Έξω να μαίνεται ο λαϊκισμός, η χώρα (ψωροκώσταινα και σούργελο μαζί) να παραδίδεται σε μοιραία παράκρουση, τι άλλο μάς μένει από την κατά μόνας περισυλλογή, άντε και για να μη μας καταπιεί η κατάθλιψη, καμιά βόλτα σε απόμερα στέκια, κανένας καφές μ' ένα φίλο, τώρα που και τα τραπεζάκια έξω είναι στην εποχή τους, δίχως τους αηδιαστικούς φανούς-σόμπες γκαζιού, δηλαδή, να σου πυρώνουν τη μούρη. Για όσους την αγαπάμε, καλύτερη περισυλλογή και μαζί αντίδοτο στη μιζέρια από τη λογοτεχνία δεν υπάρχει. Στενοχωριέμαι μόνο που οι εφεδρείες μου σε Σίνγκερ εξαντλούνται. Ο άνθρωπος -πια είμαι σίγουρος- δε δημοσίευσε ούτε μία σελίδα που να μην είναι καλή και δυνατή λογοτεχνία. Στον τόμο των 49 ευσύνοπτων διηγημάτων με γενικό τίτλο "Στο δικαστήριο του πατέρα μου" (αναφέρεται στο ραββινικό δικαστήριο του πατέρα του, λίγα χρόνια πριν και στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, στην Πολωνία, στη Βαρσοβία κυρίως), ο Σίνγκερ αφηγείτει αυτοβιογραφούμενος, σε μία σύνθεση χαλαρή που προσομοιάζει ή συχνά μάς θυμίζει τις επιμέρους ενότητες ενός ενιαίου μυθιστορήματος, όλα εκείνα τα δυνατά συναισθήματα και βιώματα που συνέθεσαν την παιδική του εμπειρία, αλλά και την πλούσια ιλύ του υστερότερου συγγραφικού του έργου.
Έτσι παρεισφρέουν στην αφήγηση ωραίες μικρές πληροφορίες, όπως ότι στην πολυκατοικία που διαμένει η οικογένεια στη Βαρσοβία ο μικρός Γιτζάκ / Ισαάκ είναι ο μόνος κοκκινοτρίχης, όταν όμως φτάνουν στην κωμόπολη όπου ζει η οικογένεια της μητέρας του, το Μπιλγκοράι, εκεί ανάμεσα στα ξαδέλφια του συγκαταλέγονται πολλά κόκκινα κεφαλάκια. Την ίδια περίοδο, 1917, θα περάσει τύφο, αλλά και εκεί, στο Μπιλγκοράι, θα ρθει πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του Σπινόζα. Με τη λογοτεχνία, έχει προηγηθεί το "Έγκλημα και τιμωρία". Παράλληλα, εξιχνιάζουμε την επιρροή που του άσκησαν οι γονείς του. Η μητέρα, στέρεα, σοβαρή, κόρη του σοφού ραββίνου του Μπιλγκοράι, η οποία αποφαίνεται για το μεγάλο έρωτα μιας γυναίκας προς τον άντρα της "τόση αγάπη είναι πράγμα αισχρό", και στο έξοχο για το χιούμορ του "Γιατί έκρωζαν οι χήνες", εκείνη θα επιμένει ότι οι "σφαγμένες χήνες δεν κρώζουν", και ο συγγραφέας σημειώνει, "στο πρόσωπό της έβλεπες την οργή του ορθολογιστή που προσπάθησαν να τον τρομάξουν μέρα - μεσημέρι". Ο πατέρας, ένας ήσυχος ραββίνος, λιγότερο ισχυρή προσωπικότητα, καλότροπος έως ευκολόπιστος. Στο "Βιβλίο", θα ξοδέψει τα 30 από μια επιταγή 50 μάρκων, εντελώς αναγκαίων για την επιβίωση της οικογένειας στην περίοδο του λιμού του 1917, για να τυπώσει ένα βιβλίο του θρησκευτικών ερμηνειών, που στο τέλος κιόλας δε θα τα καταφέρει να το εκδώσει.
Και πάλι η ιδιαιτερότητα του ύφους: στο βάθος της ποίησης να αντηχήσει ένα εξίσου βαθύ, επίσης άγριας ευαισθησίας, γελάκι, ειρωνείας ή σαρκασμού.
