[Απόκρυφες πράξεις Παύλου και Θέκλας, (ανωνύμου), από την έκδοση των Δέσποινα Ιωσήφ και Μαρώ Τριανταφύλλου, (εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια), εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2008, σελ. 109.]
Πολλοί από τους πρώτους μάρτυρες / αγίους θεωρούνται "φιλολογικοί", δηλαδή φανταστικοί ήρωες μυθιστοριών που συντίθενται όταν ακόμα ανθεί το αρχαίο μυθιστόρημα, το 2ο μ.Χ., αλλά και τους αμέσως επόμενους αιώνες, και διαβάζονται από το αναγνωστικό κοινό το εθισμένο στα μυθιστορήματα και που έχει προσηλυτιστεί στη νέα θρησκεία. Από πολλούς η ιστορικότητα της αγίας Θέκλας αμφισβητείται.
Κατά το κείμενο του ανωνύμου (πιθανότερο της ανωνύμου) συγγραφέως, δεκαεπτά χρονών κοπέλα, η Θέκλα, ζει στο Ικόνιο, κόρη της σκληρής Θεόκλειας και μνηστή του πλέον εύπορου στην πόλη, του Θάμυρη, ακούει όμως από το παράθυρό της το κήρυγμα του φιλοξενούμενου στο διπλανό της σπίτι αποστόλου Παύλου, κήρυγμα στο οποίο προέχει η προτροπή προς τον παρθενικό βίο, το κορίτσι ενθουσιάζεται, ακολουθεί κήρυκα και βίο. Θα διωχθεί, ουσιαστικά για την επιλογή της αγνείας, όμως τις φλόγες της πυράς στην οποία καταδικάζεται θα σβήσει κατακλυσμιαία θεόθεν βροχή, το ίδιο και στην Αντιόχεια αργότερα, από τον εκεί άντρα που θα την ερωτευθεί, τον Αλέξανδρο, έναν προμηθευτή θηρίων της αρένας, επάγγελμα πολύ προσοδοφόρο της εποχής, θα καταδικαστεί ξανά, αυτή τη φορά στα θηρία, που κι αυτά δε θα την κατασπαράξουν. Θα επιστρέψει στο Ικόνιο, θα καταλήξει στη Σελεύκεια, όπου κατά μεταγενέστερες προσθήκες του κειμένου, θα ζήσει έξω από την πόλη, σε σπηλιά, 72 χρόνια διαιτώμενη μόνο με αγριόχορτα και νερό, και θαυματουργώντας. Θα "κοιμηθεί" σε βαθύ γήρας, ενενηκοντούτις.
Το κείμενο κατά τη δομή και το περιεχόμενο ανήκει στα μυθιστορήματα των ελληνιστικών - ρωμαϊκών χρόνων. Μελοδραματικός χαρακτήρας, περιπλάνηση, βίαιες αναμετρήσεις, εμμονή στην παρθενικότητα. Γραμμένο μάλλον κατά το δεύτερο μισό του 2ου αι. μ.Χ., όταν κυκλοφορούσαν πολλά παρεμφερή κείμενα με πρωταγωνιστές αποστόλους (Θωμά, Ανδρέα, Πέτρο) -ο Haag το χαρακτηρίζει αποστολικό μυθιστόρημα (κοινά στοιχεία με μαρτυρολόγια, βίους ασκητών εποχής). Τα κείμενα αυτά επειδή δε γίνονται αποδεκτά από την επίσημη εκκλησία και τις συνόδους της, ονομάζονται Απόκρυφες Πράξεις αποστόλων. Εξοβελίστηκαν από τον κανόνα της Καινής Διαθήκης, ωστόσο επηρέασαν την εικονογραφία και υπήρξαν πολύ πιο δημοφιλή από την Κ.Δ..
Δύο συναρπαστικά, για διαφορετικούς λόγους το καθένα, αποσπάσματα του μυθιστορήματος.
