του Αντώνη Νικολή
(Στην Τζούλια Τσιακίρη)
Στη
δεκαετία του ’70 οι υποψήφιοι φοιτητές, ιδίως των περιζήτητων σχολών,
Ιούλιο και Αύγουστο συρρέαμε απ’ όλη την Ελλάδα στα φροντιστήρια του
κέντρου της Αθήνας, γύρω από τη Σόλωνος τα περισσότερα, στα εντατικά
τμήματά τους. Μαθητής στο νησί και υποψήφιος της ιατρικής, ανέβηκα το
καλοκαίρι του ’77, ανάμεσα Β’ και Γ’ λυκείου, και την επόμενη χρονιά
βέβαια, χρονιά εισαγωγικών για την τάξη μου, που διενεργούνταν τότε
τέλος του Αυγούστου-πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου, και για μας τους
Δωδεκανήσιους σε εξεταστικά κέντρα επίσης στην Αθήνα. Φοιτούσα στο
φροντιστήριο του Τσούνη, καμιά πενηνταριά μέτρα ψηλότερα από τη
διασταύρωση Σόλωνος και Μπενάκη, ένα μικρό εκπαιδευτήριο σε πρώτο όροφο.
Ό,τι συγκρατώ ακόμα στη μνήμη από το κτίριο θυμίζει παλιές φωτογραφίες
σ’ ένα θολό μολυβί χρώμα: την απότομη σκάλα, στο βάθος του διαδρόμου το
γραφείο των φροντιστών, τις αίθουσες διδασκαλίας, ίσως τρεις ίσως
τέσσερις, ακόμα και το περβάζι στο παράθυρο-οθόνη της αίθουσας, απ’ όπου
χαζεύαμε στα διαλείμματα τη μονίμως μποτιλιαρισμένη Σόλωνος και στα
στενά πεζοδρόμιά της τους συνομήλικους και συνυποψήφιούς μας, ν’
ανηφορίζουν ή να κατηφορίζουν άλλοτε φουριόζοι και με γέλια και φωνές,
άλλοτε μοναχικοί, σκυφτοί, καταπονημένοι από το διάβασμα ως αργά τη
νύχτα. Το φροντιστήριο το είχα επιλέξει λόγω του αδελφού της μάνας μου,
του Σπύρου Χατζημάρκου, δίδασκε χημεία ο θείος εκεί, είχε τη διεύθυνση
της χημείας λέγαμε, παρόλο που δεν υπήρχε άλλος χημικός για να τον
διευθύνει, αλλά ήτανε καλός δάσκαλος και, αυτό που εκτιμούσα
περισσότερο, ευγενικός και διακριτικός θείος. Λόγω του θείου Σπύρου
επίσης, αγοράσαμε σε ανεγειρόμενη το 1978 πολυκατοικία στην Κυψέλη, όπου
είχε και εκείνος το σπίτι του, εμείς μια γκαρσονιέρα. Στην οδό Λήμνου,
μετέπειτα Λέλας Καραγιάννη. Ήμουν ο πρώτος που εγκαταστάθηκε στην εν
λόγω πολυκατοικία, τα συνεργεία δούλευαν ακόμα, ένας επιστάτης μάλιστα,
μεσήλικας, καθώς με έβλεπε να γυρνάω από τα ποικίλα ξενύχτια μου
αργότερα και από τις επτά το πρωί (εκτόνωνα την καταπιεσμένη στο νησί
εφηβεία μου), θα του φαινόμουν –όχι αδικαιολόγητα– περίπου ως να
επέστρεφα από σχολή της σάμπας στις φαβέλες του Ρίο, «Τι κάνεις εσύ,
αγόρι μου, εδώ πέρα;» με ρώτησε ένα πρωί, «Προετοιμάζομαι για τις
εισαγωγικές στην ιατρική», είπα από συνήθεια, εκείνος κατέβασε κάπως το
βλέφαρο, «Δύσκολη η ιατρική, ε;» Πράγματι δύσκολη, και δε θα πέρναγα τις
εξετάσεις παρά με τη δεύτερη προσπάθεια, το φθινόπωρο της επόμενης
χρονιάς, το ’79.
Αλλά
ήτανε το καλοκαίρι του ’78, πότε και από πού το αγόρασα δύσκολο να
θυμηθώ, όμως μ’ αυτό θα ξυριζόμουν στα γενέθλιά μου, 19 του Αυγούστου.
