να είναι διασκεδαστική, αν οι συνέπειές της δεν ήταν τόσο θλιβερές. (...)
«Καθώς ο ανθύπατος Άρριος Αντωνίνος πραγματοποιούσε τη συνήθη του περιοδεία στη ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας, οι χριστιανοί της περιοχής εμφανίστηκαν σύσσωμοι μπροστά του (έτσι βεβαιώνει ο πληροφοριοδότης μας), απαιτώντας το προνόμιο του μαρτυρίου. Ο έκπληκτος διοικητής έστειλε ορισμένους για εκτέλεση, αλλά απομάκρυνε τους υπόλοιπους με περιφρόνηση. "Αν θέλετε άθλιοι να πεθάνετε", τους είπε, "χρησιμοποιήστε σχοινιά ή κανέναν γκρεμό". Βρισκόμαστε γύρω στο 185, στα χρόνια του Κόμμοδου, που οι χριστιανοί δεν διώκονταν από τις αρχές.»
[Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Ι. Κυρτάτα Η ΟΔΟΣ και τα βήματα των πρώτων χριστιανών, Εκδόσεις του εικοστού πρώτου, Αθήνα 2020, σελ. 145. Δεν θα μπορούσαν να λείψουν ως "βιβλιογραφία" για το ιστορικό μυθιστόρημα που γράφω σελίδες του εμβριθούς ιστορικού και πανεπιστημιακού δασκάλου αλλά και γλαφυρότατου αφηγητή Δημήτρη Κυρτάτα -εκτός από την Οδό και τα βιβλία: Ιερείς και προφήτες (εκδ. Καρδαμίτσα), Η Αποκάλυψη του Ιωάννη και οι επτά εκκλησίες της Ασίας (εκδ. Αλεξάνδρεια) και άλλα.]
Μικρό σχόλιο για την απομάκρυνση του Στέφανου Κασιμάτη από την Καθημερινή.
Για τον Σ.Κ. ένα σημείωμα στο μπλογκ εδώ πριν από δέκα χρόνια, και αργότερα, το 2016, σε υστερόγραφο άρθρου μου στην Athens Voice.
Γεννημένος το 1960, ο συγγραφέας, μυθιστοριογράφος Αντώνης Νικολής, με σπουδές στην κλασική φιλολογία, για την οποία εγκατέλειψε την ιατρική έπειτα από δύο χρόνια σπουδών, όπως μας εξομολογείται στη συνέντευξη που μας παραχώρησε με αφορμή την αναθεωρημένη έκδοση του Σκοτεινού Νησιού από τις Εκδόσεις Ποταμός, έχει παρουσιάσει τα τελευταία χρόνια ένα σημαντικό έργο που όχημά του δεν είναι η λογική, οι ιδέες ή και η αισθητική του κατάρτιση, αλλά κάτι πιο σύνθετο. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα έργο συνεπές, ακόμα κι εκεί που θυμίζει παρωδία, χειραφετημένο, χωρίς μάλιστα κανένα μέλος του να στέκει παράταιρα.
Η αναθεωρημένη έκδοση του Σκοτεινού Νησιού, με το επίμετρο που τη συνοδεύει, εμπεριέχει και μια εκ νέου γνωριμία με το αναγνωστικό κοινό;
Είχε συγγραφικό ενθουσιασμό και ορμή χαράς –να πω- το πρώτο γράψιμο του Σκοτεινού Νησιού: μόλις είχα ανακαλύψει ότι επιτέλους μπορούσα να επιδοθώ στην πεζογραφία, στο είδος της λογοτεχνίας που περισσότερο αγαπώ σαν αναγνώστης. Παράτησα το θέατρο, τα παράτησα όλα, και έκτοτε της είμαι απόλυτα αφοσιωμένος. Βέβαια, παρά το ώριμο της ηλικίας και την ήδη αρκετή δουλειά σε γλώσσα και τέχνη, ήμουν άπειρος στον πεζό λόγο, απόδειξη πως τέλειωσα τη νουβέλα μέσα σε λίγες εβδομάδες μόνο, βιάστηκα, κράταγα στα χέρια μου το βιβλίο ύστερα από μερικούς μήνες. Κοντά δέκα χρόνια αργότερα κι αφού ολοκλήρωσα την τριλογία που ακολούθησε (Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα, Διονυσία, Ο θάνατος του μισθοφόρου), με διάθεση απολογισμού, κάπως να σουμάρω τα κύρια της διαδρομής, τα ξανάπιασα απ’ την αρχή το ένα μετά το άλλο. Με τα κεκτημένα, την πείρα δεκαετίας πια, τους έδωσα νομίζω πιο ακέραιη τη μορφή τους, με περισσότερες διορθώσεις στο Νησί, λιγότερες στον Δανιήλ, στη Διονυσία, στον Μισθοφόρο. Χάρη σ’ αυτή την αναδρομή, ξαναδούλεψα κι ένα παλιό σκαρίφημα, ξεχασμένο στο αρχείο μου, Το γυμναστήριο, το πέμπτο και νομίζω εντελέστερο από λογοτεχνική άποψη έργο μου. Δεν ξέρω αν προσβλέπω σε κάποιο κοινό, πολλώ μάλλον σε κάποια νέα επικοινωνία μαζί του. Στη λογοτεχνία βίωσα ότι το έργο είναι οιονεί βιολογικό ον. Το παιδί σου μπορεί να πάρει από σένα το ένα ή το άλλο χαρακτηριστικό, κάτι που όμως ούτε το αποφασίζεις εσύ, ούτε κατανοείς λογικά τη δημιουργία του. Το αληθινό έργο τέχνης περιέχει τον δημιουργό του, αλλά δεν κατασκευάζεται απ’ αυτόν. Δεν είναι λογική ή συνειδητή κατασκευή, όπως τα άλλης υφής κείμενα, τα δοκίμια, φέρ’ ειπείν, ή τα επιστημονικά συγγράμματα, ή τα δημοσιογραφικά άρθρα. Ο φιλότεχνος με αυθεντικό κριτήριο, ο φιλαναγνώστης εν προκειμένω, διακρίνει εύκολα το λογοτεχνικό από το έργο που μιμείται το λογοτεχνικό. Μιλώντας για το κοινό, μιλάμε για πολύ σύνθετα κοινωνικά ή ιστορικά φαινόμενα, υπάρχουν εποχές και τόποι όπου στα ευπώλητα συγκαταλέγονται η Αντιγόνη ή ο Οιδίποδας του Σοφοκλή, και μεταβατικές όπως η δική μας, και εδώ, στην περιφέρεια πια του (σύγχρονου) κόσμου, όπου το απαιτητικό ή αισθαντικό κοινό, ναι μεν υπάρχει, αν και δεν ξέρω την πραγματική δυναμική του, όμως και δεν δίνει τον κυρίαρχο τόνο και, φευ, φαίνεται να τυρβάζει περί άλλα. Περί τον ξένο κινηματογράφο ή τη μεταφρασμένη λογοτεχνία παλιότερα, πιο πρόσφατα κυρίως περί τις εισαγόμενες τηλεοπτικές σειρές – όλ’ αυτά συνήθως αδιαμφισβήτητης υψηλής καλλιτεχνικής αξίας. Δυστυχώς στην εγχώρια λογοτεχνία, για μύριους όσους λόγους, απέμεινε ως κοινό το άμεσα ενδιαφερόμενο σινάφι, τα ποικίλα παρεάκια, που διαβάζουν όσο διαβάζουν κυρίως με διάθεση ανταγωνιστική, που κάνουν τα πάντα για να διώχνουν, ν’ αραιώνει μέρα τη μέρα το κοινό των αληθινών φιλαναγνωστών, κι ένα πολυπληθέστερο άλλο, συμπαθές ίσως, κυρίες στην πλειονότητά τους, που κουρασμένες από τα συμβατικά (mainstream) σίριαλ, πυκνώνουν τις τάξεις των αναγνωστών της ροζ λεγόμενης λογοτεχνίας, ένα τμήμα τους και τις παρυφές της θεωρούμενης ποιοτικής. Προσωρινά, μ’ άλλα λόγια, η τηλεόραση κατισχύει του βιβλίου, του κλέβει (η καλή τηλεόραση) το καλό κοινό, και του στέλνει (η κακή τηλεόραση) το κακό κοινό. Το πράγμα θ’ αλλάξει μακροπρόθεσμα, και γιατί η λογοτεχνική αφήγηση είναι πάντοτε η πιο συναρπαστική, και γιατί ένα έστω ευάριθμο όμως επαρκές και απαιτητικό κοινό φιλαναγνωστών, σαν την καλή μαγιά, παραμένει εκεί στην άκρη.