Στο πρώτο (παρ. 3), η περιγραφή της όψης του αποστόλου Παύλου (ο καθένας, νομίζω, μπορεί να αντιληφθεί εδώ τη χαριτωμένη ισορροπία ανάμεσα στο μυθιστοριογράφο και το συναξαριστή):
"(...) Κοίταζε καλά όποιον περνούσε συγκρίνοντάς τον με την περιγραφή του Τίτου και κάποτε είδε τον Παύλο να πλησιάζει. Ήταν μικρόσωμος, φαλακρός, με στραβά πόδια, καλοστεκούμενος, σμιχτοφρύδης, με ελαφρώς γαμψή μύτη, που έλαμπε από τη θεία χάρη. Και πότε του φαινόταν σαν άνθρωπος και πότε πως είχε πρόσωπο αγγέλου."
Το δεύτερο απόσπασμα: όταν στη σπηλιά έξω από τη Σελεύκεια η Θέκλα θαυματουργεί και αυτό οπωσδήποτε συνιστά αθέμιτο ανταγωνισμό για τους εθνικούς γιατρούς της πόλης, οι οποίοι αποφασίζουν να δράσουν με εκτελεστικά όργανα ...άξεστους άντρες (παρ. 46) -από τις διασκεδαστικότερες και (ίσως ευλόγως) πιο παραστατικές σκηνές του μυθιστορήματος (η ορθογραφία της έκδοσης).
"(...) Η καλή της φήμη εξαπλώθηκε παντού, κυρίως επειδή γιάτρευε τους αρρώστους. Έγινε γνωστή σε όλη την πόλη και στα περίχωρα και της έφερναν τούς αρρώστους πάνω στο βουνό. Προτού πλησιάσουν στην πόρτα της απαλλάσσονταν ξαφνικά απ’ οποιοδήποτε νόσημα κι αν υπέφεραν. Τα ακάθαρτα πνεύματα τούς εγκατέλειπαν με φωνές. Όλοι παραλάμβαναν τους οικείους τους υγιείς και δόξαζαν τον Θεό που έδωσε στην παρθένο Θέκλα τέτοια χάρη. Οι γιατροί της Σελεύκειας είχαν σχεδόν εξαφανιστεί, καθώς είχαν χάσει την πελατεία τους και κανείς δεν τους έδινε σημασία. Γεμάτοι φθόνο και ζήλια, συνωμοτούσαν εναντίον της δούλης του Χριστού και έψαχναν τρόπους για να την αντιμετωπίσουν. Ο διάβολος τους υπέβαλε πονηρό λογισμό. Μια μέρα συγκεντρώθηκαν και συνεδρίασαν λέγοντας μεταξύ τους: «Αυτή η παρθένος τυχαίνει να είναι ιέρεια της μεγάλης θεάς Άρτεμης και, αν ζητήσει κάτι από τη θεά, αυτή την εισακούει γιατί είναι παρθένα και την αγαπούν όλοι οι θεοί. Εμπρός, ας πάρουμε άξεστους άνδρες και ας τους μεθύσουμε και ας τους δωροδοκήσουμε και ας τους πούμε: «Αν κατορθώσετε να τη διαφθείρετε θα σας δώσουμε και άλλα χρήματα». Έλεγαν επίσης οι γιατροί: «Αν αυτοί καταφέρουν να τη διαφθείρουν, δεν θα την εισακούν πλέον οι θεοί, ούτε η Άρτεμη, και δεν θα γιατρεύει πια τους ασθενείς». Έτσι λοιπόν έκαναν. Οι πονηροί άνδρες κατευθύνθηκαν στο όρος και με αυτοπεποίθηση χτύπησαν την πόρτα. Η αγία μάρτυρας Θέκλα άνοιξε με θάρρος, καθώς πίστευε στον Θεό, και τους είπε γνωρίζοντας όμως από πριν τον δόλο τους: «Τι θέλετε τέκνα;». Εκείνοι ρώτησαν: «Υπάρχει εδώ κάποια που λέγεται Θέκλα;» και η Θέκλα με τη σειρά της ρώτησε: «Τι τη θέλετε;». Εκείνοι αποκρίθηκαν: «Θέλουμε να κοιμηθούμε μαζί της!». Τότε η μακαρία Θέκλα τους είπε: «Εγώ είμαι, μια ταπεινή ηλικιωμένη, δούλη του Κυρίου μου Ιησού Χριστού. Ακόμα κι αν θέλετε να κάνετε κάτι άπρεπο σε μένα, δεν μπορείτε». Εκείνοι της απάντησαν: «Δεν