Έκλεινα τα δεκαοκτώ, ημέρα εύλογα ξεχωριστή στην προσωπική αποτίμηση του
χρόνου, θα δώριζα στον εαυτό μου ένα τελετουργικό, τρόπον τινά, ξύρισμα
με το καινούργιο πινέλο. Το πιθανότερο το αγόρασα από ημιυπόγειο σε
στοά ανάμεσα Ακαδημίας και Πανεπιστημίου, στο δρόμο που διένυα
καθημερινά από το φροντιστήριο ως τη στάση για το τρόλεϊ, αναλογίζομαι
αμυδρά, αλλά μπορεί και να το συγχέω με κάτι άλλο, δεν αποκλείεται και
τη στιγμή στη μνήμη μου που το ψαύω για πρώτη φορά πάνω από βιτρίνα
σχετικού καταστήματος να την έπλασα με τη φαντασία μου εκ των υστέρων,
πάντως επρόκειτο για ένα πινέλο απίθανα μικρό, σχεδόν μινιατούρα: ούτε
τρία εκατοστά η ξύλινη λαβή κι όχι περισσότερος ο θύσανος, το φουντωτό
βουρτσάκι του (από ανοιχτόχρωμη τρίχα ασβού με σκούρα λωρίδα στο μέσον
της, πινέλο στην κατηγορία super ή best badger,
σύμφωνα με τις τεχνικές πληροφορίες που συνέλεξα πολλά χρόνια
αργότερα). Το αγόρασα παραξενεμένος από το μικρό του μέγεθος, ή
κρατώντας το στα δάχτυλα με μια κυκλική κίνηση στον αέρα διαισθάνθηκα το
πόσο θα με βόλευε; Με μάγουλα που σουρώνουν στο σαγόνι δίχως προγούλι,
με την περιοχή κάτω από το κάτω χείλος να κοιλαίνει σε βαθιά εσοχή, κι
αμέσως έπειτα το κύρτωμα του πιγουνιού με το λακκάκι στο κέντρο του,
ψηλότερα στα πλαϊνά τις ανάγλυφες μεγάλες ελιές, μία κάτω από καθεμιά
φαβορίτα, αλλά και με τα σπυριά της ακμής που ακόμα τότε τρία τέσσερα τη
βδομάδα από δω και από κει με ταλαιπωρούσαν, επίσης το μήλο του Αδάμ,
προεξοχή που είχε διογκωθεί στα χρόνια της εφηβείας με δύσκολες
επιφάνειες ούτε καμπύλες ούτε επίπεδες τσιτώνοντας το δέρμα του λαιμού,
με ένα πρόσωπο δηλαδή όπως λέγεται γωνιώδες και επιπλέον μαλακό,
εφηβικό, έπρεπε για να ξυριστώ να καταβάλω αρκετή φροντίδα κι άλλη τόση
δεξιοτεχνία στο χειρισμό του ξυραφιού, αλλά και σπάνια απόφευγα τα ένα
με δύο κοψίματα. Κατέβαζα το πρόσωπο στο κρύο τρεχούμενο νερό, που έχει
αιμοστατική δράση με συμβούλευε ο πατέρας μου, κι αν το αίμα επέμενε,
είχα πάντοτε πρόχειρο ένα κομματάκι στύψη. Σε κάθε περίπτωση ένα στιβαρό
αλλά και μαλακό βουρτσάκι με τις λεπτές πινελιές του, που δε σκεπάζει
τα δύσκολα σημεία, που αφρίζει την κρέμα σ’ ελάχιστη επιφάνεια δέρματος,
θα με διευκόλυνε σίγουρα. Ξυριζόμουνα, κι ακόμα, μέρα παρά μέρα.
Επιπλέον, χάρη στον μικρό θύσανο, το άτυπο μασάζ από τις κυκλικές
κινήσεις του πινέλου γίνεται πιο αποτελεσματικό, απολήγει σ’ ένα ακόμα
εντυπωσιακότερο πίλινγκ.
