Είναι η διαδοχή των εικόνων; Οι καίριες λεπτομέρειες; Νομίζω
τίποτε όσο η δύναμη του ταλέντου. Το καλό με την τέχνη μας, ότι δίπλα στις μυριάδες
απομιμήσεις της ένα κομματάκι τοσοδά γνήσιας λογοτεχνίας αρκεί, και νάτο πάλι
το αληθινό δικό της σπαρτάρισμα.
(Ο Ιουλιανός φτάνει ινκόγκνιτο από τον Πειραιά όπου μόλις
αποβιβάστηκε στην Αθήνα.)
«Η πόρτα του Δίπυλου είχε τόση κίνηση τόσο νωρίς το πρωί,
όση και η είσοδος οποιασδήποτε άλλης μεγάλης πόλης το μεσημέρι. Είναι διπλή
πύλη, όπως δηλώνει το όνομά της, με δυο μικρούς πύργους στο εξωτερικό της. Οι φρουροί
στέκονταν νωθροί και αδιάφοροι στο πέρασμα αμαξών και πεζών που μπαινόβγαιναν.
Μόλις περάσαμε την εξωτερική πύλη, το αμαξάκι μας περικυκλώθηκε ξαφνικά από
πόρνες. Είκοσι με τριάντα γυναίκες κάθε ηλικίας αποσπάστηκαν από τις σκιές του
τοίχου. Πάλευαν μεταξύ τους για να πλησιάσουν το αμαξάκι. Τραβούσαν το μανδύα
μου. Με φώναζαν «τραγογένη», «Πάνα», «σάτυρο» και άλλα λιγότερο ελκυστικά
ονόματα. Με ακροβατική επιδεξιότητα, ένα όμορφο κορίτσι δεκατεσσάρων ετών
τινάχτηκε επάνω από το κιγκλίδωμα του αμαξιού και άρπαξε το γένι μου. Οι
στρατιώτες γέλασαν με τη δυσαρέσκειά μου. Με αρκετή προσπάθεια, ελευθέρωσα το γένι μου από τα δάκτυλά της, αλλά όχι πριν
το άλλο χέρι της φτάσει ανάμεσα στα σκέλη μου προς μεγάλη διασκέδαση του κόσμου
που μας κοίταζε. Ο οδηγός αποδείχτηκε έμπειρος στην αντιμετώπιση αυτών των
κοριτσιών. Με μια αστραπιαία και ακριβέστατη κίνηση του μαστιγίου του, κτύπησε
το χέρι της και την ανάγκασε να το τραβήξει. Το κορίτσι πήδηξε στο έδαφος. Οι άλλες
γυναίκες μάς γιουχάισαν. Οι βρισιές και οι κατάρες τους ήταν ολοζώντανες και
εξαίσιες. Ομηρικές! Όταν διασχίσαμε και τη δεύτερη πύλη, οι πόρνες έτρεχαν ήδη προς
την πρώτη διότι πλησίαζε μια ίλη ιππικού. Περικύκλωσαν τους στρατιώτες σαν
μέλισσες.»