Ν. Κ.: 18 Φεβρουαρίου 1883 – 26 Οκτωβρίου 1957. Ουσιαστικά πρώτο πεζό του το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (1943, 60 ετών), ο «Καπετάν Μιχάλης», το δεύτερο, δέκα χρόνια αργότερα, το 1953, στα 70 του, και θα του έμεναν μόνο ακόμα τέσσερα χρόνια για να ολοκληρώσει την πεζογραφία του. Είχε προηγηθεί ένα τεράστιο σε όγκο ποιητικό, δραματουργικό και μεταφραστικό έργο μαζί με ένα βίο ταξιδιώτη στον κόσμο των ιδεών αλλά και κυριολεκτικά στον πλανήτη, τουλάχιστον ζηλευτό. Κύριες φιλοσοφικές επιρροές του: Φρειδερίκος Νίτσε, Ανρί Μπεργκσόν.
Τον Καζαντζάκη τον διαβάζαμε συναρπασμένοι, και το ένα μετά το άλλο τα μυθιστορήματά του, μονορούφι, στην εφηβεία μας. Στις δεκαετίες του ’70 ή του ’80.
Έκτοτε δεν ξέρω αν και πόσο συνεχίζει να διαβάζεται από εφήβους. Όλοι πληροφορούμαστε κατά καιρούς τις μεγάλες πωλήσεις των βιβλίων του ανά τον κόσμο, ότι είναι ο μόνος πεζογράφος Έλληνας παγκόσμιας ευρείας αποδοχής και μάλιστα ασχέτως η Ελλάδα είναι ή όχι στη μόδα. Να προσθέσω επίσης ότι επιπόλαια επιστρέφοντας οι ίδιοι σε μεγαλύτερες ηλικίες στα πεζά του, βρίσκουμε τη γλώσσα του «τραχιά», πιστεύουμε μάλιστα πως η εμπορικότητά του είναι εύλογη εκτός ελληνικής ως ένα βαθμό και γιατί ξεπερνιέται το εν λόγω πρόβλημα.
Από χρόνια ήθελα να δοκιμάσω κάποιο από τα μυθιστορήματά του ξανά. Το κατάφερα πριν από μήνα περίπου, μ’ εκείνο που θυμόμουν συναρπαστικότερο, τον καπετάν Μιχάλη. Στις πρώτες εκατό – διακόσιες σελίδες, ταλαντευόμουν συχνά ανάμεσα στην εκτίμηση για τον τεχνίτη, τον αφηγητή και λογοτέχνη, αλλά και την ενόχληση από τις ιδέες, καλύτερα τις ιδεοληψίες του, διάσπαρτες στο κείμενο, που μου φαίνονταν όχι μόνο ξεπερασμένες, συχνά και απωθητικές, εντούτοις, από ένα σημείο και πέρα, με τη δύναμή του, του αφηγητή, με συνεπήρε, είδα κιόλας -θέλω να πιστεύω- μια από τις σίγουρες (και συνάμα εμπορικότερες) αρετές αυτού του έργου: ο «υψιπετής» και διάφορα άλλα «επικά» διανοητής αφοπλίζεται εντέλει από έναν καλοπροαίρετο, αθώο έως και αφελή, συγγραφέα, λογοτέχνη.
Να ξεκινήσω από τα αδιαμφισβήτητα: από τις πρώτες παραγράφους, πρόκειται για αφήγηση που συναρπάζει (από άποψη τεχνική με εξαιρετική δομή και οικονομία). Εντυπωσιάζει η άνεση με την οποία υποτάσσει πραγματολογικά στοιχεία, που εγκιβωτίζει μικρά επεισόδια στην κύρια αφήγηση, απαραίτητα στις επί μέρους ανάγκες της προοικονομίας, κι η ικανότητα επίσης να σβήνει τα ίχνη του σχεδιασμού του.
Η «υλική» στερεότητα της αφήγησης, έπειτα. Δεν απαιτούνται παρά ελάχιστες γραμμές και ο αναγνώστης έχει μεταφερθεί σε χρόνο και χώρο αφήγησης τόσο στέρεο, τόσο «υλικό», που πια δυσκολεύεται να παρακάμψει, να πηδήξει καν μία παράγραφο. Κυριολεκτικά τότε σκοντάφτει, αναγκάζεται να γυρίσει πίσω.