Δε
θυμάμαι τις λεπτομέρειες, ήτανε 19 του Αυγούστου του ’78, τα γενέθλια
των δεκαοκτώ μου. Φαντάζομαι καθάρισα όλο το πρόσωπο με αντισηπτικό
σαπούνι πρώτα, ύστερα με το εορταστικό πινέλο μουσκεμένο σε ζεστό νερό
άπλωνα στα γένια την κρέμα εωσότου πυκνώσει ο αφρός. Μ’ ένα πλαστικό
ξυραφάκι bic
–τα καινούργια, τα χαρούμενα πράγματα εκείνη την ανέμελη για τους
μικροαστούς εποχή ήταν όλα τους πλαστικά–, θα πήρα προσεκτικά τα γένια,
θα επάλειψα στο τέλος το ξυρισμένο δέρμα με κάποιο άφτερ σέιβ, ίσως και
με λίγη λοσιόν τοπικά τα σπυράκια της ακμής.
Έκτοτε
το λιλιπούτειο πινέλο, μέρα παρά μέρα για μήνες και για χρόνια,
συγκαταλεγόταν όλο και περισσότερο στα πολύ προσωπικά μου εργαλεία.
Το
ξύρισμα ένας άντρας το συνηθίζει σαν κάτι σύμφυτο με την ύπαρξη, όχι με
την ταυτότητα του φύλου του, περίπου όπως και το ότι κατουράει όρθιος.
Και σ’ αυτές τις συνήθειες, όλοι λίγο πολύ καταλήγουμε σε μικρά χούγια,
σε ασύνειδες κατά το πλείστον παραξενιές.
Πέρναγε
ο καιρός και το πινέλο μου, στο νιπτήρα ή στο νεσεσέρ, μ’ ακολουθούσε
σε μετακομίσεις από διαμερίσματα και από πόλεις, σε μεταθέσεις, σε
ταξίδια. Κι όταν κάποτε σε αεροπορική επιστροφή από το εξωτερικό
κινδύνεψα να χάσω τις αποσκευές μου, θυμάμαι πως στιγμιαία εκείνο μόνο
νοιάστηκα. Να με θάψετε μαζί του, έφτασα να λέω, γιατί εντωμεταξύ μόλο
που έψαχνα δεν μπορούσα να το αντικαταστήσω. Με κάποιο αναλόγου
μεγέθους, εννοώ. Με τα χρόνια, με τις δεκαετίες, μοιραία έλιωνε. Οι
τρίχες από την πλάτη εκείνου του καλού ασβού είχαν απομείνει οι μισές,
ούτε ενάμισι εκατοστό, σε χρώμα πολυκαιρισμένο κίτρινο, σχεδόν
μουσταρδί, και στο κέντρο της κολοβωμένης φουντίτσας μια ελάχιστη υποψία
από την αρχική σκούρα λωρίδα. Το ξύλο στη λαβή, φουσκωμένο στο νερό και
ξεραμένο πάμπολλες φορές, με σπασμένο ένα κομμάτι του, με την
ασπρουλιάρικη εξάνθηση της υγρασίας και τα σχισίματα από τις διαστολές,
το έπιανα κάθε φορά με το δέος μη διαλυθεί κι άλλο. Έπρεπε –δίχως
αναβολή– να το αντικαταστήσω. Έψαχνα κυρίως στο κέντρο της Αθήνας.
Σταδιακά έβαλα και γνωστούς στην αναζήτηση. Ένα τόσο δα, όχι μεγαλύτερο.
Αλλά ό,τι έβρισκα ήτανε σχεδόν διπλάσιο. Ένας φίλος μού δώρισε, μπας
και συνέλθω, ένα πανάκριβο τύπου silvertip badger
με μεταλλική βάση, φίνο θύσανο τρίχας ασβού πάλι, αλλά από το τρίχωμα
του λαιμού αυτό, ό,τι ποιοτικότερο εν πάση περιπτώσει, φρόντισε να με
λούσει και με υποδείξεις φρόνησης, «ξυρίζεσαι μ’ εκείνη την κουτσουλιά
εκεί πέρα, και σιγά το γωνιώδες πρόσωπο, πενηνταρίσαμε πλέον, μάθε να το
χρησιμοποιείς, ετούτο είναι συμβατό και με την ηλικία και με τη
μουράκλα σου». Και η αλήθεια προσπάθησα. Μάταια. Με το που το πλησίαζα
στο πρόσωπο, το άγγιζα στο δέρμα, αίφνης μου φαινόταν τεράστιο, ας πούμε
βούρτσα μπογιατζή ή όπως αν επρόκειτο να ξεσκονίσω ένα κομοδίνο με μια
πλατιά επαγγελματική σκούπα δαπέδου. Απελπισμένος, ξανάπιανα στο τέλος
το τριάντα δύο τόσων χρόνων, το καταδικό μου, το λιωμένο μου βουρτσάκι.
