Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023

Τα λιθαράκια του σπιτιού μας.

Κείμενό μου δημοσιευμένο στις "Στάχτες" (4/3/2015) -πάνω στη θεμελιώδη ρήση του μεγάλου εκλιπόντα για την αφήγηση του μυθιστοριογράφου. Ο Μίλαν Κούντερα (1/4/1929-11/7/2023) για όσους αγαπούμε ή και υπηρετούμε την τέχνη του μυθιστορήματος θα παραμείνει σταθερή και σεβαστή αξία και αναφορά.

Αντώνης Νικολής, Τα λιθαράκια του σπιτιού μας [2015]

Αρχείο 4.3.2015

Στη Βουλιαγμένη, την άνοιξη του 1963. Με τη μητέρα μου Καλλιόπη (Πόπη), το γένος Χατζημάρκου. Μας φωτογραφίζει ο πατέρας μου Χαράλαμπος. Έως και το φθινόπωρο του 1963 ζούσαμε στα Ιλίσια, στην οδό Γουναροπούλου, ο πατέρας μου ειδικευόταν στην ακτινολογία, στο Νοσοκομείο του Ευαγγελισμού. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, εγκαταστημένοι πια στον τόπο της καταγωγής μας, στην Κω, θα γεννιόντουσαν και οι αδελφοί μου, ο Θανάσης (1964) και ο Λάμπρος (1967), για να συμπληρωθεί η πενταμελής πατρική οικογένεια.

fav-3

“Πασίγνωστο σχήμα μεταφοράς: ο μυθιστοριογράφος γκρεμίζει το σπίτι της ζωής του για να χτίσει, με τις πέτρες του, το σπίτι του μυθιστορήματός του.” (Μίλαν Κούντερα, Η τέχνη του μυθιστορήματος[*])

Είχα και άλλες ευκαιρίες να αναλογιστώ την παραπάνω ρήση, αλλά συχνότερα παρακολουθώντας αναρτήσεις είτε σε ιστολόγια (blogs) είτε σε χρονολόγια (τοίχους) στο facebook, από τη θέση αυτού που παρατηρεί μία σχεδόν ασύγγνωστη σπατάλη: «μα τι το δημοσιοποιεί τώρα αυτό, τόσο ωραίο κομμάτι», είναι η σκέψη μου συνήθως, «γιατί δεν το κρατάει για τον εαυτό του;». Για ένα συγγραφέα, ιδίως μυθιστοριογράφο, τα βιώματα, μικρά – μεγάλα, καθετί που αποθησαυρίζει η μνήμη, είναι το πολύτιμο υλικό της δουλειάς του. Μερικοί, κιόλας, αυτά τα λογής στιγμιότυπα τα καταγράφουν σε μπλοκάκια, τα καταχωρίζουν ή τα αποδελτιώνουν περίπου όπως οι ερευνητές επιστήμονες. Προσωπικά, κι όχι από φυγοπονία ή από έλλειψη οργάνωσης, τα ρίχνω ατάκτως, το προτιμώ να μεταβολίζονται μόνα τους, ν’ αφομοιώνονται εν αγνοία μου, εκεί κάτω στις γαλαρίες του ασυνειδήτου –ας μου επιτραπεί το σχήμα.

Το καλοκαίρι που μας πέρασε (2014), στη βεράντα του σπιτιού μου στην Κω. Με φωτογραφίζει ο Δημήτρης Μποσνάκης.

Το καλοκαίρι που μας πέρασε (2014), στη βεράντα του σπιτιού μου στην Κω. Με φωτογραφίζει ο Δημήτρης Μποσνάκης.

Οι ιστορίες που αφηγούμαστε, τα λογοτεχνικά κείμενα καθαυτά, νομίζω είναι όντα φυσικά, όντα πέρα από μας, και τόσα όσες και οι πιθανές δυνατότητες της ύπαρξης. Ανάμεσα στα πολλάκις εκατομμύρια σπερματοζωάρια και τα εκατοντάδες ωάρια των γονιών μας, η ύπαρξή μας ήταν ήδη μία απειροστή πιθανότητα, όμως και μία φυσική δυνατότητα. Το ίδιο ισχύει για κάθε λογοτεχνικό έργο. Η συμβολή των συγγραφέων, αυτό που λέμε και ταλέντο, δεν είναι παρά η ικανότητα να φέρουμε από κείνους τους αφανείς τόπους τις σκιώδεις αυτές οντότητες, να τους δώσουμε ύλη από τη δική μας υπόσταση, (από το νου τα απαυγάσματα, από τα κιβώτια της μνήμης ανασύροντας συνειρμικά τις ακολουθίες και τις εκλάμψεις, από τη γλωσσική δεξαμενή την ιδιόλεκτο, από την αισθητική αγωγή τους ρυθμούς, τις μορφές του λόγου), και όλ’ αυτά σε ακέραια οικονομία, στη δική τους οικονομία. Έτσι, όντας απέριττα, -άρα, τι άλλο από αυθεντικά-, πάντως ποτέ με λογική επεξεργασία κατασκευασμένα, είναι αληθινά, και πια δεν είναι δικά μας. Όπως δεν ανήκουν σε κανένα γονιό τα παιδιά του, κι ας πήραν από τις σάρκες του για να γεννηθούν.

Μ’ άλλα λόγια, η δημιουργικότητά μας οικονομεί από τα βιώματα, από τα λιθαράκια του σπιτιού μας, γκρεμίζοντάς το, τα δομικά υλικά των αφηγήσεών μας. Να εικάσω, επιπλέον, ότι όλα τούτα εξατομικεύονται στον καθένα μας κατά τον τρόπο του, κατά το ύφος της δικής του τέχνης.