γίνεται να μην μπορούμε να κάνουμε σ’ εσένα αυτό που θέλουμε». Και αφού είπαν αυτά την κράτησαν με δύναμη και επιχειρούσαν να προσβάλουν την αρετή της. Η Θέκλα τούς είπε επιδεικνύοντας επιείκεια: «Περιμένετε, παιδιά μου, και θα δείτε τη δόξα του Κυρίου». Και ενώ εκείνοι την κρατούσαν με βία, αυτή κοίταξε τον ουρανό και αναφώνησε: «Θεέ φοβερέ και ασύγκριτε και ένδοξε στους εχθρούς, Εσύ που με έσωσες από τη φωτιά, που δεν με παρέδωσες στον Θάμυρη και στον Αλέξανδρο, που με έσωσες από τα θηρία και τον βυθό, συμπαραστάτη μου, δόξασε το όνομά Σου σ’ εμένα και τώρα απάλλαξέ με από αυτούς τους άνομους ανθρώπους. Μην επιτρέψεις να διαφθείρουν την παρθενία μου που φύλαξα μέχρι σήμερα στο όνομά Σου, καθώς Σε αγαπώ και Σε προσκυνώ, εσένα τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν». Τότε μια φωνή ακούστηκε από τον ουρανό: «Μην φοβάσαι Θέκλα, αληθινή μου δούλη. Είμαι μαζί σου. Κοίταξε και θα δεις ένα μεγάλο χαντάκι μπροστά σου. Αυτό θα αποτελέσει τον αιώνιο οίκο σου και εκεί θα βρεις καταφύγιο». Η μακάρια Θέκλα είδε τη γη να ανοίγει όσο για να χωρέσει έναν άνθρωπο και έκανε ό,τι είχε ειπωθεί και απέφυγε με γενναιότητα τους άνομους και μπήκε στη γη. Αμέσως η γη έκλεισε χωρίς να αφήσει το παραμικρό ίχνος. Εκείνοι που είδαν το παράδοξο θαύμα έπεσαν σε έκσταση. (...)"
Πολλοί από τους πρώτους μάρτυρες / αγίους θεωρούνται "φιλολογικοί", δηλαδή φανταστικοί ήρωες μυθιστοριών που συντίθενται όταν ακόμα ανθεί το αρχαίο μυθιστόρημα, το 2ο μ.Χ., αλλά και τους αμέσως επόμενους αιώνες, και διαβάζονται από το αναγνωστικό κοινό το εθισμένο στα μυθιστορήματα και που έχει προσηλυτιστεί στη νέα θρησκεία. Από πολλούς η ιστορικότητα της αγίας Θέκλας αμφισβητείται.
Κατά το κείμενο του ανωνύμου (πιθανότερο της ανωνύμου) συγγραφέως, δεκαεπτά χρονών κοπέλα, η Θέκλα, ζει στο Ικόνιο, κόρη της σκληρής Θεόκλειας και μνηστή του πλέον εύπορου στην πόλη, του Θάμυρη, ακούει όμως από το παράθυρό της το κήρυγμα του φιλοξενούμενου στο διπλανό της σπίτι αποστόλου Παύλου, κήρυγμα στο οποίο προέχει η προτροπή προς τον παρθενικό βίο, το κορίτσι ενθουσιάζεται, ακολουθεί κήρυκα και βίο. Θα διωχθεί, ουσιαστικά για την επιλογή της αγνείας, όμως τις φλόγες της πυράς στην οποία καταδικάζεται θα σβήσει κατακλυσμιαία θεόθεν βροχή, το ίδιο και στην Αντιόχεια αργότερα, από τον εκεί άντρα που θα την ερωτευθεί, τον Αλέξανδρο, έναν προμηθευτή θηρίων της αρένας, επάγγελμα πολύ προσοδοφόρο της εποχής, θα καταδικαστεί ξανά, αυτή τη φορά στα θηρία, που κι αυτά δε θα την κατασπαράξουν. Θα επιστρέψει στο Ικόνιο, θα καταλήξει στη Σελεύκεια, όπου κατά μεταγενέστερες προσθήκες του κειμένου, θα ζήσει έξω από την πόλη, σε σπηλιά, 72 χρόνια διαιτώμενη μόνο με αγριόχορτα και νερό, και θαυματουργώντας. Θα "κοιμηθεί" σε βαθύ γήρας, ενενηκοντούτις.
