Athens Voice 09/09/2013 - 13:37
Ο όρος λούμπεν, από τη γερμανική λέξη lumpen, το κουρέλι, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Μαρξ (λούμπεν προλεταριάτο) για τα περιθωριακά στοιχεία της εργατικής τάξης τα δίχως ταξική συνείδηση, και από μεταγενέστερους για τα παρασιτικά αστικά στρώματα, κυρίως σε αναπτυσσόμενες κοινωνίες (λούμπεν αστική τάξη). Εδώ ας εννοηθεί με τη χρήση του όρου στην τρέχουσα ομιλία, γι’ αυτόν ευρύτερα που έχει αποξενωθεί από τα στοιχεία της πολιτιστικής του ταυτότητας και που προφανώς είναι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου.
Είμαστε στη συντριπτική πλειονότητα, με τη σχετική διαστρωμάτωση βέβαια, μία κοινωνία μικροαστών. Η όποια ελληνική αστική τάξη ήταν ανέκαθεν ουσιαστικά ανύπαρκτη ή για αρκετά σοβαρούς λόγους ανυπόληπτη, η εργατική τα τελευταία χρόνια συρρικνώθηκε ή υποκαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους μετανάστες. Πρόσφατα οδηγώντας στην ενδοχώρα της Κρήτης είχα συχνά την εντύπωση ότι έβλεπα ή αποτελούσα μέλος ντοκιμαντέρ στα υψίπεδα του Αφγανιστάν ή του Πακιστάν όχι μόνο από τις έντονες εναλλαγές στο ορεινό φυσικό ανάγλυφο αλλά και από τους μετανάστες που έβοσκαν τα κοπάδια, που δούλευαν στα χωράφια ή που ξεφόρτωναν καρότσες.
Είμαστε μικροαστοί στο έλεος μιας κακής κρατικής εκπαίδευσης και επίσης μιας κακής κρατικής (με τον έναν ή τον άλλο τρόπο) τηλεόρασης. Γενικότερα στο έλεος μιας συνθήκης –αν πούμε συνθήκη αυτή τη δυσλειτουργική παρωδία κράτους– που παράγει θόρυβο, ασχήμια, ασυδοσία, προπέτεια, ιδίως όμως ισοπέδωση (μ’ εκείνο το: όλοι ίσα κι όμοια, δηλαδή κυρίως όμοια, το γλυκερό βάλσαμο στο φθόνο). Και πάλι η αιτία είναι η απουσία κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας. Είμαστε η παρέα που δε θέλει να ιεραρχηθεί, φωνάζουμε όλοι μαζί, δεν ακούει κανείς κανέναν, δεν αποφασίζουμε, δεν κινούμαστε παρά μόνο προς τα κει όπου ο καιρός και ο χρόνος μάς παρασύρουν, δηλαδή η εκάστοτε (διεθνής) συγκυρία.
Οι πόλεις, (όπως και τα νεκροταφεία), είναι η ακριβέστερη απεικόνιση ή μεταφορά για τους θεσμούς μιας κοινωνίας. Σ’ οποιοδήποτε δομημένο ελληνικό περιβάλλον περπατήσει κανείς, εκτός από ελάχιστους διατηρητέους οικισμούς, περιφέροντας το βλέμμα, τι θα δει: κακή πολεοδόμηση, ελλιπή ή υποτυπώδη δημόσιο χώρο, καμία πρόνοια για αρχιτεκτονικά ενιαία σύνολα στα μεγαλούτσικα σταυροδρόμια –τρόπος του λέγειν πλατείες, ή στις κεντρικές αρτηρίες, αντίθετα, ότι έχει αποδοθεί και στην όψη των κτηρίων ακόμα η στρεβλή αστικοποίηση, τα τεράστια μπαλκόνια παντού (εις ανάμνησιν και για τις χρήσεις της υπαίθριας αυλής), τα τελευταία χρόνια κιόλας οι… μπαλκονοβεράντες έφτασαν ως και τους πρώτους ορόφους (για να εξομοιωθούν και αυτοί με τα ρετιρέ). Απίστευτος πλούτος στα υλικά οικοδομής, απερίγραπτη φτώχεια στην αισθητική. Τα χρόνια του νεοελληνικού μικροαστικού ονείρου, (οι σημερινοί πενηντάρηδες, κακά τα ψέματα, μεγαλώσαμε μαζί του…), κύλησαν ανάμεσα στα καπελάκια της Δέσποινας, τις πόζες και τα συνολάκια της Δήμητρας, το κιτς του κερατά που έλεγε και ο Ταχτσής ολοένα και πιο εκτεταμένο, για να φτάσει εσχάτως ως τις αντίστοιχες ατάκες ακόμα και από το βήμα της βουλής, – που μακάρι να ήταν μόνο από τους χρυσαυγίτες. Από τη μια το λαϊκίστικο τηλεοπτικό mainstream, από την άλλη οι αισθητισμοί, οι φορμαλισμοί των επιχορηγούμενων από το σεπτό μαικήνα – κράτος καλλιτεχνών.