Μετά απ’ αυτό το διάβασμα θα συμπεριλάβαινα στις αρετές της πεζογραφίας του Κ. οπωσδήποτε και τη γλώσσα του. Στο συνταγματικό άξονα οι επιλογές σπάνια αποκλίνουν ή ξενίζουν το σημερινό γλωσσικό αίσθημα, –κυρίως σε φράσεις ή θραύσματα διαλεκτικά. Οι αποκλίσεις επιλέγονται κυρίως στον παραδειγματικό άξονα, στις λέξεις, από την ομιλουμένη κρητική διάλεκτο και την λογοτεχνική δημοτική της εποχής του, που όμως δε συνιστά ούτε δυσνόητη ούτε κατασκευασμένη ή γλώσσα λεξιθήρα (όπως οι επιτηδευμένες λογοτεχνικές ιδιόλεκτοι μετά το ’60 ιδιαίτερα, στην ποίηση περισσότερο). Πρόκειται για τιθασευμένη, με πλαστικότητα και αισθητική συνέπεια ιδιόλεκτο, προφανώς το απότοκο της πολύχρονης θητείας του στη ποίηση. Ένα παράδειγμα υφολογικής συνέπειας και πλαστικότητας (σελ. 494): «Καλώς σε βρήκα, χότζα! Του αποκρίθηκε ο καπετάν Μιχάλης και του φιτίλιασε μια μπάλα ίσια στο καρύδι του λαιμού του. Συντριβάνισε ολομεμιάς γουργουρίζοντας το αίμα, κλουκλούτισε σα νάταν ο μουεζίνης ασκί κρασί και λύθηκε ο λαιμός του.»
Επίσης, ατόφια κομμάτια μαγικού ρεαλισμού, που θα τα ζήλευαν κι οι λατινοαμερικάνοι μετρ του είδους. Όπως οι εικόνες με τον Άι – Μηνά καβαλάρη τη νύχτα στο Μεγάλο Κάστρο (σελ. 54 και 297 -298), ή με τη Χαμηντέ μουλά να δέρνει την Εφεντίνα, το γιο της, μπροστά στο κιβούρι του παππού του, του αγίου (σελ. 66), ή τη σκηνή ανάμεσα στον Μουσταφά μπαμπά και τον Νουρήμπεη (σελ. 200-201), ή τα βήματα του πεθαμένου στη σκάλα έξω από την πόρτα του Κοσμά και της Νοεμής (σελ. 420) κι αργότερα (σελ. 481) το ίδιο φάντασμα του νεκρού πεθερού να αναγκάζει σε αποβολή την Οβραία νύφη, τη Νοεμή, ή ο θάνατος του καπετάν Σήφακα, του πατέρα του κ. Μ., κάτω από τη λεμονιά (σελ. 441 -458), όπως και διανθισμένη με χιούμορ η συνάντηση πασά και μητροπολίτη (σελ. 474 -476). (Αν και με το χιούμορ δεν τα πηγαίνει και πολύ καλά ο Κ., συνήθως τα αστεία του είναι του καλόβολου χωρατατζή της παρέας.)
Αυτά που δοκιμάζουν την αντοχή του μυθιστορήματος του Κ. είναι ο ηθογραφικός χαρακτήρας της παρατήρησής του συχνά (που όμως συνήθως τον μεταβολίζει σε λειτουργικό στοιχείο της μυθοπλασίας του), επίσης οι σχηματικοί ή και γραφικοί από τους ήρωές του, συμπεριλαμβανομένου και του καπετάν Μιχάλη, δημιουργήματα ίσως μιας ιδεοληπτικής συγγραφικής φαντασίας (υποδαυλιζόμενης από Νίτσε / Μπεργκσόν), αν και πάλι πολύ συχνά οι άντρες ειδικά (γεμάτοι κρυφά αγκάθια, ψυχαναγκασμούς, ομοφοβία αλλά και εγκατεστημένοι σ’ ένα περιβάλλον καμωμένο για να τους υπηρετήσει αφού τα καταφέρουν ως τέτοιοι) φαίνονται λογοτεχνικά λειτουργικοί -το να πω πραγματικοί, έτσι κι αλλιώς είναι τόσο σχετικό-, όπως κι από μία γενικότερη άποψη, η άγρια, σκληρή, όμορφη Κρήτη του Κ., μυθοποιημένη ως ο τόπος μιας γενικευμένης υπερβολής, πολύ λίγο μάς ενδιαφέρει αν είναι και πόσο πραγματική, είναι το νησί όπως το θέλει ο οίστρος του Κ., βέβαια, (κι ο ίδιος ένα νησί, κατά τη ρήση φίλου), και αυτό πρέπει να μας αρκεί.
