Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

Ο θάνατος ως ορίζοντας (αφηγηματολογικές, ερμηνευτικές και λογοτεχνικές προσεγγίσεις)

Ο θάνατος ως ορίζοντας

Αφηγηματολογικές, ερμηνευτικές και λογοτεχνικές προσεγγίσεις
Aπό τον Δημήτρη Μποσνάκη 

[Και αίφνης μία κίνηση υπέρ του Περεγρίνου πραγματικά υψηλού κύρους. Μια εκτενής, σπάνιας εμβρίθειας μελέτη, δημοσιευμένη εν μέρει στο έντυπο και που πρόκειται να αναρτηθεί πλήρως στη web / ηλεκτρονική έκδοση του the booksjournal.

Τη μελέτη υπογράφει ο καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας Δημήτρης Μποσνάκης, και η δημοσίευση / ανάρτηση γίνεται στο tbj του Ηλία Κανέλλη.]

(Αποσπάσματα) 

Ο Περεγρίνος του Αντώνη Νικολή δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα της νεοελληνικής
λογοτεχνίας, αλλά ένα έργο που διεκδικεί τη θέση του στη Weltliteratur. Αντλεί στοιχεία
από το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα, τη ρωμαϊκή ιστοριογραφία και τη φιλοσοφική
παράδοση, ενώ ενσωματώνει αφηγηματικές τεχνικές του μοντερνισμού και του
μεταμοντερνισμού. Η ειρωνική του απόσταση και η θεματική του πολυπλοκότητα τού
χαρίζουν διαχρονικότητα και οικουμενικό εύρος. Συνδυάζοντας την αρχαιότητα με τη
σύγχρονη αφήγηση, τη φιλοσοφική αναζήτηση και τη μεταμυθοπλασία, εντάσσεται με
πρωτοτυπία και λογοτεχνική βαρύτητα στον διεθνή λογοτεχνικό διάλογο. 
 

Όπως ακριβώς πλένουμε το κορμί μας θα έπρεπε να πλένουμε το
πεπρωμένο, ν᾽ αλλάζουμε ζωή όπως αλλάζουμε ρούχα – όχι για
να διατηρήσουμε τη ζωή μας, όπως όταν τρώμε και κοιμόμαστε,
αλλά λόγω εκείνου του σεβασμού των άλλων προς εμάς που
ορθώς αποκαλούμε καθαριότητα.
Φερνάντο Πεσσόα, Βιβλίο της Ανησυχίας Απόσπασμα 42
(μετ. Μαρία Παπαδήμα)

To πεζογραφικό έργο του Αντώνη Νικολή συνιστά μια υποδειγματική λογοτεχνική
περίπτωση. Πίσω από το κύρος της φόρμας και την προφανή επιδίωξη για
καλλιτεχνική τελειότητα, η αγάπη του για το ύφος και τη διαρκή αναζήτηση της
σωστής λέξης εκφράζει αν μη τι άλλο ένα εμμονικό πάθος που θα μπορούσε άλλοις
λόγοις να εκληφθεί και ως απελπισμένη πάλη ενάντια στο παράλογο της ύπαρξης,
θεώρηση που φαίνεται να διακατέχει τον συγγραφέα σε κάθε του έργο. Η ασκητική
αφοσίωσή του στη συγγραφή εκπέμπει όχι μόνο έντονη αυστηρότητα και απόλυτο
καλλιτεχνικό έλεγχο, αλλά και έναν ιδιαίτερο συνδυασμό λυρικής παρατήρησης,
στυγνού ρεαλισμού, μεταφυσικού ρίγους και ειρωνείας, που παραπέμπει σε γόνιμους
πόρους της λογοτεχνικής γραφής. Το μέχρι τώρα έργο του Νικολή διακρίνεται τόσο
για τις συνεχείς δομικές επινοήσεις του αφηγηματικού λόγου (από την τριλογία του
έρωτα και της οδύνης: Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα, Διονυσία και Ο θάνατος του
μισθοφόρου, στις δυστοπικές ελεγείες Το Σκοτεινό Νησί και Το γυμναστήριο) και τις
απαιτήσεις που θέτει στη γλώσσα για οικονομία, πλαστικότητα και ρυθμό, όσο και
από τη σχεδόν δονκιχωτική αναζήτηση μιας ενθουσιαστικής υπέρβασης της
πραγματικότητας στην οποία υποτάσσει χωρίς συμβιβασμούς τις αφηγήσεις του.
Αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση για τον αναγνώστη ή τον μελετητή του έργου του να συσχετίσει