Πέρναγα από το σταθμό του τρένου στο Θησείο. Δεν είμαι εικαστικός, μπορεί να σφάλλω, αλλά μου φαίνεται από τις αισθητικά αρτιότερες διαμορφώσεις του αστικού τοπίου της Αθήνας, ταιριαστή πολύ με τον χώρο της Αρχαίας Αγοράς. Μα και υπερβολική να είναι η εκτίμησή μου, νομίζω, όλοι θα συμφωνήσουν πως πρόκειται για έναν από τους ωραιότερους σταθμούς του ΗΣΑΠ και του μετρό. Είναι μουτζουρωμένος, λερωμένος από γκράφιτι. Μελαγχόλησα. Οι συνειρμοί έγιναν αυτόματα. Λούμπεν δεν υπάρχουν μόνο στην Ελλάδα. Έφερα στη μνήμη μουδιασμένους, παραξενεμένους βορειοευρωπαίους νεαρούς, εκεί όταν αποβιβάζονται στις τουριστικές μας πιάτσες, το πρώτα ανασηκωμένα βλέμματά τους χαζεύοντας το αστικό περιβάλλον το δίχως σχήμα, ρυθμό, στοιχειώδη αισθητική οικονομία, όλα τούς συμβαίνουν υποσυνείδητα, ασφαλώς, όμως αξίζει να παρατηρήσει κανείς τον τρόπο που σταδιακά και μετά από δύο τρία εικοσιτετράωρα περιφέρονται ξεσαλωμένοι, πώς φωνάζουνε, πώς βρίζουν, πώς χαίρονται την ασύνειδη οπωσδήποτε εντύπωση πως βρέθηκαν σε επικράτεια όπου το κουμάντο το κάνουν οι όμοιοί τους. Τους οποίους ντόπιους, σημειωτέον, τους περιφρονούν. Στην πρώτη ευκαιρία τούς ακούς να τους μυκτηρίζουν «malakas, malakas!». Αλλά και όταν θα τους αποβιβάσουν τα τουριστικά πρακτορεία σε κάποιον διατηρητέο παραδοσιακό οικισμό στα πλαίσια μιας εκδρομής, εκεί μαζεύονται ξανά, συστέλλουν την έκφραση του προσώπου, τη στάση του σώματος, μεταμορφώνονται και πάλι στους γνωστούς κόσμιους Ευρωπαίους πολίτες.
Η ασχήμια, η υποκουλτούρα, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο είναι ο πολιτιστικός βιότοπος ενός κομματιού της κοινωνίας μας. Τον διεκδίκησε και τον επέβαλε σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της ζωής μας. Από τα χρόνια της δικτατορίας και δίχως κανένα χαλινάρι μετά το 81. Διασύρθηκε οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε τους πήγε κόντρα, («πολιτιστικό κίνημα» τέλη 70 αρχές 80, το Τρίτο Πρόγραμμα Χατζιδάκι κ.ά.). Πια, πολύ δύσκολο να ξεγίνει ο βιότοπος. Που μοιάζει να είναι και ολόκληρη η χώρα. Η χαρά των λούμπεν. Όσοι δυσφορούμε, (κάτι κουλτουριάρηδες, μίζεροι διανοούμενοι και λοιποί φλώροι), προτείνω, κι ας μοιάζει ηττοπαθές, σιγά – σιγά, πρώτον να αρχίσουμε να το χωνεύουμε, δεύτερον όπως τινάζοντας τους ώμους, να πούμε το μόνο που μας απόμεινε: «Έξεστι τοις λούμπεν ασχημονείν.» Πράγματι, λούμπεν είναι, τι πιο φυσικό από το να ασχημονούν.