Έφτασα
να υπολογίσω ότι το είχα χρησιμοποιήσει περί τις έξι χιλιάδες φορές.
Ανατριχιαστικό. Όπως με ανατρίχιαζε στο άκουσμά της και η επερχόμενη
ηλικία μου, η ηλικία-ορόσημο 50 (πενήντα). Στις 19 Αυγούστου του 2010 θα
άφηνα πίσω μου πενήντα χρόνια, άλλως ειπείν μισό αιώνα ζωής. Αποφάσιζα,
λοιπόν, να γιορτάσω τα τωρινά σημαδιακά γενέθλια με μια αλλαγή στην
όψη: θα άφηνα μικρό μούσι. Άρχισα και να το δηλώνω, «θ’ αφήσω μουσάκι».
«Δηλαδή;» «Μούσι. Μουστάκι και γενάκι από κάτω, στο πιγούνι». Άλλη
ταλαιπωρία, να βρω τη λέξη, να μη χρειάζεται να δείχνω με τα δάχτυλα την
περιοχή του προσώπου. Μουστάκι και μαζί υπογένειο, παρόλο που με το
τελευταίο εννοούμε το γενάκι σε ολόκληρο το πιγούνι, που όμως ούτε γι’
αυτό είναι πολύ σαφή τα λεξικά. Η ακριβέστερη λέξη είναι μούσι,
καταλήγω. Κατέφευγα στην αγγλική, διευκρινίζοντας: το goatee όπως το λένε οι Άγγλοι. Βρήκα σε blogs τη slang
απόδοση «γιδάτο» (κατά το μουράτο, χλιδάτο κ.τ.ό.), μόνο που με το
γιδάτο μάλλον εννοούν το πρόσωπο με τις παχιές, χαμηλές ως το σαγόνι
φαβορίτες τύπου Κόκοτα. Πρόσφατα, σε κείμενο του Ντοστογιέφσκι, έπεσα
και στο «ναπολεόντειο γενάκι». Πρόκειται για το λεγόμενο και «μπαμ
τρελελέ», μουστάκι κι ένα γενάκι κάτω από το κάτω χείλος κατακόρυφο ως
το πιγούνι. Από τον Ναπολέοντα τον Γ’, τον γνωστό με το προσωνύμιο ο μικρός, που του
το κόλλησε ο Βίκτορας Ουγκώ. Πέρα από την τριακονταετή και πλέον
συνήθεια, λοιπόν, ήταν πια και το σχεδιαζόμενο μουσάκι που μου επέβαλλε
το μικρό με τις λεπτές πινελιές βουρτσάκι, αλλά και το πράγμα
εξελισσόταν σε εμμονή.
