Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Δωδεκάνησα ή Νότιες Σποράδες;


 
(Μου ζητήθηκε από το GREECE IS DODECANESE ένα κείμενο για τα Δωδεκάνησα, δημοσιεύθηκε τον περασμένο Αύγουστο, μεταφρασμένο, με τον τίτλο: The Floating Worlds of the Dodecanese.)

Δωδεκάνησα ή Νότιες Σποράδες;
Όταν ακόμα στέλναμε γράμματα και κάρτες, με φακέλους, ταχυδρομεία, γραμματόσημα, τότε, προ email και sms, κάτω από τον ταχυδρομικό κώδικα και το ιδιαίτερο νησί, φέρ’ ειπείν εμείς οι Κώοι: Κως 85300, γράφαμε συντομογραφικά: 12-νησα. Είμαστε οι 12-νήσιοι και ζούσαμε στα 12-νησα. Συμβεβλημένοι τρόπον τινά με τον αριθμό δώδεκα∙ δώδεκα το μεσημέρι, δώδεκα τα μεσάνυκτα, τα Δώδεκα Ευαγγέλια, οι Απόστολοι, οι μήνες. Μετά το 3, το 7 και το 9, ο επόμενος μαγικός αριθμός. 
Μόνο που δεν είμαστε ακριβώς δώδεκα∙ είμαστε περισσότερα νησάκια από δώδεκα (15 κύρια και 93 νησίδες, με κατοικημένα, το 2006, τα 27), και από την Πάτμο ίσαμε τη Μεγίστη, το Καστελλόριζο, το καράβι χρειάζεται συνήθως όσες ώρες από Αθήνα μέχρι Πάτμο: μ’ άλλα λόγια, και περισσότερα από δώδεκα, και υπερ…δωδεκάνησα, και επιπλέον σκόρπια, διασπαρμένα σε μεγάλη έκταση στη νοτιονατολική άκρη του Αιγαίου. Μήπως, άραγε, ο γεωγραφικός όρος Νότιες Σποράδες, η παλιότερη ονομασία του νησιωτικού συμπλέγματος, μας περιέγραφε σωστότερα; 
Άλλωστε, οι Νότιες προϋποθέτουν τουλάχιστον τις Βόρειες (αν όχι και τις Ανατολικές και Δυτικές), ο γεωγραφικός προσδιορισμός από μόνος του αναδεικνύει την ενότητα του νησιωτικού Αιγαίου. Οι παππούδες μας, οι γεννημένοι στις αρχές του 20ού αιώνα, όσοι πέρασαν παιδική ηλικία υπό τους Οθωμανούς, εφηβική, νεαρή έως και ώριμη υπό τους Ιταλούς, Γερμανούς και Άγγλους, απ’ αυτή τη συνείδηση της ενότητας αγωνίζονταν για την ένωση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Εθνολογικά, ευρύτερα πολιτιστικά, ο νησιωτικός κόσμος του Αιγαίου είναι αδιαμφισβήτητα ενιαίος. 
Υποδιαιρείται, εντούτοις, σε διακριτά διαμερίσματα. Τα νησιά του Βόρειου, του Ανατολικού Αιγαίου, η Εύβοια, οι Σποράδες, οι Κυκλάδες, η Κρήτη, τα Δωδεκάνησα. Και με τα όριά τους συνάμα, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, συγκεχυμένα: ανάμεσα σε Πάτμο και Σάμο για παράδειγμα, ή σε Αστυπάλαια και Αμοργό, ή σε Κάρπαθο ή Κάσο και Σητεία.   
Έχω πολλές φορές σκεφτεί πως αν με οδηγούσαν με δεμένα μάτια σε στενά, σε γειτονιές μου άγνωστες όχι μόνο της Κω, αλλά και της Πάτμου, της Λέρου, της Καλύμνου, της Νισύρου, της Σύμης, της Τήλου, της Χάλκης, της Ρόδου, μα και όπου αλλού, ύστερα μου τα έλυναν και με ρωτούσαν, μόλο που αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους τα νησιά μας, ένα είδος διαίσθησης του τόπου θα μ’ έσπρωχνε να πω, «Δεν ξέρω πού ακριβώς, όμως βρίσκομαι στα Δωδεκάνησα».
Μερικές φορές λέω ότι ετούτη τη διαίσθηση μπορεί να την υποβάλλει το φως, δηλαδή οι γεωγραφικές συντεταγμένες της περιοχής, ίσως και η εγγύτητα των νησιών μας με τη νοτιανατολική Μικρά Ασία (τις αρχαίες Καρία και Λυκία), ή η ιδιαίτερη μεσογειακή ιστορική περιπέτεια αυτής της απόφυσης του ελληνισμού, οι δύο αιώνες, ας πούμε, κατά τους οποίους τα Δωδεκάνησα περιήλθαν στην κατοχή των Ιωαννιτών Ιπποτών (περίπου 1306 με 1522 μ.Χ.), του ιπποτικού τάγματος που ερχόταν από τη Μέση Ανατολή, προτού καταλήξει στη Μάλτα, ή οι σχετικά πρόσφατες τρεις δεκαετίες της ιταλοκρατίας (1912-1943), περίοδος που υπήρξε για αρκετούς λόγους καθοριστική, και η επίδρασή της είναι ορατή στα νησιά έως και σήμερα. Επίσης, ένας διάχυτος και διάσπαρτος κοσμοπολίτικος χαρακτήρας τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στον τρόπο της ζωής, στις πόλεις, αλλά και στους μικρότερους οικισμούς των νησιών μας. 
