Ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896), μάλλον δε χρειάζεται συστάσεις. Στον πολύ φροντισμένο, ομώνυμο με τον τίτλο αυτής της ανάρτησης, τόμο της "Εστίας" συμπεριλαμβάνονται τα έξι γνωστότερα διηγήματά του, γραμμένα ανάμεσα στο 1882 και το 1886. Τα ξαναδιάβασα αυτές τις μέρες, τα χάρηκα πολύ, και όσοι τα διαβάσατε νεότεροι και άγουροι αναγνώστες, ρίξτε τους πάλι μια ματιά, θα σας ανταμείψουν πολλαπλά. Πράγματι μεγάλη λογοτεχνία, ανάμεσα στα άλλα "μία συγκλονιστική μελέτη θανάτου", όπως σημειώνεται στο οπισθόφυλλο της έκδοσης. Παράλληλα, έκανα μια - δυο σκέψεις, λέω να τις σημειώσω εδώ, παρόλο που δεν είμαι καθόλου σίγουρος για το φιλολογικό τους κύρος. Να εξηγηθώ. Όταν φέρνω στο νου μου τα διηγήματα του Βιζυηνού, τα συγκαταλέγω -όπως και τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη, που όμως θα 'θελα επίσης να τα ξανακοίταξω-, ανάμεσα στα ελάχιστα πεζά που για τον άλφα ή το βήτα λόγο δεν είναι εγκλωβισμένα στη νεοελληνική γλώσσα ή πραγματικότητα. Κι αυτό για δύο βασικούς λόγους.
Ο πρώτος, η απουσία μιας εξωλογοτεχνικής ή και λογοτεχνικής στρατηγικής, με συνέπεια ακολουθούμενης. Δηλαδή, παρόλο που μπορούμε σχετικά εύκολα να διαισθανθούμε τους αδήλωτους λογοτεχνικούς σχεδιασμούς του (και πρέπει να συνυπολογιστεί η σπάνια φιλολογική κατάρτισή του), παρ' όλ' αυτά γρήγορα αντιλαμβανόμαστε ότι και ο ίδιος ακόμα εκπλήσσεται από την ανέλιξη της αφήγησής του, αφήγηση που σε καίρια σημεία συντελείται πέρα από τις προθέσεις ή τις λογικές / συνειδητές επιλογές του. Εκεί και η αινιγματική διατύπωση τόσο στους τίτλους όσο και συχνά στην όλη διεκπεραίωση του υλικού του. Η πραγματικότητα μεταπλάθεται σε μυθικό κόσμο, και στιγμές - στιγμές με αιφνιδιαστική αλλαγή πορείας βυθίζεται στα δυσπρόσιτα του ασυνειδήτου. Για παράδειγμα, τα διαδραματιζόμενα στο πατρικό του Κιαμήλ στο "Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου", ή οι περιγραφές από την άφιξη ή την αποχώρηση από το Κλάουσθαλ ή τις παγοδρομίες Πασχάλη - Κλάρας στο "Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας', ή (σελ. 204-208) οι παραισθήσεις του εγγονού καθώς συνοδηγός στο άλογο κατευθύνεται προς το χωριό, στο "μόνον της ζωής του ταξείδιον", ή όπως κι αν δει κανείς το συνταρακτικό "Μοσκώβ-Σελήμ".
Δεύτερος λόγος, η υποτυπώδης έως ανύπαρκτη κακώς εννοούμενη ηθογραφία. Μοιάζει να μη θέλει να καταγράψει, να υπερασπιστεί ή να εξιδανικεύσει, να εξωραΐσει τίποτα και κανέναν. Ίχνος λαογραφίας ή γλυκερού ρομαντισμού. Πού ακριβώς βρίσκεται η Βιζύη; Ή ποιος ο χαρακτήρας των ανθρώπων της; Αρκεί να μελετήσει κανείς τα πορτρέτα στο "Ταξείδιον", ιδιαίτερα βέβαια της γιαγιάς.