Κάπου
τότε πρέπει, λίγο πριν από το ετήσιο ταξίδι μου προς Πορτογαλία
–συνήθως κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου–, να έκανα τη σκέψη:
δε γίνεται παρά στη χώρα και στην πόλη που τόσο καταλυτικά επιδρούν πάνω
μου εδώ και δέκα χρόνια, εκεί να το βρω. Στη Λισαβόνα. Άλλωστε ένας
λόγος που εκτιμώ τους Πορτογάλους δεν είναι που χαρακτηρίζουν τους
εαυτούς τους δίχως συμπλέγματα μικρούς; Σε όλα τα εγχειρίδια φέρ’ ειπείν
της πορτογαλικής για αρχαρίους έβρισκα την πρόταση «η Πορτογαλία είναι
μια μικρή χώρα», συνήθως μαζί με την αντιστικτική της «η Ισπανία είναι
μια μεγάλη χώρα». Ανακαλούσα εικόνες που επαύξαναν την προσδοκία μου:
από τα κοντοπόδαρα και στενά παγκάκια τους στα πάρκα και γενικά τα
μικρών διαστάσεων αντικείμενα ως τους πολλούς κοντούς ανθρώπους που όμως
περπατούν δίχως καμία μειονεξία, με τον αέρα των μετρίων κιόλας
(πρόκειται περισσότερο για λεπτοφυείς, αρμονικούς στις αναλογίες, όχι
κακοζωισμένους κοντούς, αν και δεν αποκλείεται η όλη εντύπωσή μου αυτή
στατιστικώς να είναι λάθος). Ωστόσο, ήμουνα σίγουρος πια, στην πόλη της
ωριμότητάς μου, στη Λισαβόνα μου, εκεί εξάπαντος θα έβρισκα το διάδοχο
πινέλο-μινιατούρα. Διαισθανόμουν μάλιστα και πού το πιθανότερο, ότι θα
το εντόπιζα στην άκρη κάποιας βιτρίνας στην Κάτω Πόλη, την Μπάισα. Εκεί
χάζευα πότε πότε κάποια μικρομάγαζα, ιδίως ένα δυο με νήματα και είδη
ραπτικής στη Rua da Conceiçâo,
που δεν ξέρω γιατί αλλ’ αφότου τα πρωτοείδα τα πέρασα για τα μαγαζάκια
της Μπαΐα του Ζόρζε Αμάντο, να διαβαίνει τα κατώφλια τους η Ντόνα Φλορ
αφηρημένη, με μια γλυκιά σκέψη ξεχασμένη στην άκρη των χειλιών να
διαλέγει ανάμεσα σε λογής κουβαρίστρες, αγκράφες, στρας και τα συναφή
της μοδιστρικής, που φιγουράρουν στις αβαθείς βιτρίνες πίσω από τα μικρά
τετράπλευρα τζαμλίκια με τα ξύλινα καΐτια, τα βαμμένα με γυαλιστερά
βερνίκια, πρασινωπά συνήθως. Την Μπάισα, την Κάτω Πόλη, τη διασχίζει και
την κόβει στα δυο –με τη συγκρατημένη και παλαιική της αρχοντιά– η Rua Augusta,
ο πολυαγαπημένος δρόμος. Στο μισό κομμάτι, εκείνο που συνορεύει με το
λόφο της Αλφάμα, εκεί έλπιζα θα ξετρύπωνα το πινελάκι μου. Και πράγματι.
Ύστερα από μερικές παρακάμψεις κι αφού ρίγησα με κάνα δυο από τα
ρουτινιάρικα βήματα του Φερνάντο Πεσόα κάτω απ’ το παλιό του σπίτι,
πέρασα κι από το μπρούτζινο γλυπτό το αφιερωμένο στον ανώνυμο εργάτη των
μωσαϊκών στα πεζοδρόμια της πόλης, στο πλάτωμα μπροστά από την εκκλησία
του Αγίου Νικολάου, κάπως έπειτα βρέθηκα στον παράλληλο της Αουγκούστα
με την drogaria-perfumaria της Viúva –της χήρας– Pereira,
όπως διάβαζα στην ταμπέλα του μαγαζιού, ίσως να ήταν η ίδια η μεστή και
γεμάτη σαρανταπεντάρα που ρωτούσε ευγενικά πώς να με εξυπηρετήσει, ίσως
και όχι, έμοιαζε πάντως με καταστηματάρχισσα, και το νεαρό κορίτσι
δίπλα της με βοηθό της. Δεν ήταν το πρώτο ανάλογο κατάστημα στο οποίο
διατύπωσα πορτογαλιστί το αίτημά μου: «Pοr favor, queria un pincel da barba pequeno». Βεβαίως δεν έψαχνα απλώς ένα μικρό πινέλο. Αλλά και να προσδιορίσω mais pequeno,