τις λεπτομέρειες με ευρύτερες δομές και να διερευνήσει τις δύσκολες και
ενίοτε παράδοξες συνδέσεις μεταξύ γλώσσας και ιδεών. Εξάλλου, η λογοτεχνική
κριτική, κατά τη γνώμη μου, οφείλει να εστιάζει στις κειμενικές στρατηγικές, στον
ακριβή προσδιορισμό των γλωσσικών και αφηγηματικών κωδίκων, προκειμένου να
προσεγγίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τον υπόρρητο λόγο, τη στρωματογραφία
της σύνθεσης.
Η ανάλυση που ακολουθεί εξετάζει διεξοδικά την πλοκή και τη δομή του έργου, τις
αφηγηματικές (της αισθητηριακής αφήγησης συμπεριλαμβανομένης) τεχνικές του
συγγραφέα, τη σκηνογραφία των χώρων και τη χρήση του ιστορικού και πολιτισμικού
πλαισίου, καθώς και την ψυχογραφία του κεντρικού χαρακτήρα, υποδεικνύοντας
ενδεικτικές ερμηνευτικές δυνατότητες και αναγνώσεις μέσα από θεωρητικές
φιλολογικές, αισθητικές, ακόμη και ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις που προσφέρονται
κατά τη γνώμη μου για την καλύτερη κατανόηση και αποτίμηση του Περεγρίνου.
Τέλος, η σύνδεση του μυθιστορήματος με τη ελληνική και ξένη λογοτεχνική κλασική,
νεωτερική και μετανεωτερική παράδοση ανιχνεύεται επίσης μέσα από εκλεκτικές
συγγένειες και γόνιμες επιρροές στην αφηγηματική δομή και τα συντακτικά μοτίβα
καθώς και στη γλωσσική υφή και διαστρωμάτωση. (...)

Αφηγηματική δομή, κειμενικές στρατηγικές
Το μυθιστόρημα Περεγρίνος αποτελεί ένα σύνθετο, πολυεπίπεδο και απαιτητικό έργο
αφηγηματικής δεξιοτεχνίας και καινοτομίας. Η ροή της αφήγησης είναι αδιάπτωτη με
επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις, με χρονικά άλματα και παύσεις, ο ειρμός δεν
παγιδεύεται εύκολα σε τυπικές δομές αλλά διαπνέεται από εσωτερική ένταση και
μουσικότητα, σκληρές ή φαντασμαγορικές εξωτερικές περιγραφές, εσωτερικούς
μονολόγους με πυκνή διαστρωμάτωση που καταγράφουν τις δονήσεις και τις ρωγμές
του ασυνεχούς της συνείδησης του πρωταγωνιστή αλλά όχι μόνο, ένα διάπυρο
συνεχές μέσα-έξω βλέμμα που φωτίζει ζωηρά τις αναπαραστάσεις της αστικής
τοπογραφίας, μεταφράζοντας διαρκώς τα υποκείμενα στρώματα των βιωμάτων του
και την ατέρμονη αναζήτηση ταυτότητας και νοήματος.
Θα εξετάσω πρώτα τη δομή και τις τεχνικές της ετεροδιηγητικής αφηγηματικής
προοπτικής εστιάζοντας στους παραδοσιακούς κανόνες της φόρμας.
Ο Περεγρίνος δεν περιορίζεται σε μια απλή γραμμική ανιστόρηση της τεθλασμένης
ούτως ή άλλως διαδρομής του ήρωα, αλλά διαμορφώνει μια πολυεστιακή και
εμμέσως πολυφωνική αφηγηματική κατασκευή που παίζει με τα όρια της ιστορικής
τεκμηρίωσης και της μυθοπλασίας. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή δομή, όπου οι
αφηγηματικές γραμμές συγκλίνουν προς μια κορύφωση («faire la pyramide» κατά
τον προσφιλή όρο του Φλωμπέρ), ο Νικολής επιχειρεί μια αντιστροφή της κλασικής
αφηγηματικής πυραμίδας. Δημιουργεί δύο άνισες και παράλληλες αφηγηματικές
«πυραμίδες», όπου η δεύτερη διευρύνει και θέτει υπό αίρεση την εγκυρότητα της
πρώτης, αφήνοντας την τελική ερμηνεία του μύθου ανοικτή και αμφίσημη. […]
Ο παντογνώστης αφηγητής παρατηρεί μέχρι το τέλος την εξέλιξη της ιστορίας χωρίς
να παρεμβαίνει αφήνοντας στην κρίση του αναγνώστη την ερμηνεία: η
αυτοπυρπόληση του Περεγρίνου ήταν μια πράξη υπέρτατου θάρρους και υπέρβασης
του φόβου του θανάτου ή απλώς επιβεβαίωσε την ακραία ματαιοδοξία του ήρωα;
Ο συγγραφέας με τις εναλλαγές ύφους, χρονικής αλληλουχίας και διαστρωμάτωσης
των χρονικών επιπέδων αξιοποιεί ευφυώς δοκιμασμένες τεχνικές της νεωτερικής
αφήγησης. Οι παρεμβολές θραυσμάτων χρόνου, μνήμης και ονείρων, καθώς και η
συχνή χρήση εσωτερικού μονολόγου στη ροή της εσωτερικής συνείδησης του ήρωα
είναι αξιοσημείωτες σε όλο το σώμα του κειμένου. Η προσεκτικότερη ανάλυση του
μυθιστορήματος εντοπίζει επίσης τη δομική του ιδιαιτερότητα μέσα σε ένα πυκνό
διακειμενικό πλαίσιο, με εναλλαγή των αφηγηματικών επιπέδων. Η συνομιλία με τη
βιογραφική παράδοση της όψιμης ρωμαϊκής αρχαιότητας είναι επίσης αντιληπτή,
αλλά αντί να αποτυπώσει μια συνεκτική αφήγηση, υπονομεύει τη γραμμική
αναπαράσταση του ηρωικού βίου. […] Η δομή του Περεγρίνου επιτυγχάνει να
δημιουργήσει ένα αφηγηματικό σύμπαν όπου η ιστορική αλήθεια και η μυθοπλαστική
ανακατασκευή συνυπάρχουν σε συνεχή ένταση. Το μυθιστόρημα με τη ρευστότητα
και τις μεταμορφώσεις του ήρωα πάνω απ’ όλα διατυπώνει έναν μεταμοντέρνο
στοχασμό πάνω στην ίδια τη φύση της αφήγησης και της ανθρώπινης ταυτότητας. (...)