Τα ίδια περίπου να πει κανείς και για την περιφρόνηση προς τους λογίους – διανοουμένους (προσφιλής τόπος κι αυτός των ιδεοληψιών του Κ.), ότι κατά κάποιο τρόπο τα γράμματα, η καλλιέργεια "εκφυλίζουν" τον άντρα ή τον άνθρωπο της γνώσης. Λ.χ. (σελ. 375), ο καπετάν Σήφακας λέει στο γιο του τον Τίτυρο: «Πού να σε γνωρίσω; Όρκο παίρνω, θα παράτησες τα γράμματα, κι έκαμες σβέρκο και πλάτες και μάγουλα. Δε σου τα ’λεγα εγώ; Βδέλλες είναι τα γράμματα, είκοσι τέσσερις βδέλλες και πιπιλίζουν το αίμα του ανθρώπου.» Ή: (σελ. 380), ο Κουκουρίκος στον καπετάν Μιχάλη: «Εγώ ’μαι καθηγητής, πάει να πει δάσκαλος, καλός άνθρωπος, μα χάρτινος ∙ εσείς είστε από κρέας…»
[Πάντως, διαβάζοντας το μυθιστόρημα, ένιωθα τον πειρασμό της εκ του προχείρου ψυχανάλυσης. Ο καπετάν Μιχάλης κι ο πολύ όμορφος κι αδερφοχτός του Νουρήμπεης, και όσο περιγράφεται η σχεδόν κλασική φιλία τους, γύρω τους περιφέρονται αποτροπαϊκοί γυναικωτοί και γελοίοι "λειψοί" αρσενικοί και ξορκίζεται με κάθε τρόπο η ομοφυλοφιλία (σελ. 17 /78: «Ο Αλήαγας ο θηλυκαρσένιος με τις γυναικίστικες κουβέντες / ο σπανός, ο άτριχος, ο γυναικωτός…», σελ. 18: «…με την ψιλή φωνούλα του ο σιορ Παρασκευάς ο κουρέας ο Συριανός.», σελ. 96: «Αυτά τα μασκαραλίκια δεν τα σηκώνουν οι Κρητικοί! Του πέταξε μια μέρα ο Μπαρμπαγιάννης, στρίβοντας τις μουστάκες του ∙ εδώ, μωρέ Μπερτόδουλε, στην Κρήτη, είναι δυο λογιών οι ανθρώποι, δεν είναι τριών ∙ αρσενικοί και θηλυκοί ∙ αρσενικοθήλυκους δε σηκώνουμε!»), έπειτα ο καπετάν Μιχάλης προσκαλεσμένος στα ενδότερα του σπιτιού του Νουρήμπεη όπου κρύβεται η ωραία και φιλήδονη Κερκέζα, ένα είδος σεξομανούς drag – queen (σελ. 36 «…κι η Κερκέζα αναγοκλειούσε τα φτενά ρουθούνια της, αναρουφούσε τον αγέρα και δεν αποχόρταινε τη βρόμα του αντρούς.», σελ. 231: «Η γυναίκα είδε την αγριάδα του, χάρηκε βαριόχνωτη μυρωδιά αντρίκια ξεχύθηκε από το ιδρωμένο, θυμωμένο κορμί του καπετάν Πολυξίγκη, και τα ρουθούνια της Εμινές έπαιξαν χαρούμενα.»), ο κ. Μιχάλης παθιάζεται μαζί της αλλά και δε θέλει με τίποτα να ενδώσει, απωθεί με όλες του τις δυνάμεις την "απαγορευμένη" επιθυμία, ο αδελφός του θα αναλάβει να χτυπηθεί με τον Νουρήμπεη, θα τον λαβώσει και θα του σακατέψει τα γεννητικά του όργανα, ο ωραίος Νουρήμπεης κι αφού συναντηθεί για τελευταία φορά με τον κ. Μιχάλη, κατεστραμμένος σαν άντρας αυτοκτονεί, ο κ. Μιχάλης σκοτώνει την Κερκέζα που ουδέποτε χάρηκε, καν άγγιξε, που ακόμα και σκοτώνοντάς την γεμίζει ενοχές προερχόμενες από τους άλλους, κι ύστερα απονενοημένα ανεβαίνει σε μια κορφή απόκοσμη κι από κει δίνοντας την ουτοπική μάχη του για λευτεριά, σκοτώνεται.]
