Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Μόνο φοιτήτριες και δημόσιοι υπάλληλοι.

Σε πολυκατοικία επί της Λέλας Καραγιάννη στο ύψος της Σικίνου, στην Κυψέλη, είναι κολλημένο ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ με πλαστικοποιημένη πρόσθετη σελίδα, όπου μαζί με οκτώ σχετικές φωτογραφίες αναγράφονται με κεφαλαία τα εξής: ΔΥΑΡΙ 65 τμ, 2ος , ΕΠΙΠΛΩΜΕΝΟ, ΜΕ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΕΙΔΗ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΣΜΟ (A/C), ΦΡΕΣΚΟΜΠΟΓΙΑΤΙΣΜΕΝΟ, ΦΩΤΕΙΝΟ, ΜΟΝΟ ΦΟΙΤΗΤΡΙΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ (το τελευταίο, επιπλέον, μαρκαρισμένο με κίτρινο υπογραμμιστή).
Είχα καιρό να διαβάσω ένα κείμενο τόσο εύγλωττο για τα όσα ο συγγραφέας -το πιθανότερο εν αγνοία του- υποδηλοί.   

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Εκλογές, όμορφες σαν μέσα σε διάφανη λαμπερή πομφόλυγα...

Ας τις χαρούμε, είναι οι τελευταίες ανέμελες. Σύντομα απ’ όλο ετούτο το τσίρκο του λαϊκισμού: πολιτικάντηδες, τηλε-δημοσιογράφους, παρατρεχάμενους καλλιτέχνες, ποικίλους δημοσιολόγους, δε θα ’χουν απομείνει παρά κάτι ελάχιστοι και ξεπουπουλιασμένοι σαν ένα –δυο κακόμοιρα κοτόπουλα στο κοτέτσι μετά την πλημμύρα…

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

HERMAN MELVILLE: Μόμπι - Ντικ ή η φάλαινα.


Σκόπευα τα ‘Υπομνήματα’ να είναι μικρές επισκέψεις σε εργαστήρια, οι σημειώσεις – υπογραμμίσεις, οι σκόρπιες σκέψεις πάνω σε μία ανάγνωση, -τι άλλο; Οτιδήποτε περισσότερο, προϋποθέτει εργασία φιλολογική ακόμα και ως απλό δοκίμιο ή κριτική. Είναι και φορές, ωστόσο, που διαισθάνομαι πόσο δεν αρκεί η μία -όσο προσεκτική- ανάγνωση, ή πόσο είναι αναγκαία η έρευνα, προκειμένου να αποτιμηθεί η αξία ενός κειμένου. Ότι υπάρχουν κείμενα που τους αναλογεί πολλή εργασία και πολύς χρόνος σε σοβαρά φιλολογικά σπουδαστήρια.
Είχα δει το συναρπαστικό ‘Παρασκήνιο’ το αφιερωμένο στο μεταφραστικό ζήλο του Χριστοδούλου, είχα προσπαθήσει και τότε, αναγνώριζα τη δυνατή λογοτεχνία, και κατά διαστήματα έκτοτε, αλλά για μερικές σελίδες, έπειτα το άφηνα. Φέτος που όλα τα σκιάζει ο ζόφος του λαϊκισμού, -αλλά και ουδέν κακόν αμιγές καλού- δραπετεύοντας στα ‘λογοτεχνικότερα’ της βιβλιοθήκης, έφτασα και στον ‘Μόμπι – Ντικ’. Πρόκειται, πράγματι, για ρηξικέλευθο, έργο ιδιοφυΐας λογοτεχνικής, αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι εξήντα – εβδομήντα χρόνια πριν από τους νεωτεριστές του εικοστού αιώνα, και όλος ο μοντερνισμός βρισκόταν ήδη εκεί, αλλά και το γοητευτικότερο απ’ όλα, στο εκτενές αυτό κείμενο αποτυπώνεται, όπως πολύ σπάνια, η ηδονή της γραφής να συνεπαίρνει τον ίδιο το δημιουργό της. Γραφίδα φρενήρης και μόνιμα οιστρήλατη. Ο Melville γράφει σαν να μην έγραψε κανείς πριν απ’ αυτόν, να μην ξέρει τι είναι σωστό ή λάθος στη δουλειά του, και καθηλωμένος στην απόλαυσή του, που είναι λιγότερο λογία και περισσότερο παιχνίδι.

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Μάριο Βάργκας Λιόσα (1936 -).

Ανακοινώθηκε χτες από τη Σουηδική Βασιλική Ακαδημία ότι το φετινό (2010) Νόμπελ Λογοτεχνίας θα απονεμηθεί στο μεγάλο Περουβιανό συγγραφέα. Να και μία πολύ καλή είδηση.

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Νίκος Καζαντζάκης: Ο καπετάν Μιχάλης.

Ν. Κ.: 18 Φεβρουαρίου 1883 – 26 Οκτωβρίου 1957. Ουσιαστικά πρώτο πεζό του το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (1943, 60 ετών), ο «Καπετάν Μιχάλης», το δεύτερο, δέκα χρόνια αργότερα, το 1953, στα 70 του, και θα του έμεναν μόνο ακόμα τέσσερα χρόνια για να ολοκληρώσει την πεζογραφία του. Είχε προηγηθεί ένα τεράστιο σε όγκο ποιητικό, δραματουργικό και μεταφραστικό έργο μαζί με ένα βίο ταξιδιώτη στον κόσμο των ιδεών αλλά και κυριολεκτικά στον πλανήτη, τουλάχιστον ζηλευτό. Κύριες φιλοσοφικές επιρροές του: Φρειδερίκος Νίτσε, Ανρί Μπεργκσόν.

Τον Καζαντζάκη τον διαβάζαμε συναρπασμένοι, και το ένα μετά το άλλο τα μυθιστορήματά του, μονορούφι, στην εφηβεία μας. Στις δεκαετίες του ’70 ή του ’80.

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

Αν ο λαϊκισμός ήταν θρησκεία, η Ελλάδα θα ήταν Πακιστάν.