Το εκφραστικό μητρώο του Νικολή
Ο Περεγρίνος του Αντώνη Νικολή δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα της
νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά ένα έργο που διεκδικεί τη θέση του στη
Weltliteratur. Αντλεί στοιχεία από το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα, τη ρωμαϊκή
ιστοριογραφία και τη φιλοσοφική παράδοση, ενώ ενσωματώνει αφηγηματικές
τεχνικές του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού. Η ειρωνική του απόσταση και
η θεματική του πολυπλοκότητα τού χαρίζουν διαχρονικότητα και οικουμενικό εύρος.
Συνδυάζοντας την αρχαιότητα με τη σύγχρονη αφήγηση, τη φιλοσοφική αναζήτηση
και τη μεταμυθοπλασία, εντάσσεται με πρωτοτυπία και λογοτεχνική βαρύτητα στον
διεθνή λογοτεχνικό διάλογο.
Ο πρωταγωνιστής, ύστερα από μια ζωή διαψεύσεων, επιλέγει την αυτοπυρπόληση
αντί μιας ύπαρξης αδρανούς παραίτησης. Το δράμα της ύπαρξης, οι συγκινητικές
ψευδαισθήσεις, η πτήση της φαντασίας και ο αυτοεγκλωβισμός, η έλξη προς την
πολλαπλότητα της ζωής και η παράλυση από την αδυναμία επιλογής, συνυπάρχουν
στο αφηγηματικό σύμπαν του έργου. Το τέλος του ήρωα εγγράφεται μέσα σε αυτήν
τη διάθεση του παράλογου και του χλευασμού, αποκαλύπτοντας το φιλοσοφικό
υπόβαθρο του μυθιστορήματος.
Ο Νικολής χρησιμοποιεί την ειρωνεία και την αποστασιοποίηση ως βασικά εργαλεία,
υιοθετώντας τη στάση του δημιουργού που «μιμείται τον Θεό»: πράττει και σιωπά. Η
γραφή του φέρει στοιχεία της φλωμπερικής αυτοϋπονόμευσης, όπου η λυρική
έμπνευση συνυπάρχει με τον ρεαλιστικό σκεπτικισμό. Η ειρωνεία δεν λειτουργεί ως
απλή αναίρεση του λυρισμού, αλλά ως ένας τρόπος ανάδειξής του μέσω της συνεχούς
διαλεκτικής μεταξύ συγκίνησης και αποδόμησης. Το λυρικό στοιχείο υπάρχει για να
ανατραπεί, όμως η ίδια η αποδόμησή του επιβεβαιώνει τη δύναμη αποπλάνησης που
ασκεί στην ευαισθησία του συγγραφέα.
Η ειρωνεία του Νικολή δεν είναι απλώς ένα εργαλείο αποδόμησης, αλλά ένας τρόπος
αναζωογόνησης της αφήγησης. Ο συγγραφέας αγαπά και ταυτόχρονα ειρωνεύεται
ό,τι αγαπά, ιδιαίτερα τις μεταφυσικές προεκτάσεις της ιστορίας του, αμφισβητώντας
ακόμα και τις ίδιες του τις πεποιθήσεις. Το μυθιστόρημα διατρέχει μια λεπτή
ισορροπία μεταξύ λυρικής εξύψωσης και σαρκαστικής απομυθοποίησης, καθώς ο
ήρωας κινείται από την υπερβατικότητα στην απόλυτη πτώση. Η τραγική αίσθηση
του παραλόγου οδηγεί στο γκροτέσκο, και από εκεί στη βαθύτερη υπαρξιακή αγωνία.
Το μυθιστόρημα του Νικολή αμφισβητεί τις κλασικές κατηγοριοποιήσεις,
προτείνοντας νέες προσεγγίσεις στην ιστορική αφήγηση, τον φιλοσοφικό στοχασμό
και τη λογοτεχνική μορφή. Η πολυφωνία, η υπαρξιακή προβληματική και η