Το κείμενο κατά τη δομή και το περιεχόμενο ανήκει στα μυθιστορήματα των ελληνιστικών - ρωμαϊκών χρόνων. Μελοδραματικός χαρακτήρας, περιπλάνηση, βίαιες αναμετρήσεις, εμμονή στην παρθενικότητα. Γραμμένο μάλλον κατά το δεύτερο μισό του 2ου αι. μ.Χ., όταν κυκλοφορούσαν πολλά παρεμφερή κείμενα με πρωταγωνιστές αποστόλους (Θωμά, Ανδρέα, Πέτρο) -ο Haag το χαρακτηρίζει αποστολικό μυθιστόρημα (κοινά στοιχεία με μαρτυρολόγια, βίους ασκητών εποχής). Τα κείμενα αυτά επειδή δε γίνονται αποδεκτά από την επίσημη εκκλησία και τις συνόδους της, ονομάζονται Απόκρυφες Πράξεις αποστόλων. Εξοβελίστηκαν από τον κανόνα της Καινής Διαθήκης, ωστόσο επηρέασαν την εικονογραφία και υπήρξαν πολύ πιο δημοφιλή από την Κ.Δ..
Δύο συναρπαστικά, για διαφορετικούς λόγους το καθένα, αποσπάσματα του μυθιστορήματος.
Στο πρώτο (παρ. 3), η περιγραφή της όψης του αποστόλου Παύλου (ο καθένας, νομίζω, μπορεί να αντιληφθεί εδώ τη χαριτωμένη ισορροπία ανάμεσα στο μυθιστοριογράφο και το συναξαριστή):
"(...) Κοίταζε καλά όποιον περνούσε συγκρίνοντάς τον με την περιγραφή του Τίτου και κάποτε είδε τον Παύλο να πλησιάζει. Ήταν μικρόσωμος, φαλακρός, με στραβά πόδια, καλοστεκούμενος, σμιχτοφρύδης, με ελαφρώς γαμψή μύτη, που έλαμπε από τη θεία χάρη. Και πότε του φαινόταν σαν άνθρωπος και πότε πως είχε πρόσωπο αγγέλου."
Το δεύτερο απόσπασμα: όταν στη σπηλιά έξω από τη Σελεύκεια η Θέκλα θαυματουργεί και αυτό οπωσδήποτε συνιστά αθέμιτο ανταγωνισμό για τους εθνικούς γιατρούς της πόλης, οι οποίοι αποφασίζουν να δράσουν με εκτελεστικά όργανα ...άξεστους άντρες (παρ. 46) -από τις διασκεδαστικότερες και (ίσως ευλόγως) πιο παραστατικές σκηνές του μυθιστορήματος (η ορθογραφία της έκδοσης).