το μικρότερο, φοβόμουν μην τους τρομάξω. Μου δείχνανε διάφορα, μερικά
μικρά, όμως μεγαλύτερα από αυτό που γύρευα. Αλλά στο μαγαζί τής
–πιθανώς– χήρας ούτως ή άλλως με μάγεψαν όλα: οι βιτρίνες στους πάγκους,
τα καΐτια τους, τα ράφια, βερνικωμένα γυαλισμένα σε χρώμα κοκαλί, τα
στρογγυλά μικρά κεραμικά πόμολα με τα ανθάκια, τα λογής σαπούνια με
αρώματα λεβάντας, λουλουδιών, πεπονιού, καρύδας, μήλου, τα γυάλινα
δοχεία τα γεμάτα με κολόνιες και μικρές κάνουλες χαμηλά στον πάτο τους,
τα καθρεφτάκια, οι ποικίλες χτένες, τα σκουφάκια και ό,τι άλλο για το
μπάνιο. Η –πιθανώς– χήρα μεταφερόταν στον απέναντι πάγκο, μου κατέβαζε
από ράφι στον τοίχο πινέλα μεσαίου μάλλον μεγέθους. Της έδειξα με μισά
αγγλικά μισά πορτογαλικά και με τα δάχτυλα ότι έψαχνα για ένα πινέλο ει
δυνατόν τόσο δα. Αποσύρθηκε στην αποθήκη του μαγαζιού, πίσω από τις
προθήκες του εσωτερικότερου τοίχου σε χώρο που διαχώριζε ένα κουρτινάκι,
γύρισε με μια χάρτινη πλακέ κασετίνα, έβγαλε από κει μέσα ένα μικρό
βουρτσάκι, πράγματι μικρό, υποθέτω θα γυάλισε το μάτι μου από τη χαρά,
μικρότερο απ’ όλα όσα είχα δει ίσαμε τότε, αν το εφηβικό μου ήτανε πέντε
με έξι εκατοστά συνολικά στο ύψος, ετούτο δεν ξεπερνούσε τα επτά. Το
ξανακοίταζα, βέβαια, το έψαυα, ζύγιαζα που δεν ήταν badger αλλά boar,
από τρίχα αγριόχοιρου σε ανοιχτό υποκίτρινο χρώμα, όχι ασβού, με
χερούλι κάπως χοντρουλό, πλαστικό, όχι ξύλινο, από την άλλη όμως το ότι
ήταν προϊόν της πολύ καλής ιταλικής φίρμας omega. Αλλά, πάλι, και τι έγινε που δεν ήταν badger,
αν κάνει τη δουλειά του, μια χαρά μικρό είναι κι αυτό. Και θα είναι
πάντοτε κι ένα πινέλο από τα μαγαζάκια του Αμάντο, αυτό πού το πας, είπα
στον εαυτό μου.
Ενάμιση
περίπου μήνα αργότερα, απόθεσα σ’ ένα κουτάκι κοσμηματοπωλείου τα
κομματάκια, το λείψανο του παλιού, σχημάτισα τη φράση, «εξεμέτρησε και
αυτό το χρόνο του», φράση που άφησα να αιωρείται στη σκέψη μου εκείνα τα
λίγα δευτερόλεπτα ενόσω το καταχώνιαζα στην ντουλάπα της τουαλέτας.
Ήτανε 19 Αυγούστου του 2010 και αμέσως έπειτα θα έβαζα μπροστά το
τελετουργικό ξύρισμα για τα ολόκληρα πενήντα χρόνια μου.
Πέρασαν
αρκετοί μήνες από τότε, το λιλιπούτειο κι αυτό βουρτσάκι, το τελευταίο,
επιτελεί στο ακέραιο τη δουλειά του, το μούσι επίσης το περιποιούμαι με
ευκολία, δίχως ασύμμετρα κοψίματα ή μετατοπίσεις στις λεπτές γραμμές
του. Να σημειώσω, βέβαια, στο ξύρισμα, και όχι μόνο, με συντρέχει πλέον
από τα χαμηλά της μύτης και νεότερος απαραίτητος βοηθός: τα γυαλιά της
πρεσβυωπίας.
Μέρα
παρά μέρα ένα τέταρτο της ώρας το μοιράζομαι μαζί του, όπως και με την
ξυριστική, όπως και άλλες στιγμές με τα υπόλοιπα εξίσου μικρά και
περιφρονημένα, εντούτοις τόσο προσωπικά εργαλεία, το νυχοκόπτη, το
τσιμπιδάκι, τις τσατσάρες. Βυθίζομαι στον καθρέφτη του νιπτήρα, και με
το πρόσχημα του καλλωπισμού αφαιρούμαι, αφήνομαι κι εδώ στο ορμητικό,
στο καθημερινό βουερό ρεύμα από ανθρώπους και από πράγματα, όπως τους
συμπαρασύρει στη σκέψη ο καιρός.
(Αθήνα και Κως, Δεκέμβριος του 2011)
|