Ο Βιζυηνός -το ξέρουμε- άνοιγε δρόμους, κάτι που ανιχνεύουμε στις αφηγηματικές αμηχανίες του: στον πρόλογο του "Σελήμ", στο δοκιμιακό χαρακτήρα της εισαγωγής και του επιλόγου στο "Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα" (όπου -παρεμπιπτόντως- τι ωραίο χιούμορ και πόσο πρώιμη σημειολογική- γλωσσολογική αντίληψη της λειτουργίας του λόγου / ομιλίας). Ενώ αξίζει να μελετηθούν οι εναλλαγές του αφηγητή (πότε ο αυτοβιογραφούμενος συγγραφέας στη μία ή στην άλλη ηλικία, πότε η αφήγηση παραδίδεται στο α' πρόσωπο κάποιου από τους ήρωες).
Το μόνο, ίσως, που θα έπρεπε να σκεφτούμε πια σοβαρά, αν ο Βιζυηνός μπορεί να κυκλοφορεί αμετάφραστος ή δίχως ένα πολύ εμπεριστατωμένο επίμετρο / γλωσσάρι. Πόσο ή τι μπορεί να κατανοήσει, φέρ' ειπείν, ένας σημερινός Έλληνας 15-40 χρόνων από το παρακάτω (Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας, σελ. 110): "Μέρος του κυανού επιστρώματος υπεχώρησεν αψοφητί εν είδει θύρας και λυσίκομος λευχείμων κόρη παρέκυψεν εξ αυτού, ωχρά μεν, αλλά φιλομειδής και ερασμία."
Κι ένα απόσπασμα από το "Αμάρτημα" που αγαπώ πολύ, και εκτιμώ ως ενδεικτικό της δύναμης του συγγραφέα(σελ.17):
"Μίαν ημέραν την επλησίασα απαρατήρητος, ενώ έκλαιε γονυπετής προ της εικόνος του Σωτήρος.
-Πάρε μου όποιο θέλεις, έλεγε, και άφησέ μου το κορίτσι. Το βλέπω πως είναι να γένη. Ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου και εβάλθηκες να μου πάρης το παιδί, για να με τιμωρήσης. Ευχαριστώ σε, Κύριε!
Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγής, καθ' ην τα δάκρυά της ηκούοντο στάζοντα επί των πλακών, ανεστέναξεν εκ βάθους καρδίας, εδίστασεν ολίγον και έπειτα επρόσθεσεν:
-Σου έφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου... χάρισέ μου το κορίτσι!
Όταν ήκουσα τας λέξεις ταύτας, παγερά φρικίασις διέτρεξε τα νεύρα μου και ήρχισαν τα αυτιά μου να βουΐζουν. Δεν ηδυνήθην ν' ακούσω περιπλέον. Καθ' ην δε στιγμήν είδον ότι η μήτηρ μου καταβληθείσα υπό φοβεράς αγωνίας, έπιπτεν αδρανής επί των μαρμάρων, εγώ, αντί να δράμω προς βοήθειάν της, επωφελήθην της ευκαιρίας να φύγω εκ της εκκλησίας, τρέχων ως έξαλλος και εκβάλλων κραυγάς, ως εάν ηπείλει να με συλλάβη αυτός ο Θάνατος.
Οι οδόντες μου συνεκρούοντο υπό του τρόμου και εγώ έτρεχον και ακόμη έτρεχον. Και χωρίς να το εννοήσω, ευρέθην έξαφνα μακράν, πολύ μακράν της εκκλησίας. Τότε εστάθην να πάρω την αναπνοήν μου και ετόλμησα να γυρίσω να ιδώ οπίσω μου. Κανείς δεν μ' εκυνήγει."
[Γεωργίου Βιζυηνού: Το αμάρτημα της μητρός μου και άλλα διηγήματα, ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ", Ιανουάριος 2008, σελ. 306.]