διακειμενική και επιτελεστική του διάσταση το καθιστούν ένα από τα πιο σύνθετα και
συναρπαστικά έργα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας. Ο ήρωας βρίσκεται σε
διαρκή μεταμόρφωση, ενώ η αφήγηση διαμορφώνεται από τη θεατρικότητα της
ύπαρξής του. Το μυθιστόρημα εντάσσεται στην παράδοση του ιστορικού
μυθιστορήματος, συνδυάζοντας τη δομή της επιθυμίας, όπως την ανέλυσε ο Peter
Brooks, με την τυπικότητα και την ιστορική ολότητα του Γκέοργκ Λούκατς.
Η σύνδεση της αφήγησης του Περεγρίνου με φιλοσοφικές και ψυχαναλυτικές
ερμηνείες, αξιοποιώντας τη σκέψη του Σαρτρ, του Φρόυντ και του Λακάν, προσφέρει
επίσης αναγνώσεις του έργου που δεν περιορίζονται στο ζήτημα της ιστορικής
αναπαράστασης, αλλά διερευνούν με νεότερα εργαλεία τη φύση της αφήγησης, τη
μνήμη και την ανθρώπινη επιθυμία.


Επίλογος
Ο Νικολής δημιουργεί ένα έργο που καλεί τον αναγνώστη να αναλογιστεί την
ανθρώπινη κατάσταση μέσα από μια πολυπρισματική αφηγηματική οπτική. Ο
συνδυασμός ρεαλισμού και υπαρξιακής ελεγείας προσδίδει στην αφήγηση μια ένταση
που συγκινεί και προβληματίζει τον αναγνώστη. Η ολοκλήρωση της ανάγνωσης
αφήνει μια αίσθηση θλίψης και κενού, αλλά ταυτόχρονα μια λυτρωτική διαύγεια, μια
αίσθηση ότι το βιβλίο προσέγγισε τα όρια της αφηγηματικής τέχνης. Ο Περεγρίνος
είναι ένα έργο που απαιτεί επανειλημμένες αναγνώσεις και ίσως γίνεται πιο
κατανοητό όταν η ζωή έχει ήδη αφήσει τα σημάδια της. 

Όπως θα έλεγε και ο Louis-Ferdinand Céline:

“C'est peut-être cela qu'on cherche à travers la vie, rien que cela, le plus
grand chagrin possible pour devenir soi-même avant de mourir” (“Ίσως αυτό
που ψάχνουμε στη ζωή, είναι ακριβώς αυτό: η μεγαλύτερη δυνατή θλίψη, ώστε
να γίνουμε ο εαυτός μας πριν πεθάνουμε”).

