Αντώνης Νικολής, Όταν σκάει δίπλα τους αυτοπροσώπως ένας Καβάφης*
Ο
Γιώργος Κατσίμπαλης (1899 -1978) δεν ήταν οποιοσδήποτε, βέβαια.
«Εμψυχωτής της γενιάς του ’30», «πατριάρχης της βιβλιογραφίας της
νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας», αυτός που φιλοδόξησε και όσο κανείς
ενσάρκωσε το ρόλο του ισχυρού παράγοντα περί τα ελληνικά γράμματα στον
καιρό του, και που κατά πως τα φέρνει η ζωή, (ἵνα
μὴ εἴπω και η κορωνίδα της λογοτεχνίας, δηλαδή η ειρωνεία), έμελλε και
να συναντηθεί με έναν τουλάχιστον, και δη αυτόν τον Καβάφη.
Έρχεται κάποια στιγμή, θέλω να πω,
μάλλον αναπόφευκτη, που αυτό με το οποίο καταγίνεται ο ζηλωτής της
λογοτεχνίας, για το οποίο φαίνεται να τρώγεται ολημερίς, η ιδιοφυΐα του
μεγάλου δημιουργού, στέκεται απέναντι του, μπορεί επιτέλους κάπως να την
περιεργαστεί. Είτε ως έργο, και που συνήθως δε συγκαταλέγεται στα
αρεστά του σιναφιού, (η πλειονότητα του οποίου κατασκευάζει ή περίτεχνα
απομιμείται το ήδη παρωχημένο ή δεδομένο, και στην καλύτερη περίπτωση
φτάνει ίσαμε την αδύναμη εκδοχή του άξιου να συντελεστεί), και καθώς ο
ζηλωτής μας θέλει να καμώνεται και τον αρμόδιο μελετητή, είτε ως
αυτοπρόσωπη παρουσία τον ίδιο το δημιουργό, απ’ τον οποίο ελπίζει να
εκμαιεύσει καίριες μαρτυρίες για το ιδιοφυές από την άποψη του ύφους
έργο του.
Και ποια εύνοια της τύχης, όταν το
καλοκαίρι του 1932 σε λεωφορείο αστικό ή, και πάλι τυχαία, στη διάρκεια
μιας έκθεσης, σκάει δίπλα του ένας Καβάφης, έστω στο θλιβερό σαρκίο
καρκινοπαθούς γερόντιου, και που διανύει τους τελευταίους μήνες της ζωής
του. Ο οποίος Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (29 Απριλίου 1863 – 29 Απριλίου
1933) είναι ήδη ο ποιητής στίχων, που και μόνο μερικές στροφές τους
βαραίνουν περισσότερο από το έργο δεκάδων μειζόνων και εκατοντάδων
ελασσόνων συντεχνιτών συγχρόνων του –είναι στη φύση και είναι ζωτικής
σημασίας αυτή η τεράστια ανισότητα, κι αλίμονο σε όποιον δεν την
κατανοεί.
Μία μικρή παρένθεση. Η δύναμη του
δημιουργού –καμία σχέση με τις εξουσίες παραγόντων και παραγοντίσκων-
είναι η ικανότητα να διακρίνει το αληθινό από το πραγματικό, όχι άσχετη
με τη μεγάλη δωρεά: τη διαισθητική αντίληψη του χρόνου. Σε τούτο τον
εξώστη τριγυρνώντας λοιπόν ο Καβάφης, ακόμα και άρρωστο γερόντιο, κάθε
αποτίμηση για έργο δικό του ή των συντεχνιτών του που εκφέρει, αλλά και η
ελάχιστη έκφρασή του, ακόμα και οι μορφασμοί ή οι λεπτομέρειες της
αμφίεσής του, το καθετί πάνω του, συγκεντρώνει ασυνήθιστης έντασης
ιστορικό ενδιαφέρον.
Ο τριαντατριάχρονος τότε Γιώργος
Κατσίμπαλης όχι μόνο δεν αντιλαμβάνεται αυτή την ένταση, το είδος του
πυκνού ιστορικού χρόνου γύρω από τον αλεξανδρινό ποιητή, αλλά αντίθετα
νιώθει την ανάγκη να τον χλευάσει, να τον ειρωνευτεί. Τα παρακάτω
αποσπάσματα τα ερανίζομαι από την επιστολή του στον Γιώργο Σεφέρη της
16/10/1932, όπου εξιστορεί τις συναντήσεις του με τον Καβάφη, όταν ο
τελευταίος άρρωστος από καρκίνο στο λάρυγγα υποβάλλεται σε θεραπεία στην
Αθήνα, [πηγή LiFO (Αρχείο, 27/8/2017, www.lifo.gr) αφιέρωμα με τίτλο: «Ο Καβάφης; Ένα παραδοξότατο γερόντιο! Τον σιχάθηκα!»].
