Είχα δει το συναρπαστικό ‘Παρασκήνιο’ το αφιερωμένο στο μεταφραστικό ζήλο του Χριστοδούλου, είχα προσπαθήσει και τότε, αναγνώριζα τη δυνατή λογοτεχνία, και κατά διαστήματα έκτοτε, αλλά για μερικές σελίδες, έπειτα το άφηνα. Φέτος που όλα τα σκιάζει ο ζόφος του λαϊκισμού, -αλλά και ουδέν κακόν αμιγές καλού- δραπετεύοντας στα ‘λογοτεχνικότερα’ της βιβλιοθήκης, έφτασα και στον ‘Μόμπι – Ντικ’. Πρόκειται, πράγματι, για ρηξικέλευθο, έργο ιδιοφυΐας λογοτεχνικής, αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι εξήντα – εβδομήντα χρόνια πριν από τους νεωτεριστές του εικοστού αιώνα, και όλος ο μοντερνισμός βρισκόταν ήδη εκεί, αλλά και το γοητευτικότερο απ’ όλα, στο εκτενές αυτό κείμενο αποτυπώνεται, όπως πολύ σπάνια, η ηδονή της γραφής να συνεπαίρνει τον ίδιο το δημιουργό της. Γραφίδα φρενήρης και μόνιμα οιστρήλατη. Ο Melville γράφει σαν να μην έγραψε κανείς πριν απ’ αυτόν, να μην ξέρει τι είναι σωστό ή λάθος στη δουλειά του, και καθηλωμένος στην απόλαυσή του, που είναι λιγότερο λογία και περισσότερο παιχνίδι.
Αλλά, ας βάλω μία τάξη.
Ο Χέρμαν Μέλβιλ γεννιέται στο Όλμπανι της Νέας Υόρκης την 1η Αυγούστου του 1819, γιος του Άλαν Μέλβιλ, ο οποίος πεθαίνει χρεωκοπημένος όταν ο Χέρμαν είναι 12 χρόνων. Στενός φίλος του Nathaniel Hawthorn. Εκδίδει το «Μόμπι - Ντικ ή η φάλαινα» το 1851. Ένα χρόνο νωρίτερα ο Χόθορν «Το άλικο γράμμα», το 1852 η Χάριετ Μπίτσερ την ευπώλητη «Καλύβα του μπάρμπα Θωμά». (Η «Μαντάμ Μποβαρύ» του Φλομπέρ, το 1857.) Ο «Μόμπι - Ντικ» πέρασε απαρατήρητος, με αρνητικές κατά το πλείστον κριτικές, ενώ η μεγάλη αξία του αναγνωρίστηκε μόλις στη δεκαετία του 1920 από τους μοντερνιστές. Ο Μέλβιλ περνά τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην αφάνεια και πεθαίνει στις 28 Σεπτεμβρίου του 1891.
Η πλοκή του βιβλίου, αν έχει νόημα μία τέτοια σύνοψη: Ο καπετάνιος Αχαάβ, (σ’ έναν κόσμο πρόσχημα στο παντοτινό χάος κι όπου ακόμα τιμωρείται η ύβρις) θα συγκρουστεί μ’ ένα αρχετυπικό τέρας τυφλής ζωτικής δύναμης, την άσπρη φάλαινα, τον Μόμπι - Ντικ. Αλλά ενώ μοιάζει αυτό να ξεκίνησε να αφηγηθεί, γρήγορα τον αποσπά η ίδια η απόλαυση της γραφής, από τις πρώτες παραγράφους ήδη, (σελ. 25) «Όταν πιάνω τον εαυτό μου να στραβώνει το στόμα ∙ όταν μες στην ψυχή μου είναι Νοέμβρης υγρός, που ψιλοβρέχει ∙ όταν πιάνω τον εαυτό μου να σταματάει άθελα μπρος σε φερετροπωλεία και να γίνεται ουραγός κάθε κηδείας που συναντώ ∙ και