Αδρά, δυνατά πορτρέτα. Μερικά που σημείωσα:
σελ. 77-78: "Κοκκινοπρόσωπη και σουφρωμένη σαν γυναίκα της αγοράς, η γριά είχε ένα μικρό άσπρο γένι, οργισμένα μάτια, και ρουφούσε ταμπάκο, που με έκανε να φταρνιστώ, όταν μου τσίμπησε το μάγουλο και μου έδωσε ένα μπαγιάτικο μπισκότο. Φόραγε τριμμένο καφτάνι και κρατούσε ένα σαράβαλο θρησκευτικό βιβλίο, μία Πεντάτευχο για γυναίκες."
σελ. 207: "Η γυναίκα του ήταν τετράπαχη, φορούσε ξανθιά περούκα, είχε φουσκωτά μάγουλα και τα λαιμά της σκεπασμένα με πέρκνες. Ήταν θυγατέρα επιστάτη σε αγρόκτημα. Ο πελώριος κόρφος της σαν να μάργωνε από το γάλα. Συχνά-πυκνά φανταζόμουν πως, αν της έκοβες το μπράτσο από τη μασχάλη, θα ανέβλυζε γάλα εκεί, όχι αίμα."
σελ. 372: "Είχε παρουσιαστικό χριστιανού."
σελ. 375-376: "Ο Ιωνάς ήταν αναχρονιστικών αρχών, αλλά έχω συναντήσει αυτόν τον τύπο εδώ κι εκεί στη ρωσική λογοτεχνία. Η προσωπικότητά του έμοιαζε να έχει αναπτυχθεί από τυπωμένο υλικό."
Στις σελίδες 342-253, τα πορτρέτα του αδελφού της μητέρας του, του καινούργιου ραββίνου του Μπιλγκοράι, του θείου Ιωσήφ, και της τρίτης συζύγου του, της θείας Γέντελ, υποδειγματικά και τα δύο.
Στο επιλογικό σημείωμα η μεταφράστρια αναφέρεται σ' "ένα κρυφό ρίγος" που διαπερνά κατά διαστήματα την αφήγηση, "μες σε δυο-τρεις φράσεις ειπωμένες χωρίς φροντίδα ή οποιαδήποτε επιτήδευση", μια πολύ εύστοχη παρατήρηση. Όπως οι αναφορές στο ολοκαύτωμα. Δίχως ίχνος δραματοποίησης. Και βέβαια, γι' αυτό εξαιρετικά δραστικές. Πχ, μετά από την περιγραφή μεγάλης συντροφιάς ανθρώπων, σελ. 344, "ο Σαμψών, ο μόνος που γλίτωσε από το ολοκαύτωμα", ή σελ. 369, στο τέλος πορτρέτου και σαν να μην τρέχει τίποτα: "χρόνια αργότερα τον σκότωσαν οι Γερμανοί".
Να σημειωθεί εκτός από τη φροντισμένη μετάφραση, την έκδοση συμπληρώνει Επίμετρο σημειώσεων με όρους γίντις, και το Επιλογικό σημείωμα της μεταφράστριας.
Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, Στο δικαστήριο του πατέρα μου, μετ. Ανθή Λεούση, εκδόσεις: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 403.
Έτσι παρεισφρέουν στην αφήγηση ωραίες μικρές πληροφορίες, όπως ότι στην πολυκατοικία που διαμένει η οικογένεια στη Βαρσοβία ο μικρός Γιτζάκ / Ισαάκ είναι ο μόνος κοκκινοτρίχης, όταν όμως φτάνουν στην κωμόπολη όπου ζει η οικογένεια της μητέρας του, το Μπιλγκοράι, εκεί ανάμεσα στα ξαδέλφια του συγκαταλέγονται πολλά κόκκινα κεφαλάκια. Την ίδια περίοδο, 1917, θα περάσει τύφο, αλλά και εκεί, στο Μπιλγκοράι, θα ρθει πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του Σπινόζα. Με τη λογοτεχνία, έχει προηγηθεί το "Έγκλημα και τιμωρία". Παράλληλα, εξιχνιάζουμε την επιρροή που του άσκησαν οι γονείς του. Η μητέρα, στέρεα, σοβαρή, κόρη του σοφού ραββίνου του Μπιλγκοράι, η οποία αποφαίνεται για το μεγάλο έρωτα μιας γυναίκας προς τον άντρα της "τόση αγάπη είναι πράγμα αισχρό", και στο έξοχο για το χιούμορ του "Γιατί έκρωζαν οι χήνες", εκείνη θα επιμένει ότι οι "σφαγμένες χήνες δεν κρώζουν", και ο συγγραφέας σημειώνει, "στο πρόσωπό της έβλεπες την οργή του ορθολογιστή που προσπάθησαν να τον τρομάξουν μέρα - μεσημέρι". Ο πατέρας, ένας ήσυχος ραββίνος, λιγότερο ισχυρή προσωπικότητα, καλότροπος έως ευκολόπιστος. Στο "Βιβλίο", θα ξοδέψει τα 30 από μια επιταγή 50 μάρκων, εντελώς αναγκαίων για την επιβίωση της οικογένειας στην περίοδο του λιμού του 1917, για να τυπώσει ένα βιβλίο του θρησκευτικών ερμηνειών, που στο τέλος κιόλας δε θα τα καταφέρει να το εκδώσει.