Αλλά κι όλ’ αυτά ενδεχομένως ηχούν ως ιδιοσυγκρασιακές προβολές, περίπου όπως συχνά εφευρίσκουμε οδηγημένοι από τη συναισθηματική φόρτιση, ποιητικῇ ἀδείᾳ, διάφορες αιτιολογίες στην ερώτηση για ποιους λόγους αγαπάμε τον τόπο μας. Η πιο τίμια απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήσεις είναι βέβαια η λέξη οικειότητα. Αγαπάω τον τόπο μου, γιατί μου είναι ο πιο οικείος απ’ όλους τους άλλους.
Στην οικογένεια της εκ μητρός γιαγιάς μου, με αστική καταγωγή από την πόλη της Κω, γιαγιάδες, θειες και εξαδέλφες, πρόσεχα πως έστρωναν το τραπέζι και σέρβιραν το φαγητό με εθιμοτυπία που μαρτυρούσε διαφορετική προέλευση από την κλασική γαλλική. Το ίδιο ακριβώς τυπικό το βρήκα αργότερα στη Χώρα της Πάτμου και σε αντίστοιχα περιβάλλοντα στη Ρόδο, αλλά κάποτε και σε εγχειρίδιο σχετικό με την κουζίνα και τις αστικές συνήθειες της Σμύρνης. 
Ανάλογα και στις  λαϊκές γειτονιές των νησιών μας, στη Σκάλα της Πάτμου, στα καντούνια της Καλύμνου, στα Χαλουβαζιά ή τα Κούμπουρνα της Κω, στα στενά της Παλιάς Πόλης της Ρόδου, φαίνεται και εδώ να επιχωριάζει ένας ιδιαίτερος δωδεκανησιακός χαρακτήρας. 
Παρά την ποικιλία λόγω του γεωγραφικού κατακερματισμού, οι δωδεκανησιακές ντοπιολαλιές –διδάχτηκα στη γλωσσολογία- καταχωρίζονται στο νοτιοανατολικό νησιωτικό ιδίωμα, μαζί με της Ανατολικής Κρήτης και της Κύπρου.
Τα νησιά στη συνείδηση ενός νησιώτη δεν είναι ποτέ κομμάτια ξηράς ζωσμένα κι αποκλεισμένα από τη θάλασσα∙ αντίθετα, είναι κόσμοι πλωτοί. Σε κίνηση. Σε τούτο τον υδάτινο πλανήτη κάθε νησιωτικό σύμπλεγμα είναι κι ένας στόλος, τα δικά μας νησάκια ειδικά, ένας στολίσκος στη νοτιοανατολική άκρη του Αιγαίου, με ρότα ανέκαθεν ελληνική, όμως κι απ’ την ιστορία του κοσμοπολίτης, που και γι’ αυτό τού ταιριάζει η ιδιαίτερη οικονομία που συνιστά ο τουρισμός. 
Όταν το 1989, μετά τις σπουδές και τη στρατιωτική θητεία μου, αποφάσισα να εγκατασταθώ στην Κω, ουσιαστικά να επιστρέψω οριστικά εκεί όπου είχα ζήσει ίσαμε και την εφηβεία μου, τότε, ανάμεσα σε άλλα νεανικά πλάνα, σχεδίαζα, αν ποτέ είχα ελεύθερη μια ολόκληρη χρονιά, να καταλύσω για έναν μήνα στο κάθε νησί των Δωδεκανήσων, να γράψω από ένα διήγημα για το καθένα, με τίτλο σκέτο το όνομα του εκάστοτε νησιού, και της συλλογής όλης Δωδεκάνησα, ή μόνο Δώδεκα. Εντωμεταξύ, και γιατί η ίδια η ζωή αποδεικνύεται συναρπαστικότερη από τα σχέδιά μας, έμπλεξα με άλλα, άλλωστε τα Δωδεκάνησα δεν είναι μόνο δώδεκα (όσοι οι μήνες της χρονιάς που θα διέθετα ταξιδεύοντας από το ένα στο άλλο), ούτε και λίγες οι στιγμές που το… Νοτιοσποραδίτης μέσα μου υπερκεράζει το Δωδεκανήσιος. 
Αλλά και πάλι, ας μην αποκλείω ιδίως ό,τι ωριμάζει με τα χρόνια, ίσως στο μέλλον πάρω σβάρνα κάθε σκαρί του στολίσκου μας εδώ κάτω, οι μήνες του ταξιδιού θα είναι βέβαια παραπάνω από δώδεκα, και ο τίτλος των διηγημάτων αντί Δωδεκάνησα, Νότιες Σποράδες. 
Ωστόσο, είναι ήδη καταγεγραμμένο (στη νουβέλα μου «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα») το βαθύτερο απόσταγμά μου για τον τόπο (της Κω, που όμως νομίζω ότι συνεκδοχικά αφορά στο σύνολό τους τα νησιά μας) –ιδού το απόσπασμα:
«Υπάρχει κάτι στην Εγγύς Ανατολή, σκέφτομαι καμιά φορά, δεν αποκλείεται η κούραση από τις χιλιετίες της κατοίκησης στα ίδια μέρη, τόποι και πόλεις οι ίδιες, άλλοτε σε ακμή, άλλοτε σε μαρασμό, υπάρχει κάτι εδώ πέρα που βαριέται αφόρητα το περιττό, που χαρίζει υψηλή αισθητική αξία σ’ ό,τι εξοικονομεί το ελάχιστο αναγκαίο. Φέρε αυτό που φτιάχνεις, να γίνει τόσο όσο ακριβώς το χρειάζεσαι. Μικρό ή μεγάλο όσο η χρεία του. Τότε θα είναι και αδιαφιλονίκητα όμορφο.
Αυτή είναι η ομορφιά εδώ πέρα.»

(Κως, Ιούνιος του 2018)