ειδικά όταν οι υποχονδρίες μου με κυβερνούν τόσο, που χρειάζεται ένας δυνατός ηθικός φραγμός να με εμποδίσει να βγω επίτηδες στο δρόμο και μεθοδικά να ρίξω χάμω τα καπέλα του κόσμου –τότε θεωρώ πως ήρθε πια η ώρα να μπαρκάρω, όσο πιο γρήγορα μπορώ.» Άλλωστε κοντά στο ένα τέταρτο του βιβλίου, παραιτείται από οποιαδήποτε αφηγηματική στρατηγική (σελ. 229: «Ο Θεός να με φυλάει να μην ολοκληρώσω ποτέ τίποτα. Ολόκληρο αυτό το βιβλίο δεν είναι παρά ένα προσχέδιο –τι λέω, το προσχέδιο ενός προσχέδιου. Ω Χρόνε, Δύναμη, Χρήμα και Υπομονή.»). Μοιάζει ταυτόχρονα και μια απίστευτης εμβρίθειας πραγματεία σχετική με τη φάλαινα (και ιδιαίτερα για το είδος της Σπερμοφάλαινας) και τη φαλαινοθηρία, έτσι εκών –άκων ανοίγει προς όλες τις κατευθύνσεις τη φόρμα του μυθιστορήματος. Αίφνης, διακόπτει την αφήγηση για να αναφέρει διάφορα θέματα, όπως το αν η φάλαινα είναι ψάρι, εφόσον έχει ζεστό αίμα και πνεύμονες, ή σε ποια κείμενα απαντώνται αναφορές σε φάλαινες, ζητήματα κητολογίας (σελ. 209-228, κεφ. 32). Αμέσως μετά, στοιχεία ιστορίας της φαλαινοθηρίας. Εντάσσει στη γλώσσα της αφήγησης και το ύφος του δοκιμίου, ή το κεφ. 40 (σελ.270) το γράφει με τη μορφή θεατρικού έργου, αλλού (σελ. 386) η αφήγηση γίνεται ολότελα προφορική που καταγράφεται οιονεί από μαγνητόφωνο, παρακάτω (σελ. 417) σε δοκιμιακό ύφος, οι τερατώδεις απεικονίσεις των φαλαινών, ή χρήσιμες οδηγίες εγχειριδίου, όπως στη σελ. 459, το ρίξιμο του καμακιού, και στο επόμενο κεφάλαιο, σελ. 462, η διχάλα. Στις σελ. 476-480, πληροφορίες σχετικά με τη φάλαινα ως φαγητό. Και (σελ. 576) διακόπτει πάλι την αφήγηση για να παρακάμψει στα μυθολογικά μοτίβα τα σχετικά με τη φάλαινα.
Ο αφηγητής συχνά αναφερόμενος στον εαυτό του χρησιμοποιεί το πρώτο πληθυντικό του δοκιμιογράφου / επιστήμονα: όπως έχουμε αναφέρει, θα εξετάσουμε, κ.τ.ό..
Απευθύνεται προς τους αναγνώστες, π.χ. σελ. 486 «ξέρετε πια», ή σελ. 548 «ίσως όμως να αντιτάξετε και να πείτε», και σελ. 593 «αγαπητέ μου κύριε».
Όσο και σχετικά με τη δομή της αφήγησης, όπως σημειώνει σελ. 576: «Υπάρχουν μερικά δύσκολα πράγματα που, όταν αναλαμβάνει κανείς να τα φέρει σε πέρας, ένα προσεκτικό μπέρδεμα είναι η αληθινή μέθοδος.» Μόλις στη σελ. 861 (από τις 910) ο Αχαάβ και το πλήρωμα του Πίκουοντ συναντούν, βλέπουν τον Μόμπι-Ντικ, όμως προηγουμένως ούτε μια στιγμή ο αναγνώστης δεν έχει την αίσθηση ότι ο συγγραφέας έχασε τον ειρμό του ή ότι πελαγοδρομεί.