Και πάλι η ιδιαιτερότητα του ύφους: στο βάθος της ποίησης να αντηχήσει ένα εξίσου βαθύ, επίσης άγριας ευαισθησίας, γελάκι, ειρωνείας ή σαρκασμού.
Αδρά, δυνατά πορτρέτα. Μερικά που σημείωσα:
σελ. 77-78: "Κοκκινοπρόσωπη και σουφρωμένη σαν γυναίκα της αγοράς, η γριά είχε ένα μικρό άσπρο γένι, οργισμένα μάτια, και ρουφούσε ταμπάκο, που με έκανε να φταρνιστώ, όταν μου τσίμπησε το μάγουλο και μου έδωσε ένα μπαγιάτικο μπισκότο. Φόραγε τριμμένο καφτάνι και κρατούσε ένα σαράβαλο θρησκευτικό βιβλίο, μία Πεντάτευχο για γυναίκες."
σελ. 207: "Η γυναίκα του ήταν τετράπαχη, φορούσε ξανθιά περούκα, είχε φουσκωτά μάγουλα και τα λαιμά της σκεπασμένα με πέρκνες. Ήταν θυγατέρα επιστάτη σε αγρόκτημα. Ο πελώριος κόρφος της σαν να μάργωνε από το γάλα. Συχνά-πυκνά φανταζόμουν πως, αν της έκοβες το μπράτσο από τη μασχάλη, θα ανέβλυζε γάλα εκεί, όχι αίμα."
σελ. 372: "Είχε παρουσιαστικό χριστιανού."
σελ. 375-376: "Ο Ιωνάς ήταν αναχρονιστικών αρχών, αλλά έχω συναντήσει αυτόν τον τύπο εδώ κι εκεί στη ρωσική λογοτεχνία. Η προσωπικότητά του έμοιαζε να έχει αναπτυχθεί από τυπωμένο υλικό."
Στις σελίδες 342-253, τα πορτρέτα του αδελφού της μητέρας του, του καινούργιου ραββίνου του Μπιλγκοράι, του θείου Ιωσήφ, και της τρίτης συζύγου του, της θείας Γέντελ, υποδειγματικά και τα δύο.
Στο επιλογικό σημείωμα η μεταφράστρια αναφέρεται σ' "ένα κρυφό ρίγος" που διαπερνά κατά διαστήματα την αφήγηση, "μες σε δυο-τρεις φράσεις ειπωμένες χωρίς φροντίδα ή οποιαδήποτε επιτήδευση", μια πολύ εύστοχη παρατήρηση. Όπως οι αναφορές στο ολοκαύτωμα. Δίχως ίχνος δραματοποίησης. Και βέβαια, γι' αυτό εξαιρετικά δραστικές. Πχ, μετά από την περιγραφή μεγάλης συντροφιάς ανθρώπων, σελ. 344, "ο Σαμψών, ο μόνος που γλίτωσε από το ολοκαύτωμα", ή σελ. 369, στο τέλος πορτρέτου και σαν να μην τρέχει τίποτα: "χρόνια αργότερα τον σκότωσαν οι Γερμανοί".
Να σημειωθεί εκτός από τη φροντισμένη μετάφραση, την έκδοση συμπληρώνει Επίμετρο σημειώσεων με όρους γίντις, και το Επιλογικό σημείωμα της μεταφράστριας.
Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, Στο δικαστήριο του πατέρα μου, μετ. Ανθή Λεούση, εκδόσεις: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 403.