(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Διονυσία)
Παιδί, την έπαιρνε στο μπάνιο η γιαγιά από τη μεριά του πατέρα της, η
γιαγιά η Κυδωνιά. Μια κοντή γυναικούλα με γρυπή λεπτή μύτη, πεταχτά αυτιά που
τα έκρυβε με τα άσπρα μαλλιά όπως τα τράβαγε να τα δέσει πίσω σε κότσο, αλλά το
πιο χαρακτηριστικό της, οι εντελώς στραβές γάμπες. Περπατούσε με ανεπαίσθητη
αστάθεια, σαν τρεκλίζοντας ελαφρά. Ζούσε ακόμα ο παππούς ο Αντώνης, ο άντρας
της. Νοίκιαζαν ένα χαμόσπιτο στην ανηφόρα προς την πλατεία Διαγόρα. Τον παππού
τον Αντώνη τον θυμάται να κοιμάται γερμένος στο πλάι σχηματίζοντας με τα χέρια
του ένα όρθιο τετράγωνο. Είχε πολύ χαρακτηριστική μυρωδιά, επίσης. Πέθανε, και
για καιρό μετά τον οσμιζόταν στον αέρα εκείνου του σπιτιού. Η γιαγιά η Κυδωνιά
φορούσε μια γκρίζα ρόμπα με μικρά άσπρα ανθάκια, γυαλιά μαύρα, καπέλο με σφιχτό
λάστιχο στο λαιμό ή την ομπρέλα της για παρασόλι, την τσάντα του μπάνιου στο
λυγισμένο αγκώνα, πλαστικές μαύρες παντόφλες στα γυμνά πόδια. Έκοβε μέσ’ απ’ το
προαύλιο της Αγίας Παρασκευής, κατέβαινε από τις πίσω στριφογυριστές σκάλες,
συνέχιζε ευθεία προς την πλατεία Κονίτσης. Έπαιρνε τις εγγονές της —
η Μαρίτσα τη ρώταγε από
το παράθυρο του ορόφου: «Μαμά, φαΐ ηπήρες, για να σου βάλω;» «Πώς, ηπήρα», τη
βεβαίωνε η πεθερά της. Μια καραβάνα ντολμαδάκια ή γεμιστά της κατσαρόλας ή
κεφτεδάκια ή αυγά βραστά και τυρί της πόσας ή και ντομάτες μονάχα, ψωμί και
κανένα φρούτο, αν της βρισκόταν. Οι γυναίκες με τα παιδιά κολυμπούσαν στα
βράχια με τους μικρούς αμμουδερούς μυχούς κάτω από το κάστρο των Ιπποτών —
εκείνα τα χρόνια δεν
είχαν ανοίξει ακόμα το δρόμο ούτε την καινούρια προβλήτα του λιμανιού. Οι
άντρες έκαναν το μπάνιο τους λίγο πιο πέρα, κάτω από τη χωροφυλακή, ενώ
παραπέρα κι άλλο, από την άλλη πλευρά της σκάλας του λιμενικού, στην
ευτρεπισμένη πλαζ του Ξενία, οι τουρίστες και οι νεαροί της εποχής, οι μοντέρνοι.
Οι παρέες του μπάνιου δεν ταυτίζονταν υποχρεωτικά με του παιχνιδιού. Η γιαγιά
Κυδωνιά έστρωνε δίπλα στην αδερφή της, τη θεία το Κατέ, με τα δικά της τα
εγγόνια, τον Σπύρο και τη Διαμάντα. Οι δυο αδερφές, όπως όλες οι μεγάλες
γυναίκες, κολυμπούσαν με το κομπινεζόν, να σκεπάζουν και τα μπούτια τους. Αλλά,
και πόσο άλλαξε ο κόσμος: πού να φαντάζονταν τότε βιολογικούς και καθαρές
παραλίες. Στα τρία μέτρα από το σκάσιμο του κύματος φαινόταν η απόληξη του
υπονόμου. Τις άκουγες: «Μακριά, σήμερι, ’πό τον υπόνομο, ηβγήκαν οι κουράδες
στον αφρό». Και αυτό σήμαινε ότι είχαν το νου τους σε μια απόσταση ασφαλείας το
πολύ δέκα μέτρων, παραπέρα δεν ανησυχούσαν. Οι γυναίκες επέπλεαν
ψιλοκουβεντιάζοντας στα ρηχά, με τις παλάμες αγκιστρωμένες στις κροκάλες του
βυθού, με τα καπέλα σφιχτά δεμένα στους λαιμούς. Τα παιδιά, όχι μακριά τους,
έπαιζαν, φώναζαν, έπεφταν και ξανάπεφταν στο νερό, στο τέλος πείναγαν. Στη
θάλασσα ανοίγει η όρεξη. Ακόμα και το «ανάφαο» η Κυδωνίτσα, δεν άφηνε μπουκιά
από το φαΐ της. Το φαγητό της γιαγιάς ήτανε πολύ νόστιμο. Αν υπήρχε και τόσο δα
άρωμα να αναδώσουν τα υλικά της, θα το έδιναν στο έπακρο. Ακόμα και τώρα, όποτε
τύχει να γευτεί ξανά εκείνη την πρώτη, την παλιά νοστιμιά των υλικών, τα
λαχανικά που αφήνουν τη μυρωδιά τους στην παλάμη, τη γνήσια ντομάτα φέρ’
ειπείν, ή ζωικά, όπως τη γλίνα του χοιρινού, το βούτυρο ή το τυρί της μάντρας,
τη γιαγιά την Κυδωνιά μνημονεύει. Έφτιαχνε υπέροχο γλυκό του κουταλιού καϊσί
και μελιτζανάκι με άρωμα γαρίφαλο. Ιδίως το καϊσί το θυμάται να πλαταγίζει στον
ουρανίσκο της μυρωδάτο βερίκοκο, γλυκό και υπόξινο και λες και κράταγε ζωντανό
ακόμα και το χνούδι του φλοιού του, αλλά και στο τέλος, το υπόπικρο μυγδαλάκι
από το εσωτερικό του στα δόντια της. Η γιαγιά δεν έχανε μπάνιο. Τα μέτραγε:
μέρα και μπάνιο. Και ήθελε να τα κάνει —ει δυνατόν— εκατόν είκοσι το χρόνο. Ρώταγε τη γειτόνισσά της:
«Εσύ, Φροσυνιώ, πόσα ήκαμες φέτι; Εκατόν δεκάξι, εγώ». «Α, εγώ, η μαύρη, ’πό
τις δουλειές μου, ενενήντα τρία μόνο.» «Ω, γιατί πιο; Κρίμα.» Κι επειδή ο
αριθμός των μπάνιων σχετιζόταν μ’ έναν εντελώς προσωπικό απολογισμό του
καλοκαιριού, και για τους άντρες και για τις γυναίκες, —δεν έκαναν φιγούρα μ’ αυτόν ή δεν κέρδιζαν κάποια
διάκριση— μάλλον δεν έλεγαν και ψέματα. Αν έλεγαν κάποιο ψέμα, ήταν για ν’
αποκρύψουν την απόλαυση —ντρέπονταν για τις ηδονές στον καιρό τους—, που ισχυρίζονταν ότι τάχα η θάλασσα ή η άμμος τούς
ωφελούσε σε διάφορα, κυρίως στους ρευματισμούς, ποτέ ότι τους χαλάρωνε ή ότι
τους ηδόνιζε.
[Αντώνης Νικολής / απόσπασμα (σελ. 84-85) από το μυθιστόρημα
Διονυσία, εκδόσεις Το Ροδακιό, σελ. 395, 2012.]