Ένα από τα πολλά στοιχεία ύφους στην παράθεση του υλικού του: με υποδόριο χιούμορ κι εκλεπτυσμένη φαντασία αιφνιδιάζει με τις αναλογίες ανάμεσα σε συμπεριφορές φαλαινών και ανθρώπων ή και ιστορικών / μυθολογικών σκηνών, π.χ. σελ. 225 (μιλώντας για τα είδη της φάλαινας): «τη Φόνισσα δεν την κυνηγούν ποτέ. Ποτέ μου δεν άκουσα τι λογής λάδι έχει. Αντίρρηση θα μπορούσε να έχει κανείς για το όνομα που έχει δοθεί σ’ αυτήν τη φάλαινα, λόγω της αοριστίας του. Γιατί φονιάδες είμαστε όλοι, σε στεριά και σε θάλασσα: Και οι Βοναπάρτες και οι καρχαρίες.» Και στην επόμενη σελίδα: «Για το Μαστιγωτή ξέρουμε ακόμα πιο λίγα από όσα ξέρουμε για τη Φόνισσα. Είναι και οι δυο σεσημασμένοι εγκληματίες, έστω κι αν δεν υπάρχουν στη θάλασσα νόμοι.» Και στην ίδια σελίδα (226): «Την ονομάζω έτσι (φώκαινα του «Ζήτω»), επειδή πάντα κολυμπάει κατά κοπάδια, που όλο χαρά, μες στην απέραντη θάλασσα, πετάγονται ασταμάτητα στον ουρανό, λες και είναι σκούφοι σε κάποια κοσμοσυρροή τύπου Τετάρτης Ιουλίου. Μόλις τις βλέπουν οι ναυτικοί, ζητωκραυγάζουν όλοι με χαρά.» Ή Σελ. 551-552: «λίγα είναι τα κούτελα εκείνα που, όπως το μέτωπο του Σέξπιρ ή του Μελάγχθωνα, φτάνουν τόσο ψηλά και κατεβαίνουν τόσο χαμηλά, ώστε τα ίδια τα μάτια να μοιάζουν με γάργαρες, δίχως παλίρροιες, αιώνιες λίμνες πάνω στα ψηλά βουνά ∙ και πάνω από αυτές τις λίμνες, στις ρυτίδες του μετώπου, να νομίζεις πως ακολουθείς τα χνάρια που έχουν αφήσει εκείνοι οι πολύκλωνοι στοχασμοί κατεβαίνοντας σε αυτές τις λίμνες για να ξεδιψάσουν, όπως ακολουθούν τα χνάρια που αφήνει το ελάφι πάνω στο χιόνι όσοι κυνηγούν στα Χάιλαντ. Στην περίπτωση της μεγάλης Σπερμοφάλαινας όμως, αυτή η αγέρωχη θεϊκή μεγαλοπρέπεια, που υπάρχει στο μέτωπο, είναι τόσο άπειρα πιο μεγάλη, που καθώς το ατενίζεις, σε κείνη την τεράστια εικόνα που βλέπεις απέναντί σου ακριβώς, νιώθεις το Θεό και τις τρομερές δυνάμεις του πολύ πιο έντονα από ό,τι θα ένιωθες κοιτώντας οποιοδήποτε άλλο πλάσμα της έμψυχης φύσης.» Ή σελ. 622-623: «Μια φάλαινα πληγωμένη πονώντας υπερβολικά από εκείνη την πληγή, ρίχτηκε λοιπόν στους κύκλους των φαλαινών που γύριζαν διαρκώς, όπως εκείνος ο παράτολμος καβαλάρης, ο Άρνολτ, που ένας αυτός, στη μάχη του Σαρατόγκα, έσπειρε τον τρόμο απ’ όπου κι αν πέρασε.» Ή σελ. 630-631: «Όπως ένα μπουλούκι από φοιτητές του κολεγίου, έτσι κι αυτά (τα κοπαδάκια από αρσενικές φάλαινες) είναι όλο καβγάδες, χωρατά και κατεργαριές, βολοδέρνοντας στον κόσμο μ’ έναν τόσο απερίσκεπτο και γλεντζέδικο τρόπο, που κανείς συνετός ασφαλιστής δε θα ήθελε να τα ασφαλίσει, όπως δε θα ασφάλιζε κι έναν θορυβοποιό νεανία του Γέιλ και του Χάρβαντ.» Ή σελ. 656: «Με τι λοιπόν θα συγκρίνω τη Σπερμοφάλαινα, ως προς το άρωμα δηλαδή, έχοντας υπόψη τις διαστάσεις της; Δεν πρέπει να συγκριθεί με κείνο τον ονομαστό ελέφαντα, με τους αστραφτερούς χαυλιόδοντες, που μοσχοβολούσε μύρο, και τον είχαν φέρει από μια πόλη της Ινδίας για να τιμήσουν το Μέγα-Αλέξανδρο;» Ή σελ.869: «Η θέα της σπασμένης βάρκας τον (ενν. τον Μόμπι Ντικ) τρέλαινε ως φαίνεται, όπως ο κόκκινος χυμός των σταφυλιών και των μούρων που ήταν χυμένος μπροστά στους ελέφαντες του Αντίοχου, σύμφωνα με το βιβλίο των Μακκαβαίων.» Και σελ. 759: «Το πλοίο είχε ανεβάσει όλο το φορτίο ψηλά, όπως ένας νηστικός φοιτητής που έχει όλο τον Αριστοτέλη στο κεφάλι του.»