Ήταν ο τίτλος του χτεσινού άρθρου του Στέφανου Κασιμάτη στην Καθημερινή (22-09-10). Δυσκολεύομαι να φανταστώ αποφθεγματική περιεκτικότερη ρήση, ακόμα και για να χρησιμεύσει ως τίτλος της περιόδου 1981 - 2010, για την πολιτική ζωή της χώρας αυτά τα χρόνια (και είναι προς τιμήν του Σ. Κ. το ότι δε σφετερίζεται την πατρότητα της φράσης, την αποδίδει σε φίλο της στήλης του από το Λονδίνο).
Ένα απόσπασμα από το εν λόγω άρθρο: «Η αντίθεση των πολιτικών όλου του φάσματος στο Μνημόνιο, έπειτα από τρεις δεκαετίες βασιλείας του λαϊκισμού στην πολιτική ζωή, δεν εκπλήσσει. Εκείνο που εκπλήσσει και εξοργίζει (εμένα τουλάχιστον) είναι η διαστρέβλωση του όρου «πολίτης» από τα χείλη εκείνων που διεκδικούν την ψήφο του. Την έχουν καταντήσει ευφημισμό. Στην αντίληψη των περισσότερων πολιτικών, ο πολίτης είναι ένα είδος ζώου, χωρίς δυνατότητα ανάλυσης της πραγματικότητας, χωρίς κρίση, χωρίς ευθύνη. Λειτουργεί με το θυμικό και οι αντιδράσεις του περιορίζονται στο πιο ρηχό επίπεδο της αντίθεσης μεταξύ ηδονής και πόνου: του δίνεις, λ. χ., εκατό ευρώ και χαίρεται, του παίρνεις εκατό ευρώ και θυμώνει. Αυτός ο «πολίτης» είναι κάτι σαν διασταύρωση ανάμεσα σε ζωάκι και καθυστερημένο παιδάκι. Έχει πάντα δίκιο, ποτέ δεν ευθύνεται και η δουλειά του πολιτικού είναι να τον κατευνάζει και να τον ικανοποιεί.»
Εκλεπτυσμένο χιούμορ, δηκτική αλλά και κομψή ειρωνεία.
Περιμένουμε πολλοί καθημερινά το άρθρο του Σ. Κ..
Ν’ αραιώσουμε την ημερήσια δόση της κατάθλιψης, να παρηγορηθούμε που δεν είμαστε μόνοι.

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Ήθη: άσπονδοι ευεργέτες.

Σε κοινωνίες δυσλειτουργικές,
-και είναι μερικές, που δε χρειάζεται να πεις τίποτα πια για να αποδείξεις τις στρεβλότητές τους-,
περισσότερο και από το "ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος",
ισχύει το "ουδείς δολιώτερος του ευεργέτου".

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Η ασχήμια γεννά φασαρία.

Τα παλιότερα χρόνια καθισμένος τα βράδια στην Brasileira στο largo do Chiado έβλεπα το νεαρόκοσμο, εφήβους στην πλειονότητά τους, ν’ ανηφορίζουν την Garrett προς Bairro Alto, έλεγα κάπου έχουν τις φωλιές τους αυτά, ποιος ξέρει, και φανταζόμουν διάφορα. Η αλήθεια, κατευθύνονταν προς τα μπαράκια με την προσφερόμενη φτηνότερη μπύρα, ένα ευρώ το μισό λίτρο, καμιά φορά και ογδόντα λεπτά, στο ευρώ επίσης και η καϊπιρίνια, έπαιρναν το ποτό τους σε πλαστικά κύπελλα, όρθιοι ή κατάχαμα στα πεζοδρόμια, και κουβέντα με τις ώρες. Φέτος μάλιστα όχι μόνο εξιχνίασα ότι οι περισσότεροι κατέληγαν στα miradouro, τα μπαλκόνια – πλατείες με πανοραμική θέα στην πόλη, κυρίως της Santa Catarina και του Sâo Pedro de Alcântara, αλλά και δοκίμασα να περάσω ανάμεσά τους κάποια από τα βράδια μου. Εκατοντάδες παιδιά, σμάρια νεαρόκοσμος, κουβέντα – ψίθυρος και μπίρα σε πλαστικό ή από κάτι τεράστια μπουκάλια. Και στους κάδους των σκουπιδιών με τάξη ο καθένας τα σκουπίδια του. Στα μιραντόρου αυτά υπάρχουν και καντίνες – μερικά τραπέζια (όχι περισσότερα από δέκα-δεκαπέντε), αν καθίσεις το σέρβις ανεβάζει κάπως τις τιμές, παρά τα εκατοντάδες παιδιά, πάντα έβρισκα άδειο τραπέζι. Δε χόρταινα να τα χαζεύω. Καμιά φορά τραγούδαγαν, σπάνια και πολύ απομονωμένα. Διότι το πράγμα είναι εξόχως σύγχρονο εκτός από ενδιαφέρον. Συνυπάρχουν ως άτομα όχι ως συλλογικές οντότητες, τύπου του …παλιού καιρού σε μας, οι παρέες, οι νεολαίες κ.τ.ό.. Ούτε να τα νομίσει κανείς τίποτα σαν τη χαρά των μικροαστών: νοικοκυρεμένα, ήσυχα και οικονομικά / αντικομφορμιστικά παιδιά… Σπάνια καπνίζουν τσιγάρα νικοτίνης, η …σπιρτάδα του χόρτου σε χτυπάει συχνά στη μύτη, αλλά ούτε και σ’ αυτό κάποια ιδιαίτερη δραματικότητα. Όσο για τη σεξουαλικότητά τους, δείχνουν να τη βιώνουν δίχως περιττές ταλαιπωρίες και αναστολές και, αν παρατηρούσα σωστά τις λεπτομέρειες στις μικρές εκφράσεις και κινήσεις τους, δίχως στερεότυπα.

Κάποιο από τα βράδια με την …αποικία των παιδιών γύρω μου, με την όμορφη πόλη στα πόδια μας, θυμήθηκα εικόνες από την πατρίδα. Τις ταινίες του Οικονομίδη (το «Σπιρτόκουτο», την «Ψυχή στο στόμα»), την ασχήμια των θεσμών μας -αν είναι χτισμένοι θεσμοί οι πόλεις-, και που δύσκολα αντέχουμε πια ο ένας τον άλλο πάνω από εικοσάλεπτο, έστω και δύο οι Έλληνες…

Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

O Martinho da Vila.