Σημείωση: Απόσπασμα ευρύτερης εργασίας που θα στοιχειοθετηθεί σε μορφή βιβλίου, θα αναρτηθεί
στην ιστοσελίδα του περιοδικού και θα προσφέρεται αποκλειστικά συνδρομητές. Η εργασία αυτή
είναι μια υπό εξέλιξη μονογραφία του συγγραφέα με τίτλο: Η πράξη της αφήγησης. Μετά-αφήγηση,
μετά-ιστορία και μετά-μυθοπλασία (τρία δοκίμια για τον Αντώνη Νικολή). 

[Το πλήρες κείμενο, the books' journal, τεύχος 166, σελ. 64-67] 

Σάββατο 5 Ιουλίου 2025

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Την αλήθεια μόνο στους μύθους!

 

Ό,τι συνέβη στον πλανήτη το 1989, στην ημεδαπή ολοκληρώθηκε με το επονείδιστο δημοψήφισμα το καλοκαίρι του 2015. Ήτανε το τέλος ή η αρχή του τέλους της εμφορούμενης από ιδεολογίες ρητορικής, αλλά και του αντίστοιχου πολιτικού βολονταρισμού. Εφεξής τις ιδεολογίες θα τις διακινούν ολιγόνοες ή καιροσκόποι διανοητές και πολιτικάντηδες, οι τελευταίοι μόνο προσχηματικά και ως ενεργούμενα των ολιγαρχών-χρηματοδοτών τους.

Στη ρητορική ο λόγος είναι έγκυρος για όσο διέπεται από πραγματισμό και ορθολογισμό. Στη φιλοσοφία και στις επιστήμες, ανάλογα, από τον ορθό λόγο.

Η αλήθεια βρίσκεται στους μύθους. Και οι μύθοι, με τη σειρά τους, στην ατόφια λογοτεχνία και τέχνη.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Η Άλκηστις Σουλογιάννη* για τον Περεγρίνο, στο περιοδικό Θευθ, τεύχος 21.

 
 
[Με εμβρίθεια και προπαντός επάρκεια κριτική η Α. Σ. σημειώνει για τον Περεγρίνο:]  

Άλκηστις  Σουλογιάννη

(Αντώνης Νικολής, Περεγρίνος, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2023) 

Όσοι ακολουθούμε συστηματικά ή έστω περιστασιακά τον Αντώνη Νικολή στη δημιουργική διαδρομή του μέσα στο ευρύ πεδίο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, έχουμε εξοικειωθεί με μια ενδιαφέρουσα εκδοχή αφηγηματικής τέχνης που συνδυάζει δημιουργική αξιοποίηση της γλώσσας ως διαύλου όχι μόνον πληροφοριών αλλά κυρίως συναισθημάτων, με την αμεσότητα προφορικής επικοινωνίας και με την ευρηματική χρήση του φαινομένου της μεταφοράς κατά την οργάνωση γραμματικών εικόνων σε συνθέσεις ιδιαίτερης σημασιολογικής ισχύος με ομόλογο εικαστικό ισοδύναμο.

Τα στοιχεία αυτά εντοπίσαμε σε δείγματα λογοτεχνικής παραγωγής του Νικολή, όπως είναι μυθιστορήματα υπό τους τίτλους Διονυσία (2012) και Ο θάνατος του μισθοφόρου (2016), κυρίως δε στην εμβληματική νουβέλα Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα (2014).

Τώρα στο νέο, εκτενέστατο μυθιστόρημά του ο Νικολής έχει οργανώσει έναν σύνθετο κειμενικό κόσμο σε επτά ενότητες (Επτά Λόγοι), κατά παραβίαση χωροχρονικών δεδομένων, μέσα στον οποίον με μυθοπλαστική σύμφωνα με την αντίληψη του σύγχρονου συγγραφέα άνεση αναπτύσσεται ο βίος και η πολιτεία του κυνικού φιλοσόφου Περεγρίνου (2ος αιώνας μ. Χ., εποχή της Β’ Σοφιστικής).