Ωστόσο, για να επιστρέψω στο συγγραφέα, στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής που εσχάτως πληθαίνουν και παρ’ ημίν, νομίζω ο Κ. θα πρέπει να διδάσκεται ως ο βασικός θεμελιωτής του νεοελληνικού μυθιστορήματος. Ο άνθρωπος, όπως κι ο άλλος μεγάλος Κρητικός, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, (συνδεδεμένοι μεταξύ τους και συνεργάτες), κι οι δυο τους, έπρεπε πρώτα να στεριώσουν τα βασικά θεμέλια, κι ύστερα να σκεφτούν νεωτερικά αιτήματα του περασμένου αιώνα, ο καθένας στο πεδίο της δημιουργίας του. Αλλά αξίζει να προσέξει κανείς πόσο ανατρεπτικά ανοιχτός, νεωτερικός, παραμένει στο φινάλε του ο καπετάν Μιχάλης, για να αντιληφθεί πόσων δεκαετιών ή και αιώνων παράδοση και δρόμο διέτρεξε ο Κ.. Τι κρίμα που δεν είδε νωρίτερα στη ζωή του και με μεγαλύτερη φιλοδοξία το πεζογραφικό του έργο, αν έχουν νόημα τέτοιου είδους κουβέντες.
Ο Κ. μάς απασχολεί γιατί στις σελίδες του η καλή λογοτεχνία είναι ακόμα παρούσα. Δυο πολύ μικρά παραδείγματα: (σελ. 159) «Σώπασαν μια στιγμή οι δημογέροντες, από το παραθύρι έμπαινε η μυρωδιά της ανθισμένης λεμονιάς ∙ μια μέλισσα μπήκε, περιτριγύρισε τα τέσσερα κεφάλια, είδε πως δεν ήταν ανθισμένα δέντρα, έφυγε.» Και: (σελ. 444) «Ο δάσκαλος έκαμε να μιλήσει, μα τα μπέρδεψε, κατρακυλούσαν τα λόγια στο στόμα του και τον πλήγωναν σα χαλίκια.»
[Ν. Καζαντζάκη, ο καπετάν Μιχάλης (ελευτερία ή θάνατος), 3η έκδοση, εκδόσεις Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1974, σελ. 495.]
Τον Καζαντζάκη τον διαβάζαμε συναρπασμένοι, και το ένα μετά το άλλο τα μυθιστορήματά του, μονορούφι, στην εφηβεία μας. Στις δεκαετίες του ’70 ή του ’80.
Έκτοτε δεν ξέρω αν και πόσο συνεχίζει να διαβάζεται από εφήβους. Όλοι πληροφορούμαστε κατά καιρούς τις μεγάλες πωλήσεις των βιβλίων του ανά τον κόσμο, ότι είναι ο μόνος πεζογράφος Έλληνας παγκόσμιας ευρείας αποδοχής και μάλιστα ασχέτως η Ελλάδα είναι ή όχι στη μόδα. Να προσθέσω επίσης ότι επιπόλαια επιστρέφοντας οι ίδιοι σε μεγαλύτερες ηλικίες στα πεζά του, βρίσκουμε τη γλώσσα του «τραχιά», πιστεύουμε μάλιστα πως η εμπορικότητά του είναι εύλογη εκτός ελληνικής ως ένα βαθμό και γιατί ξεπερνιέται το εν λόγω πρόβλημα.