Φεστιβάλ Delta Tejo, Alto da Ajuda, Monsanto, Lisboa, 4 Ιουλίου του 2010, γύρω στις 2230. Ο Μαρτίνιου ντα Βίλα. Δεν τον αναγγέλλει κανείς, βγαίνει στη σκηνή από την άκρη, τις ελάχιστες στιγμές μέχρι να εμφανιστεί η φιγούρα του στις γιγαντοοθόνες, δεν τον αντιλαμβανόμαστε, μόνος, κουβεντούλα, τραγουδάει a cappella. Άσπρο, άνετο παντελόνι και σακάκι, σαγιονάρες, t-shirt μαύρο, εμφανές σταυρουδάκι στο λαιμό, γυαλιά με λεπτό σκελετό, καπελάκι με γείσο, γενάκια και μαλλιά αραιά, o mais lindo avô do mundo / ο πιο όμορφος παππούς του κόσμου, αλλά ποιος παππούς, στα 72 του, με τη γοητεία και τη χάρη αυτών που δε γερνάνε. Του πετούν ένα διαφημιστικό καπελάκι, βγάζει το δικό του, φοράει το διαφημιστικό. Ανάλαφρος και βαθύς, μόνος στην άκρη του δρόμου αλλά και στο κέντρο μεγάλης παρέας σε τραπέζι, ψιθυρίζει, τραγουδάει, λικνίζεται, κόκκαλα και σώμα σαν από έναν καλύτερο πλανήτη. Χορεύει μαλακά o samba, σκέφτομαι: το ανάλογο σε σκηνικό καλλιτέχνη του Jorge Amado. Μας θυμίζει το απόφθεγμα της ζωής του: fazer tudo devagar, να τα κάνεις όλα αργά / χαλαρά, κι ύστερα μας τραγουδά devagar, devagar, devagarinho: αργά, αργά, …αργούτσικα (και το –d- βραζιλιάνικο, παρακαλώ: -dz-, dzεβαγκάρ, dzεβαγκάρ, dzεβαγκαρίνιου)… Ένα πλήθος, μπορεί πέντε χιλιάδες νεαρόκοσμος, απογειώνεται. Στο τέλος μπιζάρουν τρελαμένοι, εκείνος επιστρέφει στη σκηνή, τώρα με το έξοχο mulheres: γυναίκες (μουλιέρες) και με την άλλη μεγάλη επιτυχία του, το Madalena.
Γοητεία, αλήθεια, συγκίνηση: τα δώρα της τέχνης, βέβαια.

Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

Festival Delta Tejo, Lisboa, 2-3-4/7/2010.

Τα Delta Cafés διοργανώνουν περίπου τις ίδιες τρεις μέρες κάθε χρόνο –να περιέχουν σαββατοκύριακο- το φεστιβάλ με μουσικές των πορτογαλόφωνων κυρίως χωρών ή συγγενικών (ισπανόφωνων ή της ευρύτερης δυτικής Αφρικής), στην περιοχή Άλτου ντα Αζούντα της Λισαβόνας, στο δάσος του Μονσάντο, ακριβώς πάνω από την αρχιτεκτονική σχολή. Πρόκειται για χώρο πολλών στρεμμάτων, περιφραγμένο, με ισχυρή περιφρούρηση, τρεις πελώριες σκηνές, λούνα παρκ, καντίνες για φαγητό ή ποτά, αν και η περισσότερη μπύρα πουλιέται από τα παιδιά τα φορτωμένα στην πλάτη με τις ειδικές φιάλες, δύο ευρώ το πλαστικό ποτήρι. Σύμφωνα με τις εφημερίδες ο κόσμος προσέγγιζε καθημερινά τις πέντε χιλιάδες άτομα, νεαρόκοσμος, τη εξαιρέσει ελαχίστων άνω των τριάντα (όσο κυλούσε η νύχτα μάς πέταγε με φυγοκέντρηση η κούραση στα άκρα του πλήθους, κατάκοπους από την ορθοστασία, μερικοί οι πενηντάρηδες, κάπως περισσότεροι οι σαραντάδηδες…). Το εισιτήριο και για τις τρεις βραδιές ανερχόταν στο συνολικό ...ιλιγγιώδες ποσό των σαράντα (40) ευρώ. Το μουσικό πρόγραμμα ξεκίναγε γύρω στις επτά το απόγευμα, τελείωνε στις δύο τη νύχτα. Από τις έντεκα ως και τη λήξη της γιορτής περίμεναν απ’ έξω λεωφορεία, ταξί ούτε για δείγμα, τα ιδιωτικών συμφερόντων λεωφορεία (όταν η αγορά κάπως λειτουργεί…) δεν έχουν λόγο βέβαια να χάσουν τόση κίνηση, κι έτσι ο καθένας μπορούσε να επιστρέψει στην πόλη με μόλις ένα ευρώ και σαράντα λεπτά. Ανάμεσα σε πολλούς άλλους, ο Paulo Flores από την Αγκόλα, η Nneka από τη Νιγηρία, η Nancy Vieira από το Πράσινο Ακρωτήρι, η Ana Moura εκπροσωπώντας το ντόπιο fado, και πολλοί Βραζιλιάνοι: οι Asa de Águia, η δυναμική Ana Carolina,ο υπέροχος Carlinhos Brown με πολλά κομμάτια από τους Tribalistas, κι εκείνος που μου είναι αδύνατον έστω και μια στιγμή του να ξεχάσω, ο Martinho da Vila. Αλλά για τον Martinho da Vila απαιτείται μόνη της, ξεχωριστή μνεία / ανάρτηση.

Το πένθος για τον Σαραμάγκου (1922-2010).