Εδώ ο Νικολής αξιοποιεί τον λίβελο του Λουκιανού Περί της Περεγρίνου τελευτής, τον οποίον στη συνέχεια υπονομεύει για να σχεδιάσει την εικόνα και τον χαρακτήρα του Περεγρίνου ως σύνθετου κειμενικού προσώπου σύμφωνα με μια ευρηματική όσο και παραστατική, σύγχρονη οπτική.

Προς τον σκοπό αυτόν, ο Νικολής συναντά τον Περεγρίνο στην πόλη Πάριον της βορείου Μυσίας (κοντά στον Ελλήσποντο), γενέτειρα του φιλοσόφου και πεδίο ποικίλων περιστατικών της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του μέσα σε τοπία θανάτου, αλλά και με μαθήματα από τον ρήτορα και σοφιστή Σκοπελιανό, που τον οδηγούν στη Σμύρνη, σημαντικό πνευματικό κέντρο της εποχής με χριστιανική κοινότητα στο πλαίσιο του ευρύτερου ρωμαϊκού περιβάλλοντος, και στον κύκλο μαθητών του σοφιστή Πολέμωνα, από τον οποίον ο Περεγρίνος εκδιώκεται εξ αιτίας του ματαιόδοξου χαρακτήρα του παρά την επιμέλεια, τις γνώσεις και τη ρητορική δεινότητά του.

Ο Νικολής ακολουθεί τον Περεγρίνο στις περιπλανήσεις του ανάμεσα σε κέντρα ρωμαϊκού και χριστιανικού χαρακτήρα, και εντοπίζει ποικίλες τυχοδιωκτικές έως επικίνδυνες  δραστηριότητές του (για λόγους επιβίωσης παριστάνει ενίοτε τον χριστιανό ιεροδιδάσκαλο, χωρίς πάντως να «παρατήσει[ς] τον Όμηρο, τον Πλάτωνα, τον Δημοσθένη», ερχόμενος αντιμέτωπος με τη ρωμαϊκή διοίκηση) στην Καισάρεια της Ιουδαίας, στην Αλεξάνδρεια, στη Ρώμη, στην Αθήνα.

Κατά τη ροή του κειμενικού χωροχρόνου με ποικίλες παλινδρομήσεις οι οδοδείκτες που προτείνει ο Αντώνης Νικολής, οδηγούν τον σύγχρονο αναγνώστη να συναντήσει τον Περεγρίνο περιστοιχιζόμενο πλέον από ομάδα φανατικών ακολούθων, καθώς οδεύει προς την Ολυμπία όπου οργανώνεται η Ολυμπιάδα του έτους 165 μ. Χ. Εκεί κατά την τελευταία ημέρα των Ολυμπιακών Αγώνων ο Περεγρίνος θα αυτοπυρποληθεί ενώπιον πλήθους, επιδιώκοντας τη μεταθανάτια δόξα ως Πρωτέας ή Φοίνικας.

Την «πύρινη εξαέρωση» του Περεγρίνου παρακολουθεί και ο Λουκιανός σχολιάζοντας τα τεκταινόμενα, σαν μυθιστορηματικός χαρακτήρας που κατέχει την είσοδο και την έξοδο στη δομή του ανά χείρας βιβλίου ως τεκμήριο διακειμενικής (έστω και υπονομευμένης) λειτουργικότητας.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο κειμενικός κόσμος του Αντώνη Νικολή αντιστοιχεί σε μια εκτενέστατη τοιχογραφία γραμματικών εικόνων με υψηλή σημασιολογική ένταση και τη συνακόλουθη εικαστική ατμόσφαιρα (ας θυμηθούμε με αυτή την ευκαιρία γραμματικές εικόνες από τη νουβέλα Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα που παραπέμπουν σε έργα του Γκόγια).

Εδώ δεσπόζει μια μακρά σειρά πορτρέτων του Περεγρίνου που αποδίδουν με ευρηματικό όσο και παραστατικό τρόπο την ανάπτυξη της μορφής και του χαρακτήρα του κατά την εξέλιξη των κειμενικών γεγονότων μέχρι την κορύφωση αυτών σύμφωνα με την κριτική, συγκριτική, συνδυαστική αντίληψη του Νικολή.