Από χρόνια ήθελα να δοκιμάσω κάποιο από τα μυθιστορήματά του ξανά. Το κατάφερα πριν από μήνα περίπου, μ’ εκείνο που θυμόμουν συναρπαστικότερο, τον καπετάν Μιχάλη. Στις πρώτες εκατό – διακόσιες σελίδες, ταλαντευόμουν συχνά ανάμεσα στην εκτίμηση για τον τεχνίτη, τον αφηγητή και λογοτέχνη, αλλά και την ενόχληση από τις ιδέες, καλύτερα τις ιδεοληψίες του, διάσπαρτες στο κείμενο, που μου φαίνονταν όχι μόνο ξεπερασμένες, συχνά και απωθητικές, εντούτοις, από ένα σημείο και πέρα, με τη δύναμή του, του αφηγητή, με συνεπήρε, είδα κιόλας -θέλω να πιστεύω- μια από τις σίγουρες (και συνάμα εμπορικότερες) αρετές αυτού του έργου: ο «υψιπετής» και διάφορα άλλα «επικά» διανοητής αφοπλίζεται εντέλει από έναν καλοπροαίρετο, αθώο έως και αφελή, συγγραφέα, λογοτέχνη.
Να ξεκινήσω από τα αδιαμφισβήτητα: από τις πρώτες παραγράφους, πρόκειται για αφήγηση που συναρπάζει (από άποψη τεχνική με εξαιρετική δομή και οικονομία). Εντυπωσιάζει η άνεση με την οποία υποτάσσει πραγματολογικά στοιχεία, που εγκιβωτίζει μικρά επεισόδια στην κύρια αφήγηση, απαραίτητα στις επί μέρους ανάγκες της προοικονομίας, κι η ικανότητα επίσης να σβήνει τα ίχνη του σχεδιασμού του.
Η «υλική» στερεότητα της αφήγησης, έπειτα. Δεν απαιτούνται παρά ελάχιστες γραμμές και ο αναγνώστης έχει μεταφερθεί σε χρόνο και χώρο αφήγησης τόσο στέρεο, τόσο «υλικό», που πια δυσκολεύεται να παρακάμψει, να πηδήξει καν μία παράγραφο. Κυριολεκτικά τότε σκοντάφτει, αναγκάζεται να γυρίσει πίσω.
Μετά απ’ αυτό το διάβασμα θα συμπεριλάβαινα στις αρετές της πεζογραφίας του Κ. οπωσδήποτε και τη γλώσσα του. Στο συνταγματικό άξονα οι επιλογές σπάνια αποκλίνουν ή ξενίζουν το σημερινό γλωσσικό αίσθημα, –κυρίως σε φράσεις ή θραύσματα διαλεκτικά. Οι αποκλίσεις επιλέγονται κυρίως στον παραδειγματικό άξονα, στις λέξεις, από την ομιλουμένη κρητική διάλεκτο και την λογοτεχνική δημοτική της εποχής του, που όμως δε συνιστά ούτε δυσνόητη ούτε κατασκευασμένη ή γλώσσα λεξιθήρα (όπως οι επιτηδευμένες λογοτεχνικές ιδιόλεκτοι μετά το ’60 ιδιαίτερα, στην ποίηση περισσότερο). Πρόκειται για τιθασευμένη, με πλαστικότητα και αισθητική συνέπεια ιδιόλεκτο, προφανώς το απότοκο της πολύχρονης θητείας του στη ποίηση. Ένα παράδειγμα υφολογικής συνέπειας και πλαστικότητας (σελ. 494): «Καλώς σε βρήκα, χότζα! Του αποκρίθηκε ο καπετάν Μιχάλης και του φιτίλιασε μια μπάλα ίσια στο καρύδι του λαιμού του. Συντριβάνισε ολομεμιάς γουργουρίζοντας το αίμα, κλουκλούτισε σα νάταν ο μουεζίνης ασκί κρασί και λύθηκε ο λαιμός του.»
Επίσης, ατόφια κομμάτια μαγικού ρεαλισμού, που θα τα ζήλευαν κι οι λατινοαμερικάνοι μετρ του είδους. Όπως οι εικόνες με τον Άι – Μηνά καβαλάρη τη νύχτα στο Μεγάλο Κάστρο (σελ. 54 και 297 -298), ή με τη Χαμηντέ μουλά να δέρνει την Εφεντίνα, το γιο της, μπροστά στο κιβούρι του παππού του, του αγίου (σελ. 66), ή τη σκηνή ανάμεσα στον Μουσταφά μπαμπά και τον Νουρήμπεη (σελ. 200-201), ή τα βήματα του πεθαμένου στη σκάλα έξω από την πόρτα του Κοσμά και της Νοεμής (σελ. 420) κι αργότερα (σελ. 481) το ίδιο φάντασμα του νεκρού πεθερού να αναγκάζει σε αποβολή την Οβραία νύφη, τη Νοεμή, ή ο θάνατος του καπετάν Σήφακα, του πατέρα του κ. Μ., κάτω από τη λεμονιά (σελ. 441 -458), όπως και διανθισμένη με χιούμορ η συνάντηση πασά και μητροπολίτη (σελ. 474 -476). (Αν και με το χιούμορ δεν τα πηγαίνει και πολύ καλά ο Κ., συνήθως τα αστεία του είναι του καλόβολου χωρατατζή της παρέας.)