Ο José Saramago, ο νομπελίστας Πορτογάλος συγγραφέας, πέθανε στις 18 του περασμένου Ιουνίου. Μία εβδομάδα αργότερα και για περίπου είκοσι μέρες βρισκόμουν στην Πορτογαλία. Στη χώρα αυτή σ’ εντυπωσιάζουν τα πολλά, μικρά και μεγάλα, βιβλιοπωλεία, συχνά παλαιοβιβλιοπωλεία, και μάλιστα όχι καταστήματα με χαρτικά κυρίως και για ξεκάρφωμα ολίγα βιβλία, αλλά εμπορικά με μόνο εμπόρευμα τα βιβλία. Να απορείς πώς επιβιώνουν, και ιδιαίτερα, γιατί τα ειδικά καταστήματα στην Πορτογαλία σπανίζουν. Φέτος, εκτός από τη Λισαβόνα, πέρασα απ’ το Πόρτο, την Κουΐμπρα και άλλες μικρότερες πόλεις, και καθώς έψαχνα ένα συγκεκριμένο βιβλίο, οι βιτρίνες των βιβλιοπωλείων τράβαγαν αμέσως την προσοχή μου. Ε, λοιπόν, δεν είδα ούτε μία, που να μην είχε σε περίοπτη θέση μεγάλη φωτογραφία ή σκίτσο-πορτρέτο του Σαραμάγκου: η κοινότητα των γραμμάτων τιμούσε εξαιρέτως αλλά και ευπρεπώς τη νωπή μνήμη ενός διακεκριμένου μέλους της. Κάτι ανάλογο και στον τύπο, εφημερίδες και περιοδικά. Και όχι μόνο στα ειδικά. Το Sábado (τεύχος 24-30/7/2010), το μεγαλύτερης κυκλοφορίας εβδομαδιαίο περιοδικό ποικίλης ύλης, κυκλοφόρησε με εξώφυλλο το πρόσωπο του συγγραφέα και αφιέρωμα στη ζωή και το έργο του, εκτεινόμενο σε είκοσι τέσσερις (24) σελίδες.

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Ζαχαρίας Παπαζαχαρίου (1925-2010).

Έλειπα από το νησί τη μέρα της κηδείας του. Κι ό,τι έχω να πω και το ευχαριστώ μιας ιδιαίτερης οφειλής, ελπίζω να τα σημειώσω όπως ταίριαζαν στον καλό και ξεχωριστό πολίτη της Κω. Με λόγια μετρημένα.

Δημοκράτης και προοδευτικός, υπερήφανος και τίμιος. Και οι τέτοιοι αγαπούν το λόγο, όχι τη ρητορική. Ο Ζαχαρίας Παπαζαχαρίου από συστολή σχεδόν μάσαγε τις συλλαβές, στην αρχή δυσκολευόσουν να ακούσεις τι έλεγε, αλλά μόλις η κουβέντα σιγούρευε το ήθος ή την αναγκαιότητά της, η άρθρωσή του ξεκαθάριζε, η φωνή του δυνάμωνε. Επιστράτευε επιχειρήματα και χιούμορ παλιού διανοουμένου. Κι όταν μετά το 1974 περίσσεψαν στη χώρα και στο νησί οι κατά φαντασίαν δημοκράτες, ο Παπαζαχαρίου, παρόλο που πραγματικός, μακριά από τα διάφορα μεταπολιτευτικά, συνέχιζε στο ταπεινό φωτογραφείο του, εκεί στην Ιπποκράτους. Φωτογραφείο και φωτοτυπείο.
Αλλά για όσους κάτι παραπάνω νιώθαμε, εκείνο το φωτογραφείο ήταν μια στάση άλλης τάξεως. Στο τζάμι του επίπλου, δεξιά όπως έμπαινες στο μαγαζί, κόλλαγε συνήθως φωτογραφίες ή αποφθέγματα που του άρεσαν σε μεγέθυνση. Ένα απ’ αυτά ήταν το «Κάθε τόπος την πληγήν του, η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Έλληνας. Εμμ. Ροΐδης». Μου έκανε τόση εντύπωση, που όταν –πρέπει γύρω στο 1977- ήρθε στο πρακτορείο των εφημερίδων σε έκδοση τσέπης Πάπυρος η «Πάπισσα Ιωάννα» το αγόρασα και το διάβασα, με την έξαψη ψυλλιασμένου βέβαια. Χρόνια πολλά αργότερα, όταν έπρεπε σε μια ώρα να αποφασίσω θέμα και περιεχόμενο σ’ ένα μονόλογο για τον Φασουλή, το μυαλό μου εύλογα έτρεξε αμέσως στον πνευματώδη Ροΐδη.
Δεν ξέρω αν κατάφερε ποτέ κανείς τίποτα περισσότερο απ’ το να περπατάει ένα κομμάτι γης, μέχρι να φτιάξει απ’ τα πολλά του βήματα ένα μονοπάτι, -μικρότερο ή μεγαλύτερο.
Το μονοπάτι αυτού του ανθρώπου, γιατί εν πολλοίς είχε να κάνει με το δημόσιο ήθος, ήθελα δημόσια να πω ότι το εκτιμούσα όσο πολύ λίγα στο νησί.

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Ζόρζε Αμάντο: Η ανακάλυψη της Αμερικής από τους Τούρκους.



Ο πλήρης τίτλος, κατά την προσφιλή συνήθεια του συγγραφέα, σχοινοτενής: Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ή ΠΩΣ Ο ΑΡΑΒΑΣ ΖΑΜΙΛ ΜΠΙΣΑΡΑ, ΣΚΑΠΑΝΕΑΣ ΠΑΡΘΕΝΩΝ ΕΔΑΦΩΝ, ΣΕ ΜΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΙΤΑΜΠΟΥΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΞΑΛΑΦΡΩΣΕΙ ΤΟ ΚΟΡΜΙ ΤΟΥ, ΕΙΔΕ ΝΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΡΕΙΑ ή ακόμα ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΜΑ.


Η Ανακάλυψη γράφτηκε το καλοκαίρι – φθινόπωρο του 1991, ύστερα από παραγγελία σχετική με τον εορτασμό της επετείου την επομένη χρονιά (1992) των 500 χρόνων από την ανακάλυψη της ηπείρου, από τον 79χρονο τότε Amado. Γλαφυρός αφηγητής με οίστρο που θα ζήλευαν πολλοί ικανοί και νεότεροί του συγγραφείς.

Κυριακή 30 Μαΐου 2010

I. B. Singer: Εχθροί, μια ερωτική ιστορία.

[Μυθιστόρημα, μετάφραση από τα αγγλικά Βασίλης Αμανατίδης, εκδόσεις Καστανιώτη, σειρά εικοστός αιώνας, 2009, σελ. 305.]