Λεπτό χιούμορ διατρέχει γενικά το κείμενο, π.χ. σελ. 727 (ένα βιβλίο για τις φάλαινες αναλογικά δεν μπορεί παρά να είναι μεγάλο): «Για να γράψεις ένα μεγάλο βιβλίο, πρέπει να διαλέξεις ένα μεγάλο θέμα. Δεν μπορεί ποτέ να γραφτεί ένα μεγάλο βιβλίο, ένα βιβλίο που να αντέχει στο χρόνο, για τον ψύλλο, αν και υπάρχουν πολλοί που το έχουν επιχειρήσει.» Νωρίτερα (σελ.596), παρεμφερώς: «Ενώ άλλοι ποιητές έχουν υμνήσει τις χάρες που κρύβει το γλυκό μάτι της αντιλόπης και το υπέροχο φτέρωμα του πουλιού που δεν κατεβαίνει ποτέ στη γη, εγώ υμνώ μια ουρά (της Σπερμοφάλαινας) –κάτι ελάχιστα υψηλό και ωραίο.» Και σελ. 728, για τον τεράστιο σκελετό προϊστορικού κήτους που βρέθηκε το 1842 σε αγρόκτημα: «Οι μωρόπιστοι σκλάβοι της περιοχής, γεμάτοι τρόμο και δέος, πίστεψαν πως ήταν τα κόκαλα ενός αγγέλου από αυτούς που είχαν διωχτεί απ’ τον παράδεισο.»
Ας σημειωθεί, παρεμπιπτόντως, ένα τέταρτο αιώνα μετά την ελληνική επανάσταση, ο απόηχος του αμερικάνικου φιλελληνισμού, σελ. 675: «Όπως ακριβώς τα μπρίκια του τολμηρού Υδραίου του Κανάρη εξορμώντας τα μεσάνυχτα από τα λιμάνια τους, φορτωμένα με κατράμι και θειάφι και έχοντας φλόγες πελώριες αντί για πανιά, έπεφταν πάνω σε τούρκικες φρεγάτες, τυλίγοντας εκείνα τα πλοία με καταστρεπτικές φωτιές.»
Και μερικά αποσπάσματα:
Σελ. 75 «Αλλά η πίστη, σαν το τσακάλι, βόσκει ανάμεσα στα μνήματα, κι από αυτές ακόμα τις αμφιβολίες που έχουμε για τους νεκρούς, αυτή μαζεύει την πιο ζωτική της ελπίδα.» Και παρακάτω στην ίδια σελίδα: «Ναι, σε τούτη τη δουλειά της φαλαινοθηρίας κρύβεται ο θάνατος –ένα άφωνα γρήγορο και χαοτικά άτακτο μπάσιμο ενός ανθρώπου στην Αιωνιότητα.»
Σελ. 101: «Ο Κουΐκουεγκ γεννήθηκε στο Κοκοβόκο, ένα νησί πολύ μακρινό στα νοτιοδυτικά. Δεν υπάρχει σε κανένα χάρτη ∙ οι αληθινοί τόποι δεν υπάρχουν ποτέ.»
Σελ. 112: «…τους έχει τόσο αποκλεισμένους, ολόγυρα ζωσμένους, από παντού κλεισμένους, κυκλωμένους και ολότελα απομονωμένους ο ωκεανός, που και σε αυτές ακόμα τις καρέκλες και τα τραπέζια τους βρίσκει κανείς πότε – πότε μικρές αχιβάδες κολλημένες, όπως στα καβούκια από θαλάσσιες χελώνες.»
Σελ. 140: «Ο Θεός μάς σπλαχνίζεται όλους –πρεσβυτεριανούς και ειδωλολάτρες το ίδιο- γιατί όλοι γενικά, έτσι κι αλλιώς, έχουμε ένα τρομερό ράγισμα στο κεφάλι και μεγάλη ανάγκη από επισκευή.»