Αυτά που δοκιμάζουν την αντοχή του μυθιστορήματος του Κ. είναι ο ηθογραφικός χαρακτήρας της παρατήρησής του συχνά (που όμως συνήθως τον μεταβολίζει σε λειτουργικό στοιχείο της μυθοπλασίας του), επίσης οι σχηματικοί ή και γραφικοί από τους ήρωές του, συμπεριλαμβανομένου και του καπετάν Μιχάλη, δημιουργήματα ίσως μιας ιδεοληπτικής συγγραφικής φαντασίας (υποδαυλιζόμενης από Νίτσε / Μπεργκσόν), αν και πάλι πολύ συχνά οι άντρες ειδικά (γεμάτοι κρυφά αγκάθια, ψυχαναγκασμούς, ομοφοβία αλλά και εγκατεστημένοι σ’ ένα περιβάλλον καμωμένο για να τους υπηρετήσει αφού τα καταφέρουν ως τέτοιοι) φαίνονται λογοτεχνικά λειτουργικοί -το να πω πραγματικοί, έτσι κι αλλιώς είναι τόσο σχετικό-, όπως κι από μία γενικότερη άποψη, η άγρια, σκληρή, όμορφη Κρήτη του Κ., μυθοποιημένη ως ο τόπος μιας γενικευμένης υπερβολής, πολύ λίγο μάς ενδιαφέρει αν είναι και πόσο πραγματική, είναι το νησί όπως το θέλει ο οίστρος του Κ., βέβαια, (κι ο ίδιος ένα νησί, κατά τη ρήση φίλου), και αυτό πρέπει να μας αρκεί.
Τα ίδια περίπου να πει κανείς και για την περιφρόνηση προς τους λογίους – διανοουμένους (προσφιλής τόπος κι αυτός των ιδεοληψιών του Κ.), ότι κατά κάποιο τρόπο τα γράμματα, η καλλιέργεια "εκφυλίζουν" τον άντρα ή τον άνθρωπο της γνώσης. Λ.χ. (σελ. 375), ο καπετάν Σήφακας λέει στο γιο του τον Τίτυρο: «Πού να σε γνωρίσω; Όρκο παίρνω, θα παράτησες τα γράμματα, κι έκαμες σβέρκο και πλάτες και μάγουλα. Δε σου τα ’λεγα εγώ; Βδέλλες είναι τα γράμματα, είκοσι τέσσερις βδέλλες και πιπιλίζουν το αίμα του ανθρώπου.» Ή: (σελ. 380), ο Κουκουρίκος στον καπετάν Μιχάλη: «Εγώ ’μαι καθηγητής, πάει να πει δάσκαλος, καλός άνθρωπος, μα χάρτινος ∙ εσείς είστε από κρέας…»
[Πάντως, διαβάζοντας το μυθιστόρημα, ένιωθα τον πειρασμό της εκ του προχείρου ψυχανάλυσης. Ο καπετάν Μιχάλης κι ο πολύ όμορφος κι αδερφοχτός του Νουρήμπεης, και όσο περιγράφεται η σχεδόν κλασική φιλία τους, γύρω τους περιφέρονται αποτροπαϊκοί γυναικωτοί και γελοίοι "λειψοί" αρσενικοί και ξορκίζεται με κάθε τρόπο η ομοφυλοφιλία (σελ. 17 /78: «Ο Αλήαγας ο θηλυκαρσένιος με τις γυναικίστικες κουβέντες / ο σπανός, ο άτριχος, ο γυναικωτός…», σελ. 18: «…με την ψιλή φωνούλα του ο σιορ Παρασκευάς ο κουρέας ο Συριανός.», σελ. 96: «Αυτά τα μασκαραλίκια δεν τα σηκώνουν οι Κρητικοί! Του πέταξε μια μέρα ο Μπαρμπαγιάννης, στρίβοντας τις μουστάκες του ∙ εδώ, μωρέ Μπερτόδουλε, στην Κρήτη, είναι δυο λογιών οι ανθρώποι, δεν είναι τριών ∙ αρσενικοί και θηλυκοί ∙ αρσενικοθήλυκους δε σηκώνουμε!»), έπειτα ο καπετάν Μιχάλης προσκαλεσμένος στα ενδότερα του σπιτιού