Η πλοκή εν συντομία: Ο Χέρμαν Μπρόντερ, Πολωνοεβραίος, ζει στη Νέα Υόρκη μαζί με την Πολωνέζα γυναίκα του, τη Γιάντβιγκα. Ήταν η υπηρέτρια στο πατρικό του, στο Τσίβκεφ, αυτή που μυστικά από όλους τον έκρυβε από τους ναζί στον αχυρώνα του σπιτιού των γονιών της στο χωριό Λιπσκ για τρία ολόκληρα χρόνια.

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Οι σειρές του HBO και ο Alan Ball.

Ο Alan Ball είναι ο σεναριογράφος της εμβληματικής για τη δεκαετία του ’90 ταινίας American Beauty, όσο για το HBO είναι το συνδρομητικό κανάλι της Warner. Εδώ και μερικά χρόνια, αν κάτι πραγματικά καινούργιο συνέβη στις δραματουργικές τέχνες (θέατρο, σινεμά, τηλεταινίες και τηλεοπτικές σειρές) είναι δίχως καμιά αμφιβολία οι αμερικανικές σειρές (και ορισμένες από άλλες εθνικές τηλεοράσεις). Οι σειρές αυτές απέδειξαν ακόμα μια φορά ότι το μέσον διαμορφώνει εν πολλοίς τη δομή της αφήγησης και ακόμα ότι δεν υπάρχουν a priori ποιοτικά και μη ποιοτικά μέσα.

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Μ' έθελγε, μ' εκήλει, μ' εκάλει εγγύς της.


Σημειώσεις από πέντε διηγήματα.
Η σταχομαζώχτρα και Ο Αμερικάνος (χριστουγεννιάτικα διηγήματα, αντίστοιχα του 1889 και 1891, τόμος 2ος, σελ. 115 -124 και 257-273), Βαρδιάνος στα σπόρκα (1893, τόμος 2ος, σελ. 541-640), Υπό την βασιλικήν δρυν (1901, τόμος 3ος, σελ. 327-331), Το μυρολόγι της φώκιας (1908, τόμος 4ος, σελ. 297-300).

[Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ΑΠΑΝΤΑ (πέντε τόμοι), κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Εκδόσεις ΔΟΜΟΣ.]

Ο Α.Π. (4 Μαρτ. 1851 - 3 Ιαν. 1911, και μία ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια στο βιογραφικό του: το 1874 είναι συμφοιτητής με τον Γεώργιο Βιζυηνό στη φιλοσοφική Αθηνών, που όμως ο Παπαδιαμάντης δε θα τελειώσει) είναι ο ιδιοφυής και μεγάλος νεοέλληνας πεζογράφος. Το έργο του Α.Π. καταλέγεται ανάμεσα στις λίγες ευλογίες αυτού που γεννήθηκε στη νεοελληνική γλώσσα. "Εγκλωβισμένο" στη γλώσσα του, και όμως όχι "εθνικό" ή περιορισμένης ποιητικής εμβέλειας. Χρειάζεται να ξοδέψει κανείς φιλολογική εμβρίθεια και πολύ χρόνο να εξηγήσει έστω και ένα από τα στοιχεία που συνιστούν το λογοτεχνικό αυτό φαινόμενο. Υλικό με ρυθμούς, μουσική, ποίηση. Στα ωριμότερα κείμενά του η ποιητική αρμονία εντοπίζεται σχεδόν σε κάθε φράση του (μέτρο, ομοιοτέλευτα κ.λπ.), όπως στον τίτλο αυτής της ανάρτησης, από τη βασιλική δρυ (σελ. 327, εκήλει: γοήτευε).

Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

Η ελληνική διοίκησις...

"Δεν λέγομεν ότι οι άνθρωποι του τόπου ήσαν εκτάκτως κακοί. Αλλού ίσως είναι χειρότεροι. Αλλά το πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της ελληνικής διοικήσεως. Θα έλεγέ τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες διά να αποδειχθή ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν. Αλλά ταύτα δεν είναι του παρόντος."
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Βαρδιάνος στα σπόρκα (1893), Άπαντα, τόμος β', εκδόσεις Δόμος, σελ. 571.

Νόμιζα, τουλάχιστον (ξανα)διαβάζοντας Παπαδιαμάντη, αφημένος στον ηδύτερο της ελληνικής λυρισμό, ότι θα ξεχνιόμουν...

Τρίτη 27 Απριλίου 2010

ΙΣΑΑΚ ΜΠΑΣΕΒΙΣ ΣΙΝΓΚΕΡ: Στο δικαστήριο του πατέρα μου.

Έξω να μαίνεται ο λαϊκισμός, η χώρα (ψωροκώσταινα και σούργελο μαζί) να παραδίδεται σε μοιραία παράκρουση, τι άλλο μάς μένει από την κατά μόνας περισυλλογή, άντε και για να μη μας καταπιεί η κατάθλιψη, καμιά βόλτα σε απόμερα στέκια, κανένας καφές μ' ένα φίλο, τώρα που και τα τραπεζάκια έξω είναι στην εποχή τους, δίχως τους αηδιαστικούς φανούς-σόμπες γκαζιού, δηλαδή, να σου πυρώνουν τη μούρη. Για όσους την αγαπάμε, καλύτερη περισυλλογή και μαζί αντίδοτο στη μιζέρια από τη λογοτεχνία δεν υπάρχει. Στενοχωριέμαι μόνο που οι εφεδρείες μου σε Σίνγκερ εξαντλούνται. Ο άνθρωπος -πια είμαι σίγουρος- δε δημοσίευσε ούτε μία σελίδα που να μην είναι καλή και δυνατή λογοτεχνία. Στον τόμο των 49 ευσύνοπτων διηγημάτων με γενικό τίτλο "Στο δικαστήριο του πατέρα μου" (αναφέρεται στο ραββινικό δικαστήριο του πατέρα του, λίγα χρόνια πριν και στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, στην Πολωνία, στη Βαρσοβία κυρίως), ο Σίνγκερ αφηγείτει αυτοβιογραφούμενος, σε μία σύνθεση χαλαρή που προσομοιάζει ή συχνά μάς θυμίζει τις επιμέρους ενότητες ενός ενιαίου μυθιστορήματος, όλα εκείνα τα δυνατά συναισθήματα και βιώματα που συνέθεσαν την παιδική του εμπειρία, αλλά και την πλούσια ιλύ του υστερότερου συγγραφικού του έργου.