Σελ. 251 – 252: «Μπορεί να ήταν σπάνιες οι φάλαινες ή μπορεί να υπήρχαν κοπάδια από δαύτες στο μακρινό ορίζοντα ∙ αλλά ο ρυθμικός χορός των κυμάτων, ένα με το στοχασμό, νανουρίζει τον αφηρημένο αυτό νεαρό, που βυθίζεται σε ένα χαύνο, ασυνείδητο και απαθή ρεμβασμό –όμοιον προκαλεί το όπιο-, που στο τέλος χάνει την ταυτότητά του ∙ θεωρεί το μυστηριώδη ωκεανό, που απλώνεται στα πόδια του, ορατή εικόνα εκείνης της βαθιάς, μπλε, ανεξιχνίαστης ψυχής, που είναι διάχυτη στην ανθρωπότητα και τη φύση ∙ και κάθε παράξενο, αχνοθώρητο, φευγαλέο, εξαίσιο πράγμα, που ξεγλιστράει και δεν μπορεί αυτός να συλλάβει: κάθε φτερό από κάποιο αόρατο ζώο, που ανακαλύπτει αμυδρά στην επιφάνεια, ενσαρκώνει στα μάτια του εκείνες τις ασύλληπτες ιδέες που κατοικούν μες στην ψυχή αυτή, αλλά για λίγο –περαστικές και φευγαλέες πάντα.»
Σελ. 338-339: «Τόσο ήσυχη και άτονη ήταν όλη η σκηνή, κι όμως, άγνωστο πώς, τόσο πολύ προμηνούσε πως κάτι έμελλε να συμβεί, τέτοια ονειρική μαγεία κρυβόταν στον αέρα, που κάθε σιωπηλός ναύτης έμοιαζε να είναι μια διαφορετική μορφή, η οπτασία της αόρατης ψυχής του.»
Σελ. 369: «Κι ενώ το μοναδικό ζωντανό του ποδάρι αντηχούσε ζωηρά πάνω στο κατάστρωμα, κάθε χτύπος από τη νεκρή του γάμπα ηχούσε σαν το καρφί που μπήγεται στο κάλυμμα του νεκροκρέβατου. Ο καπετάνιος αυτός περπατούσε πάνω στη ζωή και στο θάνατο.»
Σελ. 781: «Οι ψυχές μας είναι σαν εκείνα τα ορφανά που οι ανύπαντρες μάνες τους πεθαίνουν πάνω
στη γέννα ∙ το μυστικό της πατρότητάς μας βρίσκεται στον τάφο τους ∙ εκεί λοιπόν πρέπει να κατέβουμε για να το μάθουμε.»
Σελ. 793: «Το βλέμμα του ανθρώπου είναι αλφαδιασμένο από τη φύση με το ύψος του ορίζοντα αυτηνής της γης.»
Σελ. 809: «Αναρωτιέμαι, Φλασκ, αν ο κόσμος έχει ριγμένη κάποια άγκυρα κάπου ∙ αν έχει ριγμένη κάποια άγκυρα, τότε αρμενίζει δεμένος με ένα εξαιρετικά μακρύ παλαμάρι.»
Σελ. 840: «Τη μια χωνότανε σε ένα κύμα που έσπαζε πάνω στην πλώρη ∙ την άλλη ένα κύμα ωθούσε εκείνο το πλοίο μπροστά ∙ στο μεταξύ πάνω στα κατάρτια του και τις αντένες υπήρχαν πυκνές ομάδες από ναύτες όπως σε τρεις ψηλές κερασιές, όταν τα παιδιά μαζεύουν κεράσια ανάμεσα στα κλαδιά.»
Σελ. 860-861, από την προηγούμενη νύχτα οσμίστηκε τη Σπερμοφάλαινα ο Αχαάβ, κι όταν την είδε: «… έβγαλε μια κραυγή σαν του γλάρου που αντήχησε στον αέρα, ‘Να τη, ξεφυσάει!... ξεφυσάει! Μια καμπούρα σα λόφος από χιόνι! Είναι ο Μόμπι-Ντικ.»
Σελ. 866: «Το αστραφτερό στόμα έχασκε κάτω από τη βάρκα σαν ανοιχτός έτοιμος μαρμάρινος τάφος.»
Και τέλος, η ευγνωμοσύνη προς το μεταφραστή, το λιγότερο να πω, αμέριστη.
[HERMAN MELVILLE: Μόμπι – Ντικ ή η φάλαινα, μετάφραση Α. Κ. Χριστοδούλου, εκδόσεις Gutenberg Orbis Literae, editio minor, 1992, σελ. 910.]