του Νουρήμπεη όπου κρύβεται η ωραία και φιλήδονη Κερκέζα, ένα είδος σεξομανούς drag – queen (σελ. 36 «…κι η Κερκέζα αναγοκλειούσε τα φτενά ρουθούνια της, αναρουφούσε τον αγέρα και δεν αποχόρταινε τη βρόμα του αντρούς.», σελ. 231: «Η γυναίκα είδε την αγριάδα του, χάρηκε βαριόχνωτη μυρωδιά αντρίκια ξεχύθηκε από το ιδρωμένο, θυμωμένο κορμί του καπετάν Πολυξίγκη, και τα ρουθούνια της Εμινές έπαιξαν χαρούμενα.»), ο κ. Μιχάλης παθιάζεται μαζί της αλλά και δε θέλει με τίποτα να ενδώσει, απωθεί με όλες του τις δυνάμεις την "απαγορευμένη" επιθυμία, ο αδελφός του θα αναλάβει να χτυπηθεί με τον Νουρήμπεη, θα τον λαβώσει και θα του σακατέψει τα γεννητικά του όργανα, ο ωραίος Νουρήμπεης κι αφού συναντηθεί για τελευταία φορά με τον κ. Μιχάλη, κατεστραμμένος σαν άντρας αυτοκτονεί, ο κ. Μιχάλης σκοτώνει την Κερκέζα που ουδέποτε χάρηκε, καν άγγιξε, που ακόμα και σκοτώνοντάς την γεμίζει ενοχές προερχόμενες από τους άλλους, κι ύστερα απονενοημένα ανεβαίνει σε μια κορφή απόκοσμη κι από κει δίνοντας την ουτοπική μάχη του για λευτεριά, σκοτώνεται.]
Ωστόσο, για να επιστρέψω στο συγγραφέα, στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής που εσχάτως πληθαίνουν και παρ’ ημίν, νομίζω ο Κ. θα πρέπει να διδάσκεται ως ο βασικός θεμελιωτής του νεοελληνικού μυθιστορήματος. Ο άνθρωπος, όπως κι ο άλλος μεγάλος Κρητικός, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, (συνδεδεμένοι μεταξύ τους και συνεργάτες), κι οι δυο τους, έπρεπε πρώτα να στεριώσουν τα βασικά θεμέλια, κι ύστερα να σκεφτούν νεωτερικά αιτήματα του περασμένου αιώνα, ο καθένας στο πεδίο της δημιουργίας του. Αλλά αξίζει να προσέξει κανείς πόσο ανατρεπτικά ανοιχτός, νεωτερικός, παραμένει στο φινάλε του ο καπετάν Μιχάλης, για να αντιληφθεί πόσων δεκαετιών ή και αιώνων παράδοση και δρόμο διέτρεξε ο Κ.. Τι κρίμα που δεν είδε νωρίτερα στη ζωή του και με μεγαλύτερη φιλοδοξία το πεζογραφικό του έργο, αν έχουν νόημα τέτοιου είδους κουβέντες.
Ο Κ. μάς απασχολεί γιατί στις σελίδες του η καλή λογοτεχνία είναι ακόμα παρούσα. Δυο πολύ μικρά παραδείγματα: (σελ. 159) «Σώπασαν μια στιγμή οι δημογέροντες, από το παραθύρι έμπαινε η μυρωδιά της ανθισμένης λεμονιάς ∙ μια μέλισσα μπήκε, περιτριγύρισε τα τέσσερα κεφάλια, είδε πως δεν ήταν ανθισμένα δέντρα, έφυγε.» Και: (σελ. 444) «Ο δάσκαλος έκαμε να μιλήσει, μα τα μπέρδεψε, κατρακυλούσαν τα λόγια στο στόμα του και τον πλήγωναν σα χαλίκια.»
[Ν. Καζαντζάκη, ο καπετάν Μιχάλης (ελευτερία ή θάνατος), 3η έκδοση, εκδόσεις Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1974, σελ. 495.]