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Γεωργίου Βιζυηνού: Το αμάρτημα της μητρός μου και άλλα διηγήματα.



Ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896), μάλλον δε χρειάζεται συστάσεις. Στον πολύ φροντισμένο, ομώνυμο με τον τίτλο αυτής της ανάρτησης, τόμο της "Εστίας" συμπεριλαμβάνονται τα έξι γνωστότερα διηγήματά του, γραμμένα ανάμεσα στο 1882 και το 1886. Τα ξαναδιάβασα αυτές τις μέρες, τα χάρηκα πολύ, και όσοι τα διαβάσατε νεότεροι και άγουροι αναγνώστες, ρίξτε τους πάλι μια ματιά, θα σας ανταμείψουν πολλαπλά. Πράγματι μεγάλη λογοτεχνία, ανάμεσα στα άλλα "μία συγκλονιστική μελέτη θανάτου", όπως σημειώνεται στο οπισθόφυλλο της έκδοσης. Παράλληλα, έκανα μια - δυο σκέψεις, λέω να τις σημειώσω εδώ, παρόλο που δεν είμαι καθόλου σίγουρος για το φιλολογικό τους κύρος. Να εξηγηθώ. Όταν φέρνω στο νου μου τα διηγήματα του Βιζυηνού, τα συγκαταλέγω -όπως και τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη, που όμως θα 'θελα επίσης να τα ξανακοίταξω-, ανάμεσα στα ελάχιστα πεζά που για τον άλφα ή το βήτα λόγο δεν είναι εγκλωβισμένα στη νεοελληνική γλώσσα ή πραγματικότητα. Κι αυτό για δύο βασικούς λόγους.

Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης: "...τι κούφια λόγια ήτανε αυτές η βασιλείες."



ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ

Μαζεύτηκαν οι Αλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,
Αλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη
φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,
εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,
μες στη λαμπρή παράταξι των στρατιωτών.

Ο Αλέξανδρος -τον είπαν βασιλέα
της Αρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
Ο Πτολεμαίος -τον είπαν βασιλέα
της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.
Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,
στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,
δεμένα τα ποδήματά του μ' άσπρες
κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.
Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,
αυτό τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.

Οι Αλεξανδρινοί έννοιωθαν βέβαια
που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.

Αλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,
των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις κ' εμορφιά
(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών),
κ' οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κ' ενθουσιάζονταν, κ' επευφημούσαν
ελληνικά, κ' αιγυπτιακά, και ποιοί και εβραίικα,
γοητευμένοι με τ' ωραίο θέαμα -
μ' όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήτανε αυτές η βασιλείες.

[Οι "Αλεξανδρινοί Βασιλείς", κατά την κλασική έκδοση του ΙΚΑΡΟΥ, δημοσιεύτηκε το 1912. Οι νίκες στους Βαλκανικούς δικαίωναν πια τόσο τη Μεγάλη Ιδέα, που η ειρωνεία για τις ...βασιλείες και τις λοιπές δόξες από τον Καβάφη θα έμοιαζε -και στους ελάχιστους που τότε παρακολουθούσαν το έργο του ποιητή- μάλλον άτοπη, ακόμα και κακόβουλη. (Να θυμίσω, τη Μεγάλη Ιδέα, το να λυτρωθεί σύμπαν το έθνος ανασυστήνοντας μάλιστα τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, την επέβαλε στο δημόσιο βίο, μετά την Εθνοσυνέλευση του 1844, ο Ιωάννης Κωλέττης, ο ίδιος επίσης που εισήγαγε αλλά και με ζήλο εδραίωσε τη νεοελληνική κρατική διαφθορά, το ρουσφέτι, την πελατειοκρατία κ.τ.ό.) Βεβαίως, δέκα χρόνια αργότερα, το 1922, είχε σειρά η μικρασιατική καταστροφή, πολλές εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί και περί το ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες...]

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Τα φαγιούμ και οι ψαλμοί.

Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον,
καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ,
λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς,
φωτοδότα,
καὶ σῶσόν με.
(Από τον εσπερινό της Κυριακής των Βαΐων.)

[Πάντοτε σώζει την ποιητική ρητορική ο λανθάνων, ο μη συνειδητός (;), ερωτισμός. Τότε, τα κύρια λογοτεχνικά σχήματα -εδώ η μεταφορά- γίνονται δραστικότερα, αλλά και μειώνονται τα διακοσμητικά: φωτοδότα και η μετοχή κεκοσμημένον τα μόνα επίθετα, και αν συγκρίνουμε με συνήθεις ψαλμούς, θα λέγαμε ότι περιορίζεται και η λεξιθηρία.
Αξίζει με μια μικρή σύνοψη να παρακολουθήσει κανείς τους εσπερινούς της Μεγάλης Εβδομάδος, αν όχι για άλλο λόγο, μόνο για να αντιληφθεί πόσο ρητορική / στατική, πόσο κατώτερη τελικά από τη μεσαιωνική / βυζαντική, με την οποία υποτίθεται ότι διαλέγεται από θέση ισχύος, είναι εκτός από πολύ λίγες εξαιρέσεις η νεοελληνική ποιητική παραγωγή.
Την ίδια αίσθηση, του αναλογικά λιγότερου, που είχα πρόσφατα, όταν μετά την έκθεση Τσαρούχη στο Μουσείο Μπενάκη ξεφύλλιζα ένα άλμπουμ με τα ελληνιστικά φαγιούμ...]

Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

Isaac Bashevis Singer: Ο λογοκλόπος και άλλα διηγήματα.