Τα πορτρέτα αυτά συνδυάζονται με παραστατικές αποδόσεις ποικίλων άλλων κειμενικών χαρακτήρων μεμονωμένων ή σε συνθέσεις πλήθους (διαπροσωπικά και κοινωνικά περιβάλλοντα, ρωμαίοι και χριστιανοί, αστοί και λόγιοι, άρχοντες και πληβείοι, οπαδοί και αντίπαλοι, ιστορικά/πραγματικά και φανταστικά πρόσωπα), όπου εντοπίζονται μεταξύ πολλών άλλων ο ρήτωρ και σοφιστής Ηρώδης ο Αττικός, ο κυνικός φιλόσοφος Δημώναξ, ο ρωμαίος συγγραφέας και γραμματικός Αύλος Γέλλιος (Aulus Gellius), σε ποικίλες εκδοχές αντιπαράθεσης προς τον Περεγρίνο.

Ιδιαίτερη ενότητα αποτελεί μια μακρά επίσης σειρά παραστατικών συνθέσεων που αποδίδουν τοπία και καταστάσεις ως αφηγηματικό ισοδύναμο των περιπλανήσεων του Περεγρίνου στις περιοχές ελέγχου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (παραπέμποντας για τον επίμονο αναγνώστη στη λατινική «καταγωγή» του ονόματος από το peregrinus που δηλώνει τον ξένο/μη ρωμαίο πολίτη και από το συγγενές peregrinor, ρήμα που δηλώνει αποδημία, περιοδεία).

Τα σημαινόμενα διεκπεραιώνει η συναρπαστική, καταιγιστική ροή λόγου παραστατικού, πνευματώδους, ενίοτε αφοριστικού, με την αμεσότητα της προφορικής μετάδοσης πληροφοριών και με την υποστήριξη «εγκιβωτισμένων» παραθεμάτων από ποικίλες πηγές παραπομπών (Ομηρικά Έπη, Ανακρέων, Ησίοδος, Ηρόδοτος, Πλάτων, Θεόκριτος, περαιτέρω Λουκιανός, Πλούταρχος, Παυσανίας, Διογένης ο Λαέρτιος, επίσης Κάτουλλος και Μαρτιάλης, ακόμα Απόστολος Παύλος και το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, μεταξύ άλλων).

Δείγματα αφηγηματικού λόγου κατά τις υφολογικές (κυρίως, αλλά όχι μόνον) επιλογές του Νικολή αποτελούν δύο αποσπάσματα από την έκδοση, σχετικά με τη μυθοπλαστική παρουσία του Λουκιανού και την επίσης μυθοπλαστική εκδοχή για την τελευτή του Περεγρίνου:

«Κόντευε πέμπτη ώρα, μπορούσε να το δει κανείς απ’ την κοντή σκιά στους κίονες του πρόπυλου. Ο δρόμος ως το Πλέθριο δεν ήταν ούτε τετάρτου της ώρας. Ο Λουκιανός περπατούσε ευθυτενής και μ’ όλη την αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που νιώθει στερεή τη λογική, ευέλικτη την ευφυΐα και τον λόγο του. Τα κρόσσια του συριακού κάνδυ με τα έντονα γαλάζια και κόκκινα χρώματα ανέμιζαν στην κίνησή του. Σήκωσε το κεφάλι προς τον καλοκαιρινό καταγάλανο ουρανό»,

