Η
Διονυσία είναι μια ελκυστική θεοσεβούμενη νησιώτισσα, τριανταεπτά ετών.
Στον οικιακό της παράδεισο με τον κήπο, τα μυριστικά και τη μικρή
οικογενειακή τουριστική επιχείρηση, έχει τους χειρότερους συγκάτοικους.
Εναν βάρβαρο σύζυγο που την κερατώνει επιδεικτικά και δυο γιους που παρά
τα όσα διατείνεται η ψυχολογία, λατρεύουν και υπηρετούν το πρότυπο του
πατέρα με αξιομνημόνευτη επιτυχία.
Η σύντομη σεξουαλική απόδραση της γυναίκας με έναν νοικάρη αντί για
προσωρινό αναπαμό ανοίγει το κουτί της Πανδώρας. Το πρώτο της
τσιγαριλίκι και το πρώτο της ερωτικό τρίο θα μαθευτούν. Η Διονυσία θα
ξυλοκοπηθεί άγρια από γιους και σύζυγο και με συνοπτικές διαδικασίες θα
εγκαταλείψει την Κω και θα βρεθεί πρόσφυγας στη σκοτεινή χοάνη του
Κέντρου της Αθήνας. Το προσωπικό της κομπόδεμα και η ιαματική χάρη που
έχει το άγγιγμά της θα της εξασφαλίσουν, για ένα διάστημα, μια ήσυχη
μιζέρια, αλλά και θα εξάψουν τη βουλιμία του πριμιτίφ νέου περίγυρού
της. Σαλταρισμένα άτομα θα μυριστούν τις χάρες της και θα επιδιώξουν να
την απομυζήσουν. Σαλοί ησυχάζουν και ελαττώνουν τους σπασμούς τους όταν
τους πιάσει το μέτωπο. Συνειδητοί ομοφυλόφιλοι αισθάνονται την παυσίπονη
δύναμη του αιδοίου της, την εντάσσουν στα πολύπλοκα ερωτικά τους
σχήματα και την αποθεώνουν. Τα πρώτα σνιφαρίσματα, τα πρώτα τρυπήματα,
το κομπόδεμα που εκμηδενίζεται και η εξάρτηση από την πρέζα θα τη ρίξουν
σταδιακά στην ανεργία κι από κει στην εξαθλίωση και στο πεζοδρόμιο. Η
Αγία της Κω, βρώμικη, άσχημη, απισχνασμένη και αμετανόητη θα συνεχίσει
να θεωρείται Αγία ακόμη και στους πρεζότοπους παραμονές των Ολυμπιακών
Αγώνων της Αθήνας. Το μόνον που δεν μπορεί να ανακουφίσει η Διονυσία
είναι ο εαυτός της. Το λίγο που θυμάται τα παιδιά της, γίνεται πολύ και
μεγεθύνεται ανάλογα με την προσωπική της έκπτωση. Δεν μετανιώνει όμως
ποτέ. Γιατί; Αυτό δεν είναι το μόνο ερωτηματικό που αφήνει το βιβλίο.
Το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό στη γραφή του Αντώνη Νικολή - πέρα
από τη γνωστή δεινότητά του - είναι ο αντιδραματικός τόνος του που δεν
έχει καμία σχέση με την αποστασιοποίηση. Ο Νικολής μπαίνει ολόσωμος στο
δράμα χωρίς ούτε μια στιγμή να ζητάει τη συνδρομή της δραματικής
γλώσσας. Αποφεύγει αποτελεσματικά τη φιλοσοφία του περιθωρίου, δεν
παίρνει δάνειο ούτε από τη συναισθηματολογία ούτε από τον ορθολογισμό
και την ηθικολογία. Ακόμη και αυτό το έντονα ανορθολογικό στοιχείο - το
θείο χάρισμα της ηρωίδας - δεν παρεμβαίνει στο σκιτσάρισμα του προσώπου
για να γλυκάνει τις γωνίες του. Μοιάζει πιο πολύ με μαγικό στοιχείο που
δίνει συνοχή στη δυσεξήγητη ψυχολογία του προσώπου, στα ναρκωτικά, την
αυτοεγκατάλειψη, την ανηδονική λειτουργία του σεξ.
Ο αναγνώστης θα δυσκολευτεί να φέρει βόλτα όλο αυτό το υλικό. Η
Μποβαρί της πρέζας, άλλοτε θα τον τραβάει σαν μαγνήτης κι άλλοτε θα του
στέλνει έναν κόμπο στο στομάχι και θα παρατάει το βιβλίο μισάνοιχτο
μέχρι να ανακτήσει αντοχές.