Δεκαέξι διηγήματα περιέχει η παλιά αυτή συλλογή. Παρούσες κι εδώ όλες οι αρετές του Σίνγκερ: συναρπαστικός, κατ' επίφαση μόνο ηθογραφικός, του αρκούν μια - δυο προτάσεις από την πρώτη παράγραφο κιόλας και ιλιγγιωδώς κατεβάζει σε βάθη που κόβουν την ανάσα, με στιγμές χιούμορ στο κοκτέιλ της ειρωνείας και της γλαφυρότητας, το χαρακτηριστικά -νομίζω- εβραϊκό, τυπικά για να αφηγηθεί ιστορίες Πολωνοεβραίων πριν ή μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ουσιαστικά για να εξιστορήσει την πέρα από τις όποιες ειδικές συνθήκες ανθρώπινη περιπέτεια, με λίγα λόγια ο συγγραφέας που οικονομεί στέρεη, άρτια, μεγάλη λογοτεχνία.

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Εδώ νησάκια χάνονται...

Το νησάκι Νιου Μουρ που εδώ και 30 χρόνια αποτελούσε αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στην Ινδία και το Μπαγκλαντές, τελικά έδωσε μόνο του λύση στην έριδα: εξαφανίστηκε στα νερά του Κόλπου της Βεγγάλης, λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας.
«Αυτό που δεν κατάφεραν να πετύχουν οι δύο χώρες έπειτα από χρόνια διαλόγου τελικά επιλύθηκε από την κλιματική αλλαγή» σχολίασε ο Σουγκάτα Χάζρα, καθηγητής Ωκεανογραφίας στο Πανεπιστήμιο Τζανταβπούρ της Καλκούτας.

Το Νιου Μουρ, ένα από τα πολλά του νησιωτικού συμπλέγματος Σούντερμπαν, έχει πλέον βυθιστεί εντελώς όπως επιβεβαιώνουν οι δορυφορικές φωτογραφίες και οι περιπολίες του λιμενικού, εξήγησε ο ερευνητής. Μόνο οι κορυφές μερικών δέντρων διακρίνονται να εξέχουν από το νερό.

(Από τα ΝΕΑ, 24 Μαρτίου 2010.)

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ: Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΑΘΟΥΣΑΛΑ.

Isaac Bashevis Singer
Δεν είναι πολύς καιρός, που φίλος, ειλικρινής φιλαναγνώστης, με παρακάλεσε να διαβάσω "αυτόν τον παράξενο Εβραίο, τον Σίνγκερ", να του εξηγούσα ίσως τι -κατά τη γνώμη μου- του συνέβη και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από τα βιβλία του. Πώς και ένας κόσμος κατά βάσιν μη οικείος στη νεοελληνική τωρινή εμπειρία, τον απορροφούσε τόσο.

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Κριτικές / Το Σκοτεινό Νησί

Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010


Η προσωπική μας «σπηλιά»

Από τον Παναγιώτη Νούτσο

Αντώνης Νικολής
Το σκοτεινό νησί
Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 2008, σ. 172

1. Εισαγωγή: Η γείωση του νόστου

Ο Αντώνης Νικολής, ύστερα από μία ευδόκιμη θητεία ως συγγραφέας της θεατρικής σκηνής, προσέρχεται στο πεδίο της πεζογραφίας. Ακριβέστερα, το παρόν βιβλίο αποτελεί μία εκτενή νουβέλα που μεταγράφει το ομώνυμο θεατρικό έργο τού 2001.
Σε κάθε, σχεδόν, κείμενο του Νικολή υπονοείται το νησί όπου ο ίδιος μεγάλωσε κι έζησε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια ή στο οποίο ζει μεγάλα χρονικά διαστήματα ανά έτος. Γι' αυτό οποιαδήποτε προϊδέαση, ιδίως τώρα στο Σκοτεινό νησί, είναι μάλλον απαραίτητη ως αναφορά στην Κω των δεκαετιών του '60 και του '70. Αλλωστε, η ίδια βεβαιότητα ότι «θα πάμε και φέτος στην Κω» δύο φορές ενυπάρχει και στο Σπίτι φεύγει (Αθήνα 2002, 55, 69). Πρόκειται για ένα διαρκές συγκριτικό πεδίο, ζώντας «νοερά» κάθε φορά στο νησί όπου συνυπήρχαν «πολλοί κόσμοι σε μία συλλαβή» (βλ. Μ. Χατζηγιακουμή-Π. Νούτσος, Η Κως στη λογοτεχνία, Αθήνα 2008, σ. 274-274). Ο Νικολής, επιπλέον, ως συντοπίτης του Ιπποκράτη, είχε τη δυνατότητα να εγκαταλείψει νωρίς τον περίβολο της Ιατρικής και να σταθεί ως δόκιμος του λογοτεχνικού λόγου σε ένα πλαίσιο βιοηθικής, που με τη σειρά του συνοψίζεται στον πρώτο ιπποκρατικό αφορισμό:
«Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρά».

2. Για το σημαίνον

Τα μορφικά γνωρίσματα του κειμένου δένουν απρόσκοπτα με το περιεχόμενό του και γι' αυτό συμπορεύονται. Δηλαδή, η αβίαστη θεατρική διαλογικότητα, οι κοφτές προτάσεις που συγκρατούν κοφτερό σημαινόμενο, τα υπομειδιάματα που εκπέμπουν ειρωνικό τόνο, ο εμποτισμός στην καθημερινότητα και τον τρέχοντα λόγο χωρίς πυλωρό και ιδίως η αλληγορική και η μεταφορική περιένδυση της ροής του κειμένου.
Τόσο η ειρωνεία όσο και η μεταφορά λειτουργούν ως κύριοι αγωγοί της αφήγησης.

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

Hermann Broch: Οι Υπνοβάτες ΙΙ, 1903, ΕΣ ή Η ΑΝΑΡΧΙΑ.

Στο δεύτερο μυθιστόρημα της τριλογίας "Οι Υπνοβάτες", ο Μπροχ μετακινεί την αφήγησή του δεκαπέντε χρόνια αργότερα, από το 1888 στο 1903, και παρακολουθεί τα βήματα ενός τριαντάχρονου λογιστή, του Αύγουστου Ες. Παρόλο που δεν κοινωνιολογεί, ως ένα βαθμό καταγράφει τον αναδυόμενο και ανασφαλή κόσμο των μικροαστών της κεντρικής Ευρώπης, την αδυναμία του γενικότερου προσανατολισμού και τη συγκεχυμένη ταυτότητα των εν λόγω στρωμάτων του πληθυσμού.