«Ο Περεγρίνος σηκώθηκε, πήρε το σακούλι, έριξε το τριβώνιο στον ώμο, άδραξε στο ίδιο χέρι με το σακούλι το ρόπαλο αντί για μπαστούνι, το σύμβολο του Ηρακλή για τη μυθολογική αναφορά της πράξης του, στο δεξί θα κράταγε τη δάδα. Έσπρωξε με το ποδάρι τα φθαρμένα πέδιλα από μπροστά του, σε πλήρη συμφωνία με την υπόλοιπη εμφάνισή του, θα περπάταγε ξυπόλυτος. Ήτανε πλέον ολοκάθαρα η σαφής, η ευανάγνωστη εικόνα του κυνικού Περεγρίνου από το Πάριο, του επονομαζόμενου Πρωτέα, και πολύ πρόσφατα Φοίνικα. Σήκωσε τη ματιά στιγμιαία στον Θεαγένη, ένευσε το “πάμε”. […] Περπατούσε σαν να μετείχε σε τελετουργία, ήδη απουσίαζε απ’ το κορμί του […]. Η νύχτα ήταν φεγγερή πολύ, ψηλά και πίσω τους το φεγγάρι, ένας τεράστιος μετέωρος λύχνος, οι πυρσοί στα χέρια τους τους έλουζαν με ανοικτό γκρίζο ασημί φως. […] Σαν έφτασαν στον λάκκο, πέταξε την αναμμένη δάδα του ο Θεαγένης, τα φρύγανα με τις παραχωμένες πολλές δάδες στον σωρό άρπαξαν αμέσως, οι δυο τους κύκλωσαν το σκάμμα από διαφορετική κατεύθυνση, συναντήθηκαν μπροστά στο βάθρο. […] η φωτιά υψωνόταν ήδη τρεις πήχες πάνω απ’ το έδαφος, οι πύρινες γλώσσες, οι αντανακλάσεις και οι σκιές ένα γύρο επέτειναν την εντύπωση της απόκοσμης εμπειρίας, […]. Ο Περεγρίνος πέταξε κι αυτός τη δάδα του στη φωτιά, ξέχασε το χέρι του για μια στιγμή υψωμένο στον αέρα, σαν παρακολουθώντας την τροχιά του πυρσού. Ακούγονταν πια μόνο τα κούτσουρα και τα εύφλεκτα φρύγανα που τριζοβολούσαν, ο κόσμος ολόγυρα παρακολουθούσε σε διέγερση και λες και με κρατημένη την ανάσα του. Απόμειναν λίγες μόνο στιγμές. Έψαξε την κατεύθυνση προς το νότιο σημείο του ορίζοντα, προς τα κει όπου πιστεύεται ότι κατοικούν τα πνεύματα των προγόνων, […]  υψώνει τα χέρια σε στάση επίκλησης, […] δεν προλαβαίνει τίποτε άλλο, σαν με μικρό άλμα παίρνει φόρα πέφτει στη φωτιά, […] κάποιοι σαν να είδαν έναν άγριο μορφασμό στο πρόσωπό του, άλλοι τους σπασμούς του καιγόμενου σώματος, η αλήθεια μια τεράστια φλόγα τύλιξε τον αλλόκοτο και μοναχικό από τη φύση του άντρα, αυτόν που κυνήγησε σ’ όλο του τον βίο τις αχνές κι αδύναμες σκιές στην άκρη του μυαλού του λογαριάζοντάς τες πεισματικά κι επίμονα για το δικό του ξεχωριστό πεπρωμένο».                                       

Η έκδοση αποκαλύπτει ένα πλούσιο γνωστικό φορτίο από τις προσωπικές αποσκευές καθώς και από την ενδελεχή έρευνα του (και φιλολόγου) Αντώνη Νικολή, όπως άλλωστε αποδεικνύουν και οι ποικίλες παρακειμενικές Σημειώσεις, όπου επίσης πλήθος στοιχείων πραγματολογικού χαρακτήρα.

Με τον τρόπο αυτόν, και σύμφωνα με τις αρχές που προσδιορίζουν την ποιότητα της λογοτεχνικής παραγωγής του, ο Αντώνης Νικολής προσφέρει την ευκαιρία στην καθ’ ημάς σύγχρονη πολιτισμική αγορά να προσεγγίσει μια ελάχιστα γνωστή (για τους μη ειδικούς) ιστορική προσωπικότητα με ακραίο, αποκλίνοντα από τα κοινά δημόσιο χαρακτήρα. Εδώ εντοπίζεται στοιχείο προστιθεμένης αξίας για την έκδοση. 

Η Άλκηστις Σουλογιάννη είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, κριτικός βιβλίου. Έχει δημοσιεύσει φιλολογικά και κριτικά κείμενα σε αυτοτελείς εκδόσεις, καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά, σε εφημερίδες και στην ιστοσελίδα www.bookpress.gr. Έχει δώσει διαλέξεις σε Τμήματα Νεοελληνικών Σπουδών Πανεπιστημίων Ρώμης, Κατάνιας, Παλέρμου, Μονάχου, Μαδρίτης, Μόσχας, Αγίας Πετρούπολης, Σόφιας, Ρίγας, Τιφλίδας, Μελβούρνης, Βοστώνης, καθώς και στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Εξάλλου, είναι Διευθύντρια επί τιμή του Υπουργείου Πολιτισμού, στο οποίο υπηρέτησε ως διευθύντρια στις Διευθύνσεις Γραμμάτων, Πολιτιστικής Κίνησης, και Διεθνών Σχέσεων, ενώ παράλληλα δίδαξε στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και στη Διπλωματική Ακαδημία του Υπουργείου Εξωτερικών.