Το
απόλυτο ως πιθανότητα
Του
Νίκου Bατόπουλου
Αντώνης
Νικολής
«Διονυσία»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Ροδακιό, σελ. 395, Αθήνα 2012
Με τη «Διονυσία», ένα μυθιστόρημα σε δύο εποχές, παχύ και λεπταίσθητο,
θαλασσινό και αστικό, ο Αντώνης Νικολής μάς χαρίζει μία ηρωίδα της νέας
ελληνικής πεζογραφίας. Η Διονυσία είναι από την Κω, όπου παντρεύεται και
κάνει οικογένεια, αλλά κάποια στιγμή μεταφέρει τη ζωή της στην Αθήνα. Οσο
κοινότοπη μπορεί να είναι αυτή η περιγραφή, αφού εσκεμμένα είναι απλοϊκή
άρα και κρυπτική, τόσο απρόβλεπτη και μοναδική είναι η πορεία ζωής της
Διονυσίας.
Δεν
είμαι βέβαιος ότι συμπάθησα τη Διονυσία ως πρόσωπο, δεν ξέρω αν υπήρξαν
στιγμές που να ήθελα να της σφίξω το χέρι. Ξέρω όμως ότι ως περσόνα, συχνά
γκροτέσκα, με εξπρεσιονιστική όψη, άλλοτε κοινή, σαν άγραφη μάσκα, με
χάραξε. Η Διονυσία είναι μία εμβληματική μορφή της νέας λογοτεχνίας, καθώς
συμπυκνώνει στο δικό της δράμα πολλές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας.
Αλλά ο
Αντώνης Νικολής έχει τον τρόπο, έχει το χάρισμα και πρωτίστως την
καλλιέργεια (στην οποία περιλαμβάνεται το γλωσσικό αισθητήριο, η καλλιέπεια
του λόγου ως κυττάρου της λογοτεχνίας). Οταν άρχισα να διαβάζω τη
«Διονυσία» (σε αυτήν την συγκινητικά όμορφη, πολυτονική έκδοση του
«Ροδακιού») ήταν η γλώσσα που με κράτησε εξ αρχής. Ηταν το γλωσσικό
περιβάλλον του Αντώνη Νικολή, ακριβές και αισθησιακό ταυτόχρονα, με
ρεαλισμό και ερωτισμό, αυτό που αμέσως μου έδωσε να καταλάβω ότι η
«Διονυσία» είναι ένα βιβλίο που μπορεί να γίνει κλασικό. Η Διονυσία ζει
στην Κω με τον άντρα και τους δύο γιους της, μεγάλα παιδιά πια. Νοικιάζουν
δωμάτια σε επισκέπτες του νησιού. Ο σύζυγος και οι γιοι είναι φρικτοί
Ελληναράδες.
Η
Διονυσία είναι σε «λάθος» σπίτι. Αλλά είναι εκεί. Υπομένει. Η εμφάνιση ενός
επισκέπτη και νοικάρη διασαλεύει την τάξη, την αφυπνίζει ερωτικά και της
δίνει πίσω το σώμα της ως σεξουαλικό πεδίο ηδονής. Η αυτοσυνειδησία, που
έρχεται αιφνιδιαστικά αλλά σαν να ήταν ναρκωμένη και έτοιμη από παλιά, τη
δυναμώνει και την οδηγεί αναπόφευκτα σε ρήξεις με τους άρρενες στο σπίτι,
που με τη σειρά τους αποσυντονίζονται καθώς το εγώ της Διονυσίας
εμφανίζεται ανάγλυφο.
Αυτή
είναι η πρώτη «εποχή» του βιβλίου. Γιατί η δεύτερη «εποχή», που
διαδραματίζεται στην Αθήνα, όπου αποδρά η Διονυσία, είναι ένας λαβύρινθος.
Κατά μία έννοια, η Διονυσία στην Αθήνα, παρίας, ξένη, ανένταχτη, είναι
σύμβολο της παρακμής, τόσο του εαυτού όσο και του άστεως, που συγκλίνουν
και ταυτίζονται με έναν συμβολισμό που ταράζει και διασαλεύει. Η Διονυσία
συμπυκνώνει την πορεία ενός ανθρώπου καθώς τίθεται εκτός κοινωνίας,
ακουσίως - εκουσίως, και κατακρημνίζεται από το δίχτυ μίας απεχθούς
οικογενειακής εστίας στο χάος του σκοτεινού άστεως. Η Διονυσία είναι μία
ηρωίδα θύμα και θύτης της ίδιου της του εαυτού, μία νοικοκυρά που έγινε
χαμίνι, ένα σύμβολο του αραχνοΰφαντου ιστού που μας κρατάει στην «κανονική
ζωή». Επίκαιρη και τραγική, η Διονυσία είναι δυνατή και αδύναμη ταυτόχρονα,
καθώς έχει ενστερνιστεί το απόλυτο ως πιθανότητα.
Ο
Αντώνης Νικολής μάς δίνει ένα σημαντικό μυθιστόρημα, πυκνό, συμβολικό,
ρεαλιστικό, συνταρακτικό.
|