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

HERMANN BROCH: Οι Υπνοβάτες Ι, 1888, ΠΑΣΕΝΟΒ ή Ο ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ.



Ο Χέρμαν Μπροχ, γεννημένος στη Βιέννη το 1886, εβραϊκής καταγωγής, εργάζεται μέχρι τα σαράντα του σχεδόν στο υφαντουργείο του πατέρα του, όταν το 1925 αποφασίζει να σπουδάσει μαθηματικά, φιλοσοφία και ψυχολογία. "Οι Υπνοβάτες" είναι η μυθιστορηματική τριλογία, με την οποία πρωτοεμφανίζεται (εκδίδεται το 1932) και η οποία συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες κατακτήσεις της σύγχρονης λογοτεχνίας. Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας από τους ναζί, ο Μπροχ συλλαμβάνεται από την γκεστάπο, για να αποφυλακιστεί με τις ενέργειες φίλων του, ιδίως του Τζόυς. Στην Αμερική θα ολοκληρώσει το μεγαλύτερο έργο του, "Το Θάνατο του Βιργιλίου". Πεθαίνει το 1951 στο Νιου Χέηβεν.

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

ROBERT MUSIL: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ χωρίς ιδιότητες.

(Τόμοι Ι και ΙΙ, αντίστοιχα 792 και 769 σελίδες, μετάφραση Τούλα Σιετή, εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ, 1992.)
Υπάρχουν βιβλία που τα διαβάζουμε σποραδικά και λίγο, που μένουν στοιβαγμένα για καιρό στο κομοδίνο μας. Ο Προυστ, ο Τζόυς, ο Μούζιλ, ο Μπροχ, ο Πεσσόα κ.ά. Αλλόκοτη, δυνατή, γοητευτική αφήγηση -και άλλα, κάθε φορά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά-, βεβαίως με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επιστρέφουμε στις ρηξικέλευθες, -από επιλογή- μοναχικές μεγαλοφυΐες του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα. Αν και πρωταρχική αρετή της αφήγησης στην επική ή τη δραματική ποίηση ή στην πεζογραφία ανέκαθεν θεωρείται η προοικονομία / το σασπένς, οι δημιουργοί αυτοί, διερευνούν στα όρια της λογοτεχνίας και άλλα, ιδίως όμως τη χειραφέτηση της αφήγησης από την ανέλιξη της πλοκής. Μετατοπίζουν το κέντρο από το τι στο πώς, με ποια υλικά, το αφηγούμαστε. Είναι παραπάνω από σίγουρο ότι οι ίδιοι βιώνουν ελευθερία και καθαρή δημιουργική απόλαυση, πολύ συχνά εξάλλου αδιαφορούν ακόμα και για τον τελικό τους προορισμό, αφήνοντας πίσω τους έργα ανολοκλήρωτα, περίπου σαν ανοιχτές διόδους προς τα εργαστήριά τους. Γιατί -ας μου επιτραπεί- αυτό κυρίως κληροδοτούν οι εν λόγω (ίσως και συνολικότερα η νεωτερικότητα): τολμηρά διαβήματα ελευθερίας και ενίοτε επισκέψιμα πολύ πλούσια (σε εργαλεία, τεχνικές και μυστικά) εργαστήρια.
Υπ' αυτήν την έννοια, λοιπόν, έργα που απαιτούν από τον αναγνώστη τους ή την ωριμότητα της λογοτεχνικής κατάρτισης ή το ειδικό ενδιαφέρον του τεχνίτη ή του ερευνητή. Ή ίσως και τα δυο. Αν συνυπολογιστεί μάλιστα και μια ισχυρή τάση φυγής, ας πούμε από το ζόρι των καιρών (να ζεις σε μια γλώσσα κι έναν τόπο, όπου από τον πολύ λαϊκισμό είναι αδύνατον πια να αρθρωθεί το στοιχειώδες), τι άλλο από το να καταφύγεις ικέτης στην ελευθερία (την εσωτερική) εκείνων των ανθρώπων.
Το "Ο Άνθρ. χ. ιδ." είναι το έργο ζωής του Μούζιλ. Αρχίζει να το γράφει το 1919, στα 39 του, και όσο ζει δε θα προλάβει να το ολοκληρώσει. Τελευταία σημείωσή του, τη μέρα του θανάτου του, 15 Απριλίου 1942.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Τῇ ἐμῇ Πιπίτσῃ / στην Πιπίτσα μου.

Παλαιός και σπουδαίος πανεπιστημιακός, όταν ακόμα τα συγγράμματα γράφονταν "με την οικονομία και την ακρίβεια" της αρχαΐζουσας, αφιερώνει το πόνημά του στην καλή του σύντροφο, την Πιπίτσα.
Τῇ ἐμῇ Πιπίτσῃ. (Με υπογεγραμμένες και οι τρεις δοτικές, οι δύο πρώτες με περισπωμένη.)
Στην Πιπίτσα μου.
Ένα πρώτο γελάκι, ναι.
Αλλά είναι και ένα αισθηματικό χνάρι, η χροιά μιας οικείας προσφώνησης: ο κύριος καθηγητής, ο οποίος, κλείνοντας πίσω του την εξώπορτα, πριν κρεμάσει καπέλο και πανωφόρι στον καλόγηρο, θα φωνάξει ένα ήσυχο "Πιπίτσα μου", για να τον ακούσει εκείνη από τα εσωτερικά δωμάτια, να του απαντήσει εξίσου καθησυχαστική, "ήρθες;".

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2010

Ευχές.

Τι άλλο;
Μακάρι ν' αρχίσει να μειώνεται ο λαϊκισμός (πολιτικών, δημοσιογράφων, καλλιτεχνών, επιστημόνων).
Είναι ο μόνος τρόπος -τέρμα τα λογής ψέματα- για ν' αρχίσουν να μειώνονται ελλείμματα και χρέη.
Καλό κουράγιο να φωνάζουμε ο ένας στον άλλο, και για το δρόμο, για ...αλεξίλυπο, να πάρουμε μαζί μας πολλή και καλή λογοτεχνία.