"(...) Η καλή της φήμη εξαπλώθηκε παντού, κυρίως επειδή γιάτρευε τους αρρώστους. Έγινε γνωστή σε όλη την πόλη και στα περίχωρα και της έφερναν τούς αρρώστους πάνω στο βουνό. Προτού πλησιάσουν στην πόρτα της απαλλάσσονταν ξαφνικά απ’ οποιοδήποτε νόσημα κι αν υπέφεραν. Τα ακάθαρτα πνεύματα τούς εγκατέλειπαν με φωνές. Όλοι παραλάμβαναν τους οικείους τους υγιείς και δόξαζαν τον Θεό που έδωσε στην παρθένο Θέκλα τέτοια χάρη. Οι γιατροί της Σελεύκειας είχαν σχεδόν εξαφανιστεί, καθώς είχαν χάσει την πελατεία τους και κανείς δεν τους έδινε σημασία. Γεμάτοι φθόνο και ζήλια, συνωμοτούσαν εναντίον της δούλης του Χριστού και έψαχναν τρόπους για να την αντιμετωπίσουν. Ο διάβολος τους υπέβαλε πονηρό λογισμό. Μια μέρα συγκεντρώθηκαν και συνεδρίασαν λέγοντας μεταξύ τους: «Αυτή η παρθένος τυχαίνει να είναι ιέρεια της μεγάλης θεάς Άρτεμης και, αν ζητήσει κάτι από τη θεά, αυτή την εισακούει γιατί είναι παρθένα και την αγαπούν όλοι οι θεοί. Εμπρός, ας πάρουμε άξεστους άνδρες και ας τους μεθύσουμε και ας τους δωροδοκήσουμε και ας τους πούμε: «Αν κατορθώσετε να τη διαφθείρετε θα σας δώσουμε και άλλα χρήματα». Έλεγαν επίσης οι γιατροί: «Αν αυτοί καταφέρουν να τη διαφθείρουν, δεν θα την εισακούν πλέον οι θεοί, ούτε η Άρτεμη, και δεν θα γιατρεύει πια τους ασθενείς». Έτσι λοιπόν έκαναν. Οι πονηροί άνδρες κατευθύνθηκαν στο όρος και με αυτοπεποίθηση χτύπησαν την πόρτα. Η αγία μάρτυρας Θέκλα άνοιξε με θάρρος, καθώς πίστευε στον Θεό, και τους είπε γνωρίζοντας όμως από πριν τον δόλο τους: «Τι θέλετε τέκνα;». Εκείνοι ρώτησαν: «Υπάρχει εδώ κάποια που λέγεται Θέκλα;» και η Θέκλα με τη σειρά της ρώτησε: «Τι τη θέλετε;». Εκείνοι αποκρίθηκαν: «Θέλουμε να κοιμηθούμε μαζί της!». Τότε η μακαρία Θέκλα τους είπε: «Εγώ είμαι, μια ταπεινή ηλικιωμένη, δούλη του Κυρίου μου Ιησού Χριστού. Ακόμα κι αν θέλετε να κάνετε κάτι άπρεπο σε μένα, δεν μπορείτε». Εκείνοι της απάντησαν: «Δεν γίνεται να μην μπορούμε να κάνουμε σ’ εσένα αυτό που θέλουμε». Και αφού είπαν αυτά την κράτησαν με δύναμη και επιχειρούσαν να προσβάλουν την αρετή της. Η Θέκλα τούς είπε επιδεικνύοντας επιείκεια: «Περιμένετε, παιδιά μου, και θα δείτε τη δόξα του Κυρίου». Και ενώ εκείνοι την κρατούσαν με βία, αυτή κοίταξε τον ουρανό και αναφώνησε: «Θεέ φοβερέ και ασύγκριτε και ένδοξε στους εχθρούς, Εσύ που με έσωσες από τη φωτιά, που δεν με παρέδωσες στον Θάμυρη και στον Αλέξανδρο, που με έσωσες από τα θηρία και τον βυθό, συμπαραστάτη μου, δόξασε το όνομά Σου σ’ εμένα και τώρα απάλλαξέ με από αυτούς τους άνομους ανθρώπους. Μην επιτρέψεις να διαφθείρουν την παρθενία μου που φύλαξα μέχρι σήμερα στο όνομά Σου, καθώς Σε αγαπώ και Σε προσκυνώ, εσένα τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν». Τότε μια φωνή ακούστηκε από τον ουρανό: «Μην φοβάσαι Θέκλα, αληθινή μου δούλη. Είμαι μαζί σου. Κοίταξε και θα δεις ένα μεγάλο χαντάκι μπροστά σου. Αυτό θα αποτελέσει τον αιώνιο οίκο σου και εκεί θα βρεις καταφύγιο». Η μακάρια Θέκλα είδε τη γη να ανοίγει όσο για να χωρέσει έναν άνθρωπο και έκανε ό,τι είχε ειπωθεί και απέφυγε με γενναιότητα τους άνομους και μπήκε στη γη. Αμέσως η γη έκλεισε χωρίς να αφήσει το παραμικρό ίχνος. Εκείνοι που είδαν το παράδοξο θαύμα έπεσαν σε έκσταση. (...)"