«…Η εντύπωσή μου; Δυο παμπόνηρα και
σπάνιας διεισδυτικότητας μάτια, με μια γλυκύτητα στο κάτω μέρος του
προσώπου, ολόγυρα στο στόμα και στο πηγούνι. Δε μοιάζει καθόλου με ό,τι
σκίτσο, φωτογραφία κ.λπ. έχεις δει ως σήμερα. Φυσιογνωμία από τις πιο
ενδιαφέρουσες κι εντυπωτικές. Κατάπληξη, μονάχα σου προξενεί η έλλειψη
κάθε βάθους, κάθε στοχαστικότητας στην ομιλία του. Παίρνει ένα σπουδαίο
κι επίσημο ύφος για να σου πει τα πιο ασήμαντα ή μηδαμινά πράγματα,
τονίζοντάς τα με υπολογισμένο στόμφο σα να μιλούσε για την αιωνιότητα.
Π.χ. «Εκτιμώ… πολύ… τον Παπαδιαμάντη» ή «Ευχαριστώ… πολύ… για το τάδε
πράμα». Δηλ. σα να ’λεγε «Εγώ ο Καβάφης, προσέξετέ το καλά αυτό γιατί
έχει σημασία, εκτιμώ ή ευχαριστώ κ.λπ.». Σ’ αυτό φαντάζομαι να ’χει
συντελέσει το περιβάλλον των κολάκων, και κίναιδων που τον περιστοιχίζει
στην Αλεξάνδρεια. Οπωσδήποτε δεν τον φανταζόμουνα τόσο κούφιο. Όταν τον
αποχωρίστηκα έμεινα μονάχα με την εντύπωση ενός πονηρότατου ανθρώπου με
εύκολο και κοινό πνεύμα χωρίς τίποτ’ άλλο που να προδίδει τον
καλλιτέχνη ή απλώς το διανοούμενο.»
Και παρακάτω: «Τον σιχάθηκα. Τι αντίθεση
με τον Παλαμά! Και να υπάρχουν άνθρωποι που να τολμούν να τον
συγκρίνουν μαζί του. Α- σιχτίρ!»
Και θα κλείσει την επιστολή έμπλεος
ειρωνείας: «…προβλέπω πως θα ανακηρυχθώ επισήμως ως ο μόνος βιβλιογράφος
στην Ελλάδα, κι έτσι θα παραδοθώ στην Αθανασία. Γεώργιος Κατσίμπαλης, ο
βιβλιογράφος. Να που απόκτησα έναν τίτλο! Στο εξής, όταν θα με ρωτάει
κανένας «Τι δουλειά κάνετε;», θ’ αποκρίνομαι «Βιβλιογράφος»,
φουσκώνοντας σαν τον Καβάφη όταν ανακοινώνει στον αφελή επισκέπτη του
ποιος συγγραφέας του αρέσει, ή πότε πίνει τον καφέ του.»
Πάντως το μόνο σίγουρο, …Αθανασία
περισσότερη άλλος από τον Καβάφη δε θα του προσφέρει. Αυτήν και όσο θα
την αντέξει. Και πάλι καλά. Οι πονηρότεροι τις τέτοιες συναντήσεις τις
αποσιωπούν, εισπράττουν εξυπακούεται και την ανάλογη αφάνεια. Έτσι κι
αλλιώς οι Καβάφηδες, παραπάνω κι από σπάνιοι σε χώρες στην περιφέρεια
του σύγχρονου κόσμου –ο Καβάφης κι αν το ήξερε αυτό-, πολύ δύσκολα
μπορούν να αλλάξουν το κυρίαρχο υπόδειγμα σ’ αυτές τις συνάφειες.
Επίσης, οι τωρινοί …Κατσιμπαλήδες** (…Κατσιμπαλίσκοι για την ακρίβεια),
μ’ όλη την πεποίθηση και αυτοί ότι καθορίζουν …εσαεί αξίες και έργα,
διόλου παράδοξο που εκείνον το γνήσιο πρόγονό τους, αν δεν τον πετάνε οι
ίδιοι, το λιγότερο τον παρατάνε ανυπεράσπιστο σε διασυρμούς, ακόμα και
διαδικτυακά λιντσαρίσματα.
*
[*Από την ενότητα Εγχώρια λογοτεχνική πανίδα.** Ο τύπος Κατσιμπαλήδες από το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη με τίτλο:
--------------Για τον Νίκο Καρούζο
Καημένε Νίκο
τι ζωή ήταν κι αυτή
κατατρεγμένος από τους Κατσιμπαλήδες
οι πλούσιοι φτύναν πάνω στη φτώχεια σου
όμως εσύ καλά έκανες
έπινες τα ουζάκια σου
κι όλους αυτούς τους μούντζωνες
και πριν να φύγεις
πρόφτασες κι αρπάχτηκες
από ένα κάτασπρο σύννεφο
από ψηλά τώρα από το σύννεφο αυτό κοιτάζεις
την αθανασία σου.
(Από τη συλλογή «Έκτοτε» 1996, Μίλτου Σαχτούρη: Ποιήματα 1980-1998,
εκδ. Κέδρος, 2001.)